ΖΕΘΑΝ (Ζεθάν) [από μια ρίζα που σημαίνει «ελιά· ελαιόδεντρο»]. Απόγονος του Βενιαμίν μέσω του Ιεδιαήλ και του Βαλαάν.—1Χρ 7:6, 10.