Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
Αφήγησις του Τζοβάννι Ντι Τσέκκα
ΤΟ ΚΑΛΙΤΡΙ της Ιταλίας υπήρξε γενέτειρά μου, τον Δεκέμβριο του 1879. Οι θεοσεβείς γονείς μου μ’ εβάπτισαν και αργότερα με έχρισαν Ρωμαιοκαθολικό. Σχεδόν δεν ανεμέναμε ότι σήμερα στην ηλικία των ογδόντα ενός ετών, θα ανέτρεχα πενήντα πέντε χρόνια ως ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά.
Μετά το χρίσμα μου, συνήθιζα να διερωτώμαι και τελικά ερώτησα τον ιερέα μας: «Τι πρέπει να κάμω ως Χριστιανός για να ευαρεστήσω τον Θεό;» Αυτός απήντησε: «Να είσαι ένας καλός άνθρωπος, να παρακολουθής τακτικά τη λειτουργία, να κάνης εξομολόγησι, να επαναλαμβάνης το ροζάριο, να εισφέρης όσα μπορείς στην εκκλησία και να κάνης ό,τι σου λέγω.» Η απάντησις του δεν με ικανοποίησε. Εφαίνετο ιδιοτελές και εσφαλμένο να ενδιαφέρωμαι για τον εαυτό μου μόνο. Γιατί να μην προσπαθήσω να βοηθήσω κι άλλους και να κάμω τον κόσμο καλύτερο;
Τότε περίπου ήταν που ο πατέρας μου έφερε στο σπίτι μια Αγία Γραφή κι άρχισε να μας την αναγινώσκη. Ποτέ προηγουμένως δεν την είχα ιδεί και διερωτώμουν αν θα με βοηθούσε να είμαι ένας καλός Χριστιανός. Καθόσον ο πατέρας την ανεγίνωσκε σε μας από μέρα σε μέρα, ενδιαφερόμουν πολύ κι επιθυμούσα ν’ αναγινώσκω τη Γραφή ο ίδιος. Επειδή ήμουν ένας ποιμενόπαις από την ηλικία πέντε ετών και χωρίς σχολική εκπαίδευσι, δεν ήξερα ν’ αναγινώσκω. Όταν ο πατέρας μ’ έμαθε ν’ αναγινώσκω, δαπανούσα πολλές ευτυχισμένες ώρες διαβάζοντας το καλό αυτό Βιβλίο. Μολονότι πολλά πράγματα δεν ήσαν σαφή, κατενόησα ότι τα όσα μου έλεγαν οι ιερείς δεν συμφωνούσαν με τον λόγον του Θεού. Το να προσπαθήσω να μιλήσω στον ιερέα μου για την Αγία Γραφή ήταν πολύ απογοητευτικό. Αυτός μου είπε δεν ήταν δική μου δουλειά το να καταλαβαίνω και να διδάσκω την Αγία Γραφή· αυτό ήταν δική του δουλειά! Αυτός θα μου έλεγε όλα όσα ήταν ανάγκη να γνωρίζω για να είμαι ένας πραγματικός Χριστιανός. Κατόπιν μου είπε να πάω στην εξομολόγησι. Πήγα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα για εξομολόγησι. Πολύ δυσαρεστημένος ο παπάς μου είπε τρομερά πράγματα περί καθαρτηρίου και αιωνίων βασάνων και άλλα πράγματα ακατάλληλα ν’ ακούωνται από ένα νεαρό παιδί. Είχα αηδιάσει πολύ. Όταν μου ελέχθη να ρίξω κάτι στο κουτί των εισφορών για την πληρωμή των υπηρεσιών του παπά, έρριξα δύο σεντς, που κι αυτά τα λυπήθηκα αργότερα.
Καθόσον συνεχίζαμε διαβάζοντας τη Γραφή, ο πατέρας μου απεφάσισε να μην ξαναπάμε στη λειτουργία. Η απόφασίς του επροκάλεσε μεγάλη εναντίωσι από τους συγγενείς μας και τους παλιούς φίλους. Οι παπάδες τούς είπαν να μην έχουν καμμιά σχέσι μαζί μας, διότι θα τους παραπλανούσαμε. Προσεχωρήσαμε στην τοπική Βαπτιστική εκκλησία όπου εμάθαμε ότι το καθαρτήριο δεν ανεφέρετο στη Γραφή, ούτε έλεγε η Γραφή τίποτα περί του ότι πρέπει να πηγαίνωμε στη λειτουργία ή να προσευχώμεθα στους «αγίους.» Ο λειτουργός μάς είπε ότι πρέπει να προσευχώμεθα στον Θεό και να εξομολογούμεθα τ’ αμαρτήματά μας σ’ Αυτόν. Χάρηκα που τα έμαθα αυτά, αλλ’ η διδασκαλία περί αιωνίων βασάνων μ’ ενοχλούσε. Ο λειτουργός μας δεν μπορούσε να δώση μια ικανοποιητική Γραφική απάντησι. Αυτό ήταν μια μεγάλη απογοήτευσις για μένα, διότι η σκέψις περί αιωνίων τυραννισμών σ’ έναν τόπο βασάνων με έθλιβε πάρα πολύ. Εξακολούθησα να διαβάζω τη Γραφή, ελπίζοντας να εύρω κάποιον, ο οποίος θα μπορούσε ν’ απαντήση στα ερωτήματά μου.
Στο έτος 1900, οπότε ήμουν είκοσι ενός ετών, πήγαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες, κι εγκατασταθήκαμε στην πολιτεία Κοννέκτικατ. Εξασφάλισα εργασία για να βοηθήσω στη συντήρησι της οικογενείας κι αμέσως άρχισα να μελετώ Αγγλικά, με τη βοήθεια ενός Ιταλο-Αγγλικού λεξικού. Μαθαίνοντας να μιλώ και να διαβάζω Αγγλιστί, αισθάνθηκα σαν να ήταν πατρίδα μου η Αμερική. Εδώ εξακολούθησα να διαβάζω τη Γραφή, ελπίζοντας ακόμη ότι κάποιος θα με βοηθούσε να την κατανοώ.
Στο 1904 η ελπίδα μου επραγματοποιήθη όταν μία τακτική βιβλιοπώλις της Σκοπιάς επεσκέφθη τον τόπο της εργασίας μου προσφέροντας βοηθήματα Γραφικής μελέτης. Απ’ αυτήν επρομηθεύθηκα τους πρώτους τρεις Τόμους των Γραφικών Μελετών. Ο πρώτος τόμος, που ελέγετο «Το Σχέδιον των Αιώνων,» διήνοιγε σ’ εμένα το ένδοξον άγγελμα της Βίβλου κατά ένα αξιοσημείωτον τρόπο. Τόσο ευτυχής ήμουν, ώστε ήθελα να λέγω στον καθένα ότι βρήκα την αλήθεια. Πόσο θαυμάσιο ήταν! Οι ανησυχίες μου περί αιωνίων βασάνων ετελείωσαν, διότι το εμπνευσμένο Βιβλίο του Θεού σαφώς λέγει ότι «ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος,» όχι βάσανα. Έμαθα ότι η βασιλεία του Θεού, για την οποίαν ο Ιησούς μάς εδίδαξε να προσευχώμεθα, θα φέρη αιώνια ζωή και τέλεια ευτυχία σε όλους όσοι πιστεύουν στον Κύριον Ιησού Χριστό και τον υπηρετούν πιστά. Τι άγγελμα για να φερθή στον λαό!
Οι πρώτες μου προσπάθειες να θέσω σε κυκλοφορία τα θαυμάσια αυτά βιβλία δεν ήσαν πολύ επιτυχείς, διότι δεν ήξερα πώς να ενεργήσω. Όταν προσεπάθησα να εγείρω το ενδιαφέρον του Βαπτιστού λειτουργού λέγοντάς του ότι ο άδης δεν είναι τόπος αιωνίων βασάνων, αυτός ερώτησε: «Αν αφαιρεθή ο Άδης από τη Γραφή, τότε τι μας μένει;» Εγώ απήντησα: «Έχομε τον Χριστό τον Σωτήρα μας, ο οποίος μας ελύτρωσε από την κατάρα του θανάτου, και τη χιλιετή βασιλεία του που θα φέρη ειρήνη, ευτυχία κι αιώνια ζωή σ’ εκείνους που υπακούον σ’ αυτόν.» Αυτό ετερμάτισε τη συζήτησι.
Στο Άσμπουρυ Παρκ, της Νέας Ιερσέης, στη διάρκεια συνελεύσεως των Σπουδαστών της Γραφής το 1906, συνήντησα μερικές εκατοντάδες αφιερωμένους Χριστιανούς που εγνώριζαν καλά τις Γραφές. Ποτέ δεν θα λησμονήσω το πώς οι άνθρωποι αυτοί με τα φιλικά αισθήματα μιλούσαν διαρκώς για τη Γραφή και ήσαν πρόθυμοι και ικανοί ν’ απαντήσουν στα ερωτήματά μου. Αν μπορούσα να είμαι πάντοτε με τέτοιους ανθρώπους, πόσο ευτυχής θα ήμουν! Εκεί συνήντησα τον Αδελφό Κάρολο Ρώσσελ, πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά, τον ερώτησα αν θα μπορούσα να εργασθώ στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας. Αφού άκουσε τις πείρες μου στην Ιταλία, και το πώς έμαθα την αλήθεια στην Αμερική, με συνεβούλευσε ν’ αναλάβω έργον τακτικού βιβλιοπώλου πρώτα και πιθανώς θα ευρίσκετο αργότερα μια θέσις για μένα στα κεντρικά γραφεία. Βαπτίσθηκα εκείνο το έτος, αλλά δεν θεωρούσα τον εαυτό μου έτοιμο για υπηρεσία τακτικού βιβλιοπώλου. Τότε ένας αδελφός, που ησχολείτο σ’ αυτό το έργον, με παρεκάλεσε να τον συντροφεύσω. Το έπραξα, και σε λίγο έμαθα πώς να διαθέτω τα βοηθήματα Γραφικής μελέτης. Με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά έδωσα και δημοσία ομιλία στην ιταλική γλώσσα σ’ ένα ακροατήριο τετρακοσίων ατόμων, στο Ροζέτο της Πενσυλβανίας.
Εν τω μεταξύ, τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας μετεφέρθησαν από την Αλλεγκένη της Πενσυλβανίας στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης. Τον Δεκέμβριο του 1909, προσεκλήθην να εργασθώ μέσα στο Μπέθελ του Μπρούκλυν. Τι προνόμιο ήταν να είμαι μέλος της αφιερωμένης αυτής οικογενείας! Προτού περάση ένα έτος, μου ανετέθη να υπηρετήσω μερικώς Ιταλούς εκεί πλησίον, οι οποίοι έδειξαν πολύ ενδιαφέρον για τη βασιλεία του Θεού. Κανείς απ’ αυτούς δεν μπορούσε να δώση δημόσιες ομιλίες, κι έτσι εγώ έκαμα ότι μπορούσα, ο δε Κύριος ευλόγησε τις προσπάθειές μου. Συχνές διαλέξεις διευθετήθησαν στο Κοννέκτικατ, στη νέα Υόρκη, στη Μασσαχουσέττη, στη Νέα Ιερσέη και στην Πενσυλβανία.
Αφού απέκτησα κάποια πείρα σ’ αυτό το έργον, η Εταιρία με απέστειλε σε τακτικά ταξίδια ως «πίλγκριμ» σε μακρινούς τόπους. Σε μια τέτοια περίπτωσι διαλέξεως στο Σαιντ Λούις, μερικοί νεαροί Καθολικοί ήλθαν στη συνάθροισι με πέτρες στις τσέπες τους έτοιμοι να τις ρίξουν εναντίον μου, αν δεν τους ήρεσκε ό,τι θα ελέγετο. Πέτρες δεν ερρίφθησαν, αλλά μετά το άκουσμα της ομιλίας μερικοί παρέμειναν για να θέσουν Γραφικές ερωτήσεις κι έδειξαν ενδιαφέρον για την αλήθεια.
Στο Ρότσεστερ, μ’ επλησίασε κάποιος μετά τη διάλεξι και με απασχόλησε σε ζωηρή συζήτησι επί μια ώρα και πλέον. Έφυγε πεπεισμένος ότι εμείς είχαμε την αλήθεια κι αργότερα έγινε ένας ολοχρόνιος σκαπανεύς διάκονος. Είναι ακόμη πιστός στο έργον του Ιεχωβά. Στη διάρκεια μιας άλλης διαλέξεως στο Σπρίνγκφηλντ της Μασσαχουσέττης, μερικοί ταραξίαι ανέβηκαν στην εξέδρα και προσεπάθησαν να μ’ εμποδίσουν. Εγώ μιλούσα δυνατώτερα απ’ αυτούς, και το ακροατήριο εξακολούθησε ν’ ακούη προσεκτικά. Τελικά οι ταραχοποιοί έφυγαν. Δύο οικογένειες που παρακολούθησαν εκείνη τη διάλεξι έγιναν αργότερα διάκονοι των αγαθών νέων.
Στις αρχές του έτους 1914, το Φωτόδραμα της Δημιουργίας που διέθετε η Εταιρία προεβλήθη σε Αγγλοφώνους, συνοδευόμενο από ηχογραφημένες επεξηγηματικές ομιλίες. Όταν αυτές οι ομιλίες μετεφράσθησαν αργότερα στην Ιταλική, προσεκλήθην να τις αναγινώσκω ενόσω προεβάλλοντο οι εικόνες. Γνωρίζοντας ότι εχρειάζοντο δυο ώρες για να γίνη παρουσίασις του καθενός από τα τέσσερα μέρη του Δράματος, διηρωτώμουν αν θα μπορούσα να το χειρισθώ. Εφόσον ο Ιεχωβά είχε ευλογήσει τις ασθενείς μου προσπάθειες στις δημόσιες ομιλίες, ήμουν ανυπόμονος να δοκιμάσω. Ο Ιεχωβά μου έδωσε δύναμι, κι επροχώρησα καλά. Χιλιάδες ατόμων παρακολούθησαν τις προβολές, και πολλοί άφησαν τα ονόματά τους ζητώντας περισσότερες Γραφικές πληροφορίες. Κι άλλοι συμμετέσχον μ’ εμένα στο ευχάριστο έργον της επισκέψεως αυτών των ανθρώπων στην περιφέρεια του Μπέθελ και της προαγωγής του ενδιαφέροντός των.
Μια αδελφή στην αλήθεια, η Γκραίης Χάρρις, στην οποία έκαμε εντύπωσι ο ζήλος και η ενεργητικότης που επέδειξα πρόθυμα στις ομιλίες του Δράματος, ερωτεύθηκε τον ομιλητή. Νυμφευθήκαμε από τον Αδελφό Ρώσσελ στο έτος 1916. Η Γκραίης υπήρξε μια πραγματική σύντροφος για μένα επί σαράντα χρόνια και πλέον, και είναι ακόμη. Για όλ’ αυτά είμαι πολύ ευγνώμων στον Ιεχωβά.
Όταν το Δράμα εξεπλήρωσε τον σκοπό του, με αφήκε να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στα καθήκοντά μου στο Ιταλικό τμήμα της Εταιρίας, μεταφράζοντας επιστολές και βοηθώντας στην αλληλογραφία. Ήταν θαυμάσιο να είμαι στον οίκον Μπέθελ! Κατόπιν, στο 1916, όλοι μας υπέστημεν ένα μεγάλο κλονισμό. Ο Αδελφός Ρώσσελ πέθανε μέσα στην αμαξοστοιχία με την οποία επέστρεφε από μια περιοδεία διαλέξεων στη Δυτική Ακτή. ‘Τι θα κάμωμε τώρα;’ ερώτησαν πολλοί. Επιστεύαμε ότι ο Αδελφός Ρώσσελ ήταν «ο δούλος» του κατά Ματθαίον 24:45-47, στου οποίου τη φροντίδα ήσαν ανατεθειμένα όλα τα συμφέροντα της Βασιλείας. Ετελείωσε μήπως το έργον μας ή θα έπρεπε να εξακολουθήσωμε να κηρύττωμε τ’ αγαθά νέα, όπως εκάναμε στη διάρκεια της επιγείου ζωής του; Μερικοί απεθαρρύνθησαν κι απεχώρησαν, αλλ’ οι περισσότεροι εξακολούθησαν να εργάζωνται κι ευλογήθησαν πλουσίως από τον Κύριον.
Στην υπηρεσιακή συνάθροισι του Ιανουαρίου του 1917, ο Αδελφός Ιωσήφ Ρόδερφορδ εξελέγη πρόεδρος της Εταιρίας. Όλα πήγαν καλά επί ένα χρονικό διάστημα, ώσπου ολίγοι αδελφοί, οι οποίοι ενόμιζαν ότι ήσαν νόμιμοι διευθυνταί της Εταιρίας, προσεπάθησαν ν’ αλλάξουν τους κανονισμούς και ν’ αναλάβουν τον έλεγχο του έργου. Η προσπάθειά των να κάμουν τον πρόεδρον ένα απλό ομοίωμα αρχηγού, που να εξυπηρετή τις φιλοδοξίες των, δεν επέτυχε, αλλ’ αυτό επροξένησε πολλή σύγχυσι και θλίψι στους φίλους που ήσαν πιστοί στην Εταιρία επί έτη. Αφού απέτυχαν, αυτοί οι αντιδραστικοί εγκατέλειψαν το Μπέθελ και το έργον. Τα πράγματα κατόπιν προχώρησαν καλά ως το θέρος του 1918.
Εκείνο το έτος, μια ομάς κληρικών των ψευδών θρησκειών παρεκίνησε την κυβέρνησι των Ηνωμένων Πολιτειών να σταματήση το έργον της Εταιρίας με τη δικαιολογία ότι οι αξιωματούχοι της δεν συνεμορφώνοντο με τη πολεμική προσπάθεια. Ισχυρίσθησαν ότι το κήρυγμά μας για τη βασιλεία του Θεού ως τη μόνη ελπίδα και η επισήμανσις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ως εκπληρώσεως προφητείας ήταν πιθανόν ν’ αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από το να πάνε στον πόλεμο. Οι κατηγορίες αυτές προεκάλεσαν τη σύλληψι και δίκη των αξιωματούχων της Εταιρίας και των συντρόφων των λόγω μη ενεργού συμμετοχής στον πόλεμο. Κι εγώ έγινα ένας κατηγορούμενος στην περίπτωσι εκείνη, επειδή συνεβούλευσα τον νεαρό αδελφό μου πώς να ενεργήση κατάλληλα για να υπαχθή στην τάξι των θρησκευτικών λειτουργών.
Μας έγινε εκείνο που απεδείχθη αργότερα ότι ήταν μια άδικη δίκη. Απεστάλημεν μακριά στην Ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντας, Γεωργίας. Ενώ οι άλλοι επιβαρύνθησαν με πολύ μακροχρόνιες ποινές, η δική μου ποινή ήταν συγκριτικά βραχείας διαρκείας. Ο Αδελφός Μακμίλλαν, ένας από τους συγκατηγορουμένους μου, λέγει ακόμη ότι αυτό ωφείλετο στο ότι εγώ είμαι πιο χαμηλού αναστήματος από τους άλλους. Μέσα στο ραφείο της φυλακής βρήκα μερικούς άλλους Ιταλούς, οι οποίοι εξέτιαν ποινές λόγω παραχαράξεως νομισμάτων. Τους έδωσα μαρτυρία για τη Θεία βασιλεία της ειρήνης και της τελειότητος για το ανθρώπινο γένος. Μερικοί άκουαν με εκτίμησι· άλλοι ενόμιζαν ότι αυτά ήσαν τόσο καλά ώστε να μην είναι αληθινά.
Η δικαιοσύνη άρχισε να θριαμβεύη, κι αποφυλακισθήκαμε από την Ατλάντα την άνοιξι του 1919, για να αθωωθούμε πλήρως αργότερα. Όταν επεστρέψαμε στο Μπρούκλυν, μας υπεδέχθησαν πολλοί φίλοι, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθή για να μας χαιρετήσουν. Ήταν μια ευτυχής οικογενειακή συγκέντρωσις. Εκείνο τον Σεπτέμβριο, στο Σήνταρ Πόιντ, Οχάιο, είχαν συγκεντρωθή σε συνέλευσι 7.000 και πλέον αφιερωμένοι φίλοι για να μάθουν, αν ήταν δυνατόν, τι ο Κύριος ήθελε να κάμωμε. Προς ευαρέσκειάν μας διεκρίναμε από τη Γραφή ότι υπήρχε ακόμη για να γίνη ένα μεγάλο έργον σε κήρυγμα του αγγέλματος της Βασιλείας προς τα έθνη. Επανήλθαμε στο Σήνταρ Πόιντ για άλλη μια συνέλευσι στο 1922, όπου όλοι ενθουσιάσθησαν με την προοπτική μεγαλυτέρων πραγμάτων που ήσαν ενώπιόν μας. Η Γκραίης κι εγώ είχαμε τη χαρά της ολοχρονίου συμμετοχής σ’ αυτό το ολοένα αυξανόμενο έργον της Βασιλείας.
Ήμεθα απασχολημένοι στα ανατεθειμένα καθήκοντά μας μέσα στο Μπέθελ και τα χρόνια περνούσαν γρήγορα. Παρακολουθήσαμε πολλές συνελεύσεις του λαού του Ιεχωβά, όπως τις συνελεύσεις του Κολόμπους στο 1931 και 1937, του Σαιντ Λούις στο 1941, του Λος Άντζελες στο 1947, και την πρώτη μεγάλη συνέλευσι στο Στάδιο Γιάγκη της Νέας Υόρκης στο 1950. Όλες αυτές ήσαν χαρωπές πείρες, καθόσον εβλέπαμε να ευοδώνη ο Θεός την ανάπτυξι της επιγείου του οργανώσεως.
Στο 1951, και πάλι στο 1955, η Εταιρία και οι φίλοι μας κατέστησαν δυνατόν να επισκεφθούμε την Ιταλία, όπου είχα τη χαρά να μιλήσω σε μερικές εκκλησίες των αδελφών μας. Στη διάρκεια του ταξιδιού του 1955, ήμεθα ανάμεσα σε μερικές χιλιάδες ατόμων που περιώδευσαν στην Ευρώπη, παρακολουθώντας συνελεύσεις σε πολλές πόλεις. Η συνέλευσις της Ρώμης στην ωραία αίθουσα, που προωρίζετο αρχικά για την ενδόξασι του Μουσσολίνι, απέβη προς αίνον του ονόματος του Ιεχωβά κι έκαμε βαθιά εντύπωσι στον λαό της Ρώμης.
Στο Μπρούκλυν η σύζυγός μου κι εγώ είμεθα ευτυχείς που έχομε τακτικό μέρος στο έργο από πόρτα σε πόρτα, σε επανεπισκέψεις και σε οικιακές Γραφικές μελέτες. Εκτιμούμε, επίσης, τη σπουδαιότητα της παρακολουθήσεως συναθροίσεων και συνελεύσεων, τις οποίες προμηθεύει ο Ιεχωβά. Μολονότι κάποτε κουραζόμεθα στις ώρες των συναθροίσεων, επιστρέφομε πάντοτε πολύ αναζωογονημένοι.
Ανασκοπώντας τα πενήντα πέντε χρόνια, που εδαπάνησα στην υπηρεσία του Ιεχωβά, μπορώ ειλικρινά να πω ότι αυτά υπήρξαν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου. Στα πενήντα τρία απ’ αυτά υπήρξα μέλος της οικογενείας Μπέθελ του Μπρούκλυν—ένα προνόμιο υπηρεσίας, το οποίον με όλη μου την καρδιά συνιστώ σε κάθε νεαρό Χριστιανό. Υπήρξαν, βέβαια, μερικές δοκιμασίες, αλλ’ αυτές ηύξησαν την πίστι μας στον Ιεχωβά. Ποτέ δεν αμφέβαλα ότι Αυτός χρησιμοποιεί την Εταιρία για να διευθύνη το παγκόσμιο έργον της μαρτυρίας, το οποίον προείπε ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον 24:14. Όπως είπε ο Παύλος, οποιαδήποτε παθήματα «δεν είναι άξια να συγκριθώσι με την δόξαν την μέλλουσαν να αποκαλυφθή εις ημάς.»—Ρωμ. 8:18.
Η μεγάλη ελπίδα μας είναι να έχωμε μέρος στον Θείο νέο κόσμο της δικαιοσύνης, όπου μπορούμε να αινούμε τον Θεό και να τον υπηρετούμε για πάντα. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά, θα επιδιώκωμε επιτυχώς αυτόν τον ευλογητό σκοπό μας στη ζωή.