ΟΖΙΗΛ
(Οζιήλ) [Ο Θεός Είναι Ισχύς].
1. Ο τελευταίος από τους τέσσερις γιους του Καάθ στη σειρά με την οποία κατονομάζονται, εγγονός του Λευί και θείος του Μωυσή και του Ααρών. Οι τρεις γιοι του Οζιήλ, ο Μισαήλ, ο Ελ(ι)ζαφάν και ο Σιθρί, έγιναν κεφαλές πατριών στον Λευί.—Εξ 6:16, 18, 20, 22· Λευ 10:4· Αρ 3:19, 30· 1Χρ 6:2, 18· 23:12· βλέπε ΟΖΙΗΛΙΤΕΣ.
2. Κεφαλή οικογένειας στη φυλή του Βενιαμίν, γιος ή απόγονος του Βελά.—1Χρ 7:6, 7.
3. Λευίτης μουσικός από την οικογένεια του Αιμάν, ο οποίος διορίστηκε επικεφαλής της 11ης από τις υποδιαιρέσεις των μουσικών που οργάνωσε ο Δαβίδ. Ονομάζεται και Αζαρήλ.—1Χρ 25:1, 4, 18.
4. Λευίτης απόγονος του Ιεδουθούν που βοήθησε στην αποκομιδή των ακάθαρτων αντικειμένων τα οποία απομακρύνθηκαν από το ναό στην αρχή της βασιλείας του Εζεκία.—2Χρ 29:12, 14, 16.
5. Ένας από τους τέσσερις Συμεωνίτες γιους του Ιεσεί που οδήγησαν 500 άντρες στο Όρος Σηείρ για να εξαλείψουν τους εναπομείναντες Αμαληκίτες και να κατοικήσουν αυτοί εκεί. Ήταν σύγχρονος του Εζεκία.—1Χρ 4:41-43.
6. Χρυσοχόος που βοήθησε στην επισκευή του τείχους της Ιερουσαλήμ υπό την κατεύθυνση του Νεεμία. Ήταν γιος του Αρχαΐα.—Νε 3:8.