Θείον Έλεος και η Βασιλεία
«Και μετά ελέους θέλει συσταθή ο θρόνος, και επ’ αυτόν θέλει καθίσει εν αληθεία, εν τη σκηνή του Δαβίδ, ο κρίνων, και εκζητών κρίσιν, και σπεύδων δικαιοσύνην.»—Ησ. 16:5.
1, 2. (α) Ποια πρόσκλησι απευθύνει ο Ιεχωβά στους διψασμένους και στους πεινασμένους, μαζί με ποια υπόσχεσι σ’ εκείνους που ανταποκρίνονται; (β) Τι είναι εκείνο για το οποίο πεινούν και διψούν, και γιατί θα γίνη εκπλήρωσις της διαθήκης που περιλαμβάνεται στο ζήτημα αυτό;
«Ω ΠΑΝΤΕΣ οι διψώντες, έλθετε εις τα ύδατα· και οι μη έχοντες αργύριον, έλθετε, αγοράσατε, και φάγετε· ναι, έλθετε, αγοράσατε οίνον και γάλα, άνευ αργυρίου και άνευ τιμής. Δια τι εξοδεύετε αργύρια ουχί εις άρτον; και τον κόπον σας ουχί εις χορτασμόν; ακούσατέ μου μετά προσοχής, και θέλετε φάγει αγαθά, και η ψυχή σας θέλει ευφρανθή εις το πάχος. Κλίνατε το ωτίον σας, και έλθετε προς εμέ· ακούσατε, και η ψυχή σας θέλει ζήσει· και θέλω κάμει προς εσάς αιώνιον διαθήκην, τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά. Ιδού, έδωκα αυτόν μαρτύριον εις τους λαούς, άρχοντα και προστάττοντα εις τους λαούς.»—Ησ. 55:1-4.
2 Αυτή είναι πρόσκλησις του Ιεχωβά Θεού, που καλούσε τους διψασμένους και τους πεινασμένους. Τι είναι κείνο για το οποίο διψούσαν και πεινούσαν; Ένας δίκαιος βασιλεύς, μια καλή κυβέρνησις, εις εκπλήρωσιν της διαθήκης που ο Ιεχωβά Θεός συνήψε με τον Βασιλέα Δαβίδ. Ποτέ δεν υπήρξε διαθήκη πιο σπουδαία από αυτή τη διαθήκη που ο Ιεχωβά Θεός ο ίδιος έκαμε με τον άνθρωπο Δαβίδ. Όλοι όσοι διψούν και πεινούν για μια κυβέρνησι δικαιοσύνης, ειρήνης και τελείας ακεραιότητος πρέπει να περιμένουν ότι ο Θεός θα εκτελέση αυτή τη διαθήκη στο πλήρες. Η διαθήκη δεν είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί που μπορεί να σχισθή και να καταπατηθή με περιφρόνησι από πείσμονας παραβάτας. Η διαθήκη είναι απαραβίαστα δεσμευτική. Πρέπει να εκπληρωθή και θα εκπληρωθή.
3. Ποιο πρόσωπο προέτεινε αύτη τη διαθήκη, και τι είναι εκείνο που την εξυψώνει;
3 Μπορεί να φαίνεται σχεδόν απίστευτο ότι ο Ύψιστος Θεός του ουρανού θα έκανε μια διαθήκη ή ιεροπρεπές, δεσμευτικό συμβόλαιο μ’ έναν απλό άνθρωπο επάνω στη γη. Όμως ο Θεός ο ίδιος μας έχει εφοδιάσει με το γραπτό υπόμνημα των διαθηκών του με ανθρώπους. Αυτός είναι Εκείνος που προέτεινε τη διαθήκη με τον Βασιλέα Δαβίδ. Ένας πεπτωκώς ατελής άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να λάβη το θάρρος να προτείνη ένα τέτοιο πράγμα. Αφού η διαθήκη προετάθη από μια τέτοια υψηλή και ισχυρή προσωπικότητα όπως ο Ιεχωβά Θεός, αυτή πρέπει να είναι κάτι πάρα πολύ μεγαλειώδες για να πηγάση από σκέψι ανθρώπου. Δεν θα μπορούσε να είναι κάτι ασήμαντο. Πρέπει να είναι κάτι εξόχως σπουδαίο για τον Θεό και ευεργετικό για τον άνθρωπο. Τούτο ακριβώς εξυψώνει τη διαθήκη.
4. Τι άκουσε ο Αβραάμ τον Ιεχωβά να λέγη με όρκο μέσω του αγγέλου του;
4 Φαντασθήτε ν’ ακούη ένας άνθρωπος τον Ιεχωβά Θεό να λέγη: «Ώμοσα εις εμαυτόν, λέγει ο Ιεχωβά, ότι, επειδή έπραξας το πράγμα τούτο, και δεν ελυπήθης τον υιόν σου, τον μονογενή σου, ότι ευλογών θέλω σε ευλογήσει, και πληθύνων θέλω πληθύνει το σπέρμα σου ως τα άστρα του ουρανού, και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης· και το σπέρμα σου θέλει κυριεύσει τας πύλας των εχθρών αυτού· και εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης· διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου.» (Γεν. 22:15-18, ΜΝΚ) Αυτό όμως ήταν εκείνο που ο Εβραίος πατριάρχης Αβραάμ άκουσε τον Θεό να λέγη μέσω του αγγέλου του. Άκουσε τον Θεό να ορκίζεται στον εαυτό του για τη διαθήκη που ανηγγέλλετο εκεί.
