Μπορεί ο Θεός να Γράψη Επάνω στην Καρδιά Σας;
«Λέγει ο Ιεχωβά: Θέλω θέσει τον νόμον μου εις τα ενδόμυχα αυτών, και θέλω γράψει αυτόν εν ταις καρδίαις αυτών· και θέλω είσθαι Θεός αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου.—Ιερεμ. 31:33, ΑΣ.
1. Επάνω σε τι είδους καρδιές θα γράψη ο Ιεχωβά;
ΟΤΑΝ ο Ιεχωβά εκλέγη να πράξη κάτι, τίποτε δεν είναι αδύνατο γι’ αυτόν. Πριν από χιλιάδες χρόνια έγραψε τον νόμο του επάνω σε δύο λίθινες πλάκες όταν έκαμε τη διαθήκη του νόμου με το έθνος Ισραήλ στο Όρος Σινά. Θα γράψη τώρα τις εντολές του μόνο επάνω σε καρδιές που είναι δεκτικές τούτου και ανταποκρίνονται σ’ αυτόν, που ανοίγονται σ’ αυτόν με ταπεινοσύνη και υποταγή, που είναι εύκαμπτες και πρόθυμες, να μεταβληθούν όταν έλθουν σε επαφή με τους λόγους του. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν ο Θεός μπορή να γράψη επάνω στην καρδιά σας ή όχι. Το ζήτημα είναι, Θα γράψη; Θα το επιτρέψετε αυτό πρόθυμα; Αυτός δεν ενδιαφέρεται να κάμη ώστε η αλήθεια του να φθάση ούτε ακόμη στ’ αυτιά των υποκριτών και ομοίων με χοίρους ανθρώπων, πολύ ολιγώτερο στις καρδιές των. Έχει, λοιπόν, η καρδιά σας τα κατάλληλα προσόντα ως επιφάνεια για να γραφούν επάνω σ’ αυτήν οι αρχές και τα παραγγέλματα του Ιεχωβά;—Ματθ. 7:6.
2. Πού αποκαλύπτεται ο σκοπός του Ιεχωβά να γράψη επάνω σε καρδιές, και ποιων οι καρδιές πρέπει να είναι δεκτικές τούτου;
2 Ακόμη και ενόσω ήταν σε ισχύν η διαθήκη του νόμου με τις βασικές εντολές της χαραγμένες σε λίθο, ο Ιεχωβά μίλησε για τον σκοπό του να μεταβιβάση τον νόμο του στις ανθρώπινες καρδιές μέσω μιας νέας διαθήκης: «Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Ιεχωβά, και θέλω κάμει προς τον οίκον Ισραήλ, και προς τον οίκον Ιούδα, διαθήκην νέαν· αλλ’ αύτη θέλει είσθαι η διαθήκη, την οποίαν θέλω κάμει προς τον οίκον Ισραήλ· Μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει ο Ιεχωβά, θέλω θέσει τον νόμον μου εις τα ενδόμυχα αυτών, και θέλω γράψει αυτόν εν ταις καρδίαις αυτών και θέλω είσθαι Θεός αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου.» Λίγο μετά τον θάνατο και την ανάστασι του Ιησού Χριστού, κατά την Πεντηκοστή, η παλαιά διαθήκη του νόμου αντικατεστάθη με τη νέα διαθήκη, η οποία έφερε μαζί της μια ενδόμυχη, εγκάρδια αγάπη της δικαιοσύνης και αυξημένη γνώσι του Ιεχωβά. (Ιερεμ. 31:31, 33, ΑΣ· Γαλ. 3:24, 25· Κολ. 2:14· Εβρ. 8:6-13) Μόνο εκείνοι που έχουν χρισθή με το πνεύμα του Ιεχωβά για ν’ ανήκουν στην ουράνια τάξι, λαμβάνονται σ’ αυτή τη νέα διαθήκη, όλοι όμως όσοι αποκτούν αιώνια ζωή επάνω στη γη συμμετέχουν στις ευλογίες που απορρέουν απ’ αυτήν, και πρέπει οι καρδιές των να είναι δεκτικές των εντολών του Ιεχωβά, όπως ακριβώς, και προτού υπάρξη η νέα διαθήκη, μπορούσαν πιστοί άνδρες να γράψουν: «Ο νόμος σου είναι εν τω μέσω της καρδίας μου», και «Εν τη καρδία μου εφύλαξα τα λόγια σου.»—Ψαλμ. 40:8· 119:11.
ΓΙΑΤΙ ΕΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ;
3. Πού βλέπει ο Ιεχωβά όταν μετρά έναν άνθρωπο;
3 Όταν ο Ιεχωβά μετρά έναν άνθρωπο, η μέτρησις δεν βασίζεται σε επιφανειακές ενδείξεις· αυτός εξετάζει βαθιά, ως την ίδια την καρδιά του ζητήματος: «Ο άνθρωπος βλέπει το φαινόμενον», ο δε Ιεχωβά βλέπει την καρδίαν.» Αυτός δεν απατάται από εξωτερικά φαινόμενα: «Γνώρισον τον Θεόν του πατρός σου, και δούλευε αυτόν εν καρδία τελεία και εν ψυχή θελούση· διότι ο Ιεχωβά εξετάζει πάσας τας καρδίας, και εξεύρει πάντας τους λογισμούς των διανοιών.» Η κρίσις του Ιεχωβά δεν επηρεάζεται από ένα ωραίο πρόσωπο ή από ένα χαριτωμένο σώμα ή από μια χτυπητή περιβολή, αλλά καθορίζεται από τον εσωτερικό άνθρωπο, που είναι κρυμμένος κάτω από την επιφάνεια: «Των οποίων ο στολισμός ας ήναι ουχί ο εξωτερικός, ο του πλέγματος των τριχών και της περιθέσεως των χρυσίων, ή της ενδύσεως των ιματίων, αλλ’ ο κρυπτός άνθρωπος της καρδίας κεκοσμημένος με την αφθαρσίαν του πράου και ησυχίου πνεύματος, το οποίον ενώπιον του Θεού είναι πολύτιμον.»—1 Σαμ. 16:7· 1 Χρον. 28:9· 1 Πέτρ. 3:3, 4.
4. Τι συμβολίζει η καρδιά;
4 Τι συμβολίζει η καρδιά; Η Εβραϊκή λέξις που μεταφράζεται «καρδία» συχνά χρησιμοποιείται μεταφορικώς για να υποδηλώση την έδρα της στοργής και των ελατηρίων, της συνειδήσεως και της ηθικής διαγωγής. Η Γραφή αναφέρει για πλοία ότι βρίσκονται στην καρδιά της θαλάσσης και για τον Ιωνά ότι ερρίφθη «εις την καρδίαν της θαλάσσης», που εννοεί στο μέσον της θαλάσσης, και μ’ αυτή την έννοια η λέξις αναφέρεται στο μέσον του εαυτού μας ή σ’ εκείνο που πραγματικά είμεθα μέσα μας, στον εσωτερικό άνθρωπο. Αυτός είναι ο πραγματικός άνθρωπος: «Καθώς φρονεί εν τη καρδία αυτού, τοιούτος είναι.»—Παροιμ. 23:7, 34· 30:19, Μετ. Βασ. Ιακ.· Ιωνάς 2:4.
5. Πώς μπορεί μερικοί να ασκούν απάτη, αλλά τι θα εκδηλωθή τελικά, και γιατί;
5 Τα εξωτερικά φαινόμενα μπορεί να είναι απατηλά εξαιτίας λόγων που προφέρονται για να κάμουν εντύπωσι ή πράξεων που εκτελούνται για επίδειξι, όπως στην περίπτωσι μερικών υποκριτών θρησκευομένων. Στους Φαρισαίους ο Ιησούς εφήρμοσε τους λόγους του Ιεχωβά μέσω του Ησαΐα: «Ο λαός ούτος με πλησιάζει με το στόμα αυτών, και με τα χείλη με τιμά· η δε καρδία αυτών μακράν απέχει απ’ εμού.» Επίσης, ο Ιησούς είπε σ’ αυτούς: «Πράττουσι δε πάντα τα έργα αυτών, δια να βλέπωνται υπό των ανθρώπων.» (Ματθ. 15:8· 23:5) Αλλά η αληθινή κατάστασις της καρδιάς δεν μπορεί ν’ αποκρύπτεται για πάντα με λόγους και πράξεις που έχουν προσεκτικά υπολογισθή, διότι από το περίσσευμα της καρδιάς μιλείτε και ενεργείτε τελικά: «Ή κάμετε το δένδρον καλόν, και τον καρπόν αυτού καλόν ή κάμετε το δένδρον σαπρόν, και τον καρπόν αυτού σαπρόν· διότι εκ του καρπού γνωρίζεται το δένδρον. Γεννήματα εχιδνών, πώς δύνασθε να λαλήτε καλά, όντες πονηροί; διότι εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί το στόμα. Ο καλός άνθρωπος εκ του καλού θησαυρού της καρδίας εκβάλλει τα καλά· και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού εκβάλλει τα πονηρά.» Αν η καρδιά είναι πονηρή, θα ωθήση ή υποκινήση τον κάτοχό της να πράξη πονηρά: «Εκ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι.»—Ματθ. 12:33-35· 15:19.
