Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
Αφήγησις του Φρεντ Α. Άντερσον
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στις αρχές του αιώνος, σ’ ένα αγρόκτημα της ανατολικής πλευράς της Ουάσιγκτων. Οι γονείς μου μ’ ωνόμασαν Φρεντ Α. Άντερσον. Από την παιδική μου ηλικία μου έκανε βαθιά εντύπωσι η ασύγκριτη ομορφιά και ηρεμία των βουνών και των δασών που περιεστοίχιζαν το παλιό οίκημα του αγροκτήματος.
Επειδή ήμουν ο νεώτερος μιας οικογενείας από ένδεκα παιδιά, με άφησαν πολύ στις δικές μου σκέψεις και στα δικά μου μέσα. Επέρασα τον περισσότερο καιρό μου στα δάση και στα βουνά. Αυτά μου έκαναν βαθιά εντύπωσι. Ήθελα να γνωρίσω ποιος θα μπορούσε να είναι ο Πλάστης όλων αυτών των κραταιών έργων. Όταν ρωτούσα τους αδελφούς μου, αυτοί μου έλεγαν: «Ω, εσύ είσαι πολύ νεαρός για να το γνωρίσης. Είναι απλώς η φύσις.» Η φύσις, ναι! Αλλά ποιος έκαμε τη φύσι; ήθελα να ρωτήσω.
Οι γονείς μου ήσαν μετανάσται από την Ευρώπη, άνθρωποι εργατικοί, τίμιοι και ευυπόληπτοι. Αλλ’ οι δυσκολίες της σκληρής ζωής του αγροκτήματος δεν τους άφηναν ν’ αφιερώσουν πολύ χρόνο για να δώσουν θρησκευτική εκπαίδευσι στα παιδιά τους. Επειδή ήσαν φιλελευθέρων φρονημάτων, δεν μας ανάγκασαν ν’ ακολουθήσωμε καμμιά ωρισμένη «εκκλησία».
Αφού άρχισε ν’ αυξάνη η κοινότης, μερικοί από τους γείτονες ωργάνωσαν ένα Κυριακό σχολείο. Μολονότι εγώ μάλλον δεν παρακολουθούσα τακτικά, εν τούτοις εκεί ανεπτύχθη πολύ το ενδιαφέρον μου για την Αγία Γραφή. Έφθασα στο να γνωρίσω την Αγία Γραφή ως αποκάλυψι του μεγάλου Δημιουργού.
Επί τέλους ικανοποιείτο η πείνα μου να γνωρίσω Εκείνον που έκαμε τα θαυμαστά πράγματα της φύσεως. Το πρώτο ακριβώς εδάφιο της Αγίας Γραφής απαντούσε στο ερώτημά μου: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην.» Αυτή η γνώσις μου έκαμε κάτι. Εσήμανε μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο της ζωής μου. Άρχισε μια ευλαβική μελέτη της Αγίας Γραφής. Αν και δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα, έφθασα στο να γνωρίσω ότι ο Ιεχωβά ήταν ένας αγαθός, δίκαιος και στοργικός Θεός.
Και οι δύο γονείς μου πέθαναν στη διάρκεια της πρώτης μου νηπιακής ηλικίας. Έγινα ένας πολύ σοβαρός νεανίας. Στα δύο τελευταία χρόνια της φοιτήσεώς μου στο γυμνάσιο άρχισα να παρακολουθώ μελέτες και συναθροίσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά με μια θεία μου. Αυτή είχε ήδη αφιερώσει τη ζωή της στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Μ’ εβοήθησε να καταλάβω τη Γραφή και χάρηκα πολύ με την αλήθεια.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήλθε η πρώτη μου δοκιμασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επεστράτευαν εκατομμύρια νεαρών ανδρών. Σε όλη τη ζωή μου μισούσα τον πόλεμο. Θα παρεβίαζα τώρα τη συνείδησί μου και θα πήγαινα, ή θα παρέμενα πιστός σ’ αυτήν και θα υφιστάμην τις συνέπειες; Ήμουν αποφασισμένος να μη φονεύσω, έστω και αν επρόκειτο να φυλακισθώ.
Οποία ανακούφισις όταν, έξη εβδομάδες προτού κληθή τ’ όνομά μου, έληξε ο πόλεμος. Ήμουν τόσο ευγνώμων στον Ιεχωβά που με γλύτωσε από τη δοκιμασία τού να πάω στον πόλεμο ή στη φυλακή, ώστε τότε ακριβώς απεφάσισα ν’ αφιερώσω τη ζωή μου σ’ αυτόν και να τον υπηρετήσω με όλη μου την καρδιά στο υπόλοιπο της ζωής μου. Έτσι, έκαμα σκοπό μου στη ζωή την ολοκάρδια υπηρεσία στον Ιεχωβά. Την άνοιξι του έτους 1918 εσυμβόλισα την αφιέρωσί μου με το εν ύδατι βάπτισμα. Αμέσως κατόπιν άρχισα την υπηρεσία, κάνοντας ό,τι μου παρουσιάζετο. Αυτό μου έφερε μεγάλη χαρά και πολλές ευλογίες. Ήμουν πολύ ευγνώμων στον Ιεχωβά.
Η πρώτη μου υπηρεσία ήταν η διανομή φυλλαδίων από πόρτα σε πόρτα. Κατόπιν εστάλη μια πρόσκλησις για εθελοντάς, οι οποίοι θα ενέγραφαν συνδρομητάς στο περιοδικό Χρυσούς Αιών. (το σημερινό Ξύπνα!) Κι αυτό επίσης μου ήταν μια μεγάλη χαρά. Στα επόμενα οκτώ έτη υπήρξε προνόμιο μου να μετέχω στο ραδιοφωνικό έργο. Σε όλη τη χώρα οι κατά τόπους εκκλησίες παρουσίαζαν εβδομαδιαία προγράμματα διαλέξεων, Βιβλικών δραμάτων, μουσικής, κλπ. Ελάμβανα μέρος και σε μερικά απ’ αυτά. Σ’ όλο αυτό το διάστημα εξακολουθούσα να μελετώ την αλήθεια και να μετέχω στη δράσι των εκκλησιών. Όταν έκαμα την αφιέρωσί μου, κατενόησα ότι αυτή εσήμαινε αποκλειστική αφοσίωσι στον Ιεχωβά. Έτσι, επιδιώκοντας τον σκοπό μου στη ζωή, ανέμενα την καθοδηγία του Ιεχωβά και δέχθηκα κάθε διορισμό που μου έγινε.
Το 1920 νυμφεύθηκα μια αγαπητή αδελφή της τοπικής εκκλησίας. Μετά από λίγον καιρό έπαθα ένα ατύχημα και μια παρατεταμένη ασθένεια, αλλά με ειδική νοσηλεία και φροντίδα επανέκτησα την υγεία μου σχεδόν τελείως.
Η σύζυγος μου κι εγώ αποφασίσαμε να εργασθούμε επαγγελματικά, αλλ’ ο εμπορικός κόσμος μάς άφησε πολύ δυστυχείς. Τότε ήταν που παραδεχθήκαμε ότι η θέσις μας ήταν στην ολοχρόνια υπηρεσία, υπηρετώντας τον Ιεχωβά ως σκαπανείς. Η σύζυγός μου έγινε σκαπανεύς το 1926, και μετά δύο έτη, αφού ετερματίσαμε όλες τις εμπορικές μας σχέσεις, πήγα κι εγώ μ’ αυτήν στις τάξεις των σκαπανέων. Τι χαρά κι ευτυχία μας έφερε αυτό το γεγονός! Βρήκαμε επί τέλους τη θέσι μας στη ζωή, αναζητώντας και βόσκοντας τα πρόβατα του Κυρίου με την ολοχρόνια υπηρεσία. Τώρα προώθησα ευρύτερα την αφοσίωσί μου στον Ιεχωβά επιδιώκοντας τον σκοπό μου στη ζωή με όλη μου την καρδιά ως σκαπανεύς.
Ο πρώτος τόπος διορισμού και των δύο μας ήταν η Βόρειος Ντακότα. Πόσο πεινασμένοι πνευματικά εφαίνοντο οι άνθρωποι! Διεθέσαμε κυριολεκτικά εκατοντάδες βιβλίων και βιβλιαρίων κι ελάβαμε πολλές συνδρομές. Το θέρος εργασθήκαμε στα Βόρεια, αλλά τον χειμώνα εργασθήκαμε σε τρεις κομητείες του ανατολικού Τέξας. Τι συγκινητική νέα πείρα ήταν αυτή για μας, διότι κανείς από εμάς δεν ήταν ποτέ στα Νότια. Παραγγείλαμε είκοσι επτά κιβώτια βιβλία, βιβλιάρια και Γραφές για να σταλούν στον νότιο τόπο διορισμού μας. Φαντασθήκαμε πώς επρόκειτο για μια τεράστια ποσότητα εντύπων, αλλά σε δύο εβδομάδες το απόθεμά μας εξηντλήθη. Εφαίνετο σαν να ήθελε το κάθε σπίτι βοηθήματα Γραφικής μελέτης από εμάς.
Τι μαγευτική επιδίωξις στη ζωή είναι το έργο σκαπανέως! Καθώς ταξιδεύαμε από Βορρά προς Νότον και αργότερα, από τον Νότο στο Βορρά, συναντούσαμε άτομα που είχαν λάβει έντυπα από εμάς σε προηγούμενες επισκέψεις. Φαντασθήτε τη χαρά μας όταν αυτοί, με δικές των προσπάθειες, θα ήρχοντο σε επίγνωσι της αληθείας! Σε λίγον καιρό αυτοί έγιναν κήρυκες κι άρχισαν να γίνωνται εκκλησίες σε μέρη όπου είχαμε εργασθή.
Στη διάρκεια των ετών της οικονομικής κρίσεως (1929-1930) το έργον σκαπανέως ήταν πολύ δύσκολο. Ήταν δύσκολο να διατεθούν έντυπα και μόλις κατωρθώναμε να διατηρήσωμε το παλιό μας αυτοκίνητο επισκευασμένο και χρησιμοποιήσιμο. Αλλ’ επεμείναμε στο έργο σκαπανέως, όσο σκληρό κι αν ήταν, ο δε Ιεχωβά μάς κατηύθυνε. Εκίνησε τις καρδιές των καλής θελήσεως ανθρώπων να μας βοηθούν υλικώς. Λίγο-λίγο αντιμετωπίσαμε τη θύελλα, επιδιώκοντας τον σκοπό μας στη ζωή—την ολοχρόνια υπηρεσία στον Ιεχωβά.
Σ’ όλα τα έτη αυτά ένα πράγμα ήταν βέβαιο, ότι ποτέ δεν μας έλειψε η πνευματική τροφή. Πάντοτε υπήρχε Η Σκοπιά και οι άλλες θρεπτικώτατες εκδόσεις της Εταιρίας. Υπήρχαν και οι συνελεύσεις που έπρεπε ν’ αναμένωνται και το ατέλειωτο ρεύμα των πολυτίμων πειρών της ζωής σκαπανέως. Ποτέ δεν υπήρχε μια στιγμή αδρανείας, αλλά πάντοτε αφθονία έργου στη βοήθησι των άλλων για να βρουν το δρόμο προς την αιώνια ζωή.
Στο 1939 εγνώρισα άλλη μια συγκίνησι. Η Εταιρία μ’ εκάλεσε να γίνω υπηρέτης ζώνης στην Καλιφόρνια και στη Νεβάδα. Επρόκειτο για μια νεώτατη πείρα για μας· μια πλούσια, πλήρης ζωή, γεμάτη από εκπλήξεις και χαρές. Παρέμεινα στο έργον υπηρέτου ζώνης επί δυόμισυ χρόνια, ώσπου έπαυσε να υφίσταται αυτός ο κλάδος υπηρεσίας.
