ΤΡΥΓΟΝΙ
[εβρ. κείμενο, τορ, τωρ· ελλ. κείμενο, τρυγών].
Μικρό, άγριο περιστέρι, το οποίο συνήθως έχει ισχυρές μεταναστευτικές συνήθειες. Η εβραϊκή του ονομασία φαίνεται ότι αποτελεί λέξη ηχομιμητική της λυπητερής κραυγής «τουρ-ρ-ρ τουρ-ρ-ρ» που βγάζει αυτό το πουλί.
Οι ποικιλίες τρυγονιού που συναντώνται συχνότερα στην Παλαιστίνη είναι το κοινό τρυγόνι (στρεπτοπηλία τρυγών [Streptopelia turtur]), καθώς και η δεκαοχτούρα (στρεπτοπηλία η δεκαοκτώ [Streptopelia decaocto]) που διακρίνεται από τη στενή μαύρη λωρίδα στον αυχένα της. Μια άλλη ποικιλία, το φοινικοπερίστερο ή τρυγόνι το γελαστό (στρεπτοπηλία της Σενεγάλης [Streptopelia senegalensis]), αυξάνει σταθερά την παρουσία του στο Ισραήλ τις τελευταίες δεκαετίες.
Το τρυγόνι μνημονεύεται στο εδάφιο Ιερεμίας 8:7 ως ένα από τα πουλιά που “τηρούν τον καιρό του ερχομού τους”, πράγμα που προφανώς υπονοεί την ετήσια μετανάστευση. Η περικοπή αυτή πρέπει να αναφέρεται στο κοινό τρυγόνι, εφόσον τα υπόλοιπα που βρίσκονται στην Παλαιστίνη δεν μεταναστεύουν, αλλά μένουν εκεί όλο το χρόνο. Το κοινό τρυγόνι αποτελούσε αλάνθαστο προάγγελο της άνοιξης στην Παλαιστίνη, εφόσον έφτανε εκεί από το Ν στις αρχές Απριλίου και “ακουγόταν η φωνή του στη γη”.—Ασμ 2:12.
Τα τρυγόνια, πουλιά με ντροπαλό και ήπιο χαρακτήρα, βασίζονται στην ταχύτητα της πτήσης τους για να ξεφεύγουν από τους εχθρούς τους. (Ψλ 74:19) Όταν έρχεται η εποχή τους, αφθονούν σε ολόκληρη την Παλαιστίνη και, επειδή τρέφονται με σιτηρά, σπόρους και τριφύλλι, πιάνονται εύκολα με παγίδες τοποθετημένες στο έδαφος. Ο Αβραάμ συμπεριέλαβε ένα τρυγόνι στην προσφορά του όταν ο Ιεχωβά “σύναψε διαθήκη” μαζί του (Γε 15:9, 10, 17, 18), και αργότερα ο Μωσαϊκός Νόμος είτε καθόριζε είτε επέτρεπε τη χρήση τρυγονιών σε ορισμένες θυσίες και τελετουργίες καθαρισμού. (Λευ 1:14· 5:7, 11· 12:6, 8· 14:22, 30· 15:14, 15, 29, 30· Αρ 6:10, 11) Η Μαρία πρόσφερε στο ναό ή δύο τρυγόνια ή δύο νεαρά περιστέρια μετά τη γέννηση του Ιησού.—Λου 2:22-24· βλέπε ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ.