ΣΩΒΑΒ (Σωβάβ) [από μια ρίζα που σημαίνει «επιστρέφω· επαναφέρω»]. 1. Γιος του Χάλεβ, του αδελφού του Ιεραμεήλ, από τη φυλή του Ιούδα.—1Χρ 2:9, 18. 2. Γιος του Δαβίδ και της Βηθ-σαβεέ.—2Σα 5:14· 1Χρ 3:5· 14:4.