Οι Μακκαβαίοι ή Ασμοναίοι
Ο ΛΟΓΟΣ του Θεού, η Γραφή, σιωπά ως προς την Ιουδαϊκή ιστορία μεταξύ της εποχής του Νεεμία και του Ιωάννου του Βαπτιστού. Αυτό δεν ωφείλετο σε καμμιά αβλεψία, αλλ’ ασφαλώς στο ότι το πνεύμα της προφητείας δεν ελειτούργει μεταξύ των Ιουδαίων. (2 Πέτρ. 1:21) Στο δεύτερο μέρος της περιόδου αυτής, ιδιαίτερα μεταξύ των ετών 168 π.Χ. και 40 π.Χ., οι Μακκαβαίοι ανέλαβαν την ηγεσία στις Ιουδαϊκές υποθέσεις της Παλαιστίνης.
Πάνω από έναν αιώνα μετά τον καιρό του Νεεμία οι Ιουδαίοι είχαν σχετική ηρεμία. Ευημερούσαν, επολλαπλασιάζοντο κι ενισχύοντο, διότι οι Πέρσαι ηγεμόνες, καθώς και ο διάδοχός των Μέγας Αλέξανδρος, διέκειντο πολύ ευνοϊκά προς αυτούς. Όταν πέθανε ο Μ. Αλέξανδρος, στο 323 π.Χ., το βασίλειό του διαιρέθηκε μεταξύ των τεσσάρων στρατηγών του· ο Πτολεμαίος Σωτήρ έλαβε την Αίγυπτο, ο Σέλευκος τη Συρία, περιλαμβανομένης και της Παλαιστίνης. Στη διάρκεια των επομένων είκοσι ετών η Παλαιστίνη κατέστη πιόνι στα χέρια των δύο αυτών στρατηγών διότι κατελαμβάνετο και εχάνετο εναλλάξ από τον ένα ή τον άλλον.
Κατόπιν, στην ηγεμονία τον Φιλαδέλφου, γυιού του Πτολεμαίου Σωτήρος, οι Ιουδαίοι απήλαυσαν μεγάλη ευημερία. Αυτός ήταν που κατέστησε την Αλεξάνδρεια κέντρον των γραμμάτων στον αρχαίο κόσμο και κατηύθυνε ν’ αρχίση η Γραφή των Εβδομήκοντα, η Ελληνική μετάφρασις των Εβραϊκών Γραφών, στο 280 π.Χ., προς όφελος 80.000 περίπου Ιουδαίων κατοικιών της Αλεξανδρείας, πολλοί από τους οποίους είχαν φερθή στην Αλεξάνδρεια από τον πατέρα του.
Διάφοροι άλλοι Πτολεμαίοι διεδέχθησαν τον Φιλάδελφον με τη σειρά των, όχι όμως χωρίς βαθμιαία εξασθένησι της κυριαρχίας των, έτσι ώστε στο 199 π.Χ. ο Σύριος άρχων Αντίοχος ο Μέγας (Γ΄) μπόρεσε να ανακτήση την Παλαιστίνη. Μετά αυτόν ήλθε ο γυιός του, Αντίοχος ο Επιφανής (175-164), ένας φανατικός θρησκευόμενος, ο οποίος, λόγω των αποτυχιών του στους πολέμους εναντίον του παλαιού εχθρού, της Αιγύπτου, ξεκίνησε για μια θρησκευτική σταυροφορία για να εξαναγκάση τον υπ’ αυτόν λαό να μεταστραφή προς τη θρησκεία των Ελλήνων. Κατά τον ιστορικόν Λορντ, «ο μονάρχης αυτός ήταν ένας από τους πιο σκληρούς, άρπαγας και τυραννικούς άρχοντας» που εγέμισαν με αίσχη τις σελίδες της ιστορίας.
