Γνωστοί από τη Διαγωγή Τους
ΜΙΑ νεαρή φοιτήτρια στην πόλι Μασεό της Βραζιλίας, παρατηρώντας μάρτυρας του Ιεχωβά να επισκέπτωνται τα σπίτια, κατελήφθη από περιέργεια να γνωρίση τι άγγελμα έφερναν στους οικοδεσπότας. Όταν ένας Μάρτυς επεσκέφθη γειτονικό της σπίτι, πήγε και τον εκάλεσε να έλθη να εξηγήση το άγγελμα στους γονείς της. Τ’ αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού προσείλκυσαν αυτή τη νέα. Σε λίγο άρχισε να παρακολουθή συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας, και λίγο αργότερα εκλήθη να παρακολουθήση μια περιφερειακή συνέλευσι των μαρτύρων του Ιεχωβά. Την πρώτη μέρα της συνελεύσεως έχασε το τσαντάκι της που περιείχε όλα τα χρήματά της. Ένας από τους Μάρτυρας το βρήκε και το πήγε στο τμήμα «απολεσθέντων και ευρεθέντων.» Αργότερα αυτή η νέα απηλλάγη από τη στενοχώρια της όταν το τσαντάκι της με τα χρήματα τής απεδόθη άθικτο. Εντυπωσιασμένη από την τιμιότητα, αγάπη και ενότητα που επεδείχθη απ’ αυτούς τους Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά, έλαβε μια σταθερή στάσι υπέρ της αληθείας του Θεού. Ύστερ’ από τρεις μήνες εσυμβόλισε την αφιέρωσί της στον Θεό με το εν ύδατι βάπτισμα.
Σε μια άλλη πόλι της Βραζιλίας, ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά πήγε σ’ ένα αστυνομικό τμήμα για κάποιο έγγραφο. Ευρισκόμενος εκεί, άκουσε έναν άνθρωπο να κατηγορή διάφορα άτομα ότι έκλεψαν τις κόττες του. Οι κατηγορούμενοι απελογήθησαν όσο μπορούσαν καλύτερα, αρνούμενοι ότι διέπραξαν το αδίκημα της κλοπής των πουλερικών. Αυτό ωδήγησε σε μια σύγχυσι κατηγοριών και αντικατηγοριών, μέσα στις οποίες κάποιος ερώτησε αυτόν τον άνθρωπο γιατί δεν υπέβαλε μήνυσι εναντίον και ενός άλλου γείτονός του που ετύγχανε κι αυτός να έχη κοττόπουλα του ίδιου είδους. Ο κατήγορος, με τον ίδιο εξημμένο τρόπο που κατέθετε, είπε ότι δεν θα ζητήση από την αστυνομία να κάνη έρευνα σ’ αυτόν τον γείτονα του, «διότι αυτός είναι ένας αληθινός Χριστιανός, ένας μάρτυς του Ιεχωβά, και γι’ αυτόν τον λόγο, αυτός ποτέ δεν θα έκανε μια τέτοια ανάρμοστη πράξι».