Ο Πάπυρος—Πρόδρομος του Χάρτου
ΤΟ ΥΛΙΚΟ, που χρησιμοποιείται για γράψιμο, δεν ήταν πάντοτε τόσο άφθονο και τόσο φθηνό όσο είναι το χαρτί σήμερα, οπότε μπορεί κανείς ν’ αγοράση ένα τετράδιο ανταλλάσσοντας το με λίγα κέρματα. Μεταξύ των πολλών πραγμάτων, που εχρησιμοποιούντο για γράψιμο στους περασμένους καιρούς προτού καταστή κοινό το χαρτί, ήσαν λίθοι, πηλός, τεμάχια θραυσμένων αγγείων, μέταλλα, ξύλα, φλοιοί δένδρων, φύλλα, δέρματα, πάπυροι, μεμβράνες (δέρματα μόσχων) και περγαμηνές (δέρματα προβάτων). Ιδιαίτερα οι φτωχοί των αρχαίων χρόνων χρησιμοποιούσαν τεμάχια θραυσμένων αγγείων από πηλό, που μπορούσαν να βρεθούν σε κάθε σωρόν απορριμμάτων και είχαν ομαλή επιφάνεια για γράψιμο. Αυτά, γνωστά ως όστρακα, αποτελούν εξυπηρετικά μέσα στους αρχαιολόγους.
Μεταξύ όλων αυτών των υλικών γραψίματος κανένα ίσως δεν έχει χρησιμοποιηθή επί τόσο μακρό χρόνο όσο ο πάπυρος. Η χρήσις του χρονολογείται από δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια προ Χριστού, μερικοί δε εξακολούθησαν να τον επεξεργάζωνται ως την αρχή του εικοστού αυτού αιώνος. Όσοι αγαπούν τη Βίβλο ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τον πάπυρο, διότι φαίνεται ότι οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές αρχικά είχαν γραφή σε παπύρους, οι δε αντιγραφείς των Γραφών αυτών έκαναν κοινή χρήσι του παπύρου ως τον έβδομο αιώνα μ.Χ. Η Αγγλική λέξις «Paper» [«χάρτης», «χαρτί»] προέρχεται από τη λέξι πάπυρος.
Ο πάπυρος είναι υλικό γραφής, που παρασκευάζεται από ομώνυμο υδρόφυτο, του οποίου το όνομα σημαίνει «ποτάμιον προϊόν». Είχε ρίζα μεγέθους καρπού της χειρός ανθρώπου, η οποία ανεπτύσσετο κατά μήκος του πυθμένος αβαθών υδάτων του Νείλου, σε ύψος ύδατος τριών περίπου ποδών, και ανήρχετο ο κορμός του σε ύψος έξη ή περισσοτέρων ποδών.—Ιώβ 8:11.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν εύρει πολλές χρήσεις του παπύρου. Ο πάπυρος εχρησίμευε ως καύσιμος ύλη, για να κατασκευάζουν πλοία, ιστία, σχοινιά, ψάθες και σανδάλια. Το βρέφος Μωυσής είχε τοποθετηθή μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή κάνιστρο κατασκευασμένο από πάπυρο. Αλλ’ η κυριώτερη και πιο επωφελής χρήσις του παπύρου ήταν για υλικά γραψίματος. Πραγματικά, η επεξεργασία του αποτελούσε άλλοτε τη βασική Αιγυπτιακή βιομηχανία.—Έξοδ. 2:3· Ησ. 18:2.
Ως υλικό γραψίματος εχρησιμοποιείτο το απαλό κέντρον ή εντεριώνη. Από τους Έλληνας εκαλείτο βίβλος, όνομα που είχε δοθή στους κυλίνδρους παπύρου και από το οποίον λαμβάνομε το όνομα «Βίβλος». Απ’ αυτό προήλθε και τ’ όνομα της Φοινικικής πόλεως Βύβλου, που ήταν το κέντρον βιομηχανίας παπύρου.—Γαλ. 3:10· 2 Τιμ. 4:13.