6. Πώς ο Ιεχωβά εκθέτει γυμνή την κατάστασι της καρδιάς;
6 Μερικές φορές οι ενδόμυχες σκέψεις και αισθήματα δεν εκτίθενται ώσπου να φερθούν στο φανερό από μια δοκιμαστική βάσανο. Ο Ιεχωβά εδοκίμασε τον Ισραήλ για να εκθέση γυμνή την καρδιά του: «Σε ωδήγησεν Ιεχωβά ο Θεός σου τα τεσσαράκοντα ταύτα έτη εν τη ερήμω, δια να σε ταπεινώση, να σε δοκιμάση, δια να γνωρίση τα εν τη καρδία σου, εάν θέλης φυλάξει τας εντολάς αυτού, ή ουχί.» Έπειτα από αιώνες είπε στον λαό του: «Σε εδοκίμασα εν τω χωνευτηρίω της θλίψεως.» Οι επιδοκιμασμένοι Χριστιανοί δοκιμάζονται όμοια: «Αν και τώρα ολίγον, (εάν χρειασθή,) λυπηθήτε εν διαφόροις πειρασμοίς, ίνα η δοκιμή της πίστεώς σας πολύ τιμιωτέρα ούσα παρά το χρυσίον το φθειρόμενον, δια πυρός δε δοκιμαζόμενον, ευρεθή εις έπαινον και τιμήν και δόξαν, όταν φανερωθή ο Ιησούς Χριστός.» (Δευτ. 8:2, ΜΝΚ· Ησ. 48:10, ΑΣΜ· 1 Πέτρ. 1:6, 7) Ο στόχος αυτών των δοκιμασιών είναι η καρδιά, για να φανερωθή αν τα ελατήρια της υπηρεσίας μας προς τον Ιεχωβά είναι καθαρά, για να μετρηθή το βάθος της αφοσιώσεως και της αγάπης, για ν’ αποκαλυφθή αν η ακεραιότης του ατόμου έχη ένα εύθραυστο σημείο: «Το χωνευτήριον δοκιμάζει τον άργυρον, και η κάμινος τον χρυσόν, ο δε Ιεχωβά τας καρδίας.»—Παροιμ. 17:3, ΑΣ.
7. Ποια αλήθεια για την κατά γράμμα καρδιά αποκαλύπτεται στις Παροιμίες 4:23;
7 Ο ζωτικός ρόλος της καρδιάς εκτίθεται εμφατικά στις Παροιμίες 4:23 (ΑΣΜ): «Φύλαττε την καρδίαν σου με πάσαν επαγρύπνησιν· διότι εξ αυτής ρέουν αι πηγαί της ζωής.» Η ζωή είναι στο αίμα, και από την πάλλουσα καρδιά το αίμα εξορμά σαν καθαρές πηγές για να ρεύση σε όλα τα μέρη του σώματος, φέροντας οξυγόνο και τροφή στα κύτταρα και απομακρύνοντας απ’ αυτά ό,τι είναι άχρηστο. Επομένως, η κατά γράμμα καρδιά πρέπει να φυλάττεται υγιής όσο τούτο είναι δυνατόν για να διατηρή σε ροή τις πηγές της ζωής. Όχι μόνο στη φυσική μας κατάστασι, αλλά και στη διανοητική και αισθηματική μας κατάστασι πρέπει να επαγρυπνούμε προσεκτικά, διότι και αυτή έχει την επίδρασί της στη λειτουργία της καρδιάς. Μολονότι η ιατρική επιστήμη δεν είχε σαφή γνώσι της κυκλοφορίας του αίματος ως τον καιρό της επιδείξεως της από τον Δρα Χάρβεϋ, η οποία έπειτα από έτη ακολουθήθηκε από το βιβλίο του που εξεδόθη το 1628 μ.Χ., ο συγγραφεύς της Βιβλικής αυτής παροιμίας εγνώριζε γι’ αυτήν χίλια χρόνια προ Χριστού και έδωσε νουθεσία να φυλάττεται η καρδιά με αγρυπνία έτσι ώστε να τηρή το αίμα, με τη ζωή μέσα του, σε κυκλοφορία.
8. Γιατί πρέπει να φυλάττεται η συμβολική καρδιά, όπως διδάσκει το Παροιμίαι 4:23;
8 Αλλ’ ο Βιβλικός αυτός συγγραφεύς χρησιμοποιούσε την κατά γράμμα καρδιά μόνο ως εξεικόνισι για να τονίση την ανάγκη να φυλάττεται άγρυπνα η συμβολική καρδιά, ώστε ν’ αντλή για μας τα ορθά πράγματα. Αν γεμίζωμε τη διάνοιά μας με τον νόμον του Ιεχωβά και κρατούμε τα παραγγέλματά του στη μνήμη μας, κατόπιν αν προσηλώνωμε τις επιθυμίες μας και την αγάπη μας σ’ αυτόν και στις υποσχεμένες ευλογίες του έτσι ώστε οι λόγοι μας και οι πράξεις μας να πηγάζουν από αγνά ελατήρια μέσα μας, τότε η συμβολική μας καρδιά θα έχη πνευματική υγεία και θα εργάζεται για την παντοτινή μας ζωή. Θα αντλή για μας πνευματική τροφή και θα μας υποκινή να μιλούμε και να ενεργούμε σύμφωνα με το θέλημα του Ιεχωβά, πράγμα που θα είναι σαν πηγές ζωής που θα μας κάνουν να διαμένωμε για πάντα στον νέο κόσμο του Ιεχωβά. Ποτέ με υποκρισία, αλλ’ από την καρδιά μας θα σκεπτώμεθα και θα μιλούμε και θα εργαζώμεθα και θα ζούμε με τον τρόπο που επιδοκιμάζει ο Ιεχωβά. Πρέπει, λοιπόν, να είμεθα άγρυπνοι να τηρούμε την καρδιά μας δεκτική του νόμου του Ιεχωβά, για να ενεργούμε από την καρδιά μας μ’ έναν τρόπο που θα σημαίνη ζωή για μας.
Ο ΝΟΜΟΣ ΕΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΥΠΕΡΕΧΕΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΕΠΑΝΩ ΣΕ ΛΙΘΟΥΣ
9. Πώς κατέδειξαν τα σύγχρονα έθνη ότι αναγνωρίζουν, ότι ο νόμος του Ιεχωβά που ήταν γραμμένος επάνω σε λίθους ήταν καλός;
9 Ο νόμος του Ιεχωβά ο γραμμένος επάνω σε λίθινες πλάκες ήταν καλός, τόσο καλός ώστε έγινε το θεμέλιο των νόμων των συγχρόνων εθνών. Το βιβλίο του Κλαρκ Ο Βιβλικός Νόμος λέγει στη σελίδα 22: «Αν και ο νόμος του Μωυσέως διεκηρύχθη σ’ έναν ιδιαίτερο λαό, μέγα μέρος απ’ αυτόν έγινε παγκόσμιος νόμος για το ανθρώπινο γένος.» Στο Κεφάλαιο 411 το ίδιο βιβλίο παραθέτει τα ακόλουθα από τη δικαστική απόφασι Μουρ εναντίον Στρίκλαντ (1899): «Η ηθική των νομών μας είναι η ηθική της Μωσαϊκής ερμηνείας των Δέκα Εντολών, τροποποιημένη μόνο ως προς τον βαθμό ή το είδος της τιμωρίας που επιβάλλεται.» Αλλ’ όπως ακριβώς ο αρχαίος Ισραήλ δεν υπήκουε στον νόμο των λιθίνων πλακών, έτσι και τα έθνη σήμερα δεν συμμορφώνονται με όλους τους νόμους των κωδίκων των. Οι άνθρωποι, αν δεν γνωρίζουν τον νόμον, αν δεν τον ενθυμούνται, αν δεν συμφωνούν μ’ αυτόν και δεν έχουν ισχυρή ενδόμυχη επιθυμία να υπακούσουν σ’ αυτόν, θα τον παραβούν όταν μπορούν να το πράξουν αυτό χωρίς να συλληφθούν. Με άλλα λόγια, αν δεν έχουν τον νόμον στην καρδιά τους, θα τον παραβούν όταν το επιθυμούν και νομίζουν ότι μπορούν ν’ αποφύγουν τις ποινές του.
10. Ποια θεία παραγγέλματα θεωρείται ότι δεν μπορούν να επιβληθούν όπως δείχνει το βιβλίο Συνταγματικοί Περιορισμοί του Κούλεϋ;
10 Υπάρχουν μερικά παραγγέλματα του νόμου του Ιεχωβά που θεωρείται ότι δεν μπορούν να επιβληθούν, όπως: «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.» (Λευιτ. 19:18) Αυτή η μορφή και άλλες του αρχαίου νόμου του Θεού επανεξετέθησαν στη Χριστιανοσύνη· διηυρύνθησαν, πράγματι, έτσι ώστε η Χριστιανοσύνη περιέχει πολλές αρχές διαγωγής που οι άνθρωποι ονομάζουν ανεπίδεκτες επιβολής με γραπτό νόμο και θεωρούν ότι η παράβασίς των δεν μπορεί να τιμωρηθή με ποινές προδιαγραφόμενες από τον νόμο. Έτσι, το βιβλίο Συνταγματικοί Περιορισμοί του Κούλεϋ λέγει στις σελίδες 975, 976: «Λέγεται συχνά ότι η Χριστιανοσύνη αποτελεί μέρος του νόμου της χώρας. Από μια ωρισμένη άποψι και για ωρισμένους σκοπούς αυτό είναι αληθινό. . . . Μερικά από τα παραγγέλματα εκείνα, αν και μπορούμε να παραδεχθούμε τη συνεχή και παγκόσμια δεσμευτική τους δύναμι, πρέπει ωστόσο ν’ αναγνωρίσωμε ότι δεν μπορούν να επιβληθούν με ανθρωπίνους νόμους. Εκείνος ο κανών ηθικής, που απαιτεί ν’ αγαπά κανείς τον πλησίον του σαν τον εαυτό του, πρέπει να παραδεχθούμε ότι είναι πολύ υψηλός ώστε να γίνη δεκτός από ανθρώπινα δικαστήρια ως το κατάλληλο κριτήριο, με το οποίο να κρίνουν τη διαγωγή των πολιτών και δύσκολα θα μπορούσε κάνεις να θεωρηθή υπεύθυνος απέναντι του ποινικού νόμου αν υστέρησε κάπως από τον Καλόν Σαμαρείτην σε καλωσύνη καρδιάς και αυθόρμητη φιλανθρωπία. Τα παραγγέλματα της Χριστιανοσύνης, επί πλέον, επηρεάζουν την καρδιά και απευθύνονται στη συνείδησι: ενώ οι νόμοι του Κράτους μπορούν ν’ αφορούν την εξωτερική διαγωγή μόνο.»
