ΘΩΜΑΣ
(Θωμάς) [αραμαϊκής προέλευσης· σημαίνει «Δίδυμος»].
Αυτός ο απόστολος του Ιησού Χριστού αποκαλούνταν «Δίδυμος». (Ματ 10:3· Μαρ 3:18· Λου 6:15· Ιωα 11:16) Φαίνεται πως ήταν κάπως παρορμητικός όταν εξωτερίκευε τα συναισθήματά του ή εξέφραζε τις αμφιβολίες του. Ωστόσο, μόλις διαλύονταν οι αμφιβολίες του, ο Θωμάς δεν δίσταζε να ομολογήσει φανερά αυτό που πίστευε.
Όταν ο Ιησούς πρότεινε να ξαναγυρίσουν στην Ιουδαία για να ξυπνήσει τον Λάζαρο από το θάνατο, ο Θωμάς δήλωσε: «Ας πάμε και εμείς για να πεθάνουμε μαζί του». (Ιωα 11:16) Εφόσον λίγο καιρό νωρίτερα οι Ιουδαίοι είχαν προσπαθήσει να λιθοβολήσουν τον Ιησού (Ιωα 11:7, 8), ο Θωμάς ίσως ήθελε να παρακινήσει τους υπόλοιπους μαθητές να συνοδεύσουν τον Ιησού ακόμη και αν αυτό κατέληγε στο να πεθάνουν και εκείνοι μαζί με τον Λάζαρο ή τον Ιησού.
Η απόκριση του Θωμά στη δήλωση που έκανε ο Ιησούς ότι θα πήγαινε να ετοιμάσει τόπο για τους αποστόλους φανέρωνε αμφιβολία, δεδομένου ότι είπε: «Κύριε, δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις. Πώς ξέρουμε την οδό;» (Ιωα 14:2-6) Παρόμοια, όταν άκουσε για την ανάσταση του Ιησού, ο Θωμάς δήλωσε: «Αν δεν δω στα χέρια του το αποτύπωμα των καρφιών και δεν βάλω το δάχτυλό μου στο αποτύπωμα των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν πρόκειται να πιστέψω». Οχτώ ημέρες αργότερα, ο Θωμάς είχε την ευκαιρία να το κάνει αυτό, όταν ο Ιησούς εμφανίστηκε και πάλι στους μαθητές. Ωστόσο, δεν αναφέρεται αν ο Θωμάς άγγιξε όντως τις πληγές στην προκειμένη περίπτωση. Πείστηκε, όμως, και αναφώνησε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» Τότε ο Χριστός τον έλεγξε ήπια, λέγοντας: «Ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που δεν βλέπουν και εντούτοις πιστεύουν».—Ιωα 20:24-29.