‘Κρίνον, Ω Ιεχωβά!’
«Ο Ιεχωβά κάμνει κρίσιν εις τους λαούς· κρίνον με, ω Ιεχωβά, κατά την δικαιοσύνην μου, και κατά την ακεραιότητά μου, την εν εμοί.»—Ψαλμ. 7:8, ΑΣ.
1, 2. Για ποια πλάσματα ο Ιεχωβά εκφράζει τώρα την κρίσι του, και γιατί;
ΣΗΜΕΡΑ ζούμε σε μια περίοδο κρίσεως. Ο μέγας Κριτής διαχωρίζει τους δικαίους από τους ασεβείς. (Μαλαχ. 3:16-18) Εκείνοι που διατηρούν τιμιότητα ή ακεραιότητα λαμβάνουν την επιδοκιμασία του. Εκείνοι που δεν αναγνωρίζουν τον Θεό και δεν υπακούουν στο ευαγγέλιον περί του ενθρονισμένου Υιού του, του Κυρίου μας Ιησού, λαμβάνουν την δυσμενή κρίσι του. (2 Θεσ. 1:5-10· 1 Πέτρ. 4:17) Ο προφήτης του Ωσηέ, περιγράφοντας την έλλειψι ακεραιότητος μεταξύ του καθ’ ομολογίαν λαού του Θεού, είπε: «Ακούσατε τον λόγον του Ιεχωβά, υιοί Ισραήλ· διότι ο Ιεχωβά έχει κρίσιν μετά των κατοίκων της γης, επειδή δεν υπάρχει αλήθεια, ουδέ έλεος, ουδέ γνώσις Θεού επί της γης. Επιορκία, και ψεύδος, και φόνος, και κλοπή, και μοιχεία επλημμύρησαν, και αίματα εγγίζουσιν επί αίματα.»—Ωσηέ 4:1, 2, ΑΣ.
2 Αυτά τα λόγια μιλούν προφητικά για μια κατάστασι που στις ημέρες μας αυξάνει σε επικίνδυνο βαθμό. Παγκόσμια υποκρισία, αδικία, ψεύδος, έγκλημα και ανηθικότης πλεονάζουν και εξαπλώνονται. Εκείνοι που φροντίζουν για την επιβολή του νόμου και την ευημερία των πολιτών, αν οι ίδιοι είναι ακηλίδωτοι, διαπιστώνουν ότι τα προβλήματά τους διαρκώς πολλαπλασιάζονται. Είναι αλήθεια ότι στον κόσμο υπάρχουν ακόμη μερικά τίμια άτομα, αλλά πολύ συχνά εκείνοι που κατέχουν πολιτικά αξιώματα αποβλέπουν σε δωροδοκίες και καταχρήσεις. Η ακεραιότης είναι σχεδόν τελείως λησμονημένη. Επίσης, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι επάνω στη γη που εκτιμούν την άξια της ακεραιότητος. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται άτομα όπως ο ιατρός, που ενδιαφέρεται όχι απλώς για τα κέρδη του αλλά και για την υγεία του άρρωστου του· ο δικηγόρος, που αγωνίζεται όχι απλώς για μια μεγάλη αμοιβή αλλά και για το δίκαιο του πελάτου του· ο υπάλληλος ή ο εργάτης, που μοχθεί όχι απλώς για τα χρήματα αλλά και για να προσφέρη γνησίως καλή υπηρεσία· και το άτομο που αληθινά αγαπά την τιμιότητα και δεν την ασκεί απλώς επειδή είναι καλή συμπεριφορά. Όσο ανακουφιστικό και αν είναι ν’ ακούη κανείς για ακεραιότητα που διακρατείται μεταξύ ανθρώπων, υπάρχει όμως μια πιο σπουδαία άποψις· δηλαδή, η διακράτησις ακεραιότητος απέναντι του Θεού. Αυτή η διακράτησις ακεραιότητος από τους δούλους του Ιεχωβά είναι αξιέπαινη και ωραία στα μάτια του. Αυτός θα κρίνη και στον δέοντα καιρό θα ανταμείψη εκείνους που την εξασκούν.
3, 4. (α) Γιατί είναι ουσιώδης τώρα η ακριβής γνώσις των κανόνων του Ιεχωβά; (β) Πώς μπορούν τα ανθρώπινα πλάσματα να εξασκούν δικαίως την ελευθέρα τους θέλησι;
3 Όταν στρέφωμε τις σκέψεις μας μακριά από την προς τα κάτω πορεία των ανθρώπων και από τους κανόνας διαγωγής που εδημιούργησαν οι ίδιοι και παρατηρούμε αντιθέτως τον άπειρο Δημιουργό, εκπλησσόμεθα για την αγιότητά του, την τελειότητά του. Η ακρίβεια της δικαιοσύνης του, το βάθος της σοφίας του Ιεχωβά, η μακρόθυμη και υποχρεώνουσα αγάπη του και η ακαταμάχητη δύναμίς του κάνουν το από σάρκα και αίμα πλάσμα που κατανοεί, να στέκη έκθαμβο μπροστά στην αποκάλυψι των ιδιοτήτων αυτών του Δημιουργού του. Ο Μωυσής, λόγω της στενής γνωριμίας του με τον Πλάστη του, έγραψε γι’ αυτόν: «Τις όμοιός σου, Ιεχωβά, μεταξύ των θεών; τις όμοιός σου, ένδοξος εις αγιότητα, θαυμαστός εις ύμνους, ενεργών τεράστια;» (Έξοδ. 15:11, ΜΝΚ) Αυτός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του, με τελεία ελευθερία να εξασκή τις ιδιότητές του της δικαιοσύνης, σοφίας, αγάπης και δυνάμεως καθώς το απαιτούσε η περίστασις, αλλά σοφά τον ωδήγησε στην ορθή χρήσι των με τη δήλωσι του νόμου Του. Αυτός ο θείος νόμος εδόθη όχι για να περιορίση τον άνθρωπο στην κατάλληλη ενάσκησι των ελευθεριών του, αλλ’ απλώς για να τον προφυλάττη από ακατάλληλη χρήσι αυτών των δυνάμεων, ώστε να μη βλάπτη τους άλλους ή τον εαυτό του.
