ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • w59 15/9 σ. 429-431
  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
  • Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1959
  • Παρόμοια Ύλη
  • Ένας Περίπατος την Άνοιξι Οδηγεί σε Υπηρεσία Μπέθελ
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1964
  • Ωδηγημένος σε Τρίβους Δικαιοσύνης
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1963
  • Προοδευτικά Βήματα στην Υπηρεσία του Ιεχωβά
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1966
  • Υπηρετώντας τον Θεόν με Όλη Μου την Καρδιά και Δύναμι
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1968
Δείτε Περισσότερα
Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1959
w59 15/9 σ. 429-431

Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή

Αφήγησις της Αλίκης Μπέρνερ

13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1958: Μπορείτε να υποθέσετε τι έγινε σήμερα; Ενθυμείσθε το ωραίο ταχυδρομικό δελτάριο που εκυκλοφόρησε στη Διεθνή Συνέλευσι «Το Θείον Θέλημα» και το οποίο παρίστανε τη νέα προσθήκη στο Μπέθελ του Βισμπάντεν; Τι θα λέγατε αν ρίχναμε μια ματιά στην καινούργια του Αίθουσα Βασιλείας που εγκαινιάσθη σήμερα; Τι πλήθος κόσμου εισέρρευσε σ’ αυτή! Αυτό μοιάζει πολύ με τις ωραίες ζωγραφικές αναπαραστάσεις της αιθούσης αυτής, που εμφανίζουν χιλιάδες ευτυχών ανθρώπων, οι οποίοι συρρέουν στο όρος της βασιλείας του Θεού. Απέναντι δε του τοίχου αυτού είναι η μακρά σειρά των παραθύρων που βλέπουν προς την πλευρά των δασών· επειδή, όμως, είναι βράδυ, αντί ν’ αντικρύσετε τα πράσινα έλατα που είναι στα δάση, βλέπετε τα κατεβασμένα κυανά και κίτρινα παραπετάσματα. Στον λαμπρό εμπρόσθιο τοίχο διαβάζετε διακοσμημένο, καλλιγραφικά γραμμένο, το επίκαιρο άγγελμα: «Μακάριος όστις αγρυπνεί, και φυλάττει τα ιμάτια αυτού.»—Αποκάλ. 16:15.

Ένα εορταστικό πνεύμα βασιλεύει απόψε, αφυπνισμένο από τον ενθουσιασμό μιας ζωηρής ορχήστρας. Μετά από μερικά προεισαγωγικά λόγια και μια κινηματογραφική ταινία της ανεγέρσεως του κτιρίου, ο υπηρέτης του Τμήματος, Αδελφός Φράνκε, με ζωηρά λόγια ομιλεί τώρα στο πλήθος για την πρώτη μεταπολεμική Αίθουσα Βασιλείας στη Γερμανία, ένα σταύλο όπου συνεκεντρώνοντο μετά τις πείρες των στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κι άλλη μια, την Τσέππελιν Βίζε στη Νυρεμβέργη, όπου συναθροίσθηκαν θριαμβευτικά την ίδια μέρα που υφίσταντο τις καταδίκες των εκείνοι που υπήρξαν βασανισταί των μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Η νεοαφιερωμένη αίθουσά μας τώρα προορίζεται να γίνη ένα πραγματικό Βιβλικό εκπαιδευτικό κέντρο.

Αλλά πώς συμβαίνει να είμαι κι εγώ εδώ μεταξύ όλων αυτών των σκληρών αγωνιστών υπέρ της αληθείας; Ας σας πω την ιστορία μου.

Γεννημένη στην Ελβετία και ανατραφείσα από θεοσεβείς γονείς, ως ένα νεαρό κορίτσι έμαθα από μνήμης τον Ψαλμό 103, κι από τότε, οι λόγοι, «Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον· και πάντα τα εντός μου, το όνομα το άγιον αυτού,» υπήρξαν μια πηγή δυνάμεως σ’ εμένα. Τι ακριβώς εσήμαινε αυτό το όνομα, επρόκειτο να το μάθω αργότερα.

