ΕΛΚΟΣ
Ανοιχτή πληγή στο σώμα, αλλά όχι καθαυτό τραύμα, αν και τα φλεγμονώδη έλκη προκύπτουν συνήθως από κάποιον μικρό τραυματισμό, όπως ένα γδάρσιμο. Τα έλκη είναι είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά και αναπτύσσονται στο δέρμα ή στους βλεννογόνους. Συχνά εκκρίνουν πύον και επιφέρουν τη σταδιακή αποσύνθεση και το θάνατο του ιστού της προσβεβλημένης περιοχής. Φλεγμονώδη έλκη, που προκαλούν κάψιμο και πόνο, συνήθως αναπτύσσονται χαμηλά στα πόδια.
Στις Εβραϊκές Γραφές, η λέξη που μεταφράζεται μερικές φορές «έλκος» είναι η λέξη μαζώρ, η οποία μπορεί να εφαρμόζεται σε έλκος, σε ερεθισμένη περιοχή ή σε μεγάλο σπυρί. Ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι αναφέρεται σε πληγές που χρειάζεται να τις πιέσει κανείς για να αποβάλουν αυτό που υπάρχει μέσα τους. Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές χρησιμοποιείται η αντίστοιχη λέξη ἕλκος του πρωτότυπου κειμένου. Αυτή εμφανίζεται στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα στα εδάφια Έξοδος 9:9 και Ιώβ 2:7 ως απόδοση της εβραϊκής λέξης σεχίν, η οποία υποδηλώνει ένα μεγάλο σπυρί.—Βλέπε ΜΕΓΑΛΟ ΣΠΥΡΙ.
Μεταφορική Χρήση. Προφητικά, ο Εφραΐμ (Ισραήλ) παρουσιάζεται να είναι άρρωστος και ο Ιούδας να έχει «έλκος», συνθήκες που απορρέουν από την αδικοπραγία τους και την επακόλουθη απώλεια της εύνοιας του Θεού. Αλλά, αντί να εμπιστευτούν στον Ιεχωβά για προστασία από τους εχθρούς τους, αυτοί αναζήτησαν μάταια βοήθεια από το βασιλιά της Ασσυρίας, ο οποίος στάθηκε ανίκανος να γιατρέψει τα “έλκη” τους. (Ωσ 5:13) Μεταγενέστερα, η Σιών, της οποίας ο λαός είχε οδηγηθεί στη βαβυλωνιακή εξορία, παρουσιάζεται να πάσχει από έλκος.—Ιερ 30:12-15, 17· παράβαλε Λου 16:20, 21· Απ 16:2, 10, 11.