Κατώρθωσε να προσηλυτίση τους Σαμαρείτες δια της βίας και έπειτα ενήργησε όμοια και με τους Ιουδαίους, με τον διορισμό ενός αρχιερέως προθύμου να καταργήση κάθε τι Ιουδαϊκό και να εκλαϊκεύση κάθε τι Ελληνικό. Στο 170 π.Χ. ήλθε στην Ιερουσαλήμ και εσύλησε τον ναό. Μετά δύο χρόνια επανήλθε κι εβεβήλωσε τον ναό θυσιάζοντας ένα χοίρο πάνω στο θυσιαστήριο του και αφιερώνοντας το στον Ολύμπιον Δία. Αντίγραφα του νόμου εκάησαν, η δε κατοχή τοιούτων ετιμωρείτο με θάνατο. Εστήθηκε μια εικόνα μέσα στον ναό, και φέρθηκαν ιερόδουλοι εκεί μέσα. Η περιτομή απετέλεσε κύριον έγκλημα, οι δε Ιουδαίοι εξαναγκάσθηκαν να τρώγουν κρέας χοιρινό. Τα τείχη της Ιερουσαλήμ κατεδαφίσθησαν, μέσα δε στην πόλι ετοποθετήθη φρουρά από Έλληνας και αποστάτας Ιουδαίους για να επιβάλουν αυτή την πολιτική της ενοποιήσεως με την Ελληνική θρησκεία και «παιδεία».
Λόγω των γεγονότων αυτών, μερικοί Ιουδαίοι έφυγαν από την Ιερουσαλήμ στη Μωδεΐν (της οποίας η τοποθεσία είναι αβεβαία), μεταξύ δε αυτών ήταν κάποιος Ματταθίας, ένας Λευίτης ιερεύς που είχε πέντε μεγάλους γυιούς. Επιβλητικός και πλούσιος καθώς ήταν ο Ματταθίας, προσπάθησε να τον δωροδοκήση ο απεσταλμένος του βασιλέως, για να τον κάμη να συνεργασθή στην Ελληνική προσηλυτιστική προσπάθεια. Ωστόσο, ο Ματταθίας όχι μόνο απέκρουσε την προσφορά αυτή με καταφρόνησι, αλλά και ανήγγειλε δημοσία ότι θα ενέμενε σταθερά στον νόμο του Μωυσέως. Φαίνεται ότι όταν ακριβώς έκαμε αυτή τη δήλωσι, ήλθε ένας αποστάτης Ιουδαίος για να προσφέρη θυσίαν πάνω σ’ ένα ειδωλολατρικό θυσιαστήριο. Αυτό εξώργισε τόσο τον γέρο Ματταθία ώστε όχι μόνο έσφαξε τον Ιουδαίον πάνω στο θυσιαστήριο, αλλά σκότωσε και τον επίτροπο του βασιλέως και κατέστρεψε το ειδωλολατρικό θυσιαστήριο.
Ύστερ’ απ’ αυτό αναγκάσθηκε να φύγη προς τα όρη, παραλαμβάνοντας μαζί του όχι μόνο τους πέντε μεγάλους γυιούς του αλλά και μια μεγάλη ακολουθία που ανταπεκρίθη στην πρόσκλησί του: «Κάθε ζηλωτής του Νόμου ας με ακολουθήση!» Εξαπεστάλησαν στρατιώται κατόπιν αυτών και κάνοντας επίθεσι το σάββατο, οπότε οι Ιουδαίοι ηρνούντο να πολεμήσουν, έσφαξαν χίλιους από τους ακολούθους του. Επειδή οι Ιουδαίοι κατ’ επανάληψιν υπέστησαν μεγάλες απώλειες λόγοι αρνήσεώς των να πολεμήσουν το σάββατο, ο Ματταθίας διέταξε να πολεμούν στο εξής και αν υφίσταντο επίθεσι το σάββατο.
Αν και ήταν πολύ γέρος ο Ματταθίας, μπόρεσε να συλλέξη ένα μεγάλο στράτευμα και κατώρθωσε ν’ απωθήση έξω στο τη χώρα τους στρατιώτες που κατεδίωκαν, κατεδαφίζοντας τα ειδωλολατρικά θυσιαστήρια και ανασυνιστώντας τις Ιουδαϊκές ιεροτελεστίες. Δύο μόλις χρόνια μετά τη δράσι αυτή ο Ματταθίας πέθανε σε ηλικία 145 ετών, κατά τον Ιώσηπο. Λίγο πριν από τον θάνατό του συνεκάλεσε τους πέντε γυιούς του, Ιωάννην, Σίμωνα, Ιούδαν τον «Μακκαβαίον», Ελεάζαρ και Ιωνάθαν, και τους παρώτρυνε να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον της πολιτικής του Αντιόχου να Ελληνοποιήση τους Ιουδαίους.
ΙΟΥΔΑΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΣ
Σύμφωνα με τη σύστασι του Ματταθία, ο Ιούδας Μακκαβαίος ανέλαβε την ηγεσία στον πόλεμο εναντίον των Συρίων κυριάρχων, το δε όνομά του γρήγορα συνεδέθη με όλους τους αδελφούς του και τους απογόνους των, ώστε όλοι ωνομάσθησαν Μακκαβαίοι, για την προέλευσι δε αυτού του ονόματος υπάρχουν πολλές θεωρίες. Πραγματικά, όμως, το κύριον όνομα της οικογενείας είναι Ασμοναίοι, ή Χασμοναίοι, από τον προπάππο του Ματταθία, Χασμών, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν απόγονος της ιερατικής οικογενείας Ιωιαρείβ.—1 Χρον. 24:7.
Ο Ιούδας Μακκαβαίος και οι στρατιώται του επέρασαν από τις πόλεις του Ιούδα και κατέστρεψαν τους ειδωλολάτρας, Εθνικούς και αποστάτας Ιουδαίους, και κατεκρήμνισαν τα θυσιαστήριά των. Ο Απολλώνιος, στρατιωτικός διοικητής της Σαμαρείας, εβάδισε εναντίον του Ιούδα με πολύ ανώτερη δύναμι, αλλ’ εσφάγη, ο δε στρατός του διεσκορπίσθη. Όταν έμαθε τούτο ο Σήρων, αρχιστράτηγος των Συριακών δυνάμεων της Παλαιστίνης και ανώτερος στρατιωτικός με μεγαλύτερη δύναμι, εξεστράτευσε εναντίον του Ιούδα. Και αυτός επίσης ηττήθη με μεγάλη απώλεια ανδρών. Κατόπιν τούτου, το όνομα του Ιούδα Μακκαβαίου κατέστη ο τρόμος των πέριξ εθνών.
Ο βασιλεύς Αντίοχος ο Επιφανής, μαινόμενος για τα ατυχήματα που υπέστησαν οι Συριακοί αυτοί στρατοί από τον Ιούδα, ανέθεσε στον υπασπιστή του Λυσίαν να συνεχίση τον πόλεμο εναντίον των Ιουδαίων, ενώ ο ίδιος επεδόθη σε άλλες εκστρατείες. Ο Λυσίας έθεσε τρεις πεπειραμένους στρατηγούς επί κεφαλής δυνάμεως 40.000 πεζικού, 7.000 ιππέων και μερικών ελεφάντων. Ο Ιούδας με την ομάδα του των 3.000 ανδρών εξουδετέρωσε τους στρατηγούς και έτρεψε σε φυγή τα στρατεύματά των, έσφαξε περίπου 3.000 και έλαβε αναρίθμητα λάφυρα. Το επόμενον έτος ο ίδιος ο Λυσίας εξεστράτευσε εναντίον του Ιούδα επί κεφαλής 60.000 εκλεκτών πεζών και 5.000 ιππέων. Ο Ιούδας με μόνο 10.000 άνδρας τους διεσκόρπισε κι αυτούς.
Η νίκη αυτή, που εσημειώθη στο έτος 165 π.Χ., διήνοιξε για τον Ιούδα την οδό προς την Ιερουσαλήμ. Όταν μπήκε στην πόλι ο Ιούδας, εκαθάρισε και επανεγκαινίασε τον ναό μετά τρία ακριβώς έτη από τότε που εβεβηλώθη αισχρά από τον Αντίοχον και τις στρατιές του. Εκείνη η ημέρα, εικοστή πέμπτη Χισλεύ, του ενάτου μηνός, εωρτάζετο από τότε με την εορτή των εγκαινίων, η οποία αναφέρεται στο κατά Ιωάννην 10:22.