4 Η υπακοή στον εκπεφρασμένον νόμον του Ιεχωβά ήταν μια δοκιμή της ακεραιότητος του ανθρώπου. Η εκτίμησις του Δημιουργού του θα έπρεπε να είχε εμποδίσει τον άνθρωπο από το να κάμη οποιοδήποτε εσφαλμένο βήμα αντίθετα προς τις οδηγίες του Θεού, άσχετα με το ποια ήταν η υποκινούσα αιτία. Ως ένας κατώτερος απέναντι ενός ανωτέρου, ο άνθρωπος ώφειλε υπακοή, αφοσίωσι και υποταγή στον κυρίαρχο Θεό του, τον νομοθέτη και κριτή του. Ασφαλώς ο γόνος του τελείου Δημιουργού έπρεπε κατάλληλα ν’ αντανακλά την τελειότητα του Πλάστου του. Το να κάμη κάτι ολιγώτερο ήταν ασυνεπές. Ο άνθρωπος, μολονότι ελεύθερος να ασκή τη θέλησί του, εξίσου ελεύθερος όσο και ο Δημιουργός του, έπρεπε ευγνωμόνως να χρησιμοποιήση την ελευθερία του για να εκλέξη να πράττη μόνο το ορθόν· συνεπώς, να ενεργή εποικοδομητικά και σύμφωνα με το έργο του Πατρός του. Ο Ιεχωβά δεν καταστρέφει με μοχθηρία και κακεντρέχεια την ίδια του καλή δημιουργία. Δεν είναι Θεός ακαταστασίας αλλά ειρήνης. (1 Κορ. 14:33) Γιατί ενήργησε ο άνθρωπος ερημωτικά, καταστρεπτικά; Γιατί επροκάλεσε αταξία; Γιατί έφερε κακά και επιβλαβή αποτελέσματα στο τέλειο έργον των χειρών του Πατρός του; Τα ατυχήματα αυτά προέκυψαν από την παράλειψι του ανθρώπου να διατηρήση τιμιότητα, αγιότητα, ακεραιότητα—την παράλειψι του ανθρώπου να προσέξη τη συμβουλή του τελείου Νομοθέτου του, του Κριτού όλης της γης.—Γεν. 18:25.
5. Ποια πορεία ακολουθούν τώρα συνετά άτομα, και με ποιο αποτέλεσμα;
5 Ο Ιεχωβά ο ίδιος μας δίνει ένα παράδειγμα τελείας τιμιότητος ή ακεραιότητος. Αυτός πάντοτε κρατεί τον λόγο του και μπορεί κανείς πάντοτε να βασίζεται σ’ αυτόν. Στο Όρος Σινά ο προφήτης του Μωυσής επληροφόρησε τους υιούς Ισραήλ, λέγοντας: «Γνώρισον λοιπόν, ότι Ιεχωβά ο Θεός σου, αυτός είναι ο Θεός, ο Θεός ο πιστός, ο φυλάττων την διαθήκην και το έλεος προς τους αγαπώντας αυτόν και φυλάττοντας τας εντολάς αυτού, εις χιλίας γενεάς.» (Δευτ. 7:9) Σ’ εμάς που ζούμε σήμερα στη γη, εκδηλώνει ακόμη την αγάπη του και την πιστότητά του με αναρίθμητους τρόπους. «Δίκαιος ο Ιεχωβά εν πάσαις ταις οδοίς αυτού, και αγαθός εν πάση τοις έργοις αυτού.» (Ψαλμ. 145:17, ΑΣ) Με άλλα ορθά λόγια, ο προφήτης Δαβίδ έγραψε για την αξιοπιστία του Θεού: «Του Θεού, η οδός αυτού είναι άμωμος· ο λόγος του Ιεχωβά είναι δεδοκιμασμένος· είναι ασπίς πάντων των ελπιζόντων επ’ αυτόν. Διότι τις Θεός, πλην του Ιεχωβά; και τις φρούριον, πλην του Θεού ημών; Ο Θεός είναι ο περιζωννύων με δύναμιν, και καθιστών άμωμον την οδόν μου.» (Ψαλμ. 18:30-32, ΑΣ) Είναι, λοιπόν, απλώς η πορεία της σοφίας και της συνέσεως το να δώσουν οι άνθρωποι προσοχή στη διδασκαλία του Θεού, διότι ο λόγος του είναι άξιος εμπιστοσύνης και όλες οι εντολές του είναι πιστές. Η τήρησίς των θα μας καταστήση ικανούς να κρατήσωμε ακεραιότητα και συνεπώς να κριθούμε άξιοι της αμοιβής της ζωής.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΣ;
6, 7. (α) Τι είναι ακεραιότης; (β) Ποιες είναι μερικές εξεικονίσεις του μεγαλείου της;
6 Ο όρος «ακεραιότης» μεταφράζει την Εβραϊκή λέξι θομ και ως θηλυκού γένους θουμ-μαχ, που και οι δύο απαντώνται στις Εβραϊκές Γραφές. Η σημασία των, όπως δίδεται από τον Καθηγ. Τζαίημς Στρονγκ (1890), είναι «πληρότης, (ηθική) αθωότης»· και από τον Καθηγ. Ρόμπερτ Γιάγκ (1879), «τελειότης, ακεραιότης, απλότης.» Οι σημαντικοί αυτοί ορισμοί ενθυμίζουν τα λόγια του Ιησού προς τον Φαρισαίον ο οποίος ήταν έμπειρος όσον αφορά τον νόμον: «“Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου.” Αύτη είναι πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτής, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.» (Ματθ. 22:37-39, ΜΝΚ) Στον νεαρόν πλούσιον ο Ιησούς επίσης είπε: « Εάν θέλης να ήσαι τέλειος, ύπαγε, πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος εις πτωχούς· και θέλεις έχει θησαυρόν εν ουρανώ· και ελθέ ακολούθει μοι.» (Ματθ. 19:21) Σ’ αυτά τα λόγια του Ιησού νοούμε το βάθος της εννοίας που πρέπει να δοθή στη λέξι μας «ακεραιότης»—η οποία γενικά ορίζεται ως ‘κατάστασις ή ιδιότης τού να είναι κανείς πλήρης, αδιαίρετος, ή αδιάρρηκτος· ηθική εντιμότης· ευθύτης ιδιοτήτων τιμιότης.’ Μολονότι η λέξις «ακεραιότης» δεν άπαντάται στην Κατ’ Εξουσιοδοτησιν Μετάφρασι των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, οι παραπάνω περικοπές δείχνουν ότι η κυρία έννοια δεν λείπει με κανένα τρόπο, η δε λέξις απαντάται εις Τίτον 2:7 στις Καθολικές μεταφράσεις Ντουαί και Συναδελφώσεως και στην Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασι, μεταφράζεται δε «αδιαφθορία» στη Μετάφρασι Νέου Κόσμου, σύμφωνα με τη λέξι του αρχαίου Ελληνικού Κειμένου. Η σπουδαιότης της για το βασιλικό ιερατείο σαφώς τίθεται υπό την προσοχή μας στο περιστήθιο που φορούσε επάνω στην καρδιά του ο αρχιερεύς του Ισραήλ. Σ’ αυτό υπήρχαν τα ουρίμ και τα θουμ.μίμ, η δε λέξις θουμ.μίμ είναι ο πληθυντικός αριθμός της λέξεως θομ. Η έκφρασις «Ουρίμ και Θουμμίμ» θεωρείται ότι σημαίνει «φώτα και τελειότητες», υπονοώντας ότι οι του ιερατείου πρέπει να είναι φορείς φωτός που κρατούν ακεραιότητα.—Έξοδ. 28:30.
