Ποτέ μη Συμβιβάζεσθε στις Χριστιανικές Αρχές
«Όστις λοιπόν θέληση να ήναι φίλος του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται.»—Ιάκ. 4:4.
1. Τι είναι οι αρχές;
ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ Χριστιανοί κυβερνώνται από αρχές. Αρχή είναι μια θεμελιώδης αλήθεια. Αφού αλήθεια είναι εκείνο που συμφωνεί με την πραγματική κατάστασι των πραγμάτων, οι αρχές κατ’ ουσίαν είναι δηλώσεις βασικών γεγονότων. Η Αγία Γραφή περιέχει χιλιάδες από αυτές τις αρχές, που εκτίθενται ρητώς όπως στο παραπάνω εδάφιο. Άλλες βρίσκονται ή εξάγονται από το βιβλίο της φύσεως, όπως έγραψε ο Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή 1:20: «Τα αόρατα αυτού [του Θεού] βλέπονται φανερώς από κτίσεως κόσμου νοούμενα δια των ποιημάτων.»
2, 3. Ποια είναι μερικά παραδείγματα αρχών, και πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη λογίκευσί μας;
2 Μερικά παραδείγματτα αρχών θα χρησιμεύσουν για να καταδειχθή το μέρος που παίζουν οι αρχές στην κατανόησι και στη λογίκευσί μας. Ιδού μερικά: Ο Ιεχωβά είναι ο Ύψιστος υπεράνω όλης της γης. Δεν υπάρχει Θεός εκτός του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά υπάρχει από αιώνος και έως του αιώνος. Ο Ιησούς είναι η αρχή της κτίσεως του Θεού. Ο Θεός είναι η κεφαλή του Χριστού. Ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος από τον Χριστό. Ο Υιός είναι υποκείμενος στον Θεό. Ο Θεός ήγειρε τον Χριστόν από τους νεκρούς. Ο Θεός έδωσε στον Χριστό υψηλότερη θέσι από εκείνη που είχε προηγουμένως. Το άγιο πνεύμα δεν είναι πρόσωπο. Οι άνθρωποι μπορούν να πληρωθούν με άγιο πνεύμα.—Ψαλμ. 83:18· Ησ. 44:6· Ψαλμ. 90:2· Κολ. 1:15· 1 Κορ. 11:3· Ιωάν. 14:28· 1 Κορ. 15:28· Πράξ. 13:30· 2:32, 33· 2:4, 17.
3 Πώς θα μπορούσαν οι αρχές αυτές να τεθούν σε χρήσι; Θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως οικοδομικό υλικό συγκεντρωμένο σύμφωνα με το αρχιτεκτονικό σχέδιο για τη διαμόρφωσι ενός σπιτιού. Οι ιδιαίτερες αυτές αρχές αληθείας, συγκεντρωμένες σύμφωνα με το θείο πρότυπο, αποτελούν Βιβλικές διδασκαλίες αληθείας. Ένα σημείο που αμέσως γίνεται φανερό είναι τούτο: ότι είναι αδύνατον ο Ιεχωβά Θεός, ο Χριστός Ιησούς και το άγιο πνεύμα ν’ αποτελούν έναν ‘ίσον, συναιώνιον θεόν’, όπως λέγουν οι τριαδισταί. Ο Ιεχωβά είναι πιο ισχυρός από τον Χριστόν Ιησούν· συνεπώς δεν είναι ίσοι. Ο Ιεχωβά είναι αιώνιος, αλλ’ ο Ιησούς εδημιουργήθη από τον Θεό· επομένως δεν είναι ίσοι και ο Ιησούς δεν είναι ο Αιώνιος. Και το άγιο πνεύμα είναι η δύναμις του Θεού, όχι πρόσωπο. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να γεμίσουν μ’ ένα πρόσωπο, αλλά μπορούν να γεμίσουν με μια ενεργό δύναμι ή άγιο πνεύμα. Ο κλήρος αρνείται να λογικευθή επάνω σ’ αυτές τις Γραφικές αρχές, αλλά επιμένει ότι η διδασκαλία της τριάδος είναι μυστήριον. Πράγματι οι κληρικοί είναι όργανα του Σατανά, επειδή ο Σατανάς προσπαθεί να δείξη ότι ο Θεός δεν είναι υπέρτατος· ο δε κλήρος, διδάσκοντας το δόγμα της τριάδος, προσπαθεί να βάλη τον Παντοδύναμον Θεόν Ιεχωβά σε θέσι όπου άλλοι είναι ίσοι μ’ Αυτόν. Αυτό είναι αδύνατον σύμφωνα με τις Γραφικές αρχές και τα γεγονότα. Με το να λογικεύεσθε, λοιπόν, επάνω σ’ αυτές τις αρχές, γίνεσθε ικανοί να δήτε καθαρά ότι η τριαδική διδασκαλία του «Χριστιανικού κόσμου» είναι ψευδής. Και, φυσικά, η λέξις «τριάς» δεν απαντάται στην Αγία Γραφή.
