ΠΕΝΑ
Όργανο που χρησιμοποιείται για γραφή με μελάνι ή παρόμοιο υγρό. Όταν οι αρχαίοι έγραφαν σε πηλό, κερί ή μαλακό μέταλλο, χρησιμοποιούσαν τη γραφίδα (βλέπε ΓΡΑΦΙΔΑ), αλλά όταν έγραφαν σε περγαμηνή ή πάπυρο, χρησιμοποιούσαν πένα και μελάνι. (3Ιω 13· 2Ιω 12) Η λέξη κάλαμος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, η οποία μεταφράζεται «πένα», αναφέρεται στο φυτό καλάμι και μπορεί να αποδοθεί κατά κυριολεξία «γραφικό καλάμι». Μεταξύ των αρχαίων Αιγυπτίων, η καλαμένια πένα διέθετε ευθύ άκρο σε σχήμα σμίλης, το οποίο ήταν κομμένο ή ξεφτισμένο με τέτοιον τρόπο ώστε να λειτουργεί σαν πινέλο. Για να επιτύχουν την ξήρανση και τη σκλήρυνση των καλαμιών, πιθανόν να τα άφηναν κάτω από σωρούς κοπριάς επί αρκετούς μήνες, τακτική που εφαρμοζόταν και στα πρόσφατα χρόνια. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν καλαμένια πένα με σκισμένη αιχμή, σαν την αιχμή που είχαν οι μεταγενέστερες πένες φτερού, ακόμη και οι σύγχρονες πένες.