11. Τι δείχνει ότι είναι ανώτερο να έχετε τον νόμο στην καρδιά σας μάλλον παρά απλώς γραμμένον σε νομοθετικά βιβλία;
11 Τούτο είναι αναγνώρισις ότι πολλές ζωτικές αρχές και υψηλοί ηθικοί κανόνες πρέπει να είναι γραμμένοι, όχι σε νομοθετικά βιβλία, αλλά στις καρδιές των ανθρώπων, αν πρόκειται ν’ ακολουθηθούν. Αλλιώς, δεν μπορούν να επιβληθούν. Μπορείτε να πήτε σ’ έναν άνθρωπο ν’ αγαπά τον πλησίον του, αλλά πώς μπορείτε να τον κάμετε να τον αγαπά; Μπορείτε να τον αναγκάσετε να ενεργή κατά έναν ωρισμένο τρόπο προς τον πλησίον του, αλλά δεν μπορείτε να τον κάμετε ν’ αγαπά τον πλησίον του. Αυτό το αίσθημα πρέπει να προέλθη απ’ την καρδιά του, και κατόπιν, από μια καρδιά που αγαπά, θα ενεργήση με διακριτικότητα και ανιδιοτέλεια προς τον πλησίον του. Και αν ο νόμος τής προς τον πλησίον αγάπης είναι στην καρδιά του, θα είναι περιττοί οι γραπτοί νόμοι που απαιτούν και απαγορεύουν ειδικές ενέργειες. Η υπακοή στο λεγόμενο ανεπίδεκτον επιβολής πρέπει να προέλθη από την καρδιά, και αυτό είναι το αληθινό κριτήριο της ηθικής. Το Τάιμς Μαγκαζίν της Νέας Υόρκης, 3 Ιουλίου 1955, εδημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Το Κριτήριο: Υπακοή στο Ανεπίδεκτον Επιβολής,» και έλεγε σ’ αυτό: «Όταν αντιμετωπίζωμε ένα κακό εμείς οι Αμερικανοί, τείνομε να πούμε, ‘Έπρεπε να υπάρχη ένας νόμος.’ Αλλά πολύ από το κακό του κόσμου είναι πέρα από τη δυνατότητα του νόμου. Ο νόμος δεν μπορεί να εμποδίση τη σπερμολογία. Δεν μπορεί να αναχαιτίση έναν άνθρωπο από φιλαργυρία ή λαιμαργία, ή από το να προδώση ένα φίλο. . . . Οι θερμές ανθρώπινες σχέσεις δεν προκύπτουν από . . . νόμους που διέπουν την κοσμιότητα και τους καλούς τρόπους λεπτομερώς. Μπορούν να προέλθουν μόνο από τη δημιουργία υπακοής στο ανεπίδεκτον επιβολής.»
12. Γιατί είναι απαραίτητο κάτι περισσότερο από μια διανοητική συμφωνία με τον νόμο, και τι χρειάζεται για πρόοδο προς την ορθή κατεύθυνσι;
12 Με τη διάνοια μπορούμε να γνωρίζωμε τι είναι ορθόν και να έχωμε καλές προθέσεις να το πράξωμε, αλλ’ αν οι επιθυμίες της καρδιάς μας θέλουν να ενεργήσωμε αλλιώς, είναι πιθανόν ότι θα ενεργήσωμε. Μπορεί να εξαναγκάζωμε τον εαυτό μας να πράττη το ορθόν και κάποτε η καρδιά θα συμφωνή, αλλ’ αν δεν συμφωνή, στη διελκυστίνδα μεταξύ καρδιάς και διανοίας που ακολουθεί, η καρδιά τελικά θα νικήση και η διάνοια θα υποδουλωθή στο να αναζητή δικαιολογίες επειδή έλαβε την πορεία που υπαγόρευσε η καρδιά. Μας αρέσει να σκεπτώμεθα ότι ακολουθούμε τη λογική, ακόμη και όταν η συγκίνησις μας σέρνη γύρω δεμένους από το λαιμό. Η λογίκευσις παρατάσσει τα γεγονότα, αλλ’ η συγκίνησις συνήθως κάνει την εκλογή. Αν η καρδιά μας διεγείρεται κατάλληλα από τα γεγονότα, τότε η λογίκευσις και η συγκίνησις συμβαδίζουν προς την ορθή κατεύθυνσι. Για διαρκή, λοιπόν, υπακοή στις αρχές που δεν μπορούν να επιβληθούν με γραπτούς νόμους, πρέπει, και να γνωρίζωμε εκείνο που είναι ορθόν, και να θέλωμε να πράττωμε εκείνο που είναι ορθόν. Ακόμη και τότε μπορεί να αποτυγχάνωμε από καιρό σε καιρό, καθώς η ‘πεπτωκυΐα σαρξ’ μάς κάνει ενίοτε να πράττωμε εκείνο που δεν θέλομε να πράξωμε, αλλ’ αυτές οι κατά διαλείμματα αποτυχίες θα είναι οι εξαιρέσεις μάλλον παρά εκείνο που πράττομε συνήθως και θα γίνωνται ολιγώτερο συχνές καθώς το καλό θα γίνεται συνήθειά μας ολοένα περισσότερο. Αλλά ο μόνος τρόπος να προοδεύσωμε σ’ αυτή την ορθή κατεύθυνσι είναι να εγγραφή ο νόμος του Θεού ολοένα βαθύτερα στην καρδιά μας.