7 Τι ωραία ιδιότης είναι η ακεραιότης! Στον Ιεχωβά μπορεί να παραβληθή μ’ ένα μεγάλο όρος, αμετακίνητη, αξιόπιστη, αμετάβλητη. Στους ανθρώπους που εκράτησαν ακεραιότητα στο παρελθόν μπορεί να παρομοιωθή μ’ ένα στερεό βράχο σε μια πετρώδη ακτή. Επάνω του μπορεί να συντρίβωνται τα κύματα μιας μανιασμένης θάλασσας· ογκούμενα νερά και αφροί μπορεί κατά καιρούς να τον καλύπτουν εντελώς· ακαθαρσίες και φύκια μπορεί να τον περιβάλλουν όμως στέκει εκεί—αναλλοίωτος, ασάλευτος, στερεά ριζωμένος στην ασφαλή του θέσι. Εκείνοι που έχουν ακεραιότητα είναι σαν χρήσιμα σκεύη που κοσμούν την πλούσια τράπεζα ενός αρχοντικού σπιτιού. Σε μια τέτοια διάταξι, κι ένα απλό κανάτι νερού μπορεί να εξυπηρετήση έναν καλό σκοπό όταν είναι ακέραιο ή άθραυστο· αλλά όταν το κανάτι τρέχη, είναι τόσο άχρηστο όσο κι ένα άτομο φθαρμένης ακεραιότητος. Συνεπώς ο Παύλος ενουθέτησε: «Εν μεγάλη δε οικία δεν είναι μόνον σκεύη χρυσά και αργυρά, αλλά και ξύλινα και οστράκινα· και άλλα μεν προς χρήσιν τιμίαν, άλλα δε προς άτιμον. Εάν λοιπόν καθαρίση τις εαυτόν από τούτων, θέλει είσθαι σκεύος τιμίας χρήσεως, ηγιασμένον, και εύχρηστον εις τον δεσπότην ητοιμασμένον εις παν έργον άγαθόν.»—2 Τιμ. 2:20, 21.
8, 9. (α) Πώς η δικαία κρίσις του Ιεχωβά υπερίσχυσε εναντίον της μακραίωνος προκλήσεως του Σατανά; (β) Ποιες έξοχες ιδιότητες του Ιεχωβά μπορούμε να μιμηθούμε επωφελώς για να κερδίσωμε την επιδοκιμασία του;
8 Η απομάκρυνσις των πρώτων ανθρωπίνων γονέων μας από τη δικαιοσύνη και η απώλεια έτσι της ακεραιότητός των παρέσχε βάσι για την κατηγορία του απίστου εκείνου που έγινε Σατανάς—ότι όλοι οι λάτρεις του Ιεχωβά τον υπηρετούσαν απλώς για την ανταμοιβή ή το δώρο που εχορηγείτο σ’ αυτούς απ’ αυτόν, και ότι, όταν θα εδοκιμάζοντο, όλοι θα εστρέφοντο εναντίον του Ιεχωβά. Η καυχησιολογία του στασιαστού αυτού ενώπιον των αγίων αγγέλων του ουρανού ήταν ότι ακόμη και ο Ιώβ που κρατούσε ακεραιότητα, όταν θα ετίθετο σε δοκιμασία, θα ηρνείτο τον Θεόν κατά πρόσωπον. (Ιώβ 1:8-11) Από τότε, ο Σατανάς υπήρξε ο κατήγορος των αδελφών του Χριστού και όλων των άλλων αληθινών λατρευτών του Ιεχωβά. Ο αληθινός Θεός, έχοντας αναλάβει την πρωτοβουλία με το να δώση ευκαιρία για την πρόκλησι του Σατανά και να την δεχθή, παρέσχε στον Σατανά επαρκή καιρό για ν’ αποδείξη τον ισχυρισμό του, γνωρίζοντας ότι με βάσι αυτό το ζήτημα της ακεραιότητος μπορεί να καθορισθή η πιστότης ή η απιστία όλων των πλασμάτων. Μ’ αυτή τη δοκιμασία τα νομοταγή πλάσματα μπορούν ν’ αποχωρισθούν από τα άνομα, και η ασέβεια του Σατανά σαφώς ν’ αποκαλυφθή. Στους αρχαίους χρόνους το επίμαχο ζήτημα είχε έντονα εξαρθή. Ο Ιεχωβά, με επίδειξι της αγάπης του και του ελέους του, και με μεγάλη θυσία για τον εαυτό του, απεφάσισε να σώση μερικούς από τους αμαρτωλούς απογόνους του Αδάμ, οι οποίοι, εκτιμώντας το επίμαχο ζήτημα, προτίμησαν να διακρατήσουν την ακεραιότητά τους. (Αποκάλ. 1:4-6) Αυτοί, υπηρετώντας τον Θεό όχι για ιδιοτελές κέρδος αλλ’ από αγάπη, υπεστήριξαν το μέρος του στο επίμαχο ζήτημα. (Παροιμ. 27:11) Λόγω της φιλάνθρωπης διατάξεως της χάριτος του Ιεχωβά, αυτός τελικά κρίνει ως αξίους επιδοκιμασίας εκείνους που κρατούν ακεραιότητα.
9 Η από μέρους του στασιαστού πρόκλησις της κυριαρχίας του Ιεχωβά και η αποτυχία του ανθρώπου να κρατήση ακεραιότητα δεν εθορύβησαν και δεν διετάραξαν τον Δημιουργό ούτε κατ’ ελάχιστον. Μέσα του είχε όλη την αναγκαία δύναμι για ν’ αντιμετωπίση οποιαδήποτε κατάστασι. Γρήγορα μπορούσε να συναθροίση και συνήθροισε την ουράνια οργάνωσί του, τη γυναίκα του ή σύζυγο, προς υποστήριξίν του. Καθώρισε ότι ένας από την οργάνωσί του αυτή θα ήταν το σπέρμα ή όργανον που θα επετρέπετο πρώτα να ‘κεντηθή’ από τον Σατανά και κατόπιν, με τη σειρά του, θα συνέτριβε την κεφαλή του όφεως. (Γέν. 3:15) Απεφάσισε να εκλέξη 144.000 τηρητάς ακεραιότητος μέσα από τους ανθρώπους, οι οποίοι, ακολουθώντας το παράδειγμα του σπέρματος αυτού, του Χριστού, θα κατεδείκνυαν την καταλληλότητά των να κριθούν άξιοι να ζήσουν και βασιλεύσουν μαζί του ως η νύμφη του, η γυναίκα του Αρνίου. (Αποκάλ. 14:1-4) Αυτοί αποτελούν την πρωτεύουσα οργάνωσι, τους νέους ουρανούς του νέου κόσμου, οι οποίοι θα καταστρέψουν τα έργα του Σατανά και θ’ αποκαταστήσουν ειρήνη επάνω στη γη σε ανθρώπους καλής θελήσεως. (Αποκάλ. 21:1-3) Για να εκλέξη, δοκιμάση και τελικά κρίνη αυτούς τους τηρητάς ακεραιότητος, απητήθη μια μακρά περίοδος χρόνου, μια περίοδος στην οποίαν οι δίκαιοι και οι ασεβείς έζησαν παράπλευρα αλλήλων, οι δε τελευταίοι κατ’ επανάληψιν ωνείδισαν το όνομα του Ιεχωβά με λόγους και έργα. Από μέρους του Θεού αυτό απήτησε μεγάλη υπομονή και μακροθυμία· απήτησε το ν’ απόσχη από το να καταστρέψη αμέσως τους ασεβείς. Το ίδιο συνέβη και από μέρους των τηρητών ακεραιότητος που μισούσαν το κακό, των μαρτύρων του Ιεχωβά· αυτοί παρέμειναν σταθεροί, αμετακίνητοι στην αφωσίωσί τους προς τον Θεό, «περισσεύοντες πάντοτε εις το έργον του Κυρίου». (1 Κορ. 15:57, 58) Κατάλληλα το εξέφρασε ο Ιώβ: «Έως να εκπνεύσω, δεν θέλω απομακρύνει την ακεραιότητά μου απ’ εμού.» (Ιώβ 27:5) Θα κριθήτε από τον Ιεχωβά ότι είσθε ένας από τους σημερινούς διατηρητάς τιμιότητος, ένας τηρητής ακεραιότητος;
10. Γιατί είναι τώρα υψίστης σπουδαιότητος η υποχρέωσις ενός αφιερωμένου στον Ιεχωβά;
10 Χωρίς ακεραιότητα είναι αδύνατον να κερδίσετε την κρίσι επιδοκιμασίας του Θεού. Αλλά, μπορεί να ρωτήσετε, πώς μπορώ να γίνω ένας τηρητής ακεραιότητος μάρτυς του Ιεχωβά; Με το να μετανοήσετε για την προηγούμενη άδικη πορεία σας, με το να εξασκήσετε πίστι στην απολυτρωτική θυσία του Χριστού και κατόπιν με το να αφιερωθήτε στον Ιεχωβά, για να τον υπηρετήτε αποκλειστικά και αιώνια. Αυτό σημαίνει ν’ απαρνηθήτε τον εαυτό σας, να θέσετε κατά μέρος τις προσωπικές σας προτιμήσεις και, αντί τούτων, να υιοθετήσετε τις προτιμήσεις του Θεού—ακολουθώντας τον Χριστό συνεχώς στο να πράττετε το θέλημα του Θεού όπως αποκαλύπτεται στον γραπτό του λόγο. Αυτό σημαίνει να περιπατήτε σύμφωνα με τον νέο κόσμο, σ’ έναν πολύ ευτυχισμένο δρόμο, σ’ ένα δρόμο αντίθετο προς αυτό το παλαιό διεφθαρμένο σύστημα πραγμάτων. Βαδίζοντας σ’ αυτόν το δρόμο, πολλοί έλαβαν πείραν απελευθερώσεως από τη δύναμι του Σατανά μέσω του πνεύματος και της οργανώσεως του Θεού σε δοκιμασίες κάτω από τις οποίες, σαρξ και αίμα μόνο, θα είχαν αποτύχει. Έχοντας κάμει αυτή την ευχή της αφιερώσεως πρέπει τώρα να την εκπληρώσετε, διότι ο Θεός δεν ευαρεστείται σε μωρούς παραβάτας της διαθήκης. «Όταν ευχηθής ευχήν εις τον Θεόν, μη βραδύνης να αποδώσης αυτήν διότι δεν ευαρεστείται εις τους άφρονας· απόδος ό,τι ηυχήθης. Κάλλιον να μη ευχηθής, παρά ευχηθείς να μη αποδώσης.» (Εκκλησ. 5:4, 5) Εκπλήττεσθε; Τείνετε να ερωτήσετε: «Τις λοιπόν δύναται να σωθή;» Σε μια όμοια ερώτησι ο Ιησούς απήντησε: «Παρά ανθρώποις τούτο αδύνατον είναι, παρά τω Θεώ όμως τα πάντα είναι δυνατά.» (Ματθ. 19:26) Ποτέ δεν μπορούμε ν’ αφήσωμε τις απαιτήσεις αυτής της υποχρεώσεως να εξαλειφθούν από τις διάνοιες μας. Οποιαδήποτε σφαίρα ενεργείας και αν αναλάβωμε, οποιεσδήποτε υποσχέσεις και αν κάνωμε, οποιεσδήποτε φιλοδοξίες και αν ζητούμε να ικανοποιήσωμε, πρέπει να λάβωμε υπ’ όψιν τη δικαιωματική αξίωσι του Ιεχωβά, ναι, την προέχουσα αξίωσί του στην αποκλειστική μας αφοσίωσι. Συνεπώς, η προέχουσα αξίωσίς του επάνω μας πρέπει να περιορίση ή να εκμηδενίση τα άλλα εγχειρήματα. Η διακράτησις ακεραιότητος ενώπιόν του, σύμφωνα με τον τρόπο που αυτός μας κρίνει ως τους αποκλειστικά αφωσιωμένους του, πρέπει να είναι προέχουσα και πρώτη στη ζωή μας.
11. Η επιδοκιμασία του Ιησού Χριστού από τον Ιεχωβά μετά τη δοκιμασία, τι δείχνει για τους ακολούθους του Ιησού;
11 Για να μας οδηγήση στον ορθό και χαρούμενο δρόμο του, χάριν του ονόματος του, ο Ιεχωβά στοργικά μας νουθετεί: «Υιέ μου, γίνου σοφός, και εύφραινε την καρδίαν μου, δια να έχω τι να αποκρίνωμαι προς τον ονειδίζοντά με.» (Παροιμ. 27:11) Η απόδειξις ότι η κατηγορία του Σατανά είναι ψευδής και ότι αυτός είναι ψεύστης μπορεί να θεμελιωθή μόνο με την πορεία τηρήσεως ακεραιότητος από τον καθένα από μας. Μόνο τότε μπορεί ο Ιεχωβά να μας κρίνη αξίους της επιδοκιμασίας του. Θα προσφέρετε με χαρά τον εαυτό σας ως απόδειξιν παραμένοντας αληθινοί στον Θεό; Ο Χριστός Ιησούς, το παράδειγμά μας, το έκαμε αυτό· και καθιστά δυνατόν για τον καθένα μας να το πράξη όπως εκείνος το έπραξε. Αγάπησε δικαιοσύνη· εμίσησε την αδικία ή την ανομία· για τούτο ο Θεός τον έχρισε με το έλαιον της αγαλλιάσεως υπέρ τους μετόχους του. (Ψαλμ. 45:7) Και σεις επίσης μπορείτε να έχετε αγαλλίασι κερδίζοντας την επιδοκιμαστική κρίσι του Θεού τώρα με διακράτησι ακεραιότητος. Χωρίς την επιδοκιμασία του δεν υπάρχει αγαλλίασις. Στην αποτυχία τηρήσεως ακεραιότητος, ασφαλώς δεν υπάρχει αγαλλίασις, «αλλά φοβερά τις απεκδοχή κρίσεως». (Εβρ. 10:27) Για τη χαρά που ετέθη ενώπιόν του, ο Ιησούς υπέμεινε το ξύλο του μαρτυρίου, κατεφρόνησε την αισχύνη και εκάθησε στα δεξιά του θρόνου του Θεού. (Εβρ. 12:2) Ηύφρανε την καρδιά του Πατρός του· ο Πατήρ ηύφρανε επίσης την καρδιά του Ιησού. Από τον καιρό της αφιερώσεώς του και έπειτα, όταν ανοίχθηκαν σ’ αυτόν οι ουρανοί και το πνεύμα του Θεού κατέβη σαν περιστερά επάνω του, ηυφράνθη με τα βεβαιωτικά λόγια: «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην.» (Ματθ. 3:17) Λίγο έπειτα απ’ αυτό, όταν ο Ιησούς επειράζετο από τον Διάβολο να του δώση μια μόνο εκδήλωσι λατρείας, η απάντησις του Ιησού—«Ύπαγε, Σατανά· διότι είναι γεγραμμένον, “Ιεχωβά τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει, και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει”»—ασφαλώς θα ηύφρανε πολύ την καρδιά του Ιεχωβά. (Ματθ. 4:10, ΜΝΚ) Σε ολόκληρη τη διακονία του ο Ιησούς μπορούσε να πη στον Πατέρα του: «Εμέ δε, συ με εστήριξας εις την ακεραιότητα μου, και με εστερέωσας ενώπιον σου εις τον αιώνα.»—Ψαλμ. 41:12.
ΕΚΡΙΘΗΣΑΝ ΑΞΙΟΙ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ
12, 13. (α) Πώς οι προ Χριστού μάρτυρες του Ιεχωβά κατέδειξαν ότι ήσαν άξιοι ζωής; (β) Ποιο επίμαχο ζήτημα περιελαμβάνετο στη δοκιμασία του Άβελ, και πώς ετακτοποιήθη το ζήτημα αυτό στην περίπτωσί του;
12 Από την αρχή ακόμη της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους έζησαν άνθρωποι που άξιζαν την επιδοκιμασία του Ιεχωβά επειδή εκράτησαν ακεραιότητα. Η δοκιμασία των δεν είχε ως σκοπό το να καθορισθή αν οι αφιερωμένοι άνθρωποι είναι τέλειοι ή όχι σε λόγο ή πράξι ή σε προσωπικότητα. Η δοκιμασία αυτή ήταν για να καθορισθή αν είναι πλήρως και αμετακίνητα αφωσιωμένοι στον Ιεχωβά και τη θεοκρατική του κυβέρνησι ή όχι. Οι πιστοί άνδρες και γυναίκες που μνημονεύονται στο ενδέκατο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής διεκράτησαν ακεραιότητα όταν ετέθησαν σε δοκιμασία μολονότι πολλοί απ’ αυτούς υπέστησαν φρικώδη τιμωρία. Τούτων δεν ήταν άξιος ο κόσμος. Στη ζωή των βλέπομε να διευκρινίζωνται παραδείγματα ακεραιότητος.
13 Πριν από 6.000 περίπου χρόνια ο πρώτος απ’ αυτούς, ο Άβελ, διήλθε επιτυχώς τη δοκιμασία, κερδίζοντας την επιδοκιμαστική κρίσι του Θεού. Στη σύντομη αφήγησι της ζωής του Άβελ που παρέχεται στη Γραφή, βλέπομε ότι το περιλαμβανόμενο επίμαχο ζήτημα ήταν το ζήτημα της καθαράς λατρείας. Τόσον ο Κάιν όσο και ο Άβελ έφεραν προσφορές στον Θεό, αλλ’ αφού οι προσφορές των ήσαν διαφορετικές, μπορούμε λογικά να συμπεράνωμε ότι υπήρχε διαφωνία μεταξύ των δύο αδελφών ως προς το ποιος ήταν ο ορθός τρόπος λατρείας. Ο Θεός ετακτοποίησε την αμφισβήτησι με το να δεχθή την προσφορά του Άβελ και ν’ απορρίψη την προσφορά του Κάιν. Απλός τυπικισμός, λατρεία με τα χείλη—πράγματι, οτιδήποτε υστερεί από την αληθινή πίστι—δεν είναι ποτέ ευπρόσδεκτα στον Θεό και εμποδίζουν ένα άτομο από το να δη τις δίκαιες απαιτήσεις Του. Μόνο με την αναγνώρισι ενός θυσιαστικού θύματος για την εξιλέωσι της αμαρτίας και με κατάλληλη πίστι στη θυσιασμένη αυτή ζωή, μπορεί τώρα το άτομο αυτό να πλησιάση τον Θεό. (Εβρ. 9:19-22) Ο Άβελ, αθώος από κάθε αδικία, διεκράτησε την ακεραιότητα του μέσω ορθής λατρείας· ενώ ο αδελφός του, μέσω ψευδούς θρησκείας, έγινε φονεύς. Ο Σατανάς απεφάσισε να κάμη με τον Άβελ ένα παράδειγμα για τους άλλους, δείχνοντάς τους τι πρέπει να περιμένουν αν αρνηθούν υποταγή σ’ αυτόν. Ο Ιεχωβά επεδοκίμασε τον Άβελ λόγω της καθαράς του λατρείας, και γι’ αυτό ακριβώς ο Άβελ υπέστη θάνατον από το χέρι του παρωργισμένου αδελφού του. «Δια πίστεως ο Άβελ προσέφερε προς τον Θεόν καλητέραν θυσίαν παρά τον Κάιν, δια της οποίας εμαρτυρήθη ότι ήτο δίκαιος, επειδή ο Θεός έδωκε μαρτυρίαν περί των δώρων αυτού· και δι’ αυτής, καίτοι αποθανών, έτι λαλεί.» (Εβρ. 11:4) Επειδή οι αρχαίες θυσίες ζώων, όπως του Άβελ, υποτυπούσαν απλώς καλύτερα και μεγαλύτερα πράγματα που έχουν ήδη έλθει, ο Θεός δεν ζητεί θυσίες ζώων σήμερα. Αντί τούτου, ευαρεστείται με «θυσίαν αινέσεως, τουτέστι, καρπόν χειλέων ομολογούντων το όνομα αυτού».—Εβρ. 13:15.
14, 15. (α) Ποια παραδειγματική διαγωγή εχαρακτήρισε τη σταδιοδρομία του Ενώχ, ενώ έδινε απόδειξι της ακεραιότητός του; (β) Επίσης του Νώε;
14 Τέτοια επιδοκιμασμένη δημοσία ομολογία έκαμε επίσης άφοβα και ο Ενώχ, «έβδομος από Αδάμ». Αρνήθηκε να αποστή λόγω φόβου από την πορεία της ακεραιότητός του παρά την αύξησι της ψευδούς λατρείας στην εποχή του. Το ότι περιεπάτησε με τον αληθινό Θεό Ιεχωβά αποτελεί την πρώτη περίπτωσι τέτοιας πιστής ενεργείας που αναφέρεται στη Γραφή. Για την κρίσι του Ιεχωβά που θα επήρχετο σε όλους τους ασεβείς ο Ενώχ επροφήτευσε: «Ιδού, ήλθεν ο Ιεχωβά με μυριάδας αγίων αυτού, δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων, και να ελέγξη πάντας τους ασεβείς εξ αυτών, δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν, και δια πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ’ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς.» (Ιούδ. 14, 15, ΜΝΚ) Έτσι εξαίρεται η απαίτησις να διακηρυχθή η προειδοποίησις περί της επερχομένης κρίσεως του Ιεχωβά. Επειδή οι πονηροί αρνούνται να προσέξουν, ακολουθεί η καταστροφή των. Τώρα εμείς, όπως ακριβώς και ο Ενώχ, μπορούμε να περιπατούμε με τον Ιεχωβά, με το να εμπιστευώμεθα σ’ αυτόν, να δεχώμεθα τη συμβουλή του, να συνεργαζώμεθα στην επίτευξι του αντικειμενικού του σκοπού και με χαρά να συμμετέχωμε στην υπεράσπισι του αγίου του ονόματος.