4, 5. Ποια είναι η σχέσις των νόμων και των αρχών του Ιεχωβά;
4 Οι θεοκρατικοί νόμοι του Ιεχωβά βασίζονται σε αρχές αληθείας. Παραδείγματος χάριν, ο θείος νόμος που ισχύει ακόμη ως την ημέρα αυτή, απαγορεύει τον φόνο. Βασίζεται στη σαφή αρχή ή στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Επομένως, όπως ακριβώς οι αληθινές αρχές χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωσι όλων των πολλών Βιβλικών διδασκαλιών, έτσι οι αληθινές αρχές βρίσκονται πίσω από όλους τους νόμους του Θεού.
5 Πραγματικά ο καθένας από τις εκατοντάδες των νόμων που αποτελούν τη διαθήκη του νόμου όπως εδόθη στον Μωυσή, βασίζεται σε μια ή περισσότερες αρχές αληθείας. Πλήθος δικαίων αρχών ήλθε υπό την προσοχή του ανθρώπου για πρώτη φορά όταν, ως αποκάλυψις, η διαθήκη του νόμου εδόθη στους Ισραηλίτας. Όταν, λοιπόν, ο Θεός ετερμάτισε τη νομική δεσμευτική ισχύν της διαθήκης του νόμου κατά τον θάνατο του Ιησού, δεν κατέστρεψε τις αιώνιες αρχές αληθείας, στις οποίες επεστήθη η προσοχή του ανθρώπου μέσω αυτής. Αυτές οι αρχές αληθείας που βρίσκονται στον Νόμο, και οι οποίες ακόμη διαφυλάττονται για μας στη Βίβλο, εξακολουθούν να οδηγούν τους Χριστιανούς στο δρόμο της δικαιοσύνης.—Κολ. 2:14.
6. Γιατί ήταν ευκολώτερο να ζη κανείς στον καιρό του Μωυσέως παρά κάτω από την εκπαίδευσι του Χριστού;
6 Το να ζη κανείς με τους κανόνες που εξέθεσε ο Μωυσής δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο το να μάθη να ζη με τις αρχές του Χριστού. Είναι πολύ ευκολώτερο να συμμορφώσωμε τη διαγωγή προς έναν κανόνα παρά να κάμωμε μια αρχή να οδηγή ολόκληρη τη ζωή. Ο Μωυσής καθώρισε κανόνες· ο Χριστός ενετύπωσε αρχές. Οι κανόνες είναι για παιδιά· οι αρχές για άνδρες και γυναίκες ώριμους στη Χριστιανική ανάπτυξι.
7. Κυβερνώνται εντελώς οι Χριστιανοί από αρχές, ή υπάρχουν νόμοι, στους οποίους πρέπει να υπακούουν;
7 Αν και ο Χριστός ενετύπωσε αρχές, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν νόμοι που κυβερνούν τη δράσι των Χριστιανών. Οι νόμοι είναι κανόνες ενεργείας που υπαγορεύονται από τον ανώτερον για τη διαγωγή του κατωτέρου, και συνεπώς οι Χριστιανοί είναι υποχρεωμένοι να υπακούουν στους νόμους του Θεού. Παραδείγματα νόμων που εδόθησαν στους Χριστιανούς είναι: απαγόρευσις βρώσεως αίματος, αποχή από πορνεία, το να φυλασσώμεθα από τη λατρεία ειδώλων, το να μην εγκαταλείπωμε το να συνερχώμεθα στις συναθροίσεις, το να μη διαπράττωμε φόνον, και ούτω καθεξής. Και δεν πρέπει να λησμονούμε τους δύο μεγάλους νόμους ή εντολές που ο Ιησούς επανέλαβε για μας: «“Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου.” Αύτη είναι πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτής, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.» Οι νόμοι αυτοί βασίζονται σε αρχές αληθείας. Εκτίθενται για να οδηγήσουν τους Χριστιανούς σε ωριμότητα.—Πράξ. 15:20· Εβρ. 10:25· Ρωμ. 13:9· Ματθ. 22:37, ΜΝΚ.
8, 9. (α) Πώς ο Χριστιανός κυβερνάται από αρχές; (β) Τι σημαίνει να κυβερνώμεθα από το πάθος;
8 Αλλά για τον Χριστιανό, η συμβουλή και οι οδηγίες που δίδονται είναι συχνά γενικές, εκθέτοντας την αρχή που πρέπει ν’ ακολουθηθή και αφήνοντας κάθε άτομο ελεύθερον ηθικόν παράγοντα να εκλέξη ν’ ακολουθήση ή τις πιστές αρχές που εκτίθενται ή την ιδιοτελή του επιθυμία. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός επιτρέπει σε κάθε άτομο ν’ αποδείξη πόσην αγάπη και εμπιστοσύνη έχει σ’ αυτόν και πόσο πρόθυμο είναι να πράξη το θείο θέλημα.