Το έτος 1919, σε μια γειτονική πόλι, σε μια ιδιωτική κατοικία, όπου συνήθιζα να πηγαίνω για το γεύμα, έλαβα το πρώτο αμυδρό φως της αληθείας. Τα όσα μου είπαν οι καλοί εκείνοι άνθρωποι για την Αγία Γραφή ήσαν καταπληκτικά. Ποτέ άλλοτε δεν είχα ακούσει για τη δεύτερη έλευσι του Χριστού ως γεγονότος, για τη θνητότητα της ψυχής και για την επάνοδο των νεκρών στη γη. Γεμάτη περιέργεια, άρχισα να διαβάζω τον πρώτο τόμο των Γραφικών Μελετών, κι όταν ανέγνωσα την περικοπή για τη στενή και την ευρεία οδό, αμέσως απεφάσισα ν’ αφήσω την οδό των πολλών και να στραφώ στην οδό των ολίγων.

Τι καιρός μεγάλης απασχολήσεως επακολούθησε! Υπήρχαν επτά τόμοι για ν’ αναγνωσθούν. Νέες απορίες ηγείροντο συνεχώς και νέες ικανοποιητικές απαντήσεις μού εδίδοντο. Εν τούτοις, κι ο Διάβολος, επίσης, εξεδήλωσε δραστηριότητα. Πρώτα οι δικοί μου άνθρωποι προσεπάθησαν να με αποτραβήξουν, κατόπιν δύο λειτουργοί της Εθνικής Εκκλησίας κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να με διατηρήσουν μέσα στο ποίμνιό τους, αλλά ματαίως. Αφού άπαξ εδοκίμασα πόσο καλή είναι η αλήθεια, προσκολλήθηκα σ’ αυτήν, όλη δε η εναντίωσις το μόνο που επέτυχε ήταν να κάμη πιο βαθιά την επιθυμία μου ν’ αποκτήσω ακριβή γνώσι εξετάζοντας κάθε Γραφικό εδάφιο, καθώς μελετούσα τις εκδόσεις της Εταιρίας. Ύστερ’ από έξη μήνες βαπτίσθηκα. Ευθύς εξ αρχής αισθάνθηκα την επείγουσα ανάγκη να διαδώσω τ’ αγαθά νέα. Συνεσταλμένη άρχισα να διανέμω φυλλάδια μέσα στον σιδηροδρομικό συρμό κι από σπίτι σε σπίτι.

Στις αρχές του έτους 1923 εδημοσιεύθη ένα άρθρο στη Σκοπιά υπό τον τίτλον «Χρησιμοποιείτε την Μναν Του;» το οποίον είλκυσε την προσοχή μου. Τώρα μπήκε στο νου μου η ιδέα της ολοχρονίου υπηρεσίας. Επειδή, όμως, ήμουν το μικρότερο παιδί και η μόνη που απέμεινα στο σπίτι με τους γονείς μου, οι οποίοι εγήρασκαν κι εχρειάζοντο κάποια φροντίδα, ηγέρθη το ερώτημα: Θα ήταν σωστό να τους αφήσω χάριν του έργου του Ιεχωβά; Ανέγνωσα, βέβαια, στο Ματθαίος 10:37: «Όστις αγαπά πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος εμού,» αλλά μια άλλη εντολή έλεγε: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου.» Συνεχώς, λοιπόν, προσευχόμουν να μου δείξη ο Θεός την ορθή πορεία. Αν και φαίνεται παράξενο, μόνον όταν ανεγνώρισα τη μεγάλη ανάγκη εργατών στο έργον της επεκτάσεως κι απεφάσισα να εισαχθώ στην ολοχρόνια υπηρεσία οπωσδήποτε, αργά ή γρήγορα, ο Κύριος ήλθε εις βοήθειάν μου, ενδυναμώνοντάς με να κάμω τ’ αναγκαία βήματα.

Έτσι, τον Ιανουάριο του 1924, εβυθίσθηκα στα ύδατα της υπηρεσίας σκαπανέως. Συγκινημένη απερίγραπτα που με προσέλαβε ο Ιεχωβά στην υπηρεσία του, συνήθιζα να βαδίζω στους λόφους που περιεστοίχιζαν την ωραία λίμνη της Ζυρίχης διακηρύττοντας τα αγαθά νέα. Είχα τη χαρά να διαθέσω πολλά βιβλία, κυρίως την Κιθάρα του Θεού, κι έτσι ήταν σχεδόν μια δοκιμασία όταν μ’ εκάλεσαν από την υπαίθρια υπηρεσία στο Μπέθελ της Ζυρίχης, όπου ευρίσκετο τότε το Γερμανικό Τμήμα της Ελβετίας. Την άνοιξι του έτους 1925 μετακομίσαμε στη Βέρνη, επειδή το Γραφείο συνεχωνεύθη με το Γαλλικό γραφείο της Ελβετίας. Για μένα αυτό εσήμαινε αύξησι ευκαιριών για θεοκρατική συναναστροφή.

Μετά από ένα έτος επωφελούς έργου, στο οποίον η εκπαίδευσίς μου σε υπηρεσία γραφείου ήταν πολύ χρήσιμη για μένα, έλαβα πρόσκλησι από τον πατέρα μου που έλεγε ότι η μητέρα μου ήταν άρρωστη, και μετά από λίγους μήνες εστάθηκα παρά το φέρετρό της δίπλα στον πατέρα μου που είχε μείνει χωρίς καμμιά συντροφιά και σε μερικούς συγγενείς μου, οι οποίοι προσπαθούσαν να με πείσουν ότι το πρώτο Χριστιανικό καθήκον μου τώρα ήταν να έλθω στο σπίτι. Αν ενεργούσα τότε κάτω από την ώθησι της αγάπης μου προς τον επίγειο πατέρα μου, μπορεί ν’ απετύγχανα στην υπέρτατη αγάπη μου προς τον ουράνιο Πατέρα μου. Ασφαλώς, ο Ιεχωβά είδε την έντονη επιθυμία μου να παραμείνω στη θέσι μου, και εισήκουσε την προσευχή μου και μ’ εβοήθησε πάλι. Πώς μπορούσα ν’ αφήσω την υπηρεσία τότε που άρχιζε ένας καιρός ευλογίας σ’ εκείνο ακριβώς το έτος 1926; (Δαν. 12:12) Όλη η θεοκρατική δράσις εφαίνετο ανθηρή και ακμαία. Επακολούθησαν χρόνια εντατικού έργου και μεγαλυτέρων ευθυνών μέσα στο Μπέθελ. Τα Σαββατοκύριακα ειργαζόμεθα όχι μόνο στον αγρό των Γερμανοφώνων, αλλά επεξετείναμε το έργον της διακηρύξεως και μέσα στη Γαλλική Ελβετία κι απ’ εκεί ακόμη και στη Γαλλία για να βρούμε κι εκεί τ’ απολωλότα πρόβατα. Τι ευτυχείς έξοδοι ήσαν αυτές!

Αλλ’ όπως ήταν πολύ φυσικό, είχα και μερικές ατυχείς πείρες. Πρώτα, ο πατέρας μου πέθανε, κι αισθανόμουν πολύ τη μοναξιά. Τότε ο Διάβολος μετήλθε κάθε είδους σχέδια για να σκιάση τη χαρά μου. Φυσικά, υπήρχαν γύρω πολλοί αδελφοί, κι επειδή ήμουν εκ φύσεως μάλλον παρορμητική, έπρεπε βέβαια ν’ αγωνισθώ σκληρά για να τηρηθώ μέσα στα κατάλληλα όρια, διότι δεν ήθελα να δεσμευθώ με προσωπικούς δεσμούς, οι οποίοι θα παρημπόδιζαν την επιδίωξι του σκοπού μου στη ζωή, κι αυτό μου εστοίχισε κάτι. Επί πλέον, η υγεία μου εφαίνετο να κλονίζεται, και στη διάρκεια των τριών μηνών της αναρρώσεως, όταν απουσίαζα από την γεμάτη απασχόλησι ζωή του Μπέθελ, μου εφαίνετο κάποτε σαν να με είχε εγκαταλείψει ο Θεός. Αλλά το έλεος και η αγαθότης Του ταχέως επανήλθαν. Αυτή τη φορά εγέμισε τα χέρια μου από άλλο ενδιαφέρον έργον κάπου αλλού—στο γραφείο των Παρισίων. Τα πρώτα εκείνα χρόνια μετά το 1930, πολλοί Άγγλοι σκαπανείς είχαν έλθει στη Γαλλία, βοηθώντας στην επέκτασι του εκεί έργου, και ήλθα σε στενή επαφή μαζί τους κι ενθυμούμαι ακόμη τη συντροφιά που απηλαύσαμε. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και ηγέρθησαν δυσχέρειες, διότι μου αρνήθηκαν παράτασι της αδείας διαμονής μου κι εχαρακτηρίσθηκα «ανεπιθύμητη» λόγω της ταυτίσεώς μου με την Εταιρία.

Και δεν μας βλέπετε τώρα—με μια αγαπητή Ελβετίδα σκαπανέα αδελφή δίπλα μου—καθήμενες σ’ ένα διαμέρισμα της ταχείας αμαξοστοιχίας που κατηυθύνετο στο Βέλγιο; Στο Μονς, μια πόλι Καθολική που δεν απείχε πάρα πολύ από τα Γαλλικά σύνορα, επιδοθήκαμε σε πραγματικό έργο σκαπανέως, διότι δεν υπήρχαν διόλου ευαγγελιζόμενοι εκεί. Και πόσο διασκεδαστικές ήσαν μερικές πείρες μας! Κατόπιν πάλι εκλήθηκα στο Παρίσι για λίγους μήνες κι εταξίδευα πηγαινοερχομένη μεταξύ Βελγίου και Γαλλίας, ώσπου, στο έτος 1935, η Εταιρία μ’ εκάλεσε πάλι στη Βέρνη.

Τα χρόνια που προηγήθησαν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήσαν καιροί εντάσεως και για τους Ελβετούς αδελφούς, διότι συμπαθούσαν πάρα πολύ τους αδελφούς των στη Γερμανία, τους γείτονάς των, οι οποίοι, λόγω της πίστεώς των, υπέφεραν πάρα πολύ. Κατόπιν, στις αρχές του Ιουλίου του 1940, έγινε η μεγάλη επίθεσις εναντίον της Εταιρίας στην Ελβετία, την ίδια μέρα που έγινε και στον Καναδά και σε άλλους τόπους. Βλέπω ακόμη κείνο το γεμάτο στρατιώτας αυτοκίνητο που περιεκύκλωνε το Μπέθελ της Βέρνης και το λεηλατούσε σαν να κυνηγούσε εγκληματίας. Επακολούθησε σκληρή μάχη για την αλήθεια στα χρόνια του πολέμου, αλλ’ ο Ιεχωβά φιλαγάθως ετήρησε την χείρα του επάνω σ’ εκείνο τον τόπο κι έτσι οι εχθροί δεν μπόρεσαν να το κλείσουν όπως εσκόπευαν, με αυτόν δε τον τρόπο μπορέσαμε να συνεχίσωμε την αποστολή τροφής για τα «πρόβατα».

