Γιατί ο Θεός Επιτρέπει το Κακόν
Απορείτε σεις, όπως ο Ιώβ της αρχαιότητος, γιατί, ο Θεός επιτρέπει το κακό; Αν ναι, έχομε πεποίθησι, ότι, θα βρήτε στα επόμενα μια παρηγορητική και ικανοποιητική απάντησι στο ερώτημά σας.
ΚΑΝΕΝΑ ίσως ερώτημα δεν έχει απασχολήσει περισσότερο τους ειλικρινείς ανθρώπους από το γιατί ο Θεός επιτρέπει το κακό, την αδικία, τη φαυλότητα και τα δεινά. Οι άθεοι αρπάζουν αυτό το γεγονός για ν’ αποδείξουν ότι δεν υπάρχει Θεός. Έτσι, ο Γούλσεϋ Τέλλερ, γενικός γραμματεύς της Αμερικανικής Εταιρίας Προαγωγής του Αθεϊσμού, σε μια συνέντευξι ισχυρίσθη ότι η επικράτησις «τρομερής αθλιότητος, δεινής πενίας, και πληθώρας δεινοπαθημάτων» αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει Θεός. Εκείνος που έπαιρνε τη συνέντευξι, αν και ωμολογούσε πίστι στον Θεό, δεν μπορούσε να του δώση μια ικανοποιητική απάντησι, αλλ’ απλώς έθεσε ερωτήματα, όπως αυτά: «Μήπως ξέρομε τους σκοπούς του Θεού;» «Μήπως εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να πούμε ότι ξέρομε τι έχει στο νου του ο Θεός;»
Παρεμπιπτόντως, ας σημειώσωμε ότι πολλοί οι οποίοι χρησιμοποιούν την ύπαρξι δεινών στον κόσμο για να δικαιολογήσουν την μη άσκησι πίστεως στον Θεό, θα ήθελαν να κάνη ο Θεός συνεχώς θαύματα κατά παράβασιν των ιδίων του νόμων. Θα ήθελαν ανόητα να επιρρίψουν μομφή στον Θεό για την αθλιότητα που επιφέρει συνεχώς ο άνθρωπος στον εαυτό του εξαιτίας της ιδίας του ιδιοτελούς και ασυνέτου πορείας.
Μπορούμε να ξέρουμε τον σκοπό για τον οποίον ο Θεός επιτρέπει το κακό; Ναι, μπορούμε, αν είμεθα ευρείας αντιλήψεως και αρκετά ταπεινοί ώστε να είμεθα πρόθυμοι να προσέξωμε τη συμβουλή του, «Έλθετε τώρα, και ας διαδικασθώμεν,» σε ό,τι Αυτός έχει να πη στον λόγο του, την Αγία Γραφή. Και δεν είναι μήπως αυτό ό,τι ακριβώς ανεμέναμε, ότι δηλαδή ο Δημιουργός, που τόσο άφθονα επρονόησε για όλες τις υλικές μας ανάγκες, θα ελάμβανε επίσης πρόνοια να ικανοποιήση την πείνα και τη δίψα μας για αλήθεια, για τα «διατί» και τα «διότι» των ζητημάτων που μας φέρνουν σε αμηχανία όπως είναι και η ανοχή του κακού; Ασφαλώς ναι!—Ησ 1:18.
Εν πρώτοις ας σημειώσωμε ότι ‘παρά τω Θεώ τα πάντα είναι δυνατά,’ διότι αυτός είναι Θεός ‘σοφίας και δυνάμεως.’ Επίσης, μας παρέχεται η βεβαίωσις ότι «ο Θεός είναι αγάπη» και ότι ‘δικαιοσύνη και κρίσις είναι η βάσις του θρόνου του.’ (Ματθ. 19:26· Ιώβ 12:13· 1 Ιωάν. 4:8· Ψαλμ. 97ος 2) Ενώ για τον αθεϊστή η ανοχή του κακού αποτελεί άρνησιν της δυνάμεως και της σοφίας του Θεού, ωσάν αυτός να μην μπορούσε να το σταματήση, και της δικαιοσύνης και της αγάπης του, ωσάν αυτός να είναι αδιάφορος για το κακό, εν τούτοις για κείνους που πιστεύουν πραγματικά ότι ο Θεός έχει αυτές τις τέσσερες ιδιότητες σε τέλειο και απέραντο βαθμό, η ανοχή του κακού απλώς εγείρει τα ερωτήματα: γιατί ο Θεός το επιτρέπει, και πότε θα θέση τέρμα σ’ αυτό.