9 Υπάρχουν δύο δυνάμεις που ενεργούν σε όλα τα άτομα. Η μία είναι το πάθος, που υποκινείται από την επιρροή άλλων επάνω στο άτομο που επηρεάζεται, και η δεύτερη είναι αρχή ή νόμος, δηλαδή, ο νόμος ή κανών ενεργείας του Θεού, που ορίζει το δρόμο ο οποίος είναι ορθός και κατάλληλος. Εκείνοι που είναι αφωσιωμένοι στον Ιεχωβά κυβερνώνται από τον νόμο του και ακολουθούν τις εντολές του που βασίζονται σε αρχές αληθείας. Το να κυβερνώμεθα, λοιπόν, από αρχές σημαίνει να ενεργούμε με βάσι τη γνώσι των γεγονότων σύμφωνα με τη λογική και τη συνείδησι. Το να κυβερνώμεθα από πάθος σημαίνει να ενεργούμε λόγω εξωτερικής επιρροής, ν’ αφήνωμε να υπαγορεύουν οι προσωπικές βλέψεις, όπως ο πλούτος, η φήμη, η δύναμις, η ασφάλεια, ή η ευχαρίστησις των αισθήσεων ή των ενστίκτων.
10. Πώς έδειξε ο Παύλος την αντίθεσι μεταξύ εκείνων που ακολουθούν το πάθος και εκείνων που οδηγούνται από αρχές;
10 Σ’ αυτό το σύστημα υπό τον Σατανά, το πάθος οδηγεί τις διάνοιες των περισσοτέρων ανθρώπων στην εκτίμησι των πραγμάτων. Γίνεται ολοένα περισσότερο φανερό ότι οι λάγνες επιθυμίες της περιπαθούς σαρκός παρατηρούνται με εύνοια από τον κόσμο, ενώ εκείνοι που οδηγούνται από τις αρχές του λόγου του Θεού χλευάζονται και ονειδίζονται από τους περισσοτέρους ανθρώπους σήμερα. Στην προς Γαλάτας επιστολή 5:19-24 ο Παύλος έδειξε την αντίθεσι μεταξύ εκείνων που ακολουθούν το πάθος και εκείνων που ακολουθούν τις δίκαιες αρχές του Θεού, και μπορούμε να σημειώσωμε πώς, σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες, γρήγορα αυξάνει η δημοτικότης των πραγμάτων εκείνων που εμπνέονται από πάθος: «Φανερά δε είναι τα έργα της σαρκός· τα οποία είναι μοιχεία, πορνεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρία, φαρμακεία, έχθραι, έριδες, ζηλοτυπίαι, θυμοί, μάχαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κώμοι, και τα όμοια τούτων· περί των οποίων σας προλέγω, καθώς και προείπον, ότι οι τα τοιαύτα πράττοντες βασιλείαν Θεού δεν θέλουσι κληρονομήσει. Ο δε καρπός του πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια· κατά των τοιούτων δεν υπάρχει νόμος. Όσοι δε είναι του Χριστού, εσταύρωσαν την σάρκα ομού με τα πάθη και τας επιθυμίας.»
11. (α) Ποιες είναι δύο εξέχουσες αρχές που βλέπομε στα λόγια του Παύλου; (β) Πώς έδειξε ο Πέτρος ότι η ορθή πορεία των Χριστιανών φέρνει αίνον στον Ιεχωβά;
11 Σημειώστε δύο αρχές που εκτίθενται εδώ: εκείνοι που πράττουν τα έργα της σαρκός δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού· εκείνοι που είναι Χριστιανοί δεν κάνουν αυτά τα έργα. Οι Χριστιανοί θέλουν να ζήσουν κάτω από τη διακυβέρνησι του Θεού· συνεπώς, πρέπει να εμμένουν στις δίκαιες αρχές. Γι’ αυτό ακριβώς ο Πέτρος με δύναμι νουθετεί στην 1 Πέτρου 2:11, 12: «Αγαπητοί, σας παρακαλώ ως ξένους και παρεπιδήμους, να απέχητε από των σαρκικών επιθυμιών, αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής· να έχητε καλήν την διαγωγήν σας μεταξύ των εθνών, ίνα, ενώ σας καταλαλούσιν ως κακοποιούς, εκ των καλών έργων, όταν ίδωσιν αυτά, δοξάσωσι τον Θεόν εν τη ημέρα της επισκέψεως.» Η ορθή πορεία που λαμβάνεται από τους Χριστιανούς, φέρνει αίνο στον Ιεχωβά στα μάτια των ανθρώπων καλής θελήσεως, αλλά όχι και στα μάτια του κόσμου. Σ’ αυτό το σύστημα πραγμάτων στοιχίζει κάτι το ν’ ακολουθή κανείς αρχές. Σημαίνει ν’ αγαπά την αλήθεια έστω και αν είναι αντιδημοτική. Σημαίνει να φοβήται τον Θεό, όχι άνθρωπο. Σημαίνει να μισή το άδικο κέρδος, όχι να το επιδιώκη. Αυτές είναι οι ιδιότητες που ζητεί ο Ιεχωβά σ’ εκείνους που θα τον υπηρετήσουν στον νέο κόσμο.—Έξοδ. 18:21· Παροιμ. 29:25.