Το πώς να λάβωμε αυτή την τροφή σε καιρό που η Αγγλική Σκοπιά έπαυσε να μας έρχεται, ήταν τώρα ένα πρόβλημα. Αλλά το χέρι του Ιεχωβά δεν εσμικρύνθη. Ο Ιεχωβά επρομήθευσε ένα νέο μέσον λήψεως του καθαρού αυτού ύδατος. Αυτό εσήμαινε έργον, αλλά φαντασθήτε τη χαρά μας όταν, ύστερ’ από ένα σκληρό σκάψιμο που έγινε για να λαμβάνωμε τα νέα από τον ναό μέσω μιας ξένης γλώσσης, είδαμε να αναπηδά λίγο διαυγές ύδωρ της αληθείας. Επί δύο σχεδόν χρόνια το ρεύμα από την πηγή που είχε σταματηθή αντικατεστάθη από το νέο αυτό ποτάμι.

Εκείνο τον καιρό μια είδησις διέρρευσε ότι μια θεοκρατική σχολή, η Σχολή Γαλαάδ, είχε ιδρυθή, και ότι μπορούσαν να φοιτήσουν σ’ αυτή αδελφές καθώς και αδελφοί. Μα πόσο εσκίρτησε η καρδιά μου! Αδύνατον είναι να περιγραφή η συγκίνησίς μου, όταν τελικά, την άνοιξι του 1946, ένα τηλεγράφημα με ειδοποιούσε να ετοιμασθώ για το μεγάλο ταξίδι στη συνέλευσι του Κλήβελαντ, κι όταν, λίγο αργότερα, μια επιστολή από το γραφείο του προέδρου της Εταιρίας με καλούσε να φοιτήσω στη Σχολή Γαλαάδ!

Μ’ ευχαρίστησι ενθυμούμαι το ταξίδι δια μέσου των γαλανών νερών της Μεσογείου θαλάσσης προς το Γιβραλτάρ και δια του ωκεανού στην Αμερική, όπου ένα ωραίο πρωί βρεθήκαμε στα σπινθηροβόλα νερά του λιμένος Νέας Υόρκης. Κι εδώ αληθινά και πραγματικά ενώπιόν μου ήταν το Μπρούκλυν, ο τόπος όπου είχαν ενδιατρίψει οι σκέψεις μου τόσο πολλές φορές πριν. Όταν είδα το μεγάλο εργοστάσιο και το Μπέθελ, κατενόησα πράγματι ότι ούτε τα μισά δεν μου είχαν λεχθή.

Κατόπιν πήγα στην πρώτη μου γιγάντεια συνέλευσι του Κλήβελαντ, κι απ’ εκεί ξεκίνησα για τη Σχολή Γαλαάδ. Συχνά διεπίστωσα στην υπηρεσία του Ιεχωβά ότι απερίγραπτες ευλογίες επακολουθούν έναν καιρό εξαιρετικά σκληρού έργου. Αυτό έγινε και στη Σχολή Γαλαάδ. Μ’ ένα πληρέστερο μέτρον του πνεύματος του Θεού απεκτήσαμε μια βαθύτερη ενόρασι των Βιβλικών αληθειών, μια ζωηρότερη όρασι της παγκοσμίου οργανώσεως κι αισθανθήκαμε θερμότερη αγάπη σε όλους τους αδελφούς μας—οι οποίοι έτειναν όλοι στο να κάνουν πλουσιώτερη τη ζωή. Η επίγνωσις των βαθέων πραγμάτων του Θείου λόγου που εμάθαμε εκεί μας συνοδεύει κι αποτελεί μια σταθερή βοήθεια στη διακονία αργότερα καθόσον το πνεύμα επαναφέρει τις πολλές αρχές που εναπετυπώθησαν στον νου μας.

Κι ο τόπος το διορισμού μου; Άλλη μια φορά η αγαπητή γηραιά Ελβετία. Επακολούθησαν χρόνια γεμάτα από ακατάπαυτη γραφική εργασία και πείρες που απαιτούσαν αγρυπνία κι υπομονή, αλλά στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, ιδού! σαν κοσμήματα σε μια αλυσίδα σκληρού έργου, οι δύο διεθνείς συνελεύσεις του 1950 και 1953 στη Νέα Υόρκη, και—σαν να μην υπελογίζετο το χρήμα—είχα το προνόμιο να παρευρεθώ και στις δύο. Αργότερα, στο έτος 1955, είδα το ρεύμα των αδελφών των άλλων χωρών να μας επισκέπτωνται στην Ευρώπη για να παρακολουθήσουν τις διάφορες συνελεύσεις εδώ, περνώντας κι από τη Βέρνη στο ταξίδι τους προς τη Νυρεμβέργη. Ναι, κι εγώ επίσης παρευρέθηκα στη Νυρεμβέργη και ήταν βέβαια μια ευτυχής πρόγευσις του τι μου επεφυλάσσετο. Διότι τότε περίπου ήταν που μ’ ερώτησαν αν θα ήθελα να φύγω απ’ τη χώρα μου και να πάω να βοηθήσω στο έργον μέσα στο Μπέθελ του Βισμπάντεν. Γρήγορα μου ήλθαν στο νου τα λόγια του Ησαΐα, «Ιδού εγώ, απόστειλόν με,» αλλά, παραδόξως, υπήρχε ακόμη ένας «κόμπος» στον λάρυγγά μου. Ναι, αυτό εσήμαινε ν’ αφήσω όλα τα αγαπητά πρόσωπα που είχα γνωρίσει και με τα οποία είχα συνεργασθή επί δεκαετηρίδες. Μια ωραία άποψις, όμως, ήταν ότι δεν αποστελλόμουν μόνη, αλλά με τρεις άλλους Γαλααδίτας, με τους οποίους μπορούσα ν’ ανταλλάσσω ευτυχείς αναμνήσεις.

Έχουν περάσει ήδη τρία σχεδόν χρόνια. Πρώτα έπρεπε να συνηθίσωμε σε νέα πράγματα. Όλα ήσαν μεγαλύτερα, κι εχρειάζετο περισσότερος χρόνος και δύναμις για να επιδοθούμε στη διακονία. Επίσης, είχα χάσει τα πρόβατα που είχα βρει στη χώρα μου και τα οποία τόσο στοργικά ήθελαν να παρακάθωνται μαζί μου στις συναθροίσεις, αλλά ποτέ δεν έχασα την αγάπη του Ιεχωβά. Αυτός ποτέ δεν αλλάσσει, κι εξέχυσε την τρυφερή του αγάπη σ’ εμένα δίνοντάς μου αρκετή δύναμι για να προχωρήσω και κάνοντάς με να έχω την αγάπη νέων αδελφών και τη στοργή μερικών αγαπητών ανθρώπων καλής θελήσεως, που παρευρέθησαν μαζί μου στη συνέλευσι περιοχής και μου παρέσχον, με την ίδια όπως και άλλοτε γενναιοδωρία, το προνόμιο του να παρακολουθήσω και τη Διεθνή Συνέλευσι «Το Θείον Θέλημα» στη Νέα Υόρκη.

Τι απόλαυσις ήταν εκείνο το μνημειώδες απόγευμα της Κυριακής 27 Ιουλίου, βρίσκοντας τόσους συμμαθητάς μου της Σχολής Γαλαάδ απ’ όλες τις γωνίες της γης να κάθωνται στο Στάδιο Γιάγκη γύρω από τη νέα σειρά σπουδαστών που αποφοιτούσε τότε! Και ακούοντας την Παρασκευή εκείνη τη στερρά απόφασι ότι θέλομε να είμεθα ακριβώς ένας λαός, συζώντας με ειρήνη και ποτέ μην υψώνοντας το χέρι εναντίον των αδελφών μας! Και αναμένοντας με το πλήθος των 253.922 ατόμων τη βροντερή είδησι ότι η Βασιλεία κυβερνά κι ακούοντας ύστερα τα φιλάγαθα λόγια του Αδελφού Νορρ που ανήγγελλε το νέο εκπαιδευτικό πρόγραμμα! Τελικά δε, σαν ένα αποκορύφωμα της Χριστιανικής μου ζωής, βλέποντας το απέραντο πλήθος απ’ όλα τα έθνη σαν ένας άνθρωπος να στέκη ώμος προς ώμον για τον τελευταίο ύμνο και αισθανομένη την ενότητα όσο ποτέ πριν!

Τώρα πάλι στο σπίτι μας με ναυλωμένο αεροπλάνο. Στο σπίτι μας, λέγω; Ναι, πράγματι, διότι, όταν έφθανα στη Γερμανία, όταν ο Ρήνος με χαιρετούσε από κάτω, όταν ένας ευτυχισμένος όμιλος από αδελφούς και αδελφές του Μπέθελ ανέμεναν να μας συναντήσουν στο αεροδρόμιο της Φραγκφούρτης, μήπως δεν ήμουν στο σπίτι μου ανάμεσα σε πιο πολλούς φίλους από όσους ποτέ ωνειρεύθηκα; Κατόπιν πήγα πάλι στο Μπέθελ. Μπορείτε να με ιδήτε εδώ—είτε μαζί με μερικούς σθεναρούς νέους αδελφούς ή με μερικούς από τους αγαπητούς παλαιοτέρους αδελφούς, αληθινούς μάρτυρας, που μπορούν να πουν αληθινές ιστορίες περί Ναζιστικών φυλακών και στρατοπέδων συγκεντρώσεως, αλλ’ οι οποίοι δεν λέγουν μόνο δυσάρεστα πράγματα, αλλ’ ενισχύουν άλλους στην πίστι των, όταν αφηγούνται πώς η πιστότης και η επιμέλειά των ακόμη και για τους δεσμοφύλακάς των μερικές φορές έσωσε τη ζωή των, και πώς κατά καιρούς ο ίδιος ο Ιεχωβά παρενέβη και μετεκίνησε εμπόδια ή εχθρούς που θα μπορούσαν να τους θανατώσουν.

Μπορείτε να καταλάβετε πώς αισθάνομαι, όταν τις γιορτές το ένα μεγάλο λεωφορείο μετά το άλλο γεμάτα από χαρούμενους αδελφούς από όλα τα μέρη της Γερμανίας καταφθάνουν στο Μπέθελ για να μας επισκεφθούν; Ή όταν ομάδες αδελφών από το εξωτερικό, ενίοτε ιεραπόστολοι, διέρχωνται και μας φέρνουν την αγάπη των αδελφών μας και παίρνουν τη δική μας αγάπη μαζί τους; Ή όταν, στις περιφερειακές μας συνελεύσεις, καθήμενοι ανάμεσα σε χιλιάδες και χιλιάδες σε μια μεγάλη σκηνή είτε στη Φραγκφούρτη, είτε στο ωραίο άλσος μέσα στην πόλι του Αμβούργου, ακούωμε το ίδιο πρόγραμμα όπως και στη Νέα Υόρκη, ή όταν είναι δυνατόν ν’ ακούσωμε άλλη μια φορά, όπως συνέβη απροσδόκητα εφέτος το φθινόπωρο στη Στουττγάρτη, τον Αδελφό Νορρ, ο οποίος μας έδωσε ακριβώς μια πρόγευσι του εδαφίου του έτους 1959; Πραγματικά: «Μακάριος όστις αγρυπνεί, και φυλάττει τα ιμάτια αυτού.» Θέλω, βέβαια, να είμαι άγρυπνη και να παραμένω μακαρία στη θέσι μου, τηρώντας τα διακονικά μου ιμάτια κι ευλογώντας τ’ όνομα του Ιεχωβά για πάντα. Ποια καλύτερη θέσις θα μπορούσε να υπάρξη στη γη;

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση