ΝΤΕΦΙ
Κρουστό μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται από τους πατριαρχικούς χρόνους. Η εβραϊκή λέξη τοφ έχει μεταφραστεί επίσης ως «ταμπουρίνο», «ταμπούρλο» και «τύμπανο». (Γε 31:27, Kx, Da, AS, ΒΑΜ, ΛΧ) Όλες αυτές οι αποδόσεις περιγράφουν βασικά το ίδιο όργανο—ένα μικρό χειροτύμπανο αποτελούμενο από ένα ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο, πιθανώς με διάμετρο περίπου 25 εκ., το οποίο είχε τη μία ή και τις δύο πλευρές του σκεπασμένες με μια τεντωμένη μεμβράνη (δέρμα ζώου). Εφόσον αυτό το όργανο χρησιμοποιούνταν σε εορταστικές εκδηλώσεις, ορισμένα είδη του μπορεί να είχαν προσαρμοσμένα στο πλάι κομμάτια μετάλλου, ίσως κρόταλα, και ενδεχομένως παίζονταν όπως το σημερινό ντέφι. Άλλα είδη ίσως έμοιαζαν περισσότερο με το ταμ ταμ και χρησιμοποιούνταν όπως αυτό, δηλαδή κρούονταν και με τα δύο χέρια.
Μολονότι το ντέφι δεν αναφέρεται σε συνάρτηση με τη λατρεία στο ναό, χρησιμοποιούνταν από άντρες και γυναίκες για την απόδοση αίνου στον Ιεχωβά, καθώς και σε άλλες χαρμόσυνες περιστάσεις, όπως οι γιορτές και οι γάμοι. (1Σα 10:5· 2Σα 6:5· Ψλ 150:4· Ησ 5:12) Ιδίως οι γυναίκες συνόδευαν το τραγούδι και το χορό τους με ντέφια. (Εξ 15:20· Κρ 11:34· 1Σα 18:6) Το ντέφι συσχετίστηκε, επίσης, με τη χαρά που θα ένιωθε ο Ισραήλ όταν θα έφτανε ο καιρός της αποκατάστασής του.—Ιερ 31:4.