(Ουννί).
1. Λευίτης μουσικός που έπαιζε έγχορδο όργανο στην πομπή η οποία μετέφερε την κιβωτό της διαθήκης στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 15:3, 16, 18, 20.
2. Λευίτης της μεταιχμαλωσιακής περιόδου ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα φύλακα υπό τον Αρχιερέα Ιησού.—Νε 12:1, 9.