ΑΡΧΕΣ—ΘΕΜΕΛΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΩΜΕ ΕΠΑΝΩ Σ’ ΑΥΤΟ
12. Τι περιέλαβε ο Παύλος στις βασικές αρχές της Χριστιανοσύνης;
12 Ο απόστολος Παύλος ειδικώς έγραψε στους Εβραίους για κάποιο θεμέλιο ή βασικές αρχές αληθείας, στις οποίες πρέπει να εμμένουν όλοι οι Χριστιανοί, λέγοντας: «Επειδή ενώ ως προς τον καιρόν έπρεπε να ήσθε διδάσκαλοι, πάλιν έχετε χρείαν του να σας διδάσκη τις τα αρχικά στοιχεία των λόγων του Θεού· και κατηντήσατε να έχητε χρείαν γάλακτος, και ουχί στερεάς τροφής. Διότι πας ο μετέχων γάλακτος, είναι άπειρος του λόγου της δικαιοσύνης· επειδή είναι νήπιος. Των τελείων [ωρίμων, ΜΝΚ] όμως είναι η στερεά τροφή, οίτινες δια την έξιν έχουσι τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εις το να διακρίνωσι το καλόν και το κακόν. Διά τούτο αφήσαντες την αρχικήν διδασκαλίαν του Χριστού, ας φερώμεθα προς την τελειότητα [ωριμότητα, ΜΝΚ], χωρίς να βάλλωμεν εκ νέου θεμέλιον μετανοίας από νεκρών έργων, και πίστεως εις Θεόν, της διδαχής των βαπτισμών, και της επιθέσεως των χειρών, και της αναστάσεως των νεκρών, και της κρίσεως της αιωνίου.»—Εβρ. 5:12-6:2.
13-15. (α) Τι εννοούσε ο Παύλος όταν έλεγε «αφήσαντες την αρχικήν διδασκαλίαν»; (β) Πώς θα μπορούσε αυτό να παραβληθή με τη χρήσι των θεμελιωδών στοιχείων των μαθηματικών;
13 Και τι εννοεί ο Παύλος όταν λέγη «αφήσαντες την αρχικήν διδασκαλίαν» της βασικής αληθείας; Λέγοντας «αφήσαντες» ασφαλώς δεν εννοεί ότι πρέπει να παύσωμε να πιστεύωμε ή να ασκούμε τη μετάνοια και την πίστι· ούτε εννοεί ότι πρέπει να παύσωμε να πιστεύωμε και να τελούμε το βάπτισμα. Εκείνο που δείχνει ο απόστολος είναι ότι δεν πρέπει να χρειάζεται να διδασκώμεθα όλα αυτά τα πράγματα κατ’ επανάληψιν. Δεν πρέπει να είμεθα ικανοποιημένοι με το να γνωρίζωμε μόνο τα θεμελιώδη ζητήματα. Ο Παύλος επέπληττε τους Εβραίους, στους οποίους απηυθύνετο, επειδή, ενώ ώφειλαν να είναι διδάσκαλοι, εχρειάζοντο κάποιον να τους διδάξη τα αρχικά στοιχεία κατ’ επανάληψιν. Έπρεπε να είχαν κατανοήσει όλα αυτά τα πράγματα και να μπορούν να τα διδάξουν· και ενώ θα εξακολουθούσαν να πιστεύουν σ’ αυτά, έπρεπε να προσθέτουν στη γνώσι που είχαν του λόγου και των σκοπών του Θεού· και όχι μόνο αυτό, αλλά έπρεπε και να θυμούνται ότι, για την πλήρη ανάπτυξί μας ως ακολούθων του Χριστού, δεν είναι μόνο αναγκαίες οι ορθές διδασκαλίες επάνω σ’ αυτά τα θέματα, αλλά επιπρόσθετα και η επίτευξις των σκοπουμένων αποτελεσμάτων, δηλαδή, το να γίνωμε πλήρως ανεπτυγμένοι Χριστιανοί ικανοί να λογικευώμεθα επάνω στον λόγον του Θεού και να τον κατανοούμε και να συμπεριφερώμεθα σύμφωνα με τις δίκαιες αρχές του. Αυτό εννοεί όταν λέγη «ας φερώμεθα προς την τελειότητα» ή ωριμότητα.
