(Σουβαήλ) [Ο Θεός Έχει Αιχμαλωτίσει].
1. Απόγονος του Λευί μέσω του Γηρσώμ, του γιου του Μωυσή. Το όνομα εμφανίζεται και με την παραλλαγή Σεβουήλ.—1Χρ 24:20· 26:24· βλέπε ΣΕΒΟΥΗΛ Αρ. 1.
2. Γιος του Αιμάν που ονομάζεται επίσης Σεβουήλ.—1Χρ 25:4, 20· βλέπε ΣΕΒΟΥΗΛ Αρ. 2.