Τα πρώτα έτη από το 1940 ήσαν έτη εναντιώσεως, οχλοκρατίας και πολλής εξεγέρσεως. Εγίναμε ειδικοί σκαπανείς κι εστάλημεν στο Λας Βέγκας της Νεβάδας. Ήταν πραγματικά ένας «πύρινος τόπος». Άλλοι μάρτυρες εκεί υπέστησαν βιαιότητες του όχλου, εδάρησαν κι εξεδιώχθησαν από την πόλι. Δεν μπορούσαμε παρά να διερωτώμεθα τι θα συνέβαινε και σ’ εμάς. Θα εγινόμεθα θύματα των κακοποιών και φανατικών θρησκόληπτων όπως και οι άλλοι που προηγήθηκαν από μας; Αυτό γρήγορα θα το διεπιστώναμε.
Μπαίνοντας στο Λας Βέγκας, κατωπτεύσαμε προσεκτικά το έδαφος. Για ν’ αποφύγωμε υπόνοιες, εσταθμεύσαμε με το ρυμουλκούμενο σπίτι μας ανάμεσα σε άλλα όμοια, σ’ ένα σταθμό ρυμουλκουμένων σπιτιών. Αποφασίσαμε να εργασθούμε πρώτα στα άκρα της πόλεως, και κατόπι να προχωρήσωμε προς το κέντρον. Ειργαζόμεθα τη μια μέρα σ’ ένα μέρος της πόλεως και την άλλη μέρα σε άλλο, για να μην ελκύωμε την προσοχή χωρίς λόγο. Επί έξη εβδομάδες εκηρύτταμε μ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς κανένα συγκεκριμένο σχέδιο ή υπόδειγμα, στο διάστημα δε αυτό διεθέσαμε περίπου διακόσια βιβλία.
Κατόπιν, μια Κυριακή απόγευμα, ενώ εκάναμε μια επανεπίσκεψι, μαζεύθηκε ένας όχλος γύρω από το αυτοκίνητό μας. Έρριξαν έξω τα Γραφικά μας έντυπα, μαζί με τα γραμμόφωνά μας και τις πλάκες και τα επυρπόλησαν. Οι ωπλισμένοι «γκάγκστερ» μάς διέταξαν να μπούμε στο αυτοκίνητο για να μας πάνε στο πάρκο της πόλεως και να μας αλείψουν με πίσσα και να μας κολλήσουν φτερά. Εν τούτοις, στο δρόμο μας προς το πάρκο διεφύγαμε στρέφοντας σε μια αντίθετη διεύθυνσι σ’ ένα σταυροδρόμι. Τη νύχτα επιστρέψαμε στο ρυμουλκούμενο σπίτι μας και αναχωρήσαμε για την Αριζόνα. Τίποτα άλλο δεν μπορούσε να γίνη, διότι η αστυνομία, οι δικασταί και άλλοι είχαν ορκισθή εκδίκησι εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά.
Μετά την πείρα αυτή εστάλημεν στην Καλιφόρνια, όπου είχαμε τη χαρά να οργανώσωμε μια νέα εκκλησία μαρτύρων. Μετά ένα περίπου έτος ελάβαμε επιστολή από την Εταιρία. Το μήνυμά της μας συνεκίνησε βαθιά. Η Εταιρία ήθελε να γνωρίζη αν θα επιθυμούσαμε να διευρύνωμε τώρα την επιδίωξί μας στη ζωή περιλαμβάνοντας το ιεραποστολικό έργον σε ξένο αγρό. Θα πηγαίναμε; Και βέβαια! Ήταν μια πρόσκλησις αυτή να φοιτήσωμε στη Βιβλική Σχολή της Σκοπιάς Γαλαάδ! Φαντασθήτε το να πάμε στο σχολείο αφού ήμεθα έξω επί είκοσι πέντε περίπου χρόνια!