15 Όπως ο Ενώχ, «μετά του Θεού περιεπάτησεν ο Νώε». Γι’ αυτόν είναι γραμμένο, «ο Νώε ήτο άνθρωπος δίκαιος, τέλειος μεταξύ των συγχρόνων αυτού.» (Γέν. 6:9) Ο Νώε συνεβάδισε με τον Ιεχωβά στην εκτέλεσι του σκοπού του Ιεχωβά, υπηρετώντας ως μάρτυς του, ως πιστός του φίλος και σύντροφος. Καθώς περνούσε ο καιρός, η οροθετική γραμμή μεταξύ ψευδών και αληθινών λάτρεων έγινε πιο σαφής. Στη σταδιοδρομία του Νώε ήταν εξέχον το γεγονός ότι επί πολλά χρόνια πριν από τον κατακλυσμό ήταν κήρυξ δικαιοσύνης. (2 Πέτρ. 2:5) Ανάμεσα σε μια γενεά χλευαστών κατέδειξε την πίστι του με το μεγάλο του έργο κατασκευής της κιβωτού όπως κατηύθυνε ο Ιεχωβά. Αυτή επρομήθευσε τη σωτηρία του Θεού για τον Νώε και την οικογένειά του. Αμέσως μετά τον κατακλυσμό ο Νώε ίδρυσε αληθινή λατρεία. (Γέν. 8:15-20) Ο Νώε μπορεί συχνά να εξεφράσθη με λόγια όμοια προς εκείνα του Ψαλμού 26:11, ΑΣ: «Αλλ’ εγώ θέλω περιπατεί εν τη ακεραιότητί μου· λύτρωσόν με, και ελέησόν με.» Ο Ιεχωβά έκρινε τον Νώε ως άξιον ελέους διαφυλάττοντάς τον μέσα από τον κατακλυσμό όταν κατεστράφησαν οι ασεβείς.
16, 17. (α) Όσον αφορά τον Αβραάμ, επάνω σε τι εβασίσθη η κρίσις του Ιεχωβά; (β) Πώς η πορεία της ζωής της Σάρρας διευκρινίζει περαιτέρω τη μεγάλη αξία της διακρατήσεως ακεραιότητος;
16 Κατόπιν παρατηρήστε εκ νέου την επιδοκιμαστική κρίσι του Ιεχωβά για τον Αβραάμ. «Δια πίστεως, ο Αβραάμ, ότε εδοκιμάζετο, προσέφερε τον Ισαάκ· και τον μονογενή αυτού προσέφερεν εκείνος όστις ανεδέχθη τας επαγγελίας.» (Εβρ. 11:17) Ο Αβραάμ ποτέ δεν εταλαντεύθη στην υπακοή. Ευπειθώς εγκατέλειψε τη χώρα του και περιεπλανήθη σε ξένη χώρα. Ευπειθώς απεπειράθη πρόθυμα να προσφέρη τον υιό του, μέσω του οποίου όλες οι επαγγελίες του Θεού επρόκειτο να εκπληρωθούν. Ευπειθώς εδίδαξε στην οικογένειά του την αληθινή λατρεία.
17 Τη σύζυγο του Αβραάμ, τη Σάρρα, ο Ιεχωβά την έκρινε επίσης ως γυναίκα που εξήσκησε πίστι νικηφόρου δυνάμεως. Συνεπώς κι αυτή επίσης διακρίνεται μέσα στο μεγάλο ‘νέφος μαρτύρων που μας περικυκλώνει’. (Εβρ. 12:1) Ο Σατανάς προσπάθησε να την μολύνη, ώστε να γίνη ακατάλληλη για να γεννήση ένα υποσχεμένο σπέρμα. Αυτή εκτιμώντας το ότι ο Ιεχωβά, ο οποίος είχε υποσχεθή, ήταν πιστός, διεκράτησε ακεραιότητα τηρώντας την κατάλληλη θεοκρατική σχέσι προς τον σύζυγό της, και μαζί του έγινε θριαμβευτικά κληρονόμος της ευνοίας της ατελεύτητης ζωής.
18. Ποια μαθήματα μπορούμε να αντλήσωμε από την υπομονή του Ιώβ;
18 Πολύ γνωστός σ’ εμάς ως άνθρωπος τον οποίον ο Ιεχωβά έκρινε με επιδοκιμασία είναι ο Ιώβ από τη γη της Ουζ, του οποίου το όνομα σημαίνει «μισημένος, βασανισμένος, διωγμένος». Μολονότι δεν ήταν στην άμεση κατά σάρκα γραμμή του υποσχεμένου σπέρματος, ο Ιώβ εφοβείτο τον Θεόν και απέφευγε το κακόν. Ο Σατανάς πιθανώς εσκέφθη: ‘Αν στρέψω τη σύζυγο του Ιώβ εναντίον του, αυτός θα εγκαταλείψη τον Θεό, ακριβώς όπως έκαμε ο Αδάμ· έτσι ο Ιεχωβά θα πρέπει να καταδικάση τον Ιώβ όπως κατεδίκασε και τον Αδάμ.’ Αλλ’ όχι, ο Ιώβ ήταν διαφορετικός. Όταν, με την ανοχή του Ιεχωβά, ο Σατανάς απεγύμνωσε τον Ιώβ από όλη την πλούσια γήινη περιουσία του, ακόμη και από τα αγαπητά του τέκνα, και του επροξένησε έντονα σωματικά παθήματα και ψυχική αγωνία και έκαμε να τον ονειδίση η σύζυγός του και να τον βασανίσουν οι τρεις φίλοι του, ο Ιώβ εκράτησε ακόμη στερεά την ακεραιότητά του. Άφοβα επέστρεψε την ψευδή κατηγορία κατά πρόσωπον του Σατανά, αποδεικνύοντας τον Σατανά ψεύστη. Ο Ιώβ διετήρησε πιστότητα σε ό,τι επίστευε ότι ήταν ορθό, άσχετα με τις εξωτερικές επιρροές που ησκήθησαν εναντίον του. Επέμεινε ότι ήταν αθώος από κάθε εκούσια αδικοπραγία και όμως διετήρησε την πίστι του και την αφοσίωσί του στον Πλάστη του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά αντήμειψε τον Ιώβ με αποκατάστασι της υγείας του, με διπλάσια πλούτη, με μια εξίσου πολυμελή οικογένεια και με τη μεγάλη εκτίμησι από τους πρώην επικριτάς και διώκτας του, από τους οποίους ο Ιεχωβά τώρα απήτησε να έλθουν στον Ιώβ για να μεσολαβήση να λάβουν συγχώρησι από τον Ιεχωβά. Τι παράδειγμα υπομονής! Δεν είναι παράδοξο ότι ο Ιάκωβος έγραψε: «Ιδού μακαρίζομεν τους υπομείναντας.» (Ιάκ. 5:11, Κριτ. Έκδ. Κειμ.) Ο Αδάμ, αντίθετα με τον Ιώβ, είχε λάβει τα πάντα και δεν είχε στερηθή από τίποτε όταν ο Ιεχωβά τον υπέβαλε στη δοκιμασία της ακεραιότητος, στην οποίαν απέτυχε.