14 Αυτό θα μπορούσε να παραβληθή με τον τρόπο που ένα παιδί, όταν πηγαίνη στο σχολείο, μαθαίνει πρώτα τον πίνακα του πολλαπλασιασμού και πώς να προσθέτη, να αφαιρή και να διαιρή. Αυτά είναι τα θεμελιώδη στοιχεία των μαθηματικών· και όμως θα εθεωρούσαμε ένα παιδί είτε πολύ ηλίθιο είτε αμελές στα μαθήματά του αν παρέμενε αρκετά χρόνια μαθαίνοντας αυτά τα αρχικά στοιχεία· και θα ελέγαμε ότι οφείλει να αφήση τα αρχικά στοιχεία και να προχωρήση σε άλλα πράγματα· δεν θα εννοούσαμε δε με τούτο ότι πρέπει να λησμονήση αυτά τα αρχικά στοιχεία ή να τα θεωρήση ως κάτι που πρέπει να το αφήση πίσω για να μην το ξανασκεφθή ποτέ. Το παιδί πρέπει να τα θυμάται αυτά και να τα χρησιμοποιή και να προσθέτη σ’ αυτά τις γνώσεις των ανωτέρων κλάδων των μαθηματικών. Αν το παιδί επρόκειτο να γίνη μηχανικός, θα έπρεπε να προχωρήση στην κατανόησι και χρήσι ανωτέρων μαθηματικών. Και θα έπρεπε να μάθη και να οδηγήται από τις πρόσθετες αρχές ή στοιχεία των ανωτέρων μαθηματικών. Δεν θα μπορούσε να επιτύχη στη σταδιοδρομία του, αν αγνοούσε τα στοιχεία που έμαθε, επειδή, με εσφαλμένο υπολογισμό των βασικών αναγκών της κατασκευής, η οικοδομή, στην οποία θα ειργάζετο, θα κατέρρεε.
15 Ο Χριστιανός θα μπορούσε να λεχθή ότι βρίσκεται σε όμοια θέσι. Αυτός, σύμφωνα με τον Παύλο, οφείλει να χρησιμοποιή τις θεμελιώδεις αρχές του Χριστού ως μέσον προόδου στην πνευματική ωριμότητα. Πρέπει να μάθη τις προχωρημένες αρχές του Χριστού και να οδηγήται απ’ αυτές και πρέπει να μπορή να τις διδάσκη στους άλλους. Αν δεν τις κατενόησε ο ίδιος, δεν θα καθοδηγήται απ’ αυτές και αν δεν τις κατανοούσε, δεν θα μπορούσε να εκπαιδεύση άλλους μ’ αυτές. Η Χριστιανική διδασκαλία είναι και προφορική και δια του παραδείγματος· η πορεία της ζωής του ωρίμου Χριστιανού παρατηρείται από το μη ώριμο άτομο ως καλή για να την μιμηθή, και είναι καλή για μίμησι αν βασίζεται σε ορθές αρχές. Αυτή είναι μια άλλη αιτία, για την οποία ο ώριμος Χριστιανός πρέπει να κυβερνάται από αρχές.—Φιλιππησ. 3:17.
16. Ποιος κίνδυνος υπάρχει για κείνους που δεν προχωρούν πέρα από τα αρχικά στοιχεία;
16 Εξ άλλου, αν δεν προχωρήσωμε πέρα από τα αρχικά στοιχεία του Χριστού, αλλά σαν παιδιά συνδεώμεθα με τις θεμελιώδεις αλήθειες της μετανοίας, της πίστεως, του βαπτίσματος, της αποκυήσεως εκ του πνεύματος, της αναστάσεως, της κρίσεως των ψυχών και ούτω καθεξής, υπάρχει κίνδυνος. Ποιος είναι ο κίνδυνος; Μια υποτροπή στην αμαρτία. Πρέπει να έχωμε μια ισχυρή οικοδομή, καλά κτισμένη επάνω στις στερεές θεμελιώδεις αρχές της Χριστιανοσύνης, και να εξακολουθήσωμε να οικοδομούμε.—Ρωμ. 14:19· Ιούδ. 20.
17. Τι μπορεί να λεχθή για έναν που, αφού έμαθε τα αρχικά στοιχεία, παραλείπει να προβή στη Χριστιανική αφιέρωσι και στο βάπτισμα;
17 Πρέπει να σημειωθή ότι η μετάνοια, η πίστις και το βάπτισμα είναι θεμελιώδεις αλήθειες. Οι Γραφές μάς διατάσσουν να προχωρήσωμε πέρα απ’ αυτές και να φθάσωμε στην ωριμότητα. Για τούτο, οποιοδήποτε άτομο σήμερα συνταυτισμένο με την κοινωνία του Νέου Κόσμου, το οποίο για τον ένα ή τον άλλο λόγο παραλείπει να τελέση το Χριστιανικό βάπτισμα, χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως πολύ ανώριμον, ως άτομο που δεν κατανοεί πλήρως ούτε τα αρχικά στοιχεία του Χριστού. Μολονότι μπορεί να είναι πολλά χρόνια συνταυτισμένο με την κοινωνία του Νέου Κόσμου και να παρακολουθή τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις, όμως εξουσιάζεται ακόμη από το πάθος μάλλον και όχι από αρχές. Εκείνοι που προχωρούν πέρα από αυτές τις θεμελιώδεις αλήθειες, θα προοδεύσουν, με το όφελος του πνεύματος του Θεού, στην ώριμη πνευματική τροφή, αποκτώντας μια βαθιά κατανόησι του λόγου του Θεού. Το πνεύμα ή ενεργός δύναμις του Θεού έχει διευκρινιστικές δυνάμεις, και μ’ αυτό διερευνώνται τα βαθύτερα πράγματα του Θεού και αποκαλύπτονται στη νόησί μας.—1 Κορ. 2:9, 10.
18. Πώς ο λόγος του Θεού μάς βοηθεί να κυβερνώμεθα από αρχές;
18 Όλη αυτή η πνευματική διάκρισις βασίζεται στον λόγον του Θεού. Επομένως δεν υπάρχει υποκατάστατον για τη γνώσι του λόγου του Θεού. Όλοι μας έχομε ανάγκη να σκεπτώμεθα καθημερινά τον λόγον του Θεού, να θέσωμε πιο στερεά μέσα στη διάνοιά μας τις αρχές της αληθείας του Παντοδυνάμου Θεού Ιεχωβά. Όσο περισσότερες βασικές αρχές απορροφούμε, τόσο ωριμώτεροι γινόμεθα, τόσο σταθερώτεροι και ικανώτεροι ν’ αποφύγωμε την κατάρρευσι ή μια υποτροπή στην αμαρτία. Οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέται ετοίμασαν ένα Ταλμούδ για να το ακολουθούν οι Ιουδαίοι, εκθέτοντας έτσι κανόνες για κάθε τύπον διαγωγής, μην αφήνοντας σχεδόν καμμιά ευκαιρία για συλλογισμούς επάνω στον λόγον του Θεού, για λογική και για εκμάθησι των αρχών του Θεού. Ο Ιεχωβά δεν επρομήθευσε μια όμοια με Ταλμούδ σειρά κανόνων μέσω του Χριστού για τη Χριστιανική διαβίωσι. Εξέθεσε μερικούς βασικούς νόμους και κανόνες στη Γραφή, και έτσι έχομε μια αναγραφή των αρχών που πρέπει ν’ ακολουθούν οι Χριστιανοί. Είναι ανάγκη οι Χριστιανοί να εφαρμόζουν αυτές τις Χριστιανικές αρχές στην καθημερινή τους ζωή. Το να έχωμε μια σποραδική γνώσι μερικών γεγονότων που βρίσκονται στις Γραφές δεν είναι αρκετό.
ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ
19. Πώς επηρεάζει τις σχέσεις ενός Χριστιανού προς τον κόσμο το ότι ακολουθεί τις αρχές του Θεού;
19 Οι δίκαιες αρχές του λόγου του Θεού είναι πιο δύσκολες για τους ανθρώπους από ό,τι είναι η αποδοχή των Βιβλικών γεγονότων κοινής γνώσεως. Σήμερα οι μάρτυρες του Ιεχωβά βρίσκονται σ’ έναν κόσμο όπου πολλοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί και μιλούν σε υψηλό τόνο για τις αρχές που εκτίθενται στην Αγία Γραφή, αλλά είναι σπάνιο να βρεθούν άνθρωποι έξω από την κοινωνία του Νέου Κόσμου που να προσπαθούν σταθερά να ζήσουν σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες που εκτίθενται από τον Παντοδύναμο Θεό στον λόγο του. Επειδή ακριβώς οι μάρτυρες του Ιεχωβά ακολουθούν Χριστιανικές αρχές, θεωρούνται από την πλειονότητα εκείνων που ανήκουν στον κόσμο ως ιδιόρρυθμος λαός. Ο κόσμος είναι τόσο μακριά από τις αρχές του Ιεχωβά, ώστε οι μάρτυρες του Ιεχωβά γίνονται διαφορετικοί από όλους τους άλλους ανθρώπους του κόσμου τούτου, και θεωρούνται από μερικές κυβερνήσεις του κόσμου τούτου ως πείσμων λαός, λαός που δεν θα συμμορφωθή με τις απαιτήσεις των. Οι άρχοντες δεν κατανοούν τις αρχές που εκτίθενται στις Γραφές και που δείχνουν ότι ο Σατανάς είναι ο θεός του κόσμου τούτου και ότι οι Χριστιανοί δεν αποτελούν μέρος του κόσμου τούτου, όπως και ο Ιησούς Χριστός δεν αποτελούσε μέρος του κόσμου τούτου. (1 Κορ. 2:14) Ο κόσμος, μέσω των δικαστών του και των αρχόντων του, απαιτεί ν’ αποδώσουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά στον Καίσαρα, όχι μόνο τα όσα ανήκουν στον Καίσαρα, αλλά περισσότερα απ’ αυτά, ο δε κόσμος λησμονεί το υπόλοιπο της εντολής του Ιησού ν’ αποδοθούν στον Θεό τα όσα ανήκουν στον Θεό. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά πληρώνουν τους φόρους των, δέχονται εκπαίδευσι από το έθνος μέσω των σχολείων και υποστηρίζουν όλους τους νόμους της χώρας που συμφωνούν πλήρως με τις αληθινές και δίκαιες αρχές του Θεού· και οπουδήποτε ζουν, συμμορφώνονται με τους κανόνες και τους κανονισμούς του έθνους εκείνου. Ντύνονται όπως και οι άλλοι άνθρωποι και κατά μέγα μέρος συμμορφώνονται με τα ήθη και έθιμα του λαού. Αλλά ένα πράγμα δεν μπορούν να κάμουν και δεν θα κάμουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά, δηλαδή, να παραβιάσουν τη συνείδησί των, η οποία εξεπαιδεύθη σύμφωνα με τις αρχές που εκτίθενται στον λόγον του Θεού. Οι αληθινοί Χριστιανοί, οι μάρτυρες του Ιεχωβά, θα εμμείνουν στις αρχές του Παντοδυνάμου Θεού και θ’ αποδώσουν στον Θεό όσα ανήκουν στον Θεό.—Ματθ. 22:21.
20. Ποια είναι μια εξέχουσα αρχή που αγνοείται από πολλούς;
20 Οι άνθρωποι δεν μπορούν να αγνοούν την εξέχουσα αρχή ότι ο Ιεχωβά είναι ο Δημιουργός και ο Παντοδύναμος Θεός του Σύμπαντος, αν πρόκειται να έχουν κατανόησι. Μερικοί λεγόμενοι σοφοί άνθρωποι της επιστήμης στον κόσμο έστησαν έναν ανυπέρβλητο φραγμό στην κατανόησι της προελεύσεως της ζωής, αγνοώντας εσκεμμένως αυτή την αρχή. Κατόπιν, όσο και αν προσπαθούν, χωρίς αυτή τη βασική αλήθεια, δεν μπορούν ποτέ να φθάσουν σε μια ικανοποιητική εξήγησι της ζωής.—Γέν. 1:1.
21. (α) Ποιο είναι το δικαίωμα του Ιεχωβά ως Δημιουργού; (β) Όταν ένας γίνεται αφιερωμένος λάτρης του Ιεχωβά, ποια είναι η θέσις του όσον αφορά τον κόσμο;
21 Ο Ιεχωβά, ως ο Δημιουργός και Παντοδύναμος, έχει το δικαίωμα να λαμβάνη την αποκλειστική αφοσίωσι των ανθρωπίνων πλασμάτων επάνω στη γη. Ο Ιεχωβά ο ίδιος το κατέστησε αυτό σαφές δίνοντας τον νόμο του στον Ισραήλ. «Μη κάμης εις σεαυτόν είδωλον, μηδέ ομοίωμα τινός, όσα είναι εν τω ουρανώ άνω, ή όσα εν τη γη κάτω, ή όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης· μη προσκυνήσης αυτά, μηδέ λατρεύσης αυτά· διότι εγώ Ιεχωβά ο Θεός σου είμαι Θεός απαιτών αποκλειστικήν αφοσίωσιν.» (Έξοδ. 20:4, 5, ΜΝΚ) Αυτό είναι μια αρχή αληθείας ή γεγονός. Είναι, επίσης, γεγονός ότι η υπεροχή του προεκλήθη από τον Σατανά, τον θεό του κόσμου τούτου, ο κόσμος δε αυτός βρίσκεται σε αντίθεσι προς τον Παντοδύναμο Θεό Ιεχωβά. (Ιώβ 1:11· Ησ. 14:13· Ιακ. 4:4) Οι Χριστιανοί κάνουν μια δίχως όρους αφιέρωσι στον Ιεχωβά και έτσι γίνονται ξένοι προς αυτόν τον διαβολικό παλαιό κόσμο. Για τούτο η αφιέρωσις είναι σαν πολιτογράφησις στον νέο κόσμο και η επίσημη τελετή του βαπτίσματος είναι σαν όρκος ενώπιον μαρτύρων που επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό. Ο ιδρυτής της Χριστιανοσύνης, ο Ιησούς Χριστός, έδωσε το παράδειγμα με την αφιέρωσί του και το βάπτισμά του, και κατόπιν, όπως αναφέρεται στο Ιωάννης 17:14, εδήλωσε σαφώς όσον αφορά τους Χριστιανούς: «Δεν είναι εκ του κόσμου, καθώς εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου.»
