ΟΥΖΑΛ
(Ουζάλ).
1. Ο έκτος από τους 13 γιους του Ιοκτάν στη σειρά με την οποία κατονομάζονται, καθώς και η φυλή που προήλθε από αυτόν. (Γε 10:26-29· 1Χρ 1:21) Σύμφωνα με την αραβική παράδοση, η Σανά (η πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Υεμένης) ονομαζόταν στην αρχαιότητα Αζάλ και σχετιζόταν με τον Ουζάλ.
2. Τοποθεσία που αναφέρεται στο εδάφιο Ιεζεκιήλ 27:19 συσχετιζόμενη με τους τόπους οι οποίοι είχαν εμπορικές συναλλαγές με την Τύρο. Πιθανολογείται ότι ταυτίζεται με την περιοχή Ιζάλα στη βορειοανατολική Συρία, κοντά στον άνω Τίγρη.