Η εντεριώνη εκόπτετο σε πολύ λεπτές λωρίδες, οι οποίες ετοποθετούντο παράλληλα η μία στην άλλη κατακορύφως, πάνω δε σ’ αυτές ετίθετο άλλο ένα στρώμα ορθογωνίως ή οριζοντίως. Τα δύο στρώματα συνεκολλώντο και κατόπιν οι λωρίδες εχτυπώντο με ξύλινη σφύρα και απεξηραίνοντο στον ήλιο. Το φύλλο ελειαίνετο με ελαφρόπετρα και εστιλβώνετο με ελεφαντόδοντα ή με όστρακα. Το κατειργασμένο προϊόν ήταν απαλό κι εύκαμπτο και διετίθετο σε ποικιλία διαστάσεων και ποιοτήτων.
Το μήκος και το πλάτος αυτών των φύλλων εκυμαίνετο από έξη ως δεκαοκτώ ίντσες, συνήθως δε είκοσι τέτοια φύλλα συνεκολλώντο για ν’ αποτελέσουν ένα κύλινδρο, ο οποίος προσηρτάτο σε λεπτή ράβδο. Οι κύλινδροι αυτοί, διαμέτρου μόλις μιάμισης ίντσας, έφθαναν τα δεκατέσσερα ως είκοσι πόδια μάκρος, και για καθημερινή χρήσι σπάνια υπερέβαιναν τα τριάντα πόδια. Τα ειδικά κρατικά έγγραφα, όμως, έφθαναν σε μεγάλα μήκη, ένα δε απ’ αυτά που διεσώθη ως την εποχή μας έχει μάκρος 133 πόδια.
Η επιφάνεια, που εχρησιμοποιείτο πρωτίστως για γράψιμο, ήταν εκείνη, στην οποία οι λωρίδες παπύρου έβαιναν οριζόντια ή κατά μήκος, πράγμα που υποβοηθούσε το γράψιμο σε ευθείες γραμμές, μολονότι κατά καιρούς εχρησιμοποιείτο η αντίστροφη πλευρά για να συμπληρωθή μια γραφή. Ο κολοφών, δηλαδή η αναγραφή λεπτομερειών για το πότε και ποιος ήταν εκείνος που τα έγραψε, προσετίθετο στο τέλος του κυλίνδρου. Από τον δεύτερον αιώνα μ.Χ. κι έπειτα, ο κύλινδρος παπύρου άρχισε ν’ αντικαθίσταται από κώδικες παπύρου, βιβλιοειδή χειρόγραφα, τα οποία κι αυτά βαθμιαίως αντικατεστάθησαν, από τον τέταρτον αιώνα, από κώδικες κατασκευασμένους από μεμβράνες ή περγαμηνές.—Ιεζ. 2:10· Αποκάλ. 5:1.
Το γράψιμο σε πάπυρο εγίνετο με πέννα από καλάμι, βρεγμένη για να μαλακώνη η αιχμή της, για μελάνη δε εχρησιμοποιείτο μίγμα γόμας, καπνιάς και νερού. Το γράψιμο συνήθως εγίνετο σε στενές στήλες, φάρδους από δύο έως τεσσάρων ιντσών. Οι κύλινδροι του παπύρου, όταν δεν εχρησιμοποιούντο, διετηρούντο μέσα σε μια κυλινδρική θήκη ή κιβωτίδιο που ήταν γνωστό ως πυξίς.
Για τους Χριστιανούς, το γράψιμο σε παπύρους, που έφθασε μέχρι των ημερών μας, απεδείχθη μεγάλης αξίας. Εν πρώτοις, κατέστησε γνωστή την κοινή Ελληνική γλώσσα, που ωμιλείτο κι εγράφετο από τους συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Και το σπουδαιότερο απ’ όλα, οι Βιβλικοί πάπυροι εχρησίμευσαν στην εξακρίβωσι της αυθεντικότητος των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών όπως τις έχομε σήμερα.