Θεωρώντας όλα αυτά σαν μια ένδειξι από τον Ιεχωβά, αρχίσαμε χαρωπά και με προσευχή να διευθετούμε τη ζωή μας και να εκπαιδευώμεθα για τον ιεραποστολικό αγρό. Η εκπαίδευσις της σχολής Γαλαάδ μάς εβοήθησε απείρως να το πράξωμε αυτό. Επί πεντέμισυ μήνες ειργαζόμεθα και ιδρώναμε κι αγωνιζόμεθα να εμβάλωμε όσο μπορούσαμε περισσότερα μέσα στο κρανίο μας, αλλ’ οι μήνες εκείνοι πέρασαν σαν αστραπή! Και πριν ακόμη το αντιληφθούμε, ήλθε η μέρα της απονομής των πτυχίων. Εσκεπτόμεθα ότι η χαρά μας ήταν πλήρης στη σχολή Γαλαάδ—ότι δεν θα μπορούσαμε πιθανώς να είμεθα πιο ευτυχείς ή πιο κοντά στον Θεό. Πολλά όμως είχαμε να μάθωμε, πράγμα που έγινε στον ξένο τόπο του διορισμού μας.
Η σύζυγος μου κι εγώ διωρισθήκαμε να εργασθούμε σε μια Ισπανόφωνη χώρα. Ωστόσο, με πίστι στον Ιεχωβά προχωρήσαμε, εμπιστευόμενοι σ’ αυτόν. Σκεφθήτε: αυτό έγινε πριν από δεκατέσσερα χρόνια και πλέον κι ακόμη προχωρούμε στερεοί! Τι μεγαλύτερη απόδειξι θα μπορούσαμε να έχωμε ότι ο Ιεχωβά στρέφει την προσοχή του στους μικρούς του και φροντίζει γι’ αυτούς;
Τώρα συχνά ενθυμούμεθα την πρώτη μας συνάθροισι εδώ στην Ισπανόφωνη αυτή χώρα. Υπήρχε μόνο μια αίθουσα και όλοι οι ενδιαφερόμενοι συνηθροίζοντο εκεί για τη μελέτη της Σκοπιάς. Πολλοί απ’ αυτούς που παρευρίσκοντο ήσαν πολύ ταπεινοί και ανυπόδητοι. Μερικοί δεν μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν. Υπήρχαν μόνο 150 ευαγγελιζόμενοι τότε· τώρα υπάρχουν είκοσι τρεις μονάδες, με 1.500 δραστηρίους ευαγγελιζομένους. Μερικοί απ’ εκείνους, που άλλοτε δεν μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν, είναι τώρα εξαίρετοι ομιληταί, συμβάλλοντας στην επιτυχία διαφόρων συνελεύσεων. Άλλοι είναι υπηρέται στις διάφορες εκκλησίες.
Από το έτος 1955 είχα το προνόμιο να είμαι υπηρέτης περιοχής στην κυριώτερη πόλι της χώρας. Υπηρετώντας σε μια από τις δύο της περιοχές. Αποτελεί ευχαρίστησι να υπηρετούμε εδώ τους αδελφούς μας που είναι πρόθυμοι να μαθαίνουν θεοκρατικές οδηγίες και να τις εφαρμόζουν. Ως αποτέλεσμα του καλού των έργου, η αλήθεια γίνεται γνωστή σε όλη αυτή τη χώρα.
Πόσους από τους ταπεινούς αυτούς ανθρώπους εβοηθήσαμε να έλθουν στο ένδοξο φως της αληθείας του Ιεχωβά δεν γνωρίζομε. Γνωρίζομε όμως πόσο μεγάλη ήταν η χαρά μας να συμμεριζώμεθα την αγαθότητα του Ιεχωβά. Ανατρέχοντας στα περασμένα χρόνια, παρατηρούμε ότι είχαμε μια πλούσια ζωή χωρίς λύπες. Και οι δυο μας ήμεθα εξαιρετικά ευτυχείς που εκάμαμε σκοπό της ζωής μας την ολοχρόνια υπηρεσία, την οποία κατόπιν διευρύναμε, περιλαμβάνοντας το ιεραποστολικό έργον και που είμεθα ακόμη τώρα σ’ αυτό. Αυτά λοιπόν—μια ευτυχής ζωή, ολόκληρη ζωή—και τώρα αποβλέπω στο έτος 1958, το εξηκοστό έτος της ζωής μου, να σας ίδω στην πόλι της Νέας Υόρκης, στη διεθνή συνέλευσι, και κατόπιν να επιστρέψω πάλι στον τόπο του διορισμού μου στο εξωτερικό.