Υπηρετείτε τον Θεό ή Αναμένετε τον Θεό να Σας Υπηρετήση;
ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΣΘΕ τη Χριστιανοσύνη με την έννοια του να δίνετε ή με έννοια του να λαμβάνετε; Είναι πολύ δύσκολο το ν’ ασχολούμεθα μόνο με τη δική μας ευημερία κι έτσι, πραγματικά, ν’ αναμένωμε απ’ τον Θεό να μας υπηρετήση, αντί ν’ ασχολούμεθα με το να υπηρετούμε τον Θεό ευπρόσδεκτα. Αν επιδιδώμεθα στη λατρεία του Θεού απλώς ένεκα της ειρήνης διανοίας που μας παρέχει, της επιτυχίας, της καταστάσεως ή των φίλων που φέρνει, η επειδή παρέχει ελπίδα σωτηρίας μετά θάνατον, τότε, αντί να υπηρετούμε τον Θεό, αναμένομε από τον Θεό να μας υπηρετήση, το δε ελατήριό μας είναι εσφαλμένο.
Ένας τρόπος, με τον οποίον αποκαλύπτομε αυτή τη διανοητική διάθεσι, είναι με τις προσευχές μας. Από τι συνίστανται αυτές; Μόνον από αιτήσεις για τον εαυτό μας και για κείνους που μας είναι προσφιλείς; Τότε προδίδομε ότι αναμένομε από τον Θεό να μας υπηρετήση. Χαρακτηριστικόν της διανοητικής αυτής διαθέσεως είναι αυτό που κάνει η ευλαβής θρησκευομένη που κάνει τη «νόβενά» της ή εννεαπλή αίτησι στην Παναγία του Θαυματουργού Μεταλλίου για να επιτύχη μια εργασία, να εύρη ένα σύντροφο ή ν’ ανακτήση την υγεία της. Η ιδέα του να υπηρετήση τον Θεό ποτέ δεν εισέρχεται στη διάνοιά της. Η στάσις της είναι στάσις ενός λαοφιλούς θρησκευτικού συγγραφέως ενός προηγουμένου αιώνος, ο οποίος κάποτε είπε: «Αν και φαίνεται παράδοξο, η Χριστιανική θρησκεία είναι ιδιοτελής υπόθεσις. Ασχολείται πρωτίστως στο πώς θα σώση ένας τη δική του ψυχή.»
Αλλά δεν είναι έτσι! Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός ίδρυσε τη Χριστιανική θρησκεία και φυσικά αυτός δεν ήλθε στη γη ως άνθρωπος για να σώση την ψυχή του. Αυτός δεν εχάνετο. Είχε ζωή και το δικαίωμα της ζωής. Μήπως δεν είχε ζήσει αναριθμήτους αιώνες με τον Πατέρα του; Ήλθε στη γη, όχι για να κάμη τον Θεό να τον υπηρετήση, αλλά για να υπηρετήση τον Θεό, διότι αυτό ήταν το ορθό και στοργικό πράγμα που έπρεπε να κάμη.
Ο Ιησούς αφιέρωσε τη ζωή του για να κάμη το θέλημα του Πατρός του. Όπως είπε ο ίδιος: «Κατέβην εκ του ουρανού, ουχί δια να κάμω το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με.» Με άλλα λόγια, Ήλθα για να υπηρετήσω τον Θεό.—Ιωάν. 6:38.
Ο Ιησούς υπηρέτησε τον Θεό με πολλούς τρόπους. Εδόξασε τον Πατέρα του κι εφανέρωσε τ’ όνομά του στους ανθρώπους. Έφερε μαρτυρία στην αλήθεια. Υπηρέτησε δε τον λαόν του Θεού καθώς και όλη την ανθρωπότητα. «Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε» είπε, «δια να υπηρετηθή, αλλά δια να υπηρετήση, και να δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών.» Ο τρόπος με τον οποίον υπηρετούσε τους ανθρώπους ήταν το να κηρύττη σ’ αυτούς ‘τ’ αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού’ και να θεραπεύη όλους τους πάσχοντας που ήρχοντο σ’ αυτόν.—Ιωάν. 17:4· 18:37· Ματθ. 20:28· Λουκ. 4:43· 6:19.
Για τον Ιησούν, το να υπηρετή τον Θεό εσήμαινε επίσης να τηρήται κεχωρισμένος από τον κόσμο: «Εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου», είπε. Αυτό επίσης εσήμαινε να απέχη από κάθε αμαρτία: «Τις από σας με ελέγχει περί αμαρτίας;» Κανείς δεν μπορούσε.—Ιωάν. 17:16· 8:46.
Επειδή ο Ιησούς υπηρέτησε τον Πατέρα του τόσο πιστά και ανιδιοτελώς, ο Ιεχωβά Θεός τον αντήμειψε εξυψώσας αυτόν, δίνοντάς του «όνομα το υπέρ παν όνομα.»—Φιλιππησ. 2:9.
Όχι ότι ο Θεός εχρειάζετο την υπηρεσία του Ιησού ή ότι χρειάζεται τη δική μας υπηρεσία. Επί μίαν αιωνιότητα στο παρελθόν ο Ιεχωβά Θεός υπήρξε τελείως αυτοτελής προτού δημιουργήση και τον Υιόν του και αν δεν εχρειάζετο την υπηρεσία του Υιού του, ασφαλώς δεν χρειάζεται τη δική μας υπηρεσία. Καθώς ο προφήτης αναφέρει γι’ αυτόν: «Εάν πεινάσω, δεν θέλω ειπεί τούτο προς σε· διότι εμού είναι η οικουμένη, και το πλήρωμα αυτής.» Οτιδήποτε κι αν μπορούμε να κάμωμε στο να υπηρετήσωμε τον Θεό, πρέπει ν’ αναγνωρίσωμε τα λόγια του Ιησού ως αληθή : «Όταν κάμητε πάντα τα διαταχθέντα εις εσάς, λέγετε, δούλοι αχρείοι είμεθα· επειδή εκάμαμεν ό,τι εχρεωστούμεν να κάμωμεν.» Αλλ’ ο Θεός με την ανιδιοτελή του αγάπη δίνει στα πλάσματά του το προνόμιο να τον υπηρετήσουν για ν’ αποδειχθούν άξια των ευλογιών του.—Ψαλμ. 50:12· Λουκ. 17:10.
Το να υπηρετούμε τον Θεό όπως ο Ιησούς δεν σημαίνει και για μας επίσης να κάνωμε θαύματα, να τρέφωμε τα πλήθη, να θεραπεύωμε τους ασθενείς και να εγείρωμε τους νεκρούς. Αυτά τα θαύματα, εφόσον εξυπηρέτησαν τον σκοπό τους να θεμελιώσουν τη θεία προέλευσι της Χριστιανοσύνης, έχουν εκλείψει. Ούτε σημαίνει για μας να δώσωμε τη ζωή μας θυσία ως αντίλυτρο. Αυτό είναι αδύνατον, διότι όλοι είμεθα αμαρτωλοί, και, εκτός απ’ αυτό, ο Ιησούς επρομήθευσε αντίλυτρον μια για πάντα με τη θυσία του.—Εβρ. 9:26.
Μπορούμε όμως να υπηρετούμε τον Θεό κατά μίμησιν του Ιησού αποδίδοντας τιμή στον Ιεχωβά Θεό, κάνοντας γνωστή την αλήθειά του, τ’ όνομά του, τον λόγον του και τη βασιλεία του. Αυτή την εντολή έδωσε ο Ιησούς σε όλους τους ακολούθους του: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, . . . διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς.» Κάθε Χριστιανός, λοιπόν, έχει την υποχρέωσι να κηρύττη. Γι’ αυτό κι ο απόστολος Παύλος ανεφώνησε: «Ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω.» Νομίζετε ότι εκείνη η εντολή ήταν μόνο για τους αποστόλους, ανθρώπους σαν τον Παύλο; Τότε σημειώστε ότι ο Παύλος επίσης έγραψε: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς και εγώ του Χριστού.»—Ματθ. 28:19, 20· 1 Κορ. 9:16· 11:1.
Μολονότι πολύ λίγοι καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί εκτιμούν αυτή την αλήθεια, αυτή βαθμιαίως αρχίζει ν’ αυγάζη στους ηγέτας του «Χριστιανικού κόσμου». Έτσι, η Συνδιάσκεψις των Αγγλικανών επισκόπων, που έγινε στο Λάμπεθ (Λονδίνου) το 1958, προσήγγισε στην αλήθεια όταν εδήλωσε: «Ο ευαγγελισμός δεν πρέπει να θεωρήται ως το καθήκον ολίγων εκλεκτών. Το βάπτισμα και το χρίσμα αποτελούν ‘χειροτονία των λαϊκών’ για το έργον του ευαγγελισμού. Κάθε Χριστιανός πρέπει να κάμη ό,τι έκαμε κι ο Ανδρέας για τον αδελφό του—να λέγη, εύρομεν τον Μεσσίαν, και να τον φέρωμε στον Ιησούν.»—Η Θεολογία Σήμερον, Ιούλιος 1960.
Ενώ το να κηρύττωμε τ’ αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού είναι ο καλύτερος τρόπος, με τον οποίον μπορούμε να υπηρετήσωμε τον Θεό, δεν μπορούμε να περιορισθούμε σ’ αυτό. Το να υπηρετούμε τον Θεό απαιτεί, επίσης, καθόσον έχομε την ευκαιρία, να «εργαζώμεθα το καλόν προς πάντας.» Και μολονότι δεν μπορούμε να διάγωμε ζωή τελείως απηλλαγμένη από αμαρτία όπως ο Ιησούς Χριστός, για να υπηρετούμε τον Θεόν ευπρόσδεκτα πρέπει συνεχώς ν’ αγωνιζώμεθα εναντίον της αμαρτίας, για να μη μας γίνη συνήθεια. Ταυτοχρόνως πρέπει να τηρούμεθα ‘αμόλυντοι από του κόσμου.’—Γαλ. 6:10· Ιάκ. 1:27.
Αν υπηρετούμε έτσι τον Θεό, αντί ν’ αναμένωμε να μας υπηρετήση εκείνος, αυτό θ’ αντανακλάται στις προσευχές μας. Τότε αντί να περιορίζωνται σε αιτήσεις για τον εαυτό μας, οι προσευχές μας θα περιλαμβάνουν αίνον κι’ ευχαριστία στον Θεό και αιτήματα για άλλους ιδιαίτερα δε για τον θρίαμβο της δικαιοσύνης. Και τότε το μέλλον μας σ’ αυτόν τον αιώνα του διαστήματος θα είναι, όχι σύγχυσις και καταστροφή, αλλ’ ευτυχία κι αιώνια ζωή.—Ματθ. 6:9, 10.