Οι Πρώτοι Χριστιανοί Αντιγραφείς
«ΟΥ ΠΟΛΛΟΙ σοφοί κατά σάρκα, . . . Αλλά τα μωρά του κόσμου εξέλεξεν ο Θεός, δια να καταισχύνη τους σοφούς· . . . Δια να μη καυχηθή ουδεμία σαρξ ενώπιον αυτού.»—1 Κορ. 1:26-29.
Οι λόγοι αυτοί του αποστόλου Παύλου περιλαμβάνουν τους εργατικούς, ευσυνειδήτους, πολύ αγνώστους και ανειδικεύτους πρώτους Χριστιανούς αντιγραφείς. Αυτοί απεδείχθησαν ότι ήσαν πολύ πιο συνετοί από τους κοσμικούς κατ’ επάγγελμα καλλιγράφους της εποχής των, και λόγω εκείνου που αντέγραφαν και λόγω του πρακτικού πλησιάσματος των προς τα έργα των. Μια εξέτασις του έργου των είναι ενδιαφέρουσα, διαφωτιστική και ενισχυτική της πίστεως.
Σήμερα μικρά πράγματα απομένουν από το έργον των πρώτων αυτών Χριστιανών αντιγραφέων. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσση, λόγω των διωγμών της ειδωλολατρικής Ρώμης, η οποία κατ’ επανάληψιν διέταξε την καταστροφή των Γραφών των Χριστιανών. Ο χρόνος, τα σχισίματα και η φθορά, που προήλθε από τη χρήσι, έπαιξαν, επίσης, τον ρόλο τους, διότι ο πάπυρος, η γραφική ύλη που εχρησιμοποιείτο απ’ αυτούς τους αντιγραφείς, αποσυντίθεται γρήγορα στα υγρά κλίματα· έτσι αιτιολογείται το γεγονός ότι τα περισσότερα αντίγραφα του έργου των, που ανεκαλύφθησαν στους νεωτέρους χρόνους, βρέθηκαν στην Αίγυπτο, η οποία έχει πολύ θερμό και ξερό κλίμα, ευνοϊκό για τη διατήρησι των παπύρων. Επίσης, επειδή τα παπυρόγραφα των πρώτων αυτών αντιγραφέων αντικατεστάθησαν από αντίγραφα σε μεμβράνες, που έγιναν από επαγγελματίες γραφείς στις αρχές του τετάρτου αιώνος, δεν διεβλέπετο ποσώς η ανάγκη διατηρήσεως των αρχαιοτέρων αυτών χειρογράφων, μολονότι μεταξύ αυτών υπήρχαν και αντίγραφα των αρχικών αυτογράφων. Τα λίγα, όμως, που έφθασαν έως εμάς, απεδείχθησαν ανεκτίμητα, όπως θα ιδούμε.
ΤΙ ΑΝΤΕΓΡΑΨΑΝ
Δεν υπάρχει αμφισβήτησις ότι αυτοί οι πρώτοι Χριστιανοί αντιγραφείς ήσαν πιο σοφοί από τους ειδωλολάτρας επαγγελματίας συγχρόνους των ένεκα εκείνων τα οποία αντέγραφαν. Κανείς άλλος από τον Υιόν του Παντοδυνάμου Θεού δεν κατήλθε στη γη και, όταν ανεχώρει, έδωσε οδηγίες στους ακολούθους του να ‘μαθητεύσουν πάντα τα έθνη’. Αυτή η ‘κήρυξις των αγαθών νέων’, όπως εκλήθη, άρχισε προφορικά από την Πεντηκοστή. Αλλ’ η προφορική κήρυξις έχει περιορισμούς. Χάριν της ακριβείας, της μονιμότητος και της ευρυτέρας διαδόσεως των αγαθών νέων προέκυψε η ανάγκη για γράψιμο.—Ματθ. 28:19, 20· Ρωμ. 10:15.
Γι’ αυτούς και γι’ άλλους λόγους, το άγιο πνεύμα εκίνησε ανθρώπους να καταγράψουν αυτό το ζωτικό άγγελμα. Κι έτσι, σε χρονικό διάστημα λίγο περισσότερο από τριάντα χρόνια από την Πεντηκοστή, μ’ εξαίρεσι των συγγραμμάτων του Ιωάννου, όλες οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές είχαν γραφή.
Όχι ότι η Χριστιανική δημοσίευσις επρόκειτο να περιορισθή σ’ αυτά τα συγγράμματα. Προφανώς τα Ευαγγέλια προωρίζοντο για γενική κυκλοφορία, κι εχρειάζοντο αντίγραφα. Ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίον ο Ιάκωβος αρχίζει την επιστολή του (κι ο Πέτρος έτσι αρχίζει τη δική του επιστολή) δείχνει την ανάγκη, της δημοσιότητος: «Προς τας δώδεκα φυλάς τας διεσπαρμένας.» Η δημοσιότης υπονοείται, επίσης, από την προειδοποίησι, που ανέγραψε ο Ιωάννης, εναντίον των προσθαφαιρέσεων στο βιβλίο της Αποκαλύψεως.—Ιάκ. 1:1· 1 Πέτρ. 1:1· Αποκάλ. 22:18, 19.
Εν τούτοις, και πριν ακόμη γίνουν αυτές οι αντιγραφές, οι πρώτοι Χριστιανοί αντιγραφείς έπαιξαν ένα ζωτικό ρόλο στη διακήρυξι των αγαθών νέων. Πώς; Διότι οι πολύ ευνοημένοι, που ενεπνεύσθησαν να μας δώσουν τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, δεν έκαναν πάντοτε δικό τους γράψιμο. Έτσι, σε μια από τις επιστολές του Παύλου αναγινώσκομε: «Σας ασπάζομαι εν Κυρίω εγώ ο Τέρτιος, ο γράψας την επιστολήν.» Πραγματικά, είναι πολύ πιθανόν ότι ο Παύλος, με λίγες μόνο εξαιρέσεις—όπως η σύντομη επιστολή προς Φιλήμονα—ηρκείτο στην υπαγόρευσι των επιστολών του και κατόπιν στην ιδιόχειρη προσθήκη του χαιρετισμού και της υπογραφής του: «Ο ασπασμός εγράφη με την χείρα εμού του Παύλου, το οποίον είναι σημείον εν πάση επιστολή· ούτω γράφω.»—Ρωμ. 16:22· 2 Θεσ. 3:17· Φιλήμ. 19.
Ένας Χριστιανός γραφεύς, επίσης, εβοήθησε τον Πέτρο, διότι αναγινώσκομε στην πρώτη του επιστολή: «Σας έγραψα εν βραχυλογία δια του Σιλουανού του πιστού αδελφού, ως φρονώ, προτρέπων και επιμαρτυρών ότι αύτη είναι η αληθινή χάρις του Θεού.» Προφανώς ο Σιλουανός ήταν ένας ