Τον Χρόνο Σας ή το Χρήμα Σας;
Το καθένα εξυπηρετεί τον δικό του σκοπό. Αλλά μην προσπαθείτε να κάμετε το ένα να εξυπηρετή τον σκοπό του άλλου, διότι ούτε αυτό μπορεί να γίνη.
ΤΟΝ χρόνο σας ή το χρήμα σας; Ποιο προτιμάτε να δώσετε; Ο ακίνητος, οκνηρός σύζυγος μπορεί να προτιμά να δώση μόνο τον χρόνον του. Κάθεται στο σπίτι όλη τη μέρα ή επισκέπτεται τα «παιδιά», ενώ η σύζυγός του παίρνει ρούχα για πλύσιμο για να συντηρήση την οοκογένεια. Αλλ’ η τάσις μεταξύ των περισσοτέρων ατόμων είναι να δίνουν χρήμα εκεί όπου θα έπρεπε να δίνουν χρόνο.
Ένας σοφός βασιλεύς είπε: «Χρόνος είναι εις πάντα, και καιρός παντί πράγματι υπό τον ουρανόν.» Εφόσον είναι αληθές αυτό, έπεται ότι όταν είναι ο ωρισμένος καιρός μας να δώσωμε από τον χρόνο μας δεν μπορούμε να τον αντικαταστήσωμε με το χρήμα μας, αλλιώς κάποιος πολύ πιθανώς θα υπέφερε. Αυτό ούτε συνετόν θα ήταν, ούτε δίκαιο ούτε στοργικό.—Εκκλησ. 3:1.
Είναι αληθές ότι μερικά υλιστικά άτομα μπορεί να προτιμούν να σας κάμουν να δώσετε από το χρήμα σας μάλλον παρά από τον χρόνον σας, αλλ’ αν ήσαν αληθινά συνετοί, ή αν ήσαν αληθινά φίλοι σας, θα προτιμούσαν να σας κάμουν να δώσετε από τον χρόνο σας. Αλλά και πάλιν, εκείνο που προτιμούν οι άλλοι δεν είναι, και δεν πρέπει να είναι, σε τελευταία ανάλυσι, ο ρυθμιστικός παράγων. Μια ιδιοτελής σύζυγος ή διεφθαρμένα τέκνα μπορεί να προτιμούν χρήμα παρά τον χρόνο και τη στοργή εκείνων που τ’ αγαπούν. Τότε ποιος πρέπει να είναι ο ρυθμιστικός παράγων; Πρέπει να είναι εκείνο που οφείλομε. Ακριβώς όπως δεν μπορούμε να δίνωμε μόνο τον χρόνο μας, όταν οφείλωμε χρήμα, έτσι δεν μπορούμε να δίνωμε μόνο χρήμα όταν πρέπει να δίνωμε χρόνο. Σε πολλές περιπτώσεις, βέβαια, είμεθα υποχρεωμένοι να δίνωμε κι από τα δύο.
Ένας έγγαμος άνδρας οφείλει βέβαια και χρήμα και χρόνο στη σύζυγό του. Οι γονείς, επίσης, οφείλουν χρόνο και υλική συντήρησι στα τέκνα των, όπως και οι αφιερωμένοι Χριστιανοί οφείλουν και χρόνον και τα υλικά των αποκτήματα στον Θεόν των, Ιεχωβά. Αλλ’ εφόσον οφείλομε και τα δύο, μήπως αμελούμε να δώσωμε χρόνο επειδή είναι πιο εύκολο να δώσωμε χρήμα; Μήπως σώζομε τη συνείδησί μας επειδή παραλείπομε να δώσωμε τόσον από τον χρόνο μας όσο πρέπει με το να δώσωμε χρήμα;
Πριν από λίγα χρόνια υπήρχε ένας ευημερών δικηγόρος σε μια από τις μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Απήλαυε καλής φήμης κι έκαμε τη σύζυγό του ευτυχή με τη διακριτικότητά του και τη γενναιοδωρία με την οποία χρησιμοποιούσε το χρήμα του. Κατόπιν μια μέρα η ευτυχία της συνετρίβη. Γιατί; Έμαθε ότι αυτός είχε μια παλλακίδα σ’ ένα διαμέρισμα της κάτω πόλεως. Έδινε χρήμα στη σύζυγό του, αλλά προτιμούσε να δίνη τον χρόνο του στη φίλη του!
Ακόμη και έντιμοι σύζυγοι είναι συχνά πιθανό να σφάλλουν σ’ αυτό το ζήτημα. Εργάζονται σκληρά να προσπορίσουν στις συζύγους των γενναιόδωρα ό,τι χρειάζονται από υλική άποψι. Αλλά για ανακούφισι ή συντροφιά πηγαίνουν σε μια ταβέρνα η σ’ ένα οίκημα ή ακολουθούν κάποια προσφιλή απασχόλησι στην οποία οι γυναίκες των δεν μπορούν να μετάσχουν. Δίνουν χρήμα αλλ’ όχι χρόνον. Όχι ότι η σύζυγος σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να μη φταίη εν μέρει, αλλ’ αυτό δεν είναι το σημείο που εξετάζεται εδώ. Κι αν αυτή υστερή ακόμη, ο σύζυγός της έχει ωστόσο ένα χρέος χρόνου να της πληρώση, όπως εξακολουθεί να χρεωστή τη συντήρησί της και τα συζυγικά καθήκοντα. Η Γραφή λέγει, «Η αγάπη οικοδομεί.» Το χρήμα, μόνο του, δεν οικοδομεί. Για να εποικοδομήση τη σύζυγό του ένας άνδρας μπορεί να μην αρκήται στο να της δίνη μόνο χρήμα ή ν’ αφήνη το χρήμα να λαμβάνη τη θέσι τού να της δίνη τον χρόνο του.—1 Κορ. 8:1.
Όχι ότι μόνον οι άνδρες σφάλλουν σ’ αυτό το ζήτημα. Και οι γυναίκες, επίσης, σφάλλουν κατά καιρούς. Έτσι, κάποια γεμάτη πονηρία νεαρή γυναίκα, που ηστεΐζετο λέγοντας ότι προτιμούσε να είναι η αγαπημένη ενός ηλικιωμένου παρά η σκλάβα ενός νέου, ενυμφεύθη στο τέλος έναν νεαρό. Αυτός έμαθε ένα επάγγελμα και είχε πολλή επιτυχία σ’ ένα από τα πιο συγχρονισμένα τμήματα μιας μεγάλης μεσοδυτικής πόλεως της Αμερικής. Η σύζυγός του, όμως, παρά την επιτυχία του και τις παρακλήσεις του να μένη στο σπίτι, επέμενε να πηγαίνη να εργάζεται· ήταν αποφασισμένη να εισφέρη το μερίδιό της με τον δικό της τρόπο. Εξακαλούθησε μάλιστα να κάνη το πλύσιμο, μολονότι αυτός εζήτησε απ’ αυτήν να στέλλη τ’ ασπρόρρουχα στο πλυντήριο για να της μένη περισσότερος χρόνος. Κατόπιν μια μέρα ήλθε στο σπίτι της από την εργασία για να διαπιστώση ότι αυτός είχε αυτοκτονήσει. Επέμενε να δίνη χρήμα, το οποίον αυτός δεν εχρειάζετο, και παρέλειπε να δίνη εκείνο που αυτός περισσότερο εχρειάζετο—τη συντροφιά της, τον χρόνο της.
Μήπως ήταν αυτό περίπτωσις των άκρων; Ναι, αλλά η βασική αρχή παραμένει. Οι γυναίκες που εργάζονται, όταν δεν υπάρχη πραγματική ανάγκη, μπορεί ν’ αποτελέσουν ένα λόγο για τον οποίον η διάρκεια της ζωής των ανδρών είναι από έξη ως επτά χρόνια βραχύτερη των γυναικών, και πάρα πολλοί άνδρες γίνονται θύματα καρδιακών παθήσεων. Οι γυναίκες, που προτιμούν να διατηρούν μια εργασία έξω αντί να εργάζωνται μέσα στο σπίτι, πρέπει επομένως να διερωτηθούν: Μήπως ο σύζυγός μου, ή εμείς, χρειαζόμεθα τα επί πλέον δολλάρια περισσότερο απ’ όσο αυτός χρειάζεται τον χρόνον μου, τη φροντίδα, τη στοργή και την ηθική υποστήριξι που θυσιάζω εγώ χάριν μιας εργασίας; Με το να γίνωμαι μια ημερομισθία μήπως ανταγωνίζομαι αντί να συνεργάζωμαι με αυτόν; Ναι, το χρήμα δεν μπορεί να λάβη τη θέσι του χρόνου και των πραγμάτων που καθιστά ο χρόνος δυνατά.
ΓΟΝΕΙΣ
Η ίδια αυτή αρχή εφαρμόζεται με ίση έντασι στους γονείς. Οι σύγχρονοι γονείς συχνά είναι πρόθυμοι να υποκαταστήσουν με χρήμα τον χρόνον στις σχέσεις των με τα τέκνα των. Αγοράζουν στα τέκνα των δαπανηρά παιγνίδια, τους προμηθεύουν μια συσκευή τηλεοράσεως γι’ αυτά και είναι γενναιόδωροι στη δαπάνη χρημάτων και φρονούν ότι έκαμαν το καθήκον των. Έτσι, αισθάνονται την ελευθερία να επιδιώξουν τις ιδιοτελείς των ευχαριστήσεις, τρέχοντας σε θεάματα, σε χαρτοεσπερίδες και σε ό,τι άλλο. Αυτό είναι ένα σοβαρό σφάλμα! Διότι τα τέκνα για να ωριμάσουν κατάλληλα χρειάζονται τη συντροφιά των μεγαλυτέρων των. Έτσι, μια πρόσφατη επιστημονική έρευνα με πρόβατα, λόγου χάριν, κατέδειξε ότι τα αρνιά ωριμάζουν πολύ ταχύτερα κι αποκτούν αυτοπεποίθησι πολύ ενωρίτερα όταν αφήνωνται με τους γονείς των παρά όταν ξεχωρίζωνται με άλλα μικρά αρνιά. Τα τέκνα γεννώνται μιμητικά. Αυτός είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους μαθαίνουν καλύτερα. Ας έχουν, λοιπόν, μια ώριμη συντροφιά όσον το δυνατόν περισσότερο. Αυτό είναι ένα επιχείρημα, κατά σύμπτωσιν, υπέρ του να κρατούνται τα παιδιά στο σπίτι μάλλον παρά ν’ αφήνωνται να παίζουν με άλλα παιδιά που δεν ανατρέφονται κατάλληλα.
Αυτό είναι ορθό σύμφωνα με τη Γραφική εντολή που εδίδετο στους πατέρες του αρχαίου Ισραήλ: «Και ούτοι οι λόγοι, τους οποίους εγώ σε προστάζω σήμερον, θέλουσιν είσθαι εν τη καρδία σου· και θέλεις διδάσκει αυτούς επιμελώς εις τα τέκνα σου, και περί αυτών θέλεις ομιλεί καθήμενος εν τη οικία σου, και περιπατών εν τη οδώ, και πλαγιάζων, και εγειρόμενος.» Αυτό, βέβαια, απαιτούσε από τους πατέρες να δίνουν, όχι χρήμα, αλλ’ από τον χρόνον των, έτσι δεν είναι;—Δευτ. 6:6, 7.
Θυμηθήτε δε σεις γονείς ότι δεν δίνετε στα τέκνα σας από τον χρόνον σας ενόσω αυτά παρακολουθούν τηλεόρασι. Ωρισμένοι συνετοί γονείς σε μια ανατολική πόλι των Ηνωμένων Πολιτειών πριν από λίγον καιρό παρέστησαν την αφροσύνη αυτής της πορείας για δική τους ικανοποίησι. Επειδή διεπίστωσαν ότι τα τέκνα επιδίδοντο στην τηλεόρασι, αποσυνέδεσαν τη συσκευή για ένα ολόκληρο έτος. Ξαφνικά διεπίστωσαν ότι είχαν καιρό να μάθουν να παίζουν μουσικά όργανα, για να ψυχαγωγούν αλλήλους με αυτά καθώς και να αναγινώσκουν μεγαλοφώνως προς αλλήλους, και λοιπά. Εγνωρίσθησαν καλύτερα και συνεδέθησαν καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Στο τέλος του έτους η συσκευή ανασυνδέθη, αλλ’ εφηρμόσθησαν αυστηροί κανόνες ως προς τη χρήσι της. Η παρακολούθησίς της περιωρίζετο τώρα σε προγράμματα ειδικού ενδιαφέροντος ή αξίας και κατόπιν μόνο αφού εγίνοντο προηγουμένως όλες οι δουλειές του σπιτιού. Αληθινά μια συνετή οικογένεια! Οι γονείς αυτοί είχαν στοργικά την ευημερία των τέκνων των στην καρδιά κι έτσι δεν ηρκούντο στο να προμηθεύουν απλώς σ’ αυτά τα πράγματα που μπορούν ν’ αγορασθούν με χρήμα. Είναι εύκολο για τους πατέρες να παραβλέπουν την υποχρέωσί τους σ’ αυτό το ζήτημα, διότι οι σύγχρονες συνθήκες εργασίας και διαβιώσεως είναι συντελεστικές σε μια τέτοια παράβλεψι.
Στα πρόσφατα χρόνια και οι μητέρες, επίσης, σφάλλουν ολοένα περισσότερο σ’ αυτή την πορεία. Έχει καταδειχθή ότι ένα παιδί μπορεί να πη αν μια μητέρα εργάζεται έξω λόγω ανάγκης, για να συντηρήση τον εαυτό της και τα τέκνα της, ή αν εργάζεται διότι δεν θέλει να ενοχλήται με τις οικογενειακές της υποχρεώσεις ή βρίσκει βαριά την οικιακή εργασία. Κι αυτό δεν πρέπει να είναι δύσκολο να κατανοηθή, διότι στην καρδιά της μητέρας υπάρχει όλη η διαφορά που είναι στον κόσμο.
Όταν μια μητέρα πηγαίνη να εργασθή λόγω ανάγκης, πρέπει ν’ αποχωρισθή από τα τέκνα της και τα φιλεί αποχαιρετώντας τα κάθε πρωί με τα υπερτονισμένα, «Ω, λυπούμαι πολύ που θα σ’ αφήσω!» Αλλ’ αν πηγαίνη να εργασθή λόγω προτιμήσεως, ο αποχαιρετισμός της δεν έχει τόσο πλουσίους συναισθηματικούς υπερτονισμούς, όπως και δεν μπορεί, πραγματικά, να έχη. Συνειδητά ή ασυνείδητα, αισθάνεται ευχαρίστησι που απομακρύνεται απ’ το σπίτι. Ας μη φαίνεται παράδοξο ότι συχνά βρίσκονται άτακτα παιδιά σε σπίτια όπου οι μητέρες εργάζονται, ενώ πραγματικά δεν έχουν ανάγκη να εργασθούν. Τα τέκνα στασιάζουν όταν απορρίπτωνται από τη μητέρα τους. Έχουν ανάγκη της αγάπης της μητέρας των και εμφύτως αισθάνονται ότι έχουν δικαίωμα σ’ αυτό. Αν το στερηθούν, οι συγκινήσεις των γίνονται εξωφρενικές, κι αποφέρουν καρπούς όπως είναι η γκαγκστερική βία κι ο βανδαλισμός.
Κατ’ επανάληψιν αυτή η αρχή λειτουργεί κι αντίστροφα. Τα μεγαλωμένα παιδιά προμηθεύουν από υλική άποψι για τους παρήλικας γονείς των αλλ’ αμελούν να δώσουν σ’ αυτούς από τον χρόνο τους. Συχνά αυτό μπορεί να είναι περίπτωσις θερισμού τού ό,τι αυτοί οι ίδιοι έσπειραν.
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ
Ανάμεσα στα πολλά άλλα πεδία των ανθρωπίνων σχέσεων και στην προσπάθεια, στην οποία είναι κοινό πράγμα να σφάλλωμε, δίνοντας χρήμα όταν έπρεπε να δώσωμε χρόνον, και που θα μπορούσε να μνημονευθή, είναι η περίπτωσις της θρησκείας. Σήμερα και ο κλήρος και τα ποίμνιά των, σχετικά λίγο στοχάζονται την υποχρέωσι να δώσουν χρόνο και τονίζουν μόνο το χρήμα. Φυσικά, ο ποιμήν ενός ποιμνίου, που ενδιαφέρεται μόνο για να κουρεύη τα πρόβατά του, θα τονίζη συνεχώς τα χρηματικά ζητήματα μάλλον παρά τη χορήγησι χρόνου, αλλ’ ένας αληθινός ποιμήν ψυχών θα θέση την έμφασι στο να δίνουν τον χρόνο τους.
Το γεγονός ότι «ο λαός . . . αγαπά αύτω» δεν καθιστά τούτο ορθόν. Πολλοί άνθρωποι φρονούν ότι το να πηγαίνουν στην εκκλησία την Κυριακή και να δίνουν 10 τοις εκατό του εισοδήματός των αποτελεί όλο εκείνο που πρέπει να γίνεται για να είναι ένας Χριστιανός. Το υπόλοιπον του χρόνου των είναι δικό τους. Ή φρονούν ότι ούτε μια φορά την εβδομάδα, αλλά μια φορά τον μήνα ή μόνο δυο φορές το έτος, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, είναι αρκετό εφόσον ταχυδρομούν τακτικά τους φακέλλους των εισφορών των. Μερικές εκκλησίες μάλιστα, για να ενθαρρύνουν τις εισφορές, δημοσιεύουν και καταλόγους στο τέλος του έτους που εμφαίνουν το ποσόν που εισέφερε κάθε ενορίτης. Θα ήσαν πολύ συνετώτεροι, αν έδειχναν πόσον χρόνο έδωσε ο καθένας—έδωσε στο έργον της εκκλησίας και, συγκεκριμένα, στο να ευαγγελίζεται. Προφανώς τ’ αποτελέσματα θ’ απείχαν του να είναι κολακευτικά!—Ιερεμ. 5:31.
Είναι αληθές ότι οι Γραφές τονίζουν το να δίνη κανείς από τους πόρους του, στον Θεό και στον πλησίον: «Τίμα τον Ιεχωβά από των υπαρχόντων σου, και από των απαρχών πάντων των γεννημάτων σου.» «Διότι εάν προϋπάρχη η προθυμία, είναι τις ευπρόσδεκτος, καθ’ όσα έχει, ουχί καθ’ όσα δεν έχει.» «Ο σπείρων με φειδωλίαν, και με φειδωλίαν θέλει θερίσει· και ο σπείρων με αφθονίαν, και με αφθονίαν θέλει θερίσει. Έκαστος κατά την προαίρεσιν της καρδίας αυτού, ουχί με λύπην, ή εξ ανάγκης διότι τον ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός.»—Παροιμ. 3:9, ΜΝΚ· 2 Κορ. 8:12· 9:6, 7.
Πολύ σπουδαιότερο είναι όμως το να δίνωμε από τον χρόνον μας, να δίνωμε από τον εαυτό μας, όπως έκανε ο απόστολος Παύλος. Αυτός δεν είχε χρήμα να δώση, αλλ’ είχε χρόνον, και τόσο αφειδώς τον έδινε! «Έχοντες έθερμον αγάπην προς εσάς, ευχαριστούμεθα να μεταδώσωμεν ουχί μόνον το ευαγγέλιον του Θεού, αλλά και τας ψυχάς ημών, επειδή εστάθητε αγαπητοί εις ημάς. Διότι ενθυμείσθε, αδελφοί, τον κόπον ημών και τον μόχθον· επειδή νύκτα και ημέραν εργαζόμενοι, δια να μη επιβαρύνωμεν τινά εξ υμών, εκηρύξαμεν εις εσάς το ευαγγέλιον του Θεού.» Γι’ αυτό συνεβούλευσε: «Γίνεσθε στερεοί, αμετακίνητοι, περισσεύοντες πάντοτε εις το έργον του Κυρίου.»—1 Θεσ. 2:7-9· 1 Κορ. 15:58.
Αυτή ακριβώς είναι η προοπτική των μαρτύρων του Ιεχωβά. Εφόσον αυτοί τηρούν τα έξοδά των σ’ ένα ελάχιστον όριον με το να μην έχουν μια μισθοδοτούμενη τάξι ποιμένων, τα χρηματικά των ζητήματα τακτοποιούνται με τυπικά μέσα. Και πώς αυτοί τονίζουν το ζήτημα του να δίνουν χρόνο! Κάθε Μάρτυς προτρέπεται να παρακολουθή πέντε εκκλησιαστικές συναθροίσεις την εβδομάδα, 260 το έτος, δαπανά χρόνον κάνοντας ιδιωτική και οικογενειακή μελέτη της Γραφής και κατόπιν αφιερώνοντας όσον το δυνατόν περισσότερο χρόνο στη διακονία του αγρού. Κάθε εκκλησία έχει τη δική της αναλογία ωρών και κάθε Μάρτυς αγωνίζεται να τη φθάση ή να την υπερβή. Ο μέσος διάκονος σε μια εκκλησία δαπανά περίπου δέκα ώρες τον μήνα σ’ αυτό το έργον ευαγγελισμού. Πιστεύουν στο να ‘εξαγοράζουν τον καιρό’ τους για τον εαυτό τους.—Εφεσ. 5:16.
Και περισσότερο ακόμη, ενώπιον κάθε τέτοιου διακόνου τίθεται ο σκοπός του να καταστή σκαπανεύς, ειδικός σκαπανεύς διάκονος ή ιεραπόσπολος, αφιερώνοντας ως τοιούτος από 100 ως 150 ώρες την μήνα σε έργον ευαγγελισμού. Πραγματικά, από την αρχή η Εταιρία Σκοπιά ετόνισε ότι αν ένας διάκονος έχη δύο οδούς ανοιχτές ενώπιόν του, μία του να δίνη περισσότερο χρήμα και άλλη του να δίνη περισσότερο χρόνο, πρέπει με κάθε μέσον να εκλέξη εκείνην που τον καθιστά ικανό να δίνη περισσότερο χρόνο. Έτσι θα ακολουθούσε στενώτερα επί τα ίχνη του Ιησού και των αποστόλων του, ‘ζητώντας πρώτα τη βασιλεία’ του Θεού.—Ματθ. 6:33.
Ως αποτέλεσμα της ακολουθήσεως αυτής της πορείας, η κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά όχι μόνον έγινε μια ταχέως αυξανόμενη κοινωνία αλλά και μια ισχυρή τοιαύτη, διότι εκείνοι που την αποτελούν δεν μπορούν να κηρύττουν και να διδάσκουν σε άλλους χωρίς να ωφελούνται οι ίδιοι, διότι αναγινώσκομε: «Όστις ποτίζει, θέλει ποτισθή και αυτός.» Ταυτοχρόνως αυτό ευνοεί τη δημιουργία μιας ευτυχισμένης κοινωνίας λαού, εφόσον «μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.»—Παροιμ. 11:25· Πράξ. 20:35.
Ώστε, σύζυγοι [άνδρες και γυναίκες], γονείς και αφιερωμένοι Χριστιανοί ιδιαίτερα, να ενθυμήσθε ότι υπάρχει ωρισμένος καιρός για κάθε σκοπό κάτω από τον ήλιο. Το να δίνωμε από το χρήμα μας είναι αξιοσύστατο, αλλά ποτέ μην αφήνετε αυτό να παίρνη τη θέσι της υποχρεώσεώς μας να δίνωμε από τον χρόνο μας. «Μην αρνηθής το καλόν προς εκείνους εις τους οποίους πρέπει, όταν ήναι εν τη χειρί σου να κάμης αυτό.» Δώστε από τον χρόνο σας για το μεγαλύτερο καλό των άλλων καθώς και για την πιο αληθινή δική σας ευτυχία.—Παροιμ. 3:27.