ΘΑΛΜΑΪ
(Θαλμαΐ).
1. Αδελφός του Αχιμάν και του Σεσαΐ, που ήταν γιοι του Ανάκ. (Αρ 13:22· Ιη 15:14· Κρ 1:10· βλέπε ΑΧΙΜΑΝ Αρ. 1.) Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι το όνομα Τανμαχού, το οποίο έχει βρεθεί σε ένα εγχάρακτο σχέδιο με ιερογλυφικά όπου παριστάνεται ένας ψηλός άντρας με ανοιχτόχρωμο δέρμα, είναι το αντίστοιχο του ονόματος Θαλμαΐ στην αιγυπτιακή. Αυτό το χαναανιτικό όνομα εμφανίζεται επίσης στα κείμενα της Ρας Σάμρα που χρονολογούνται από την περίοδο των Κριτών.
2. Γιος του Αμμιούδ και βασιλιάς της Γεσούρ. (2Σα 13:37) Η Μααχά, η κόρη του Θαλμαΐ, γέννησε στον Δαβίδ τον Αβεσσαλώμ. (2Σα 3:3· 1Χρ 3:2) Όταν ο Αβεσσαλώμ έβαλε να σκοτώσουν τον Αμνών επειδή είχε ατιμάσει την αδελφή του τη Θάμαρ, στη συνέχεια κατέφυγε στον παππού του τον Θαλμαΐ.—2Σα 13:28, 29, 37, 38.