5. Γιατί πρέπει εμείς σήμερα να εκτιμήσωμε τη σπουδαιότητα αυτής της διαθήκης, και σε ποια ερώτησι προσωπικής σπουδαιότητος πρέπει ν’ απαντήσωμε;
5 Περισσότερο από όλους εμείς σήμερα πρέπει να εκτιμήσωμε τη σπουδαιότητα και αξία αυτής της διαθήκης. Εμείς σήμερα οφείλομε ν’ αντιληφθούμε ότι είναι μεγάλη ανάγκη να ευλογηθούν τα έθνη μ’ ένα Θεόδοτο μέσον. Σήμερα όλα τα κοσμικά έθνη, περιλαμβανομένης και της δημοκρατίας του Ισραήλ, πραγματικά επιφέρουν κατάρα στον εαυτό τους με υλισμό και μιλιταρισμό. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή το υποσχεμένο σπέρμα ή απόγονος του Αβραάμ δεν είναι πλησίον για να προμηθεύση την ευλογία στα έθνη. Όχι· συμβαίνει μάλλον επειδή τα έθνη δεν έχουν πίστι στη διαθήκη του Θεού με τον Αβραάμ και με ιδιοτέλεια και υπερηφάνεια αγνοούν το σπέρμα του. Η απόλυτη ανοησία των εθνών που το πράττουν αυτό είναι σαφής, ώστε ο καθείς να την αντιλαμβάνεται. Επομένως, λαμβάνει προσωπική σπουδαιότητα η εξής ερώτησις: Ποιος μεταξύ ‘όλων των εθνών της γης’ θ’ αποκτήση την ευλογία με το μέσον του Θεού;
6, 7. (α) Από ποια άλλη διαθήκη υποστηρίζεται η διαθήκη με τον Αβραάμ; (β) Ποιο ζήτημα όσον αφορά τον Βασιλέα Δαβίδ ετακτοποίησε η διαθήκη αυτή, και σε ποια ιδιότητα του Ιεχωβά επέστησε την προσοχή;
6 Ασφαλώς, αν ακολουθήσωμε τα κοσμικά έθνη ή τους πολιτικούς των ηγέτας και τους οικονομικούς και θρησκευτικούς των συμβούλους, θα έλθωμε κάτω από κατάρα αντί να μπούμε στην ευλογία του Θεού μέσω του σπέρματος του Αβραάμ. Αυτή η διαθήκη με τον Αβραάμ υποστηρίζεται τη διαθήκη του Θεού με τον Βασιλέα Δαβίδ. Αν αριθμηθή από τον Αβραάμ, ο Δαβίδ ήταν ο δέκατος τέταρτος στη γενεαλογική γραμμή. Συνεπώς εκλήθη υιός του Αβραάμ. (Ματθ. 1:1) Μέσω της διαθήκης με τον Δαβίδ τον υιόν του Αβραάμ, ο Θεός κατέστησε βέβαιον ότι η Αβρααμιαία διαθήκη για την ευλογία όλων των εθνών και φυλών της γης θα εξεπληρούτο μέσω μιας κυβερνήσεως, μιας θεοκρατικής βασιλείας. Στην εποχή του ο Δαβίδ ήταν βασιλεύς ενός θεοκρατικού έθνους, του αρχαίου Ισραήλ, με την πρωτεύουσά του στην Ιερουσαλήμ. Ο βασιλεύς που είχε προηγηθή απ’ αυτόν, ο Σαούλ από τη φυλή Βενιαμίν, είχε πεθάνει σε μάχη χωρίς διάδοχο στον θρόνο ολοκλήρου του Ισραήλ. Ηγέρθη το ζήτημα, Θα είχε ο Βασιλεύς Δαβίδ διάδοχο στον θρόνο της Ιερουσαλήμ στην οικογένειά του; Ο Ιεχωβά Θεός το εβεβαίωσε αυτό. Επειδή ο Βασιλεύς Δαβίδ επέδειξε τέτοιον άγιο ζήλο για τον οίκο της λατρείας του Θεού, τον ναό του, ο Ιεχωβά Θεός εισήγαγε μια άλλη διαθήκη μεγάλης σπουδαιότητος για όλο το ανθρώπινο γένος. Μέσω του προφήτου του Νάθαν είπε στον Δαβίδ:
7 «Ο Ιεχωβά προσέτι αναγγέλλει προς σε, ότι ο Ιεχωβά θέλει οικοδομήσει οίκον εις σε. Αφού πληρωθώσιν αι ημέραι σου, και κοιμηθής μετά των πατέρων σου, θέλω αναστήσει μετά σε το σπέρμα σου, το οποίον θέλει έλθει εκ των σπλάγχνων σου, και θέλω στερεώσει την βασιλείαν αυτού. Αυτός θέλει οικοδομήσει οίκον εις το όνομά μου· και θέλω στερεώσει τον θρόνον της βασιλείας αυτού έως αιώνος· εγώ θέλω είσθαι εις αυτόν πατήρ, και αυτός θέλει είσθαι εις εμέ υιός· εάν πράξη ανομίαν, θέλω σωφρονίσει αυτόν εν ράβδω ανδρών, και δια μαστιγώσεων υιών ανθρώπων· το έλεός μου όμως δεν θέλει αφαιρεθή απ’ αυτού, ως αφήρεσα αυτό από του Σαούλ, τον οποίον εξέβαλον απ’ έμπροσθέν σου· και θέλει στερεωθή ο οίκός σου και η βασιλεία σου έμπροσθέν σου έως αιώνος· ο θρόνος σου θέλει είσθαι εστερεωμένος εις τον αιώνα.»—2 Σαμ. 7:11-16, ΜΝΚ.
ΠΙΣΤΗ ΑΓΑΠΗ
8. Γιατί η διαθήκη αυτή χαρακτηρίζεται ως ‘αιώνιος διαθήκη, τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά’;
8 Τι μεγαλειώδης διαθήκη ήταν αυτή, διαθήκη για μια κυβέρνησι, μια βασιλεία, που θα ήταν σταθερή για πάντα, της οποίας ο θρόνος δεν θα ανετρέπετο ποτέ! Τι ανέκφραστο προνόμιο ήταν για έναν πιστό άνθρωπο και τον οίκον του να είναι συνδεδεμένος μ’ αυτή τη διαθήκη για βασιλεία! Η διαθήκη αυτή επρόκειτο να εκτελεσθή με το έλεος του Θεού σαν κάτι πολύ αναγκαίο ώσπου να φθάση ένα μεγαλειώδες αποκορύφωμα με μια αιωνίως στερεή βασιλεία. Πράγματι, έλεος ήταν εκείνο που υπεκίνησε τη σύναψι της διαθήκης από μέρους του Θεού. Από αυτή την άποψι μπορούμε να κατανοήσωμε γιατί ο Ιεχωβά, μέσω του προφήτου του Ησαΐα, την χαρακτηρίζει ως «αιώνιον διαθήκην, τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά».
9. Πώς εκφράζεται αυτό το έλεος, και για τούτο ποια άλλη απόδοσι της Εβραϊκής λέξεως έσεντ δίνει στο περιθώριό της η Μετάφρασις Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών (στην Αγγλική);
9 Πολλά, επομένως, εξαρτώνται από το έλεος του Ιεχωβά. Αυτό είναι ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του, και έχει εξόχως εκδηλωθή σ’ εμάς τα ανθρώπινα πλάσματα. Μια μελέτη της λέξεως αυτής «έλεος» θ’ αποκαλύψη ότι σημαίνει κάτι περισσότερο από το να είναι κανείς φιλάγαθος λόγω ελατηρίου αγάπης. Εγκαθιστά μια σχέσι μεταξύ εκείνου που εκδηλώνει το έλεος και εκείνου που το λαμβάνει. Είναι μια αγαθότης που προσηλώνεται στοργικά στο αντικείμενον του ελέους και προσκολλάται σ’ αυτό με πιστότητα που δεν θα παρέλθη ώσπου ο άξιος σκοπός του ελέους να έχη πραγματοποιηθή. Συγκεκριμένως, η Μετάφρασις Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών στην περιθωριακή της ανάγνωσι του Εβραϊκού κειμένου δίνει μια άλλη απόδοσι «πιστή αγάπη» της Εβραϊκής λέξεως έσεντ· διότι η Εβραϊκή αυτή λέξις στον πληθυντικό αριθμό αποδίδεται «πράξεις (ή, περιπτώσεις) πιστής αγάπης», «πλήρες έλεος», ή «πλήρης πιστή αγάπη».
10. Σύμφωνα μ’ ένα λεξικό που εξεδόθη εσχάτως, πώς πρέπει ν’ αναγνωσθή η έκφρασις στο Ησαΐας 55:3, και έτσι τι είναι εκείνο που θέτει τον σκοπό του ελέους πέραν αποτυχίας;
10 Ένα Εβραιοαγγλικό Λεξικό που εξεδόθη εσχάτως εισηγείται ότι αυτές οι συνεχείς αποδείξεις ελέους πρέπει ν’ αναγνωσθούν «η πάντοτε αποδεικνυομένη πιστότης». Έτσι η έκφρασις «αιώνιον διαθήκην, τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά» θα έλεγε «αιώνιον διαθήκην, την πάντοτε αποδεικνυομένην πιστότητα προς τον Δαβίδ, ο οποίος είναι πιστός». Αυτή η επανειλημμένη απόδειξις της πιστότητος του Θεού είναι εκείνη που καθιστά τη διαθήκη πιστή. Επομένως, η πιστότης του Θεού σ’ εκείνον που λαμβάνει στη διαθήκη μαζί του αποδεικνύει ότι αυτή είναι ασφαλής. Δείχνει τη σταθερότητα του Θεού απέναντι εκείνου που λαμβάνεται στη διαθήκη. Αυτό συμβάλλει στο να σταθή η διαθήκη στερεή άσχετα με το τι μπορεί να κάμη το άλλο πρόσωπο που είναι στη διαθήκη. Τούτο καθιστά βέβαιον ότι ο σκοπός του ελέους δεν θ’ αποτύχη και δεν θα οδηγήση σε απογοήτευσι.
11, 12 . (α) Πώς, λοιπόν, μπορεί να περιγραφή ο Ιεχωβά ότι είναι απέναντι των πιστών του λατρευτών; (β) Ποιες ήσαν οι εξελίξεις που ωδήγησαν στην πρώτη χρησιμοποίησι της λέξεως «έλεος» στις Γραφές;
11 Ας είναι πάντοτε το γεγονός αυτό προς τιμήν Του και έπαινόν Του: Ο Ιεχωβά Θεός είναι πιστός. Από την πρώτη μνεία της σημαντικής αυτής λέξεως στο Εβραϊκό κείμενο, το έλεος του μεγάλου Θεού, ο οποίος διαφυλάττει τους πιστούς λάτρεις του, λάμπει με μια παρηγορητική θέρμη. Όταν ανεφέρθη για πρώτη φορά, ο ανεψιός του πατριάρχου Αβραάμ κατοικούσε στην πόλι των Σοδόμων. Ο Ιεχωβά Θεός είπε στον Αβραάμ ότι εσκόπευε να καταστρέψη την ασεβή, ανήθικη πόλι. Ο Αβραάμ εγνώριζε ότι ο ανεψιός του Λωτ, μαζί με τη σύζυγό του και τις δύο θυγατέρες του, ήταν στην πόλι και η ζωή τους ήταν σε κίνδυνο—ζωή τεσσάρων ατόμων. Θέλοντας προφανώς να διαφυλαχθή η ζωή τους με το να διαφυλαχθούν τα ίδια τα Σόδομα, ο Αβραάμ ικέτευσε τον Ιεχωβά ώσπου τελικά ο Ιεχωβά υπεσχέθη ότι, αν ευρίσκοντο μέσα στα Σόδομα και δέκα μόνο δίκαια άτομα, αυτός δεν θα κατέστρεφε την πόλι.
12 Δύο άγγελοι του Ιεχωβά μετέβησαν στα Σόδομα με ανθρώπινη μορφή, και ο Λωτ τούς εφιλοξένησε στο σπίτι του. Με το να τους δεχθή ως ξένους του, ο Λωτ ήταν υποχρεωμένος να είναι πιστός σ’ αυτούς. Απεδείχθη τέτοιος στη διάρκεια μιας επιθέσεως σοδομιτών στο σπίτι του. Με πίστι προειδοποίησε τους μέλλοντας γαμβρούς του για την επίκειμενη καταστροφή της καταδικασμένης πόλεως. Το επόμενο πρωί, πριν από την ανατολή του ηλίου, οι άγγελοι ωδήγησαν βιαστικά τον Λωτ και την οικογένειά του στα περίχωρα της πόλεως. «Διασώθητι εις το όρος, δια να μη απολεσθής», είπε ένας από τους αγγέλους του Ιεχωβά. Τότε ο Λωτ εζήτησε μια περαιτέρω εύνοια, λέγοντας: «Μη, παρακαλώ, Ιεχωβά· ιδού ο δούλος σου εύρηκε χάριν ενώπιόν σου, και εμεγάλυνας το έλεός σου, το οποίον έκαμες προς εμέ, φυλάττων την ζωήν μου· αλλ’ εγώ δεν θέλω δυνηθή να διασωθώ εις το όρος.» Με αβρότητα ο άγγελος του Ιεχωβά τού παρέσχε την εύνοια που εζήτησε, και ο Λωτ και οι δύο θυγατέρες του διέφυγαν επιτυχώς και επέζησαν της κατακαύσεως των Σοδόμων με πυρ και θείον.—Γεν. 18:16 έως 19:26.
13. (α) Ποια ιδιότητα του Θεού εμεγάλυνε η διάσωσις εκείνη του Λωτ και των θυγατέρων του; (β) Γιατί δεν πρέπει τα «άλλα πρόβατα» σήμερα να φοβούνται ότι το έλεος του Ιεχωβά μπορεί να εκλείψη;
13 Αυτή η διάσωσις του Λωτ και των θυγατέρων του ήταν μια μεγάλυνσις της πιστής αγάπης του Ιεχωβά, πρωτίστως για τον θείον του Λωτ Αβραάμ, διότι με αυτόν ο Ιεχωβά είχε κάμει τη διαθήκη για την ευλογία όλων των φυλών της γης. (Γεν. 12:1-3) Αυτή ήταν μια εικόνα για την εποχή μας, για τους προβατοειδείς ανθρώπους που συνάγονται στη θεία εύνοια. Αυτοί έχουν ανάγκη να επιστηρίζωνται πολύ επάνω στο ίδιο έλεος, σ’ εκείνη την ίδια πιστή αγάπη του Ιεχωβά, ότι θα τους διαφυλάξη μέσα από την πύρινη καταστροφή της παγκοσμίου οργανώσεως, η οποία πνευματικώς καλείται Σόδομα. (Αποκάλ. 11:8) Αυτά τα «άλλα πρόβατα» του Μεγάλου Ποιμένος δεν πρέπει να φοβούνται ότι το έλεός του μπορεί να εκλείψη. Διότι είκοσι έξη φορές ο Ψαλμός 136 και μόνο, επαναλαμβάνει την αιτία για να επαινήται ο Ιεχωβά, λέγοντας: «Διότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.» Όταν διεκήρυξε το όνομά του ενώπιον του προφήτου Μωυσέως επάνω στο Όρος Σινά τον καιρό που έγραψε τις Δέκα Εντολές, περιέγραψε τον εαυτό του λέγοντας: «Ιεχωβά, Ιεχωβά, Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος, και πολυέλεος, και αληθινός, φυλάττων έλεος εις χιλιάδας, συγχωρών ανομίαν και παράβασιν και αμαρτίαν, . . . Ιδού, εγώ κάμνω διαθήκην· . . . Διότι δεν θέλεις προσκυνήσει άλλον θεόν· επειδή ο Ιεχωβά είναι αποκλειστικώς αφωσιωμένος εις το όνομά του. Είναι Θεός απαιτών αποκλειστικήν αφοσίωσιν.» (Έξοδ. 34:4-14, ΜΝΚ) Ο Θεός αυτός, ο οποίος δυσαρεστείται όταν κακοπαριστάνεται και ο οποίος απαιτεί αμέριστη αφοσίωσι, είναι ακριβής σε κάθε λεπτομέρεια όταν περιγράφη τον εαυτό του. Επομένως, μπορούμε ασφαλώς να υπολογίζωμε στην πιστότητά του.
ΠΙΣΤΟΤΗΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
14. Από την αρχή της, τι απαιτούσε αυτή η διαθήκη της βασιλείας, και συνεπώς, από ποια αρχή δεν μπορούμε ποτέ να παρεκκλίνωμε;
14 Από τον καιρό ακόμη που ο Ιεχωβά ίδρυσε τη διαθήκη με τον Δαβίδ για την αιώνια βασιλεία, η διαθήκη αυτή της βασιλείας έγινε κάτι που απαιτούσε την πιστή υποστήριξι και εμμονή σ’ αυτήν, και του Θεού και του ανθρώπου. Η διαθήκη ήταν αχώριστα συνδεδεμένη με τον Βασιλέα Δαβίδ και τη γραμμή των βασιλικών διαδόχων του. Πράγματι, η διαθήκη ήταν προσωποποιημένη στον βασιλικόν οίκον ή δυναστεία του Δαβίδ, έτσι ώστε η πιστότης αυτή στη διαθήκη εσήμαινε πιστότητα στον οίκον του Δαβίδ υπό τον Ιεχωβά Θεό. Η πιστότης του ανθρώπου έπρεπε να κατευθύνεται προς αυτή τη διαθήκη. Ως αυτή τη σύγχρονη εποχή μας, το ζήτημα αυτό είναι μια αρχή από την οποία δεν μπορούμε ποτέ να παρεκκλίνωμε αν είμεθα αποφασισμένοι να ευαρεστούμε τον μεγάλον Πρωτουργόν της διαθήκης, Ιεχωβά Θεό. Έχομε τον ίδιον τον Ιεχωβά ως το τέλειο Παράδειγμά μας πιστότητος.