Κατόπιν τα γύρω έθνη, οι Ιδουμαίοι, απόγονοι του Ησαύ, με διάφορες φυλές Βεδουίνων, επεδίωξαν να πραγματοποιήσουν ό,τι είχαν αποτύχει να κάμουν τα Συριακά στρατεύματα· αλλ’ ο Ιούδας, αφού διήρεσε τις στρατιωτικές του δυνάμεις 13.000 ανδρών σε τρία τμήματα, εκράτησε 2.000 στην Ιερουσαλήμ και διήρεσε το υπόλοιπο σε δύο στρατιές, προχωρώντας δε προς διάφορες διευθύνσεις, ενίκησε όλους αυτούς τους εχθρούς. Τότε, στο 164 π.Χ., ο Αντίοχος υπέστη ελεφαντίασιν και, αφού διέγνωσε ότι επέκειτο ο θάνατός του, διώρισε τον φίλο του Φίλιππον αντιβασιλέα ώσπου να ενηλικιωθή ο γυιός του Ευπάτωρ. Ο Λυσίας, που είχε υπηρετήσει ως πληρεξούσιος ή τοποτηρητής, αντέστη προκλητικά στον διορισμόν αυτόν του Φιλίππου, και ως αποτέλεσμα των πολέμων μεταξύ των δύο αυτών, οι Ιουδαίοι είχαν μια σύντομη ανάπαυλα.
Υπήρχε, όμως, ακόμη ένα αλγεινό στίγμα στους Ιουδαίους, η φρουρά των Συρίων και των αποστατών Ιουδαίων στρατιωτών στο όρος Σιών, κι έτσι ο Ιούδας επροχώρησε να επιτεθή εναντίον αυτών, οι οποίοι αφ’ ετέρου ειδοποίησαν τον Ευπάτορα, ή πιθανώτερα τον Λυσίαν, τον αντιβασιλέα, ο οποίος απέστειλε ένα συντριπτικό στράτευμα 100.000 πεζών, 20.000 ιππέων και 32 ελεφάντων. Σ’ αυτή τη μάχη, που δεν ήταν αποφασιστική, ο Ελεάζαρ, ένας από τους γυιούς του Ματταθία, συνετρίβη από έναν ελέφαντα, ήταν δε ο πρώτος από τους πέντε Μακκαβαίους που έπεσε. Ο Λυσίας, μαθαίνοντας ότι ο αντίπαλός του Φίλιππος κατέλαβε την Αντιόχεια, συνήψε εσπευσμένως ειρήνην με τον Ιούδα και επέστρεψε στην Αντιόχεια για να εκδιώξη τον Φίλιππον. Μετά από λίγον καιρό ο Δημήτριος, γυιός του Σελεύκου, επέστρεψε στο ανάκτορο των προγόνων του και έσφαξε και τον Λυσίαν και τον νεαρό βασιλέα κι εβασίλευσε αυτός στη θέσι των.
Ο Ιούδας κατενίκησε ένα στρατόν που απέστειλε ο Δημήτριος υπό τον Βακχίδην· και άλλον υπό τον Νικάνορα, τον οποίον έσφαξε ο ίδιος ο στρατηγός Ιούδας. Κατόπιν τούτου, ο Ιούδας συνήψε συνθήκην με τους Ρωμαίους. Ο Δημήτριος πάλι έστειλε τον Βακχίδην, έναν από τους ικανωτέρους στρατηγούς του, εναντίον του Ιούδα, τη φορά αυτή μ’ ένα στράτευμα 22.000 ανδρών. Λόγω των αιματηρών πολέμων, της προπαγάνδας και του φόβου, οι υπό τον Ιούδαν δυνάμεις ηλαττώθησαν σε 800 μόνον, αλλ’ αυτό δεν εμπόδισε τον Ιούδα να συνάψη μάχην με τις υπό τον Βακχίδην χιλιάδες ανδρών. Κυκλωμένος μεταξύ δύο δυνάμεων, ο Ιουδαϊκός στρατός απεδεκατίσθη, ο δε Ιούδας εσφάγη.
ΙΩΝΑΘΑΝ ΚΑΙ ΣΙΜΩΝ
Το πατριωτικό κόμμα μεταξύ των Ιουδαίων προσέφερε την ηγεσία στον Ιωνάθαν, τον νεώτερο από τους γυιούς του Ματταθία, και αυτός την εδέχθη. Αυτός, όμως, δεν ήταν στρατιωτικός ηγέτης όπως ήταν ο Ιούδας, οι δε πόλεμοι του ήσαν κυρίως αμυντικοί ή υπό μορφήν επιδρομών. Οι Σύριοι φύλαρχοι, όμως, ευχαρίστως έκαμαν ειρήνη μαζί του λόγω της εσωτερικής των διαμάχης και συγχύσεως. Αντίπαλοι φατρίες επεζήτησαν η καθεμιά με τη σειρά της την εύνοια των Ιουδαίων και κατά καιρούς οι Ιουδαϊκές στρατιές επολέμησαν για να υποβοηθήσουν την καταστολή Συριακής ανταρσίας. Στο 144 π.Χ. ο Ιωνάθαν διωρίσθη αρχιερεύς από τον Σύριο βασιλέα, μετά ένα δε έτος ένας Σύριος συνωμότης, ο Τρύφων, παρέσυρε τον Ιωνάθαν με λίγους στρατιώτες σε παγίδα και τους εφόνευσε, αν και είχε τότε ο Ιωνάθαν ένα στράτευμα 40.000 ανδρών υπ’ αυτόν.
Στη διάρκεια του πρώτου μέρους της δεκαοκταετούς διακυβερνήσεως του Ιωνάθαν, ο αδελφός του Ιωάννης εφονεύθη. Έτσι τώρα, με τον θάνατο του, έμεινε μόνον ο Σίμων. Το πρώτο ή το δεύτερο έτος της ηγεσίας του Σίμωνος οι Ιουδαίοι απέκτησαν την ανεξαρτησία των στη Παλαιστίνη, και απηλλάγησαν μάλιστα από τη μισητή εκείνη Συριακή φρουρά του Όρους Σιών που παρηνώχλει επί τόσον καιρό τους λάτρεις του ναού. Τόσο αξιοσημείωτη ήταν η άρσις αυτή του Συριακού ζυγού από τον Σίμωνα ώστε οι Ιουδαίοι άρχισαν να χρονολογούν τα έγγραφά των από το «πρώτον έτος του Σίμωνος, αρχιερέως, αρχηγέτου των Ιουδαίων.»
Υπό τον Σίμωνα ευημέρησαν οι Ιουδαίοι, η δε συνθήκη με τη Ρώμη ανενεώθη· αν και πρέπει να μετενόησαν κατόπιν, διότι αυτό παρέσχε δικαιολογία στη Ρώμη να έχη τελικά την Παλαιστίνη υπό τον έλεγχό της. Ενώ ήσαν απηλλαγμένοι από επιθέσεις Εθνικών, οι Ιουδαίοι φιλονεικούσαν μεταξύ των, και έτσι συνέβη ώστε, μετά οκτώ μόνο έτη ηγεσίας του Σίμωνος, να έλθη το τέλος του· αυτός, μαζί με δύο από τους γυιούς του, εφονεύθη από έναν Πτολεμαίο, γαμβρό του, που φιλοδοξούσε ν’ αναλάβη το αξίωμα του αρχιερέως. Ο γυιός του Σίμωνος, Ιωάννης Υρκανός, έλαβε τη θέσι του. Αυτός καθυπέταξε τη Σαμάρεια και τη Γαλιλαία, και επεξέτεινε τα όρια του βασιλείου του σχεδόν στα σύνορα που είχε υπό τον Βασιλέα Δαβίδ.
Μετά τριάντα σχεδόν έτη, τον Ιωάννην Υρκανόν διεδέχθη ο γυιός του Αριστόβουλος, ένας ασεβής άρχων ο οποίος εδολοφόνησε τον αδελφό του και άφησε τη μητέρα του να λιμοκτονήση μέσα σε μια σκοτεινή φυλακή. Μετά απ’ αυτόν ήλθε ο Αλέξανδρος ο Ιανναίος, του οποίου η ταραχώδης βασιλεία διήρκεσε 27 έτη, ως το 78 π.Χ., και τον οποίον διεδέχθη η σύζυγός του Αλεξάνδρα, η οποία διεκυβέρνησε τη χώρα εννέα έτη. Την διεδέχθη ο γυιός της Υρκανός Β΄· αλλ’ αυτός έχοντας να παλαίση εναντίον των ραδιουργιών του αδελφού του Αριστοβούλου, έθεσε τον εαυτό του υπό την προστασία των Ρωμαίων. Καθώς τα εκθέτει ο ιστορικός Λορντ: οι Ρωμαίοι «ήλθαν ως διαιτηταί και παρέμειναν κύριοι.» Την υπόθεσι του Υρκανού την υπεστήριζε ένας Ιδουμαίος άρχων, ο Αντίπατρος, «πλούσιος, δραστήριος και στασιαστικός», ο οποίος υπεισήλθε στην εύνοια των Ρωμαίων και σε λίγο απέκτησε την πραγματική εξουσία, ενώ ο Υρκανός διετήρησε την ηνεμονία. Ο γυιός του Αντιπάτρου Ηρώδης μετέβη στη Ρώμη και με ραδιουργίες εξησφάλισε για τον εαυτό του τη βασιλεία της Ιουδαίας. Ύστερ’ από ένα τριετή πόλεμο καθυπέταξε τον Ασμοναίον άρχοντα Αντίγονον και τον εθανάτωσε, καθώς και τους άλλους δύο άρχοντας που απέμειναν από εκείνη τη γραμμή και όλα τα μέλη του Σανχεδρίν εκτός από δύο. Ενώ έληξε έτσι η γραμμή των Ασμοναίων όσον αφορά τους κυβερνώντας άρχοντας, η πολιτική της συνεχίσθη μέσω των Σαδδουκαίων ως την ερήμωσι της Ιερουσαλήμ στο 70 μ.Χ.
Στη διάρκεια του καιρού της διακυβερνήσεως των Ασμοναίων αρχόντων στην Ιουδαία, «υφίσταντο κίνδυνοι και έσωθεν και έξωθεν· οι δε κομματικές αντιζηλίες έθεσαν την θεία υπόθεσι σε μέγιστο κίνδυνο.» «Επιβεβλημένη ειδωλολατρία, καιροσκοπικό ιερατείο και ένα άπιστο πλήθος» αποτελεί την περιγραφή των Ιουδαίων του καιρού εκείνου. Τότε ήταν ο καιρός που η παράδοσις κατέστη σπουδαιότερη και από τον γραπτό λόγο· τότε εγράφησαν τα απόκρυφα βιβλία, καθώς και οι λεγόμενοι ψαλμοί του Σολομώντος. Ο τελευταίος της γραμμής του αρχιερέως είχε φύγει στην Αίγυπτο, το δε αξίωμά του είχε γίνει αντικείμενον πολιτικού παζαρεύματος.
Ενώ μερικοί ιστορικοί μιλούν με ευγλωττία για τους πολέμους των Μακκαβαίων και θα ήθελαν να θέσουν τους Μακκαβαίους σε ίση μοίρα με τους ανδρείους πολεμιστάς που μνημονεύονται στις Εβραϊκές Γραφές και στο ενδέκατο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής εν τούτοις γεγονός παραμένει ότι οι πόλεμοι των Μακκαβαίων δεν έγιναν υπό την καθοδηγίαν του Ιεχωβά, το όνομά του δεν αποτελούσε το υπέρτατο επίμαχον ζήτημα, δεν ησκήθη δε θεία δύναμις υπέρ αυτών. Αντιθέτως, οι πόλεμοι αυτοί ήσαν πολιτικοί, πατριωτικοί, έστω και αν περιελαμβάνετο σ’ αυτούς και η θρησκεία των Ιουδαίων, απ’ αυτής δε της απόψεως πρέπει μάλλον να συμπαραβληθούν με τους πολέμους των Ελβετών, των Ολλανδών και των Αμερικανών για ελευθερία.
Η ιστορία των Μακκαβαίων υπογραμμίζει με παραστατικό τρόπο την προειδοποίησι που έδωσε ο Ιεχωβά στους Ιουδαίους περί του τι θα μπορούσαν ν’ αναμένουν αν απεμακρύνοντο από την υπηρεσία του, καθώς και τον κανόνα που εξέφρασε ο Ιησούς Χριστός, «Πάντες όσοι πιάσωσι μάχαιραν, δια μαχαίρας θέλουσιν απολεσθή.»—Λευιτικόν κεφ. 26· Ματθ. 26:52.