Με λίγα λόγια, ο Θεός επέτρεψε το κακό επειδή ένα από τα πλάσματά του ήγειρε τα ερωτήματα, Ποιος είναι υπέρτατος; Και, Μπορεί ο Θεός να θέση ανθρώπους επάνω στη γη που να κρατήσουν ακεραιότητα εις πείσμα πιέσεως και του πειρασμού; Όταν δοθή πλήρης απάντησις σ’ αυτά τα ερωτήματα, ο Θεός θα θέση τέρμα στο κακόν.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Στην αρχή της υπάρξεως του ανθρώπου δεν υπήρχε κακόν. Ο Θεός είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο τέλειο, όπως μας βεβαιώνει ο Λόγος του, «Τα έργα αυτού είναι τέλεια.» Ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο καθ’ ομοίωσίν Του, διότι έδωσε στον άνθρωπο μέτρον σοφίας, δικαιοσύνης, αγάπης και δυνάμεως. Επίσης έκαμε τον άνθρωπο ελεύθερον ηθικόν παράγοντα, ελεύθερον να εκλέξη να πράττη το καλό ή το κακό, αποκομίζοντας, βέβαια, συνέπειες της εκλογής του. Έθεσε τον άνθρωπο σ’ ένα ωραίο κήπο, στον Παράδεισο, και του έδωσε μια τριπλή εντολή, να πληθύνεται, να υποτάξη τη γη και να εξουσιάζη τα κατώτερα ζώα, της οποίας εντολής η εκτέλεσις θα έδινε στον άνθρωπο την ευκαιρία να κάμη την πληρέστερη δυνατή χρήσι των ικανοτήτων και ιδιοτήτων του.—Δευτ. 32:4· Γέν. 1:26-28.
Παράλληλα με όλα αυτά ο Θεός έθεσε τον άνθρωπο υπό ένα μόνο περιορισμόν: ο άνθρωπος δεν έπρεπε να φάγη από τον καρπόν ενός δένδρου. Ο περιορισμός αυτός δεν απειργάζετο δυσχέρεια στον άνθρωπο, διότι δεν εχρειάζετο ιδιαίτερα τον καρπό του δένδρου εκείνου για να συντηρήση τη ζωή του. Ούτε δύσκολο πράγμα ήταν η συμμόρφωσις προς τον περιορισμόν αυτόν. Ο Θεός, ως Υπέρτατος Κυρίαρχος και Ευεργέτης, είχε ένα τέλειο δικαίωμα ν’ απαγορεύση στον άνθρωπο το προνόμιο του να φάγη από τον ειδικό αυτό καρπό, το έκαμε δε αυτό για διαφόρους σημαντικούς λόγους. Αυτός ο περιορισμός ενεστόλαζε στον άνθρωπο τον φόβο του Ιεχωβά, διότι ετόνιζε την εξάρτησί του από τον Θεό για ζωή· ετόνιζε ότι ο Θεός του έδωσε τη ζωή και μπορούσε να την πάρη πίσω. Θα έδειχνε επίσης αν ο άνθρωπος εξετίμησε ή όχι όλα όσα είχε κάμει ο Θεός γι αυτόν, και θα μπορούσε να λεχθή ακόμη ότι θα έκανε τον άνθρωπο να εκτιμά ολοένα περισσότερο τις ευλογίες του, κατανοώντας ότι αυτές μπορούσαν να απολεσθούν. Επίσης, παρείχε την ιδεώδη δοκιμασία της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό, διότι ‘εάν αγαπώμεν τον Θεόν, θα τηρήσωμεν τας εντολάς του’.—1 Ιωάν. 5:3.
Όχι μόνο εφωδίασε ο Θεός τον άνθρωπο με μερικές ικανότητες και του έδωσε οδηγίες για τη χρήσι των, αλλά διώρισε επίσης γι’ αυτόν ένα ‘επισκιάζον χερούβ’, ένα φύλακα άγγελον, με άλλα λόγια, για να οδηγή, να εκπαιδεύη και να περιφρουρή τον άνθρωπο. (Ιεζ. 28:14) Αυτός ο αγγελικός εκπρόσωπος, όμως, εχρησιμοποίησε τον διορισμό του για να δώση στον άνθρωπο μια άτοπη γνώμη για τη δική του σπουδαιότητα, αφυπνίζοντας μέσα του μια φιλοδοξία, το να λατρεύεται, δηλαδή, όπως και ο Ιεχωβά Θεός. Προς τον σκοπόν αυτόν προσπάθησε, να αποξενώση τον άνθρωπο από τον Πλάστη, Ευεργέτη και Φίλο του, με ταπεινές συκοφαντίες. Ενσπείροντας δυσπιστία στη διάνοια της γυναικός, κατώρθωσε να κάμη κι αυτήν και τον σύζυγό της να παρακούσουν, εκδηλώνοντας έτσι έλλειψι αγάπης και εκτιμήσεως. Ο Θεός, συνεπής στον λόγον του, τους κατεδίκασε να επιστρέψουν στο χώμα, όπου και πήγαν τελικά.—Γέν. 3:1-19· 5:5.
Λόγω της φιλοδοξίας και ανταρσίας του, το πνευματικό αυτό πλάσμα χαρακτηρίζεται περαιτέρω στις Γραφές ως «ο δράκων, ο όφις ο αρχαίος, όστις είναι Διάβολος και Σατανάς.» Το γεγονός δε ότι είχε πράγματι τη φιλοδοξία να λατρεύεται σαν τον Ιεχωβά Θεό καταφαίνεται από το Ησαΐας 14:12-14, όπου διαβάζομε για τη μεγαλαυχία του ότι θα γινόταν όμοιος με τον Ύψιστον, και από το κατά Ματθαίον 4:8-10, όπου αναγράφεται η προσφορά του προς τον Ιησούν να του δώση όλα τα βασίλεια του κόσμου αν υπεκλίνετο και προσκυνούσε τον Σατανά.—Αποκάλ. 20:2.
ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΤΡΑΠΗ ΤΟ ΚΑΚΟΝ
Αν και τα προηγούμενα δείχνουν σαφώς ότι ο Σατανάς, ο Αδάμ και η Εύα, και όχι ο Ιεχωβά, είναι υπεύθυνοι για το κακό που υπάρχει στον κόσμο, παραμένει ακόμη το ερώτημα, Γιατί ο Θεός επέτρεψε στους τρεις αυτούς ενόχους να ζουν; Γιατί δεν τους κατέστρεψε αμέσως και ν’ αρχίση πάλι από την αρχή; Διότι, αφού ο Σατανάς έκαμε τους πρώτους γονείς μας να παρεκκλίνουν, ηγέρθη το ερώτημα ποιος ήταν άξιος μομφής. Τους είχε δημιουργήσει ο Θεός έτσι ώστε να μη μπορούν ν’ ανθέξουν στον πειρασμό κι ωστόσο προέβλεψε θανατική ποινή για την περίπτωσι αποτυχίας των; Αν εθανάτωνε μονομιάς και τους τρεις, αυτό το σημείο θα έμενε για πάντα συζητήσιμο. Εκτός απ’ αυτό, ο Σατανάς εκαυχήθη ότι θα μπορούσε να απομακρύνη όλα τα ανθρώπινα πλάσματα από τον Θεό, προκαλώντας έτσι και την υπεροχή και την ικανότητα του Ιεχωβά ως Δημιουργού.
Ο Ιεχωβά εγνώριζε ότι δεν είχε κάμει λάθος δημιουργώντας τον Αδάμ και την Εύα, ότι ο νόμος που έδωσε σ’ αυτούς ήταν δίκαιος και ότι ανθρώπινα πλάσματα μπορούσαν να παραμείνουν πιστά υπό δοκιμασίαν. Για να καταδείξη αυτά τα σημεία επέτρεψε στον Αδάμ και στην Εύα να εξακολουθήσουν να ζουν και να έχουν απογόνους. Και επέτρεψε στον Σατανάν να παραμένη και να προσπαθή ν’ απομακρύνη άλλους από τον Ιεχωβά Θεό. Οι Γραφές δείχνουν ότι από τον Άβελ ως την εποχή μας οι δούλοι του Ιεχωβά διετήρησαν ακεραιότητα, παρά τα όσα μπόρεσε να επιφέρη ο Διάβολος εναντίον των προς την κατεύθυνσι του πειρασμού ή της πιέσεως, δικαιώνοντας έτσι τον Ιεχωβά και αποδεικνύοντας τον Διάβολο ψεύτη και ασεβή συκοφάντη. Με την πορεία της τηρήσεως ακεραιότητος ‘ηύφραναν την καρδιά του Ιεχωβά, για να έχη τι ν’ αποκριθή στον Διάβολο.’—Παροιμ. 27:11.
Πώς ξέρομε ότι αυτό είναι αληθές και δεν είναι απλώς μια φαντασιώδης θεωρία; Εξαιτίας των όσων αναγράφονται στο βιβλίο του Ιώβ, κεφάλαια 1 και 2. Εκεί μαθαίνομε ότι ο Σατανάς εκαυχήθη ότι μπορούσε ν’ αναγκάση τον Ιώβ, τον πιο εξέχοντα δούλον του Ιεχωβά επάνω στη γη, να καταρασθή τον Θεό. Ο Θεός εδέχθη την πρόκλησι και άφησε ελεύθερο τον Σατανά όσον αφορά τον Ιώβ, ως το σημείο τού να τον αποστερήση των κτημάτων του, της οικογενείας του, των φίλων του και της υγείας του. Αλλ’ ο Ιώβ εκράτησε την ακεραιότητά του· δεν κατηράσθη τον Θεό, ούτε ωμολόγησε αμαρτήματα των οποίων δεν ήταν ένοχος, όπως έκαμαν μερικοί Αμερικανοί υπό Κομμουνιστικήν πίεσιν.
Αναμφιβόλως, σ’ αυτή την ιστορική αφήγησι του Ιώβ (μάλιστα, ο Ιώβ έζησε πραγματικά· βλέπε Ιεζεκιήλ 14:14· Ιάκωβον 5:11) έχομε ένα παράδειγμα του ότι ο Θεός επέτρεψε το κακό για να καταδείξη την υπεροχή του έναντι του Σατανά, και το ότι μπορεί να έχη ανθρώπους επάνω στη γη που να είναι πιστοί κάτω από δοκιμασία. Το ότι δε αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον επετράπη στον Αδάμ και στην Εύα να επιζήσουν και να τεκνοποιήσουν καταφαίνεται από το γεγονός ότι ο Ιεχωβά πρώτος επέστησε την προσοχή του Σατανά στην πορεία ακεραιότητος του Ιώβ, δείχνοντας ότι το ζήτημα της τηρήσεως ακεραιότητος από τον άνθρωπο είχε εγερθή προηγουμένως.
Επιτρέποντας το κακό χάριν της τακτοποιήσεως του ζητήματος της κυριαρχίας, ο Ιεχωβά δεν είναι υπαίτιος καμμιάς αδικίας. Μπορούσε να θανατώση τον Αδάμ και την Εύα αμέσως, αντί να τους επιτρέψη ευσπλαγχνικά να ζήσουν πολλούς αιώνες. Και για τους απογόνους των ακόμη, η ζωή και με δεινοπαθήματα αποτελεί ευλογίαν. Επίσης, ο Θεός προέβλεψε ώστε όλοι όσοι εκράτησαν ακεραιότητα να ανταμειφθούν πιο πολύ κι απ’ τον Ιώβ μέσω του αντιλύτρου του Χριστού και της αναστάσεως.
Ο Θεός επέτρεψε στον Σατανά να παραμείνη τα περασμένα 6.000 χρόνια μόνο, όπως είπε ο Ιεχωβά στον Φαραώ, ‘δια να σου δείξω την δύναμίν μου, και να κηρυχθή το όνομά μου εν πάση τη γη’. Όταν ο σκοπός αυτός εξυπηρετηθή πλήρως, τότε ο Ιεχωβά θα θέση τέρμα στον Σατανά και σε όλους όσοι έχουν το πνεύμα του—οι οποίοι είναι και οι υπεύθυνοι για το κακό του κόσμου—στον Αρμαγεδδώνα, όπως κατέστρεψε και τον Φαραώ και τα στρατεύματά του στην Ερυθρά Θάλασσα.—Έξοδ. 9:16· 14:27, 28.
Ο Ιεχωβά είναι φιλάγαθος και δίκαιος και γι’ αυτό δεν συμπαθεί το κακό. Ως πάνσοφος, και παντοδύναμος μπορεί να τερματίση το κακό και θα το πράξη αυτό στον ωρισμένο του καιρό. Τότε η προσευχή του Ιησού να γίνη το θέλημα του Θεού «ως εν ουρανώ και επί της γης» θα εκπληρωθή. Τότε δεν θα υπάρχη πια θάνατος, ούτε κραυγή, ούτε πένθος, ούτε πόνος. (Ματθ. 6:10· Αποκάλ. 21:4) Τότε όλοι όσοι θα ζουν, θ’ αγαπούν τον Θεό με όλη τους την καρδιά, τη διάνοια, την ψυχή και τη δύναμι, και τον πλησίον τους σαν τον εαυτό τους. Λόγω της εξυπηρετήσεως ενός πολυτίμου σκοπού, όσοι αγαπούν τον Θεό και τη δικαιοσύνη δεν θα παραπονεθούν ότι επέτρεψε ο Θεός το κακό, αλλά θα χαρούν να κρατήσουν ακεραιότητα, αν και αυτό σημαίνει παθήματα στον παρόντα καιρό, αποβλέποντας στη λαμπρή έκβασι όλων αυτών, στη διεκδίκησι του ονόματος του Ιεχωβά και σε ζωή ατελεύτητη για τον εαυτό τους στον δίκαιο νέο του κόσμο.