22. Όταν ο Ιησούς εξέθεσε την αρχή που αναγράφεται στο Ιωάννης 17:14, γιατί δεν έδωσε πλήθος συνοπτικών κανόνων και λεπτομερειών για να τους ακολουθήσουν οι Χριστιανοί;
22 Τι εννοούσε ο Ιησούς με την αρχή που εκτίθεται εδώ; Γιατί δεν εισήλθε σε λεπτομέρειες και δεν εξέθεσε πλήθος κανόνων για να τους ακολουθήσουν οι Χριστιανοί; Είναι αληθές ότι ανέφερε την αρχή λίγο πρωτύτερα, όταν είπε στους ακολούθους του εκείνα που αναγράφονται στο Ιωάννης 15:19: «Εάν ήσθε εκ του κόσμου, ο κόσμος ήθελεν αγαπά το ιδικόν του· επειδή όμως δεν είσθε εκ του κόσμου, αλλ’ εγώ σας εξέλεξα εκ του κόσμου, δια τούτο σας μισεί ο κόσμος.» Όμως δεν ήθελε οι Χριστιανοί να είναι απομονωμένοι από το να κηρύττουν στον κόσμο, διότι προσηυχήθη στον Ιεχωβά όπως αναγράφεται στο Ιωάννης 17:15: «Δεν παρακαλώ να σηκώσης αυτούς εκ του κόσμου, αλλά να φυλάξης αυτούς εκ του πονηρού.» Ναι, υπάρχει κίνδυνος από τον θεό του κόσμου τούτου. (2 Κορ. 4:4) Ο Ιησούς εδήλωσε στους Χριστιανούς τις θεοκρατικές αρχές, αλλ’ άφησε γι’ αυτούς το να λογικευθούν επάνω στις Γραφές και να καθορίσουν πώς να πολιτεύωνται με τις ύπουλες παγίδες του Σατανά και πώς να κατευθύνουν τη ζωή τους σ’ αυτό το σύστημα πραγμάτων.
23. Πώς η παραδειγματική ζωή του Χριστού βοηθεί τους Χριστιανούς να λογικεύωνται επάνω στο πώς ζουν σύμφωνα με τις αρχές του λόγου του Θεού σ’ αυτόν τον κόσμο;
23 Οι Χριστιανοί επάνω στη γη σήμερα έχουν το όφελος να βλέπουν πώς ο Χριστός και οι θεόπνευστοι απόστολοι ελογικεύοντο επάνω στις αρχές της Γραφής. Ο Ιησούς ο ίδιος είχε κάμει μια ιεροπρεπή αφιέρωσι να υπηρετή τον Ιεχωβά. Αυτό εσήμαινε ότι ήταν διάκονος ή πρέσβυς του Ιεχωβά και απητείτο να δίνη την κυριότερη προσοχή του στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Εκτιμούσε τις αληθινές αξίες, οραματιζόμενος την ορθότητα της θέσεώς του και παραμένοντας καθαρός από τον παλαιό κόσμο ή τους ψευδείς ανθρωπίνους συλλογισμούς. Εκήρυττε την αποταμίευσι θησαυρών στον ουρανό και εκτελούσε τα όσα εκήρυττε υπηρετώντας στην ολοχρόνια διακονία. Κατανοούσε τις αρχές ότι τα πάντα ανήκουν στον Ιεχωβά και ότι η ευλογία του Ιεχωβά πλουτίζει. Αντέστη στην προσπάθεια του λαού να τον κάμη βασιλέα. Ο Ιησούς ήταν θετικός στις εκφράσεις του και στις πράξεις του. Κατανοούσε πλήρως τη θέσι του και το έργο που έπρεπε να γίνη. Ενώ ήταν ουδέτερος απέναντι των συγκρούσεων, της πολιτικής και του εμπορίου του κόσμου τούτου, όμως δεν εδίσταζε να μιλή απερίφραστα καταδικάζοντας τις παραβιάσεις των δικαίων αρχών του Θεού. Δεν συνεβίβαζε τις αρχές με το να είναι υπερβολικά «λεπτός». Ο Ιησούς αρνήθηκε να συμμετάσχη στις ψευδείς θρησκείες της εποχής του, και με την αυστηρή του εμμονή στις δίκαιες αρχές του Θεού, επέσυρε το πυρ των θρησκευτικών ηγετών, οι οποίοι ενήργησαν να φερθή ενώπιον των Ρωμαίων κυβερνητών. Εκεί ο Ιησούς εξέθεσε μια αρχή: «Η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.» Και κατόπιν είπε: «Εάν η βασιλεία η εμή ήτο εκ του κόσμου τούτου, οι υπηρέται μου ήθελον αγωνίζεσθαι, δια να μη παραδοθώ εις τους Ιουδαίους· τώρα δε η βασιλεία η εμή δεν είναι εντεύθεν.»—Ιωάν. 18:36· επίσης Ματθ. 6:20· 4:1-10· 23:4, 5.