ΚΛΑΜΑ
Εκδήλωση ισχυρών αισθημάτων (όπως η λύπη) με έκχυση δακρύων. Άντρες και γυναίκες του παρελθόντος, μεταξύ των οποίων και κραταιοί πολεμιστές όπως ο Δαβίδ, έκλαψαν, μη θεωρώντας το κλάμα σημάδι αδυναμίας. (Γε 42:24· 43:30· 45:2, 3, 14, 15· 46:29· Ρθ 1:9, 14· 2Σα 13:36· Ιωβ 30:25· Ψλ 6:6-8) Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ή ενός φίλου ήταν μια από τις κύριες αιτίες για κλάμα. (2Σα 18:33–19:4· Λου 7:11-15· 8:49-56· Ιωα 20:11-15) Επίσης, ο θάνατος σεβαστών και αγαπητών ατόμων μπορεί να έκανε όλο το έθνος να κλάψει (2Σα 3:31-34), και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις αφιερώνονταν παρατεταμένες περίοδοι χρόνου σε τέτοιες εκδηλώσεις λύπης. (Γε 50:1-3, 10, 11· Αρ 20:29· Δευ 34:8) Άλλες αιτίες για κλάμα ήταν η ήττα στον πόλεμο (Δευ 1:44, 45· Ιερ 31:15· Θρ 1:16), η αιχμαλωσία (Ψλ 137:1), η καταδυνάστευση (Εκ 4:1), η μεγάλη συμφορά (Εσθ 3:13, 14· 4:1-4) και οι τύψεις για την αμαρτία (Εσδ 10:1-4· Ιερ 3:21, 22· 31:9· Ιωλ 2:12· Λου 22:54-62· Ιακ 4:8, 9· βλέπε ΠΕΝΘΟΣ). Το κλάμα στη διάρκεια θρησκευτικών τελετών συνδεόταν με τη λατρεία του βαβυλωνιακού θεού Ταμμούζ.—Ιεζ 8:14.
Εκτός από τα αισθήματα προσωπικής απώλειας ή οδύνης, η βαθιά ανησυχία και τα έντονα αισθήματα για τους άλλους προκαλούσαν πολλές φορές κλάμα. Παραδείγματος χάρη, ο απόστολος Παύλος είπε ότι νουθετούσε και διόρθωνε τους ομοπίστους του με δάκρυα. (Πρ 20:31· 2Κο 2:4) Κλαίγοντας, ανέφερε εκείνους που “περπατούσαν ως εχθροί του ξύλου βασανισμού του Χριστού”. (Φλπ 3:18, 19) Επίσης, λόγω του στενού δεσμού αγάπης που υπήρχε μεταξύ του Παύλου και των επισκόπων της εκκλησίας της Εφέσου, όλοι έκλαψαν μόλις έμαθαν ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να μην ξαναδούν το πρόσωπο του αποστόλου.—Πρ 20:36-38.
Ενίοτε κάποιοι λάτρεις του Ιεχωβά έκλαιγαν ενόσω προσεύχονταν, όπως έκανε η Άννα, ο Εζεκίας και ο Νεεμίας. (1Σα 1:9-11· 2Βα 20:1-5· Νε 1:2-4· Ψλ 39:12) Ακόμη και ο Ιησούς Χριστός, όταν ήταν στη γη, πρόσφερε δεήσεις και ικεσίες στον Πατέρα του «με δυνατές κραυγές και δάκρυα».—Εβρ 5:7.