13, 14. (α) Πώς ο νόμος του Ιεχωβά γραμμένος επάνω στην καρδιά μας μας προστατεύει από υποκρισία, αμαρτία και αποστασία; (β) Γιατί μια καλή καρδιά είναι πιο ζωτική από έναν λαμπρόν εγκέφαλο;
13 Ο Χριστός συνώψισε τον νόμον του Ιεχωβά ως εξής: «Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου,» και, «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτον.» (Μάρκ. 12:30, 31, ΜΝΚ) Αν βάλωμε την αγάπη για τον Ιεχωβά και την αγάπη για τον πλησίον μέσα στην καρδιά μας, την έδρα του ελατηρίου και της στοργής, τότε από αυτή την καρδιά θα λέμε και θα πράττωμε ό,τι αρέσει στον Ιεχωβά. Αλλ’ αν δεν έχωμε αγάπη στην καρδιά μας, τα ορθά λόγια και έργα θα είναι απαράδεκτα, θα είμεθα υποκριτικοί και δίγνωμοι. (Ψαλμ. 12:2· Ρωμ. 13:8-10· 1 Κορ. 13:1-3· 2 Κορ. 9:7) Αλλ’ αν ο νόμος αγάπης του Ιεχωβά είναι γραμμένος στην καρδιά μας, αποτελεί μέρος του εαυτού μας, μέρος της προσωπικότητός μας, αναπόσπαστο μέρος της έδρας του ελατηρίου μας και επομένως θα είναι η πηγή των ελατηρίων μας και εκείνο που πάντοτε θα μας υποκινή να ενεργούμε κατάλληλα.
14 «Ο νόμος του Θεού αυτού είναι εν τη καρδία αυτού· τα διαβήματα αυτού δεν θέλουσιν ολισθήσει.» Βήματα που διευθύνονται από καρδιά στην οποίαν είναι εγγεγραμμένος ο νόμος του Ιεχωβά, έχουν τεθή προσεκτικά, βέβαια και σταθερά επάνω σε στερεή βάσι και δεν θα υπάρξη ολίσθησις ή αποστασία, δεν θα υπάρξη πτώσις από την οδόν της ακεραιότητος. Αυτός ο κόσμος όζει από αμαρτία επειδή έχει τον λόγον του Θεού μόνο σ’ ένα βιβλίο, όχι στην καρδιά του: «Εν τη καρδία μου εφύλαξα τα λόγια σου, δια να μη αμαρτάνω εις σε.» (Ψαλμ. 37:31· 119:11) Μια καρδιά, λοιπόν, γεμάτη από τον νόμον του Ιεχωβά είναι προστασία από αμαρτία και αποστασία. Αυτός ο κόσμος τονίζει τη διανοητική λαμπρότητα, αλλ’ ο Ιεχωβά βλέπει την καρδιά. Τι καλό αποτελεί η σοφία του κόσμου, όταν αυτός υποκινήται από πονηρή καρδιά για να την χρησιμοποίηση κακώς και να την καταστήση μωρία ενώπιον του Ιεχωβά; Δεν είναι καλύτερα να έχη κανείς μια μέση διάνοια κατευθυνόμενη σε ορθές χρήσεις από μια καλή καρδιά παρά να έχη μια λαμπρή διάνοια που κατευθύνεται κακώς προς επιβλαβείς οδούς από μια κακή καρδιά; Δεν παραδέχονται άλλωστε οι ηγέται του κόσμου ακόμη και τώρα ότι η ηθική του κόσμου μάλλον παρά ο εγκέφαλός του κράζει για βελτίωσι; Αλλά το πονηρό αυτό σύστημα αρνείται την αλλαγή καρδιάς που χρειάζεται για να επιζήση από τον πόλεμο του Ιεχωβά, τον Αρμαγεδδώνα, αν και πολλά άτομα το εγκαταλείπουν για ν’ αποκτήσουν την αλλαγή καρδιάς που απαιτείται για διαφύλαξι, δηλαδή, την εξάλειψι των εσφαλμένων παραγγελμάτων από τη συμβολική καρδιά και την αναγραφή του νόμου του Ιεχωβά εκεί στη θέσι των. Πώς γίνεται αυτό; Διαβάστε, παρακαλούμε, το επόμενο άρθρο για να έχετε την απάντησι.