ΤΡΩΑΣ
(Τρωάς).
Το κύριο λιμάνι της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας από όπου αναχώρησε ο Παύλος για την πρώτη του επίσκεψη στη Μακεδονία, και από όπου ξαναπέρασε αργότερα σε κάποιες περιπτώσεις. Βρισκόταν γύρω στα 30 χλμ. Ν του Ελλησπόντου (Δαρδανελλίων) και περίπου 25 χλμ. Ν της τοποθεσίας που σύμφωνα με την παράδοση ήταν η θέση της αρχαίας Τροίας. Τρωάς ονομαζόταν και η περιοχή της Μυσίας που περιέβαλλε την Τροία.
Η πόλη της Τρωάδος χτίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του τέταρτου αιώνα Π.Κ.Χ. από τον Αντίγονο, έναν από τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 133 Π.Κ.Χ. περιήλθε υπό ρωμαϊκή κυριαρχία, και ακολούθως η περιοχή της Μυσίας ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας. Κάποια εποχή ο Ιούλιος Καίσαρας εξέταζε το ενδεχόμενο να μεταφέρει την έδρα της ρωμαϊκής κυβέρνησης στην Τρωάδα. Ο Αυτοκράτορας Αύγουστος έδειξε περαιτέρω εύνοια στην πόλη ανακηρύσσοντάς την colonia (αποικία), ανεξάρτητη από τον έπαρχο της Ασίας, και απαλλάσσοντας τους πολίτες της τόσο από τον έγγειο όσο και από τον κεφαλικό φόρο.
Στο δεύτερο ταξίδι του Παύλου, πιθανότατα την άνοιξη του 50 Κ.Χ., και αφού είχαν περάσει από τη Φρυγία και τη Γαλατία, ο απόστολος και οι σύντροφοί του πήγαν στην Τρωάδα, επειδή “το πνεύμα του Ιησού δεν τους επέτρεψε” να πάνε στη Βιθυνία. (Πρ 16:6-8) Εκεί στην Τρωάδα, ο Παύλος είδε ένα ασυνήθιστο όραμα—έναν άντρα ο οποίος του απηύθυνε την πρόσκληση: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας». Αμέσως συμπέραναν: «Ο Θεός μάς είχε καλέσει να διακηρύξουμε τα καλά νέα σε αυτούς». Το γεγονός ότι αυτό το εδάφιο περιέχει τη λέξη «μας» (καθώς και η χρήση πρώτου πληθυντικού προσώπου στα επόμενα εδάφια) πρέπει να σημαίνει ότι εκεί στην Τρωάδα ο Λουκάς ενώθηκε για πρώτη φορά με την ομάδα του Παύλου και ταξίδεψε μαζί τους στη Νεάπολη διασχίζοντας το Αιγαίο.—Πρ 16:9-12.
Στο τρίτο ταξίδι του, όταν έφυγε από την Έφεσο, ο Παύλος σταμάτησε στην Τρωάδα και κήρυξε εκεί τα καλά νέα για τον Χριστό, διότι όπως λέει ο ίδιος: «Μια πόρτα ήταν ανοιγμένη για εμένα σε σχέση με τον Κύριο». Ωστόσο, έπειτα από μια απροσδιόριστη περίοδο χρόνου, ο απόστολος άρχισε να ανησυχεί για το γεγονός ότι δεν είχε φτάσει ο Τίτος και έτσι έφυγε για τη Μακεδονία ελπίζοντας να τον βρει εκεί.—Πρ 20:1· 2Κο 2:12, 13.
Ο Παύλος προφανώς πέρασε εκείνον το χειμώνα στην Ελλάδα, προτού επιστρέψει ξανά στην Τρωάδα την άνοιξη του 56 Κ.Χ. (Πρ 20:2-6) Αυτή τη φορά έμεινε στην Τρωάδα εφτά ημέρες διακονώντας και εποικοδομώντας πνευματικά τους Χριστιανούς αδελφούς εκεί. Τη νύχτα προτού φύγει, ο Παύλος συναντήθηκε μαζί τους και «παρέτεινε την ομιλία του μέχρι τα μεσάνυχτα». Ένας νεαρός που βρισκόταν εκεί, ο Εύτυχος, ο οποίος καθόταν στο παράθυρο στον τρίτο όροφο, αποκοιμήθηκε και σωριάστηκε κάτω, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Ο απόστολος επανέφερε θαυματουργικά το αγόρι στη ζωή και συνέχισε να συνομιλεί με την ομάδα των παρευρισκομένων μέχρι τα χαράματα.—Πρ 20:6-12.
Είναι πιθανό να επισκέφτηκε ξανά ο Παύλος την Τρωάδα αφού ελευθερώθηκε από την κατ’ οίκον κράτηση στη Ρώμη το 61 Κ.Χ. Στη διάρκεια της δεύτερης φυλάκισής του στη Ρώμη, γύρω στο 65 Κ.Χ., ο απόστολος Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο ζητώντας του να του φέρει έναν μανδύα και κάποιους ρόλους και περγαμηνές που είχε αφήσει στον Κάρπο, στην Τρωάδα. Αυτή η παράκληση φαίνεται πολύ απίθανο να έγινε περίπου εννιά χρόνια αργότερα, όπως θα είχε συμβεί αν η τελευταία επίσκεψη του Παύλου στο σπίτι του Κάρπου είχε λάβει χώρα στο τρίτο ταξίδι του γύρω στο 56 Κ.Χ.—2Τι 4:13.