19. Πώς κατεδείχθη πιστότης χωρίς συμβιβασμό στη ζωή του Μωυσέως;
19 Τελικά, για την παρούσα μελέτη μας, η κρίσις του Ιεχωβά για τον Μωυσή απαιτεί πολύ προσεκτική εξέτασι. Η φιλοσοφία του Σατανά είναι ότι κάθε άνθρωπος έχει το τίμημά του. Αλλά τα πλούτη της Αιγύπτου δεν μπόρεσαν να εξαγοράσουν τον Μωυσή. Όταν εμεγάλωσε, αρνήθηκε να ονομάζεται υιός της θυγατρός του Φαραώ και επροτίμησε να κακουχήται μάλλον με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρόσκαιρη απόλαυσι αμαρτίας. «Δια πίστεως αφήκε την Αίγυπτον, μη φοβηθείς τον θυμόν του βασιλέως· διότι ως βλέπων τον αόρατον ενεκαρτέρησε.» (Εβρ. 11:24-27) Η κατάδειξις πιστότητος στην υπηρεσία από μέρους του, με κίνδυνο της ίδιας της ζωής του ενώπιον του Φαραώ και με το να έχη την ηγεσία ενός πείσμονος, απίστου λαού επί σαράντα χρόνια ανάμεσα σε πολλές προκλήσεις, εκέρδισε για τον Μωυσή την επιδοκιμασία του Ιεχωβά με τα εξής λόγια: «Δεν είναι ούτως περί του θεράποντος μου Μωυσέως· εν όλω τω οίκω μου ούτος είναι πιστός . . . Δια τι λοιπόν δεν εφοβήθητε να λαλήσητε εναντίον του θεράποντος μου Μωυσέως;» «Ο δε κατασκευάσας τα πάντα, είναι ο Θεός. Και ο μεν Μωυσής υπήρξε πιστός εις όλον τον οίκον αυτού ως θεράπων, εις μαρτυρίαν των λαληθησομένων.» (Αριθμ. 12:7, 8· Εβρ. 3:4, 5) Σήμερα, επίσης, η πιστότης στην υπηρεσία χωρίς συμβιβασμό είναι μεταξύ των στοιχείων αποκλειστικής αφοσιώσεως που ο Ιεχωβά, ο Κριτής όλης της γης, δικαιωματικά απαιτεί από κάθε αφιερωμένον δούλον του.
20. Ποιές επτά επιθυμητές ιδιότητες εξεδηλώθησαν τελείως σε ποιο ένα πρόσωπο;
20 Τώρα, αθροίζοντας αυτές τις επιθυμητές ιδιότητες, δηλαδή, την εξάσκησι καθαράς λατρείας, το να περιπατή κανείς με τον αληθινό Θεό, το να υπηρετή ως ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά, το να υπακούη στις οδηγίες του, το να ασκή πίστι νικηφόρου δυνάμεως, το να δείχνη υπομονή κάτω από πίεσι και πιστότητα χωρίς συμβιβασμό, ορθώς σκεπτόμεθα για όλες αυτές, ότι εκδηλώνονται τελείως σε ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό. Δεν υπάρχει όμοιος μ’ αυτόν μεταξύ των πλασμάτων του Ιεχωβά. Η προμήθεια της απολυτρωτικής θυσίας για τους ευπειθείς ανθρώπους δεν απαιτούσε, αυτή καθ’ εαυτήν, το να υποφέρη ο Ιησούς όνειδος και διωγμό και τελικά να παρέλθη από αυτή τη ζωή με αισχύνη σαν ένας καταδικασμένος εγκληματίας, στασιαστής και βλάσφημος. Αυτό το μέρος της πόσεως του ποτηρίου εχύθη μέσα σ’ αυτό από τον Πατέρα για να δοκιμάση ως το ακρότατο όριο την ακεραιότητα αυτού του Υιού του Θεού και ν’ αποδείξη Τον Διάβολο ψεύστη στην κατηγορία του εναντίον του Υιού του Θεού και να δείξη την απαρέγκλιτη υποστήριξι από τον Ιησούν της παγκοσμίου κυριαρχίας του Πατρός του.
21. Πώς και γιατί οι πρώτοι ακόλουθοι του Ιησού Χριστού διήλθαν επιτυχώς τη δοκιμασία της ακεραιότητος;
21 Οι πιστοί απόστολοι του Ιησού Χριστού και άλλοι αρχαίοι Χριστιανοί ακολούθησαν τα ίχνη του. Απεδείχθησαν και αυτοί αξιόπιστοι στον Ιεχωβά. Ήσαν εκτεθειμένοι σε ονειδισμούς, σε θλίψεις, σε φυλακίσεις και διαρπαγές, αλλά δεν ελησμόνησαν ότι είχαν μόνιμα υπάρχοντα στον νέο κόσμο του Ιεχωβά. Η εμμονή στη διακράτησι ακεραιότητος θα αμειφθή σύντομα για όλους όσοι είναι τώρα στην κοινωνία του Νέου Κόσμου.
ΕΚΡΙΘΗΣΑΝ ΑΞΙΟΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
22. Ποια προειδοποιητικά παραδείγματα παρέχει η απιστία του πρωτίστου εχθρού του Ιεχωβά και των πνευματικών συντρόφων του;
22 Κανένα άτομο με κατανόησι δεν επιθυμεί να διαρρήξη τον δεσμό φιλίας με τον Δημιουργό του. Αλλά μερικοί το έκαμαν αυτό με καταστρεπτικές συνέπειες για τον εαυτό τους. Ο αρχιστασιαστής του ουρανού και η μακρά προδοτική του πορεία προεξέχουν. Αυτός εγκατέλειψε την προσδιωρισμένη σ’ αυτόν έντιμη θέσι αποδόσεως αίνου στον Ύψιστον και αντί τούτου επροτίμησε να ονειδίση τον Ιεχωβά και να οδηγήση τον άνθρωπο στην ανταρσία και στην καταστροφή. Στον ρόλο που ο αρχιστασιαστής αυτός επροτίμησε να παίξη, δεν υπάρχει αγάπη, χαρά ή ειρήνη. Εφιλοδόξησε να εξυψώση τον εαυτό του πιο πάνω από τους συντρόφους του, αλλά σύντομα θα καταβιβασθή στην άβυσσο—ολική, όμοια με θάνατο αδράνεια επί χίλια χρόνια—«εις τα βάθη του λάκκου». (Ησ. 14:15· Αποκάλ. 20:1-3) Τα άπιστα βήματά του ακολουθήθηκαν από το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος. Οι άπιστες ενέργειες της Εύας, που ακολουθήθηκαν από την εκούσια ενέργεια του Αδάμ, επέφεραν και στους δύο απογοήτευσι, παθήματα και θάνατο, και προσέθεσαν συμφορές στους απογόνους των. Οι παραβάται της ακεραιότητος έχουν το τίμημά τους, και αυτό μπορεί να είναι τόσο χαμηλό όσο μια μικρή ευχαρίστησις του εαυτού των. Αν θυμηθούμε τις ημέρες πριν από τον Κατακλυσμό, βρίσκομε ότι μερικοί από τους αγίους αγγέλους του Ιεχωβά υλοποιήθηκαν σε ανθρώπινη μορφή, επιθυμώντας σεξουαλική επικοινωνία με ανθρώπινη σάρκα, αντίθετα προς τον νόμον του Θεού. Αυτό ήταν ένα αριστοτεχνικό χτύπημα από μέρους του Σατανά. Τώρα θα έκανε να γεννηθούν υπεράνθρωποι από τους «υιούς του Θεού». Οι υλοποιημένοι αυτοί άγγελοι ενυμφεύθησαν θυγατέρες ανθρώπων και αυτές εγέννησαν τέκνα σ’ αυτούς που ωνομάζοντο Νεφιλείμ ή γίγαντες. Αυτό το μιξογενές σπέρμα συνέβαλε πολύ στην πλήρωσι της γης με βία στον καιρό του Νώε. Η γενεά αυτή απέτυχε να τηρήση ακεραιότητα. Εναντίον των εξεφέρθη η δυσμενής κρίσις του Ιεχωβά. Εκεί ο Σατανάς είδε να ματαιώνεται το μεγαλοπρεπές σχέδιό του, όταν ανοίχθηκαν οι καταρράκται του ουρανού και ο πολιτισμός του επάνω στη γη εξηλείφθη.
23, 24. Ποια πρόσθετα παραδείγματα παραβάσεως της ακεραιότητος βρίσκονται σε έντονη αντίθεσι με τα παραδείγματα άλλων που διεκράτησαν ακεραιότητα;
23 Σχεδόν δεκατρείς αιώνες αργότερα, ο Σαούλ ο υιός του Κεις είχε ευκαιρία για πολλά προνόμια, όταν ο Θεός τον εξέλεξε να κυβερνήση ως ο πρώτος βασιλεύς του Ισραήλ. Τότε ο Σαούλ θεωρούσε τον εαυτό του εντελώς ανάξιον, διότι είπε ότι προήρχετο από τη μικρότερη φυλή και η οικογένειά του ήταν η ελαχίστη από όλες τις οικογένειες του Βενιαμίν. Έπρεπε να έχη υπ’ όψιν τα λόγια του ανθρώπου του Θεού προς τον άπιστον οίκον του Ηλεί: «Τους δοξάζοντάς με θέλω δοξάσει, οι δε καταφρονούντές με θέλουσιν ατιμασθή.» (1 Σαμ. 2:30) Αλλ’ ο Βασιλεύς Σαούλ ήταν απειθής στις οδηγίες και απέτυχε να κρατήση ακεραιότητα, αντιθέτως δε εστράφη στον δαιμονισμό. Έχασε τη βασιλεία του και τη ζωή του. Ένας από τους αρχικούς δώδεκα αποστόλους του Ιησού εγκατέλειψε τα πάντα για να ακολουθήση τον Διδάσκαλον. Μολονότι όμως ο Ιούδας ο Ισκαριώτης είχε πολλά προνόμια, άφησε τον Σατανά να μπη στην καρδιά του, παρεδόθη στην πονηρία και έγινε προδότης. Επειδή απέτυχε να κρατήση ακεραιότητα, έχασε τη χαρά του και αφήρεσε την ίδια τη ζωή του.
24 «Η ακεραιότης των ευθέων θέλει οδηγεί αυτούς· η δε υπουλότης των σκολιών θέλει απολέσει αυτούς.» (Παροιμ. 11:3) Έχοντας τούτο υπ’ όψιν, σκεφθήτε: Είναι αξία λόγου η κρίσις του Ιεχωβά για την τήρησι ακεραιότητος; Όλοι οι παραβάται της ακεραιότητος έφθασαν σε λυπηρό τέλος. Δεν θα θέλατε σεις να κριθήτε ως ένας που ακολουθήσατε τα ίχνη των· θα θέλατε; Αντιπαραβάλατε, λοιπόν, τα παραδείγματα τηρητών ακεραιότητος που αναφέραμε, με αυτά τα παραδείγματα παραβατών της ακεραιότητος. Ο Άβελ, που πέθανε για την υπόθεσι της καθαράς λατρείας, θ’ αναστηθή· αλλ’ ο Σατανάς, που έδωσε αρχή στην ψευδή θρησκεία, θα καταστραφή. Ο Ενώχ δια πίστεως περιεπάτησε με τον Θεό· αλλ’ ο Αδάμ, που άκουσε τη φωνή του Θεού, εγκατέλειψε την οδόν του Ιεχωβά. Ο Αβραάμ ήταν ευπειθής κάτω από μεγάλη δοκιμασία· αλλ’ ο Βασιλεύς Σαούλ ήταν απειθής ακόμη και σ’ ένα πολύ μικρό πράγμα. Η Σάρρα εξήσκησε νικηφόρο πίστι, αλλ’ η Εύα δεν εξεδήλωσε καμμιά απολύτως. Ο Ιώβ ενέμεινε στην ακεραιότητά του παρά την απώλεια των πάντων, αλλ’ ο Ιούδας απέβαλε την ακεραιότητα για ιδιοτελές κέρδος. Ο Μωυσής απέρριψε τα επιθυμητά πράγματα της Αιγύπτου και υπηρέτησε ανάμεσα σε κακουχίες· αλλ’ οι στασιαστικοί πνευματικοί «υιοί του Θεού» ενέδωσαν σε αφύσικες επιθυμίες και εγκατέλειψαν τα ουράνια καθήκοντά των. Κανείς από μας ας μη γίνη άξιος της μομφής του Ιεχωβά ως παραβάτης της ακεραιότητος και ας μη δρέψη την ποινή του θανάτου που αυτός επιβάλλει στους παραβάτας συνθηκών. Μάλλον ας θεωρούμε πολύτιμον τον ένδοξον θησαυρόν της υπηρεσίας, έχοντας πάντοτε υπ’ όψιν ότι ο Ιεχωβά κρίνει, όπως είπε ο Δαβίδ, «κατά την δικαιοσύνην μου, και κατά την ακεραιότητά μου την εν εμοί.»—Ψαλμ. 7:8.