15. Αφού ευνοήθηκε με αύτη τη διαθήκη, ποια σειρά εγκλημάτων διέπραξε ο Βασιλεύς Δαβίδ;
15 Έπειτα από αρκετόν καιρό αφότου ο Βασιλεύς Δαβίδ ευνοήθηκε εξόχως με αυτή τη διαθήκη, διέπραξε μια σειρά συνταρακτικών αμαρτημάτων, σκοτεινών εγκλημάτων που αποτελούσαν παραβίασι των Δέκα Εντολών. Έρριψε με πόθο τα βλέμματά του στη σύζυγο ενός άλλου ανδρός και διέπραξε μοιχεία μαζί της, με τη σύζυγο, δηλαδή, του πιστού του αξιωματικού, Ουρία του Χετταίου. Όταν η γυναίκα έγινε έγκυος, ο πνευματικώς μη ισορροπημένος Δαβίδ εζήτησε να προστατεύση τον εαυτό του. Μετεκίνησε τον σύζυγό της σε μια επικίνδυνη θέσι μάχης, για να εγκαταλειφθή εκεί σε βέβαιο θάνατο. Αφού ο θαρραλέος, πιστός Ουρίας είχε έτσι σταλή για να πεθάνη, ο Δαβίδ απέστειλε και έλαβε την σύζυγο του Ουρία στο σπίτι του για να είναι μια από τις πολλές του συζύγους. Γι’ αυτά τα εγκλήματα, δεν έπρεπε μήπως ο ακάθαρτος, κηλιδωμένος με αίμα Δαβίδ να καταδικασθή σε θάνατο και η διαθήκη μαζί του να ακυρωθή;
16. Πώς επρόκειτο να τιμωρηθή ο Δαβίδ γι’ αυτό, και ποιος υπέστη θάνατο;
16 Με τον ίδιο τον προφήτη Νάθαν, μέσω του οποίου ο Ιεχωβά είχε αναγγείλει τη διαθήκη της βασιλείας στον Δαβίδ, ο Ιεχωβά έστειλε το άγγελμά του, άγγελμα βαριάς καταδίκης, που έδειχνε πόσο αξιοκαταφρόνητα είχε ενεργήσει ο Δαβίδ. Για τιμωρία δεν θα απεσύρετο ποτέ η ρομφαία από τον προσωπικόν οίκον του Δαβίδ· θα ηγείροντο κακά από τον οίκον του και μερικές από τις συζύγους του θα εβιάζοντο φανερά. Ο Δαβίδ είδε πόσο είχε καταφρονήσει τον Ιεχωβά και είχε μεταχειρισθή με ανευλάβεια τον Θεόν της διαθήκης. Με λύπη ωμολόγησε την αμαρτία του έναντι του Ιεχωβά. Φοβήθηκε για τη ζωή του. «Δεν θέλεις αποθάνει», του είπε ο Νάθαν· αλλά το παράνομο τέκνο της άπληστης μοιχείας του επρόκειτο να πεθάνη. Τίποτε δεν έκαμε τον Ιεχωβά να παρεκκλίνη από αυτή την καταδικαστική απόφασι. Το νόθο τέκνο έζησε μόνο επτά ημέρες και πέθανε.
17. (α) Τι θα πούμε, όμως, για τη διαθήκη της βασιλείας με τον Δαβίδ; (β) Πώς κατεδείχθη το βάθος του ελέους του Ιεχωβά όσον αφορά τον άμεσον διάδοχον του Δαβίδ;
17 Εν τούτοις, τι θα πούμε για τη διαθήκη της βασιλείας με τον Δαβίδ; Ο Ιεχωβά δεν την ακύρωσε. Παρέμεινε πιστός σ’ αυτή. Εξήσκησε το έλεος που ήταν το να συμβαδίση μ’ αυτή τη διαθήκη για να την φέρη σε ένδοξη επιτυχία. Ο Δαβίδ αποκατεστάθη στη θεία εύνοια και ετηρήθη στον «θρόνον του Ιεχωβά» στην Ιερουσαλήμ· αλλά οι διάφορες τιμωρίες, που εξετέθησαν στην καταδικαστική απόφασι του Ιεχωβά, επεβλήθησαν στον Δαβίδ με το πέρασμα του χρόνου. Το βάθος του ελέους ή πιστής αγάπης του Ιεχωβά κατεδείχθη ακόμη περισσότερο στο ότι ο επόμενος γυιός που απέκτησε ο Δαβίδ με την πρώην σύζυγο του Ουρία, ένας νόμιμος γυιός, εξελέγη από τον Θεό για να γίνη διάδοχος του Δαβίδ στον θρόνο και να προαγάγη τη διαθήκη της βασιλείας. Έτσι, αφού πέθανε ο Δαβίδ στη θεία εύνοια, «ο Σολομών εκάθισεν επί του θρόνου του Ιεχωβά βασιλεύς αντί Δαβίδ του πατρός αυτού, και ευημέρησε· και πας ο Ισραήλ υπήκουσεν εις αυτόν.» (1 Χρον. 29:23, ΜΝΚ· 2 Σαμ. 11:1 έως 12:25) Το έλεος του Ιεχωβά σύμφωνα με τη διαθήκη της βασιλείας απεδείχθη μέσον σωτηρίας. Πόσο θαυμαστό είναι τούτο!
18. Πώς, επομένως, εξεφράσθη ο Δαβίδ κατάλληλα στον ψαλμό του, και τι είπε σχετικώς ο γυιός του Σολομών σε προσευχή στην εγκαινίασι του ναού;
18 Γι’ αυτό ο Δαβίδ μπορούσε να πη στον ψαλμό του: «Θέλω σε υμνεί, Ιεχωβά, μεταξύ των εθνών, και εις το όνομά σου θέλω ψάλλει. Αυτός μεγαλύνει τας σωτηρίας του βασιλέως αυτού· και κάμνει έλεος εις τον κεχρισμένον αυτού, εις τον Δαβίδ και εις το σπέρμα αυτού έως αιώνος.» (2 Σαμ. 22:50, 51, ΜΝΚ) Όταν ο γυιός του και διάδοχός του Σολομών εγκαινίαζε τον μεγαλοπρεπή ναό, για τον οποίον ο Δαβίδ είχε κάμει τόσες ετοιμασίες, ο Βασιλεύς Σολομών μπορούσε να πη με εγκάρδια εκτίμησι σε δημόσια προσευχή στον Θεό: «Ω Ιεχωβά, Θεέ του Ισραήλ, δεν είναι Θεός όμοιός σου, εν τω ουρανώ άνω, και επί της γης κάτω, όστις φυλάττεις την διαθήκην και το έλεος προς τους δούλους σου τους περιπατούντας ενώπιόν σου εν όλη τη καρδία αυτών· όστις εφύλαξας προς τον δούλον σου Δαβίδ τον πατέρα μου όσα ελάλησας προς αυτόν και ελάλησας δια του στόματός σου, και εξετέλεσας δια της χειρός σου, καθώς την ημέραν ταύτην. Και τώρα, Ιεχωβά Θεέ του Ισραήλ, φύλαξον προς τον δούλον σου Δαβίδ τον πατέρα μου εκείνο το οποίον υπεσχέθης προς αυτόν, λέγων, Δεν θέλει εκλείψει εις σε ανήρ απ’ έμπροσθέν μου καθήμενος επί του θρόνου του Ισραήλ, μόνον εάν προσέχωσιν οι υιοί σου εις την οδόν αυτών, δια να περιπατώσιν ενώπιόν μου, καθώς συ περιεπάτησας ενώπιόν μου. Τώρα λοιπόν, Θεέ του Ισραήλ, ας αληθεύση, δέομαι, ο λόγος σου, τον οποίον ελάλησας προς τον δούλον σου Δαβίδ τον πατέρα μου.»—1 Βασ. 8:22-26, ΜΝΚ.
19. Στο γήρας του Σολομώντος πώς παρουσιάσθηκε η ανάγκη για τον Ιεχωβά να εξασκήση έλεος, και χάριν τίνος επετράπη στον Αβιά να διαδεχθή τον Ροβοάμ στο θρόνο;
19 Σε λυπηρή αντίθεσι με τον πατέρα του Δαβίδ, ο Βασιλεύς Σολομών στο γήρας του απεστάτησε από τον Ιεχωβά. Και εδώ πάλι παρουσιάσθηκε η ανάγκη να εξασκήση ο Ιεχωβά το έλεός του χάριν της αιωνίας διαθήκης της βασιλείας. Η διαθήκη δεν εξηλείφθη. Συνεπώς, ο γυιός του Σολομώντος Ροβοάμ εκάθησε επάνω στον θρόνο του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ, αλλά όχι ως βασιλεύς και των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Με την απόφασι του Ιεχωβά για τιμωρία, δέκα φυλές απεκόπησαν από την επικράτεια των βασιλέων του οίκου του Δαβίδ. Έτσι ο Ροβοάμ εξακολούθησε να άρχη μόνο επάνω σε δύο πιστές φυλές, του Ιούδα και του Βενιαμίν. (1 Βασ. 11:1-13· 12:19-24) Ο Ροβοάμ πέθανε κακός βασιλεύς. Και όμως ο γυιός του Αβιά ήλθε στον θρόνο του βασιλείου του Ιούδα. Γιατί; Η θεόπνευστη απάντησις λέγει: «Χάριν του Δαβίδ, έδωκεν εις αυτόν Ιεχωβά ο Θεός αυτού λύχνον εν Ιερουσαλήμ, αναστήσας τον υιόν αυτού μετ’ αυτόν, και στερεώσας την Ιερουσαλήμ· διότι ο Δαβίδ έκαμνε το ευθές ενώπιον του Ιεχωβά, και δεν εξέκλινε πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού από πάντων όσα προσέταξεν εις αυτόν, εκτός της υποθέσεως Ουρίου του Χετταίου.»—1 Βασ. 15:4, 5, ΜΝΚ.
20. Ποια έκκλησι έκαμε ο Βασιλεύς Αβιά στον εχθρικό Ισραηλιτικό στρατό, και για ποιους ο Ιεχωβά εκέρδισε τη μάχη;
20 Όταν ο Βασιλεύς Αβιά επήγε να πολεμήση εναντίον των επαναστατημένων δέκα φυλών του Ισραήλ, έκαμε πρώτα έκκλησι σ’ αυτές από την κορυφή ενός βουνού με τα εξής λόγια: «Δεν πρέπει να γνωρίσητε, ότι Ιεχωβά ο Θεός του Ισραήλ έδωκε την βασιλείαν επί τον Ισραήλ διαπαντός εις τον Δαβίδ, εις αυτόν και εις τους υιούς αυτού, με συνθήκην άλατος; . . . και τώρα σεις λέγετε να αντισταθήτε εις την βασιλείαν του Ιεχωβά, την εις τας χείρας των υιών του Δαβίδ, διότι είσθε πλήθος πολύ, και έχετε μεθ’ εαυτών χρυσούς μόσχους, τους οποίους ο Ιεροβοάμ [ο βασιλεύς σας] έκαμεν εις εσάς δια θεούς· . . . και ιδού, ο Θεός αυτός είναι μεθ’ ημών επί κεφαλής, και οι ιερείς αυτού με ηχητικάς σάλπιγγας, δια να ηχώσιν εναντίον σας. Υιοί Ισραήλ, μη πολεμείτε εναντίον Ιεχωβά του Θεού των πατέρων σας· διότι δεν θέλετε ευοδωθή.» (2 Χρον. 13:3-12, ΜΝΚ) Εν τούτοις, η διαθήκη της βασιλείας και η πιστή προσκόλλησις στον Ιεχωβά ως Θεόν Πρωτουργόν της διαθήκης δεν είχε ανταπόκρισι στους επαναστατημένους εκείνους Ισραηλίτας. Επροχώρησαν στη μάχη. Αλλ’ ο Ιεχωβά εκέρδισε τη μάχη για κείνους που ήσαν πιστά προσκολλημένοι στη διαθήκη του για τη βασιλεία με τον Δαβίδ.
21, 22. Ποιοι ήσαν παράδειγμα για μας σήμερα θέτοντας τη λατρεία του Θεού και τη διαθήκη της βασιλείας πιο πάνω από τον εθνικισμό, και ποιο υπόμνημα κατήρτισαν για τον εαυτό τους;
21 Η διαίρεσις των δώδεκα φυλών του Ισραήλ σε δύο βασίλεια έβαλε σε μεγάλη δοκιμασία τους Ισραηλίτας όσον αφορά την πιστότητα στη διαθήκη της βασιλείας. Αλλά υπήρξαν Ισραηλίται που έθεσαν τη λατρεία του Θεού και τη διαθήκη της βασιλείας του πιο πάνω από τον εθνικισμό. Αυτοί είναι ένα παράδειγμα για μας σήμερα. Λόγου χάριν, πάρτε τους ιερείς και Λευίτας που υπηρετούσαν στον ναό του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ, αλλά των οποίων οι κατοικίες ευρίσκοντο σε σαράντα οκτώ πόλεις διασκορπισμένες στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ. (Αριθμ. 35:6- 8· Ιησ. Ναυή 21:1-41) Το υπόμνημα που κατήρτισαν για τον εαυτό τους λέγει:
22 «Και οι ιερείς και οι Λευίται οι εν παντί τω Ισραήλ συνήχθησαν προς αυτόν [τον υιόν του Βασιλέως Σολομώντος], εκ πάντων των ορίων αυτών. Διότι οι Λευίται εγκατέλιπον τα προάστεια αυτών και τας ιδιοκτησίας αυτών, και ήλθον εις τον Ιούδαν και εις την Ιερουσαλήμ· (επειδή ο Ιεροβοάμ [ο βασιλεύς των δέκα επαναστατημένων φυλών] και οι υιοί αυτού είχον αποβάλει αυτούς από του να ιερατεύωσιν εις τον Ιεχωβά· . . .) Και μετ’ αυτούς [τους Λευίτας], όσοι εκ πασών των φυλών του Ισραήλ έδωκαν τας καρδίας αυτών εις το να ζητώσιν Ιεχωβά τον Θεόν του Ισραήλ, ήλθον εις Ιερουσαλήμ, δια να θυσιάσωσιν εις Ιεχωβά τον Θεόν των πατέρων αυτών. Και κατίσχυσαν την βασιλεία του Ιούδα, και ισχυροποίησαν τον Ροβοάμ τον υιόν του Σολομώντος.»—2 Χρον. 11:13-17, ΜΝΚ.
23. Σύμφωνα με το θείο υπόμνημα, τι έκαμαν σχετικά με το ζήτημα αυτό οι Ισραηλίται που κατοικούσαν ήδη προσωρινά στον Ιούδα;
23 Οι Ισραηλίται που κατοικούσαν προσωρινά στον Ιούδα δεν επανεστάτησαν και δεν διήγειραν εμφύλιο πόλεμο, αλλά υπετάγησαν πιστά στον βασιλέα που αντιπροσώπευε τη διαθήκη της βασιλείας του Ιεχωβά με τον Δαβίδ. Το υπόμνημα λέγει: «Περί δε των υιών Ισραήλ των κατοικούντων εν ταις πόλεσιν Ιούδα, ο Ροβοάμ εβασίλευσεν επ’ αυτούς.»—2 Χρον. 10:17.
24. Στη διάρκεια των βασιλειών βασιλέων του Ιούδα, ποιοι ελιποτάκτησαν στο βασίλειο του Ιούδα, και ποιους ο Ασά συνήγαγε στην Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα ποια συνθήκη;
24 Στη διάρκεια των βασιλειών μερικών βασιλέων του Ιούδα, πιστοί Ισραηλίται λιποτακτούσαν στο βασίλειο του Ιούδα, επειδή ο βασιλεύς του απελάμβανε το έλεος ή τις πράξεις πιστής αγάπης του Ιεχωβά. Στις ημέρες του εγγόνου του Ροβοάμ, του Βασιλέως Ασά, αυτός «συνήγαγε πάντα τον Ιούδαν και τον Βενιαμίν, και τους παροικούντας μετ’ αυτών, εκ [των επαναστατημένων φυλών] του Εφραΐμ και Μανασσή, και εκ του Συμεών· διότι πολλοί εκ του Ισραήλ προσεχώρησαν εις αυτόν, ιδόντες ότι Ιεχωβά ο Θεός αυτού ήτο μετ’ αυτού. Και συνήχθησαν εις Ιερουσαλήμ, . . . Και εισήλθον εις συνθήκην να εκζητήσωσιν Ιεχωβά τον Θεόν των πατέρων αυτών, εξ όλης της καρδίας αυτών και εξ όλης της ψυχής αυτών.» Τον εξεζήτησαν ενόσω μπορούσε να ευρεθή, και «ευρέθη εις αυτούς».—2 Χρον. 15:9-15, ΜΝΚ.
25, 26. (α) Ποια αξιοσημείωτη επίδειξις πιστότητος στη διαθήκη της βασιλείας έγινε κατά τον θάνατο του Βασιλέως Οχοζία στην Ιερουσαλήμ; (β) Πώς εχρίσθη τελικά βασιλεύς ο μόνος κληρονόμος της διαθήκης της βασιλείας;
25 Ο Βασιλεύς Οχοζίας ήταν ο όγδοος άρχων της Ιερουσαλήμ στη γραμμή του Βασιλέως Δαβίδ. Στον θάνατό του έγινε μια αξιοσημείωτη επίδειξις πιστότητος στη διαθήκη της βασιλείας όπως εσυμβολίζετο στον βασιλικόν οίκον του Δαβίδ. Η μητέρα του Γοθολία, η εγγονή του πονηρού βασιλέως των επαναστατημένων δέκα φυλών Αμρί, εσφετερίσθη τον θρόνο της Ιερουσαλήμ. Ο θρόνος αυτός ανήκε μόνο σε άνδρες που ευρίσκοντο στη διαθήκη της βασιλείας του Ιεχωβά. Για να παραμείνη σ’ αυτόν η Γοθολία «εξωλόθρευσεν άπαν το βασιλικόν σπέρμα του οίκου Ιούδα», όλους εκτός από ένα άρρεν βρέφος, τον Ιωάς. Η θεία του Ιωσαβεέθ, είχε νυμφευθή τον Λευίτην αρχιερέα Ιωδαέ. Αποφασισμένη να κρατήση ζωντανή τη βασιλική γραμμή του Βασιλέως Δαβίδ σύμφωνα με τη διαθήκη ότι ‘δεν θα έλειπε ανήρ καθήμενος επί τον θρόνον του Δαβίδ’, η θεία του Ιωσοαβεέθ απήγαγε κρυφά το βρέφος Ιωάς. Το εκράτησε μαζί με την τροφό του κρυμμένο σ’ έναν εσωτερικό κοιτώνα στον ναό του Ιεχωβά.
26 Πόσο κατάλληλο ήταν ότι ο ναός του Ιεχωβά ασφαλώς απέκρυψε τον μόνον κληρονόμον της διαθήκης του Θεού για τη βασιλεία! Στο έβδομο έτος αυτής της συγκεκαλυμμένης υπάρξεως του Ιωάς που εμεγάλωνε, ο πιστός Αρχιερεύς Ιωδαέ τον παρουσίασε και τον έχρισε βασιλέα σ’ ένα στύλο του ναού. Η δολοφονική σφετερίστρια Γοθολία άκουσε τον θόρυβον αγαλλιάσεως. «Προδοσία! Προδοσία!» εκραύγασε όταν επήγε και είδε τι συνέβαινε. Με πιστότητα στον δικαιωματικόν βασιλέα του Ιεχωβά, ο Αρχιερεύς Ιωδαέ διέταξε να την οδηγήσουν έξω και να την θανατώσουν σε μια πύλη του ανακτόρου. (2 Χρον. 22:10 έως 23:15· 2 Βασ. 11:1-16) Μέσα στο έλεός του ο Ιεχωβά, μέσω των πιστών λατρευτών του, απεδείχθη πιστός στη διαθήκη του που έκαμε με τον δούλον του Βασιλέα Δαβίδ.
27. Στην περίπτωσι του Ιωάς, πώς η απώλεια εκτιμήσεως ωδήγησε σε απιστία, αλλά τι εκράτησε σε λειτουργία τη διαθήκη της βασιλείας;
27 Απώλεια εκτιμήσεως οδηγεί σε απιστία. Ακόμη και ο Ιωάς έδωσε παράδειγμα τούτου. Εφ’ όσον ο Αρχιερεύς Ιωδαέ εζούσε και ήταν ο πνευματικός σύμβουλός του, ο Βασιλεύς Ιωάς έπραττε το ευθές. Μετά τον θάνατο του Ιωδαέ, ο Ιωάς άκουσε τους άρχοντας του Ιούδα που είχαν ειδωλολατρικές τάσεις. Ο γυιός του Ιωδαέ, ο Αρχιερεύς Ζαχαρίας, εναντιώθηκε. «Επειδή σεις εγκατελίπετε τον Ιεχωβά, και αυτός εγκατέλιπεν εσάς», είπε. Τελικά, κατά διαταγήν του Βασιλέως Ιωάς, ο λαός συνώμοσε εναντίον του Αρχιερέως Ζαχαρία και τον ελιθοβόλησε μέχρι θανάτου μέσα στην αυλή του οίκου του Ιεχωβά. Τι ποταπή αγνωμοσύνη! Το 2 Χρονικών 24:22 (ΜΝΚ) λέγει: «Και δεν ενεθυμήθη Ιωάς ο βασιλεύς το έλεος το οποίον έκαμεν εις αυτόν Ιωδαέ ο πατήρ αυτού [του Ζαχαρία], αλλ’ εθανάτωσε τον υιόν αυτού· ενώ δε απέθνησκεν, είπεν, Ο Ιεχωβά ας ίδη, και ας εκζητήση.» Ο Ιεχωβά το έκαμε αυτό. Το θείο υπόμνημα μάς λέγει πώς πέθανε ο Ιωάς: «Συνώμοσαν εναντίον αυτού οι δούλοι αυτού δια το αίμα των υιών Ιωδαέ του ιερέως, και εθανάτωσαν αυτόν επί της κλίνης αυτού, και απέθανε.» (2 Χρον. 24:25) Ο γυιός του Αμασίας τον διεδέχθη στον «θρόνον του Ιεχωβά». Έτσι, με το έλεος του Ιεχωβά, η διαθήκη της βασιλείας εξακολούθησε να λειτουργή.