Ηρώδης ο Μέγας, Αχαλίνωτος Φονεύς
Ο,ΤΙ αναγράφει η Αγία Γραφή για τους διαφόρους Ηρώδας είναι πολύ σύντομο. Αν ανατρέξωμε στην κοσμική ή άθρησκη ιστορία για να λάβωμε πρόσθετες πληροφορίες, είναι και ενδιαφέρον και ενισχυτικό της πίστεως να σημειώσουμε πόσο αληθινά, πράγματι, απεικονίζουν τον κάθε Ηρώδη χωριστά οι τμηματικές εκείνες Γραφικές αφηγήσεις.
Οι Ηρώδαι και οι άμεσοι προκάτοχοί των εκυβέρνησαν την Παλαιστίνη στο μεγαλύτερο μέρος του πρώτου προ Χριστού αιώνος καθώς και του πρώτου μετά Χριστόν αιώνος. Ήσαν Ιδουμαίοι ή Εδωμίται, των οποίων το έθνος οι Μακκαβαίοι άρχοντες των Ιουδαίων είχαν καθυποτάξει στον δεύτερον αιώνα προ Χριστού. Στις αρχές του πρώτου αιώνος προ Χριστού, ένας Ιδουμαίος, που ωνομάζετο Αντίπας, διωρίσθη από τον τότε κυβερνώντα Ιουδαίον άρχοντα να είναι διοικητής της Ιδουμαίας. Όταν πέθανε, τον διεδέχθη ο γυιος του Αντίπατρος. Αυτός ο Αντίπατρος επέτυχε να προξενήση διένεξιν μεταξύ των μελών της Ιουδαϊκής βασιλικής οικογενείας, από την οποίαν αυτός ωφελήθη, έτσι ώστε ο Ιούλιος Καίσαρ τον έκαμε διοικητήν της Ιουδαίας, καθώς και Ρωμαίον Πολίτην.
Όταν ο Αντίπατρος διωρίσθη διοικητής της Ιουδαίας, ανέθεσε τη διοίκησι της Γαλιλαίας στον γυιο του Ηρώδη, τη δε διοίκησι της Ιερουσαλήμ ανέθεσε σε άλλον γυιο του, τον Φαζαήλ.
Σύμφωνα με τον Ιώσηπον, όταν ο Ηρώδης έγινε διοικητής στο 47 π.Χ., ήταν πολύ νέος, δεκαπέντε μόνο ετών. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΔ΄, 9, 2) Μερικοί ιστορικοί επιμένουν ότι παρεισέφρησε λάθος αντιγραφέως εδώ, και ότι η αφήγησις πρέπει να αναγραφή είκοσι πέντε ετών, για να συμφωνή με άλλες χρονολογίες που παραθέτει ο Ιώσηπος. Ο Ηρώδης διεκρίθη διότι απήλλαξε το έδαφός του από συμμορίες ληστών, τους οποίους εξετέλεσε συνοπτικά, χωρίς διαδικασία, προς μεγάλην κατάπληξιν του Σανχεδρίν, του οποίου το κύρος εχλεύασε δημοσία. Στο 43 π.Χ. διεδέχθη τον πατέρα του, ο οποίος εδηλητηριάσθη από έναν Ιουδαίο στρατηγό, αλλά μόνον αφού προηγουμένως κατέστειλε μια στάσι. Έσφαξε επίσης και τον δολοφόνο του πατέρα του, χωρίς νομικές διατυπώσεις.
Στο 40 π.Χ. ο Ηρώδης αναγκάσθηκε να φύγη για να σώση τη ζωή του λόγω μιας επιτυχούς επαναστάσεως που έγινε από τον Ιουδαίον Ασμοναίον άρχοντα Αντίγονον. Ο αδελφός του δεν κατώρθωσε να ξεφύγη και αναγκάσθηκε ν’ αυτοκτονήση. Ο Ηρώδης τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου κατώρθωσε να λάβη το στέμμα από τα μέλη της τριανδρίας Αντώνιον και Οκτάβιον. Επιστρέφοντας, ο Ηρώδης βαθμιαίως μπόρεσε να συγκεντρώση γύρω του μια Ρωμαϊκή στρατιά αρκετού όγκου, ώστε να καταλάβη την Ιερουσαλήμ και να εγκατασταθή αυτός ως βασιλεύς της Ιουδαίας στο έτος 37 π.Χ. Μόλις κατέλαβε την πόλι ο Ηρώδης εξετέλεσε σαράντα πέντε από τους ηγετικούς στασιαστάς του Αντιγόνου, αργότερα δε και τον ίδιο τον Αντίγονον. Ολόκληρο το Σανχεδρίν, εκτός από δύο μέλη, κατεσφάγη επίσης κατά διαταγήν του Ηρώδου. Φθονώντας τη λαοφιλία ενός από τους γαμβρούς του, ενός απλού νεανίου τον οποίον ούτος είχε διορίσει ως αρχιερέα, ο Ηρώδης επροξένησε τον πνιγμό του και έπειτα προσεποιήθη μεγάλη λύπη για τον θάνατο του.
Ο Ηρώδης είχε δέκα γυναίκες εν όλω, από τις οποίες η Μαριάμνη, της Ιουδαϊκής βασιλικής οικογενείας, ήταν η ωραιότερη. Αυτός την εζήλευε τόσο, ώστε σε δύο περιπτώσεις, όταν ανεχώρησε για μακρινά μέρη, έδωσε μυστικές διαταγές ότι, αν δεν επανήρχετο, έπρεπε αυτή να θανατωθή. Κάθε φορά εκείνος στον οποίον έδιδε τη διαταγή, το επρόδιδε αυτό στην σύζυγό του. Αυτό περιέλαβε τον καθένα στην κατηγορία της μοιχείας και το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Ηρώδης εξετέλεσε και τους τρεις.
Η πανουργία και η δολιότης πρέπει να προστεθούν στα ποταπά χαρακτηριστικά του Ηρώδου. Μ’ επιδεξιότητα μετέφερε την υποταγή του από τον Ιούλιο Καίσαρα στον Κάσσιο, στον Αντώνιο και στον Οκτάβιο, κι επέτυχε την εύνοιά των.
Ο Βασιλεύς Ηρώδης ήταν επίσης ένας φιλόδοξος οικοδόμος. Κατηύθυνε να κτισθούν θέατρα, αμφιθέατρα, ιππόδρομοι, ακροπόλεις, φρούρια, μνημεία, και πόλεις ακόμη, τις οποίες ωνόμασε με το δικό του όνομα, με τα ονόματα συγγενών του ή των αυτοκρατόρων. Έκτισε μια τεχνητή λιμενούπολι, την Καισάρεια, η οποία αντηγωνίσθη το λιμάνι της Τύρου· ανοικοδόμησε τη Σαμάρεια, και εξετέλεσε απέραντα οικοδομικά σχέδια σε πολλούς άλλους τόπους, στην Τύρο, στη Σιδώνα και σε πόλεις μακρινές όπως αι Αθήναι και η Αντιόχεια.
Έκτισε πολλούς ναούς σε όλη τη χώρα του προς τιμήν του Καίσαρος Αυγούστου, κι ένα μεγαλοπρεπή ναό στη Ρόδο για τον ειδωλολατρικό θεό Απόλλωνα. Στο Όρος Σιών έκτισε ένα ανάκτορο για τον εαυτό του, καθώς και τον περίφημο «ναό του Ηρώδου» για τους Ιουδαίους, ο οποίος έκαμε σαράντα έξη χρόνια να τελειώση. (Ιωάν. 2:20) Ελέχθη τότε γι’ αυτόν τον ναό: «Όποιος δεν είδε τον ναό του Ηρώδου δεν είδε τίποτε ωραίο».
Αλλ’ ο ασεβής Ηρώδης, παρά τα κατορθώματα του, δεν είχε ειρήνην. Η σφαγή της ωραίας συζύγου του Μαριάμνης τον εγέμισε από τύψι συνειδήσεως. Αν και εκέρδισε την εύνοια των Ιουδαίων με την ανέγερσι ενός τόσο μεγαλοπρεπούς ναού, απεξένωσε όμως τον εαυτό του απ’ αυτούς με τις ειδωλολατρίες του, με σχέδια ξενικών οικοδομών και με την πρόσληψι Ελλήνων συμβούλων. Σε πολλούς Ιουδαίους εφαίνετο πώς δεν ήταν καλύτερος από τον Σύριον εκείνον άρχοντα Αντίοχον τον Επιφανή, ο οποίος προσπάθησε να επιβάλη την Ελληνική θρησκεία και παιδεία στους Ιουδαίους, και εναντίον του οποίου εστασίασαν πρώτοι οι Μακκαβαίοι (Ασμοναίοι). Κατ’ επανάληψιν οι Ιουδαίοι συνώμοσαν ν’ αφαιρέσουν τη ζωή του, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα ότι ένα από τα φρούριά του ήταν συνεχώς γεμάτο από στασιαστάς Ιουδαίους οι οποίοι, κατόπιν συντόμου κρατήσεως, εξετελούντο. Κατά τα τελευταία έτη της βασιλείας του εξετέλεσε δύο από τους γυιους του με την υπόνοια στάσεως, και όταν ήταν στην κλίνη του θανάτου του εξετέλεσε και τρίτο του γυιο.
Με την ακόλαστη ζωή του—ο Ηρώδης ήταν αχαλίνωτος και απ’ αυτή την άποψι—επέφερε στον εαυτό του βαριές ασθένειες από τις οποίες πολύ υπέφερε, το δε ανάκτορό του αντηχούσε από τις κραυγές του. Συνεβουλεύθη γιατρούς, έκαμε λουτρά, αλλά όλα χωρίς όφελος. Διαισθανόμενος ότι οι Ιουδαίοι θα έχαιραν με την αναγγελία του θανάτου του, απεφάσισε να ορίση πένθος για το θάνατό του τέτοιο που δεν είχε ορίσει κανείς άλλος προηγούμενος βασιλεύς. Προς τον σκοπόν αυτόν διέταξε να φερθούν όλοι οι κυριώτεροι άνδρες των Ιουδαίων στην Ιεριχώ, όπου αυτός διέμενε τότε, και να φυλακισθούν στο ιπποδρόμιο, και ύστερα έδωσε μυστικές οδηγίες ότι μόλις πεθάνη, προτού αναγγελθή η είδησις του θανάτου του, αυτοί οι άνδρες έπρεπε να θανατωθούν. Οι τελευταίες, όμως, αυτές οδηγίες δεν εξετελέσθησαν.
ΜΥΘΩΔΗΣ Η ΑΦΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ;
Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαιδεία, Τόμος ΣΤ΄, σελίς 360, η σχέσις του Ηρώδου «με την εξιστορούμενη σφαγή των Αθώων, όπως αναγράφεται στην Καινή Διαθήκη, ομολογείται τώρα γενικά από τους ανεξαρτήτους σκεπτομένους Χριστιανούς ως μυθώδης.» Προφανώς οι ‘σκεπτόμενοι’ αυτοί βασίζουν τα πορίσματά των στο γεγονός ότι το συμβάν αυτό δεν ανεγράφη από τον Ιώσηπο ή άλλους ιστορικούς της εποχής εκείνης.
Εν τούτοις, για τους αληθινά Χριστιανούς σκεπτομένους αυτό δεν αποτελεί διόλου απόδειξιν. Αυτοί εμμένουν στον λόγον του Θεού ως αληθή, αν και αυτός αποδεικνύει ψεύστας όλους τους ανθρώπους. (Ιωάν. 17:17· Ρωμ. 3:4) Η άρνησις της αυθεντικότητος του δευτέρου κεφαλαίου του Ματθαίου θα εσήμαινε επίσης άρνησιν και της αυθεντικότητος του Ιερεμία 31:15, που προείπε προφητικά το συμβάν αυτό, και θα αφαιρούσε επίσης τη βάσι της εκπληρώσεως της προφητείας του Ωσηέ 11:1 περί του ότι ο Ιεχωβά ‘εξ Αιγύπτου εκάλεσε τον Υιόν του.’ (Ματθ. 2:15) Πολλοί λόγοι θα μπορούσαν να δοθούν όσον αφορά το γιατί ο Ιώσηπος και άλλοι δεν εμνημόνευσαν αυτό το συμβάν, σκοπίμως ή μη· εκτός δε απ’ αυτό, οι τόσες φορές στις οποίες η αρχαιολογία απέδειξε αληθή την Αγία Γραφή σε σημεία όπου οι κοσμικοί ιστορικοί σιωπούσαν, σταματούν κάθε αμφιβολία για την αφήγησι του Ματθαίου απλώς επειδή αυτή δεν μνημονεύεται από άλλους!
Μερικοί αμφισβητούν την αφήγησι του Ματθαίου διότι ως χρονολογία του θανάτου του Ηρώδου αναφέρεται το 4 π.Χ., οπότε είχε ηλικία εβδομήντα ετών, ενώ η Γραφική χρονολογία δείχνει ότι ο Ιησούς εγεννήθη στο 2 π.Χ. (Παραβάλατε το Λουκάς 3:1, 23 με την προφητεία του Δανιήλ περί «εβδομήκοντα εβδομάδων», που αναγράφεται εις Δανιήλ 9:24-27, και οι οποίες εβδομάδες ετών άρχισαν στο 455 π.Χ.) Εν τούτοις, σημειώστε τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή Αρχαιολογία του Ιωσήπου, Βιβλίο ΙΔ΄, κεφάλαιο 16 (§1, 4), ο Ηρώδης κατέλαβε την Ιερουσαλήμ το θέρος του 37 π.Χ. και άρχισε πραγματικά να κυβερνά πάνω από τρία χρόνια μετά την αναγόρευσί του σε βασιλέα της Ιουδαίας από τη Ρωμαϊκή γερουσία. Απ’ αυτό, λοιπόν, το έτος μάλλον παρά από την προγενέστερη χρονολογία πρέπει να υπολογισθή η 37ετής βασιλεία του Ηρώδου που μνημονεύεται από τον Ιώσηπο στο ΙΖ΄ Βιβλίο, 8 κεφάλαιο (§1). Βάσει του υπολογισμού αυτού, ο θάνατος του Ηρώδου θα συνέπιπτε στο 1 π.Χ ή στο 1 μ.Χ., πράγμα που εύκολα θα άφηνε να συμπέση η γέννησις του Ιησού στο 2 π.Χ., στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρώδου, και η επίσκεψις των μάγων στον Ηρώδη μετά απ’ αυτήν και κατόπιν η βρεφοκτονία στη Βηθλεέμ.
Μεταξύ των αποδείξεων που εδόθησαν για τον θάνατο του Ηρώδου ως συμβάντα στο 4 π.Χ. είναι το ότι αυτός διέταξε να καούν ζωντανοί δύο Ιουδαίοι στασιασιαί λίγο πριν από τον θάνατό του και ότι τη νύκτα που αυτοί εξετελέσθησαν έγινε έκλειψις σελήνης, υπολογίζεται δε ότι έγινε μια τέτοια έκλειψις στις 13 Μαρτίου του 4 π.Χ. Αλλά μια σεληνιακή έκλειψις δεν αποτελεί επαρκή χρονολογίαν για τον προσδιορισμό του έτους ενός συμβάντος, διότι σε κάθε έτος υπάρχουν συνήθως δυο εποχές εκλείψεως και σε πολλά έτη δύο εκλείψεις της σελήνης μπορεί να παρατηρηθούν σ’ ένα οποιοδήποτε μέρος της γης. Πράγματι, ενώ μόνο μία μερική έκλειψις αναγράφεται για το έτος 4 π.Χ., αναφέρονται τρεις για το έτος 1 π.Χ., και μάλιστα ολικές. Έτσι, βάσει της εκλείψεως το 1 π.Χ. θα είχε ισχυρότερη αξίωσι παρά το 4 π.Χ.
Σ’ αυτό το σημείον ενδιαφέρει να σημειωθή ότι οι αυθεντίες διαφωνούν πολύ ως προς το πόσων ετών ήταν ο Ηρώδης όταν έγινε κυβερνήτης στο 47 π.Χ.· επίσης ότι σύμφωνα με την Εγκυκλοπαιδεία του Άππλετον, όταν γίνεται λόγος για χρονολογίες, ο Ιώσηπος «είναι πάρα πολύ απρόσεκτος και δεν μπορεί να ληφθή υπ’ όψιν.» Η χρονολογία, λοιπόν, του θανάτου του Ηρώδου δεν αποτελεί εμπόδιο για να παραδεχθούμε την αφήγησι της βρεφοκτονίας που μνημονεύεται από τον Ματθαίον. Και ασφαλώς τα όσα είδαμε για τις διαθέσεις του Ηρώδου, οι πολλοί φόνοι του και το σχέδιο του να κατασφάξη όλους τους κυριωτέρους άνδρας της Ιουδαίας, ώστε να υφίσταται μέγα πένθος στο θάνατό του, ναι, κάθε τι που γνωρίζομε γι’ αυτόν είναι σύμφωνο μ’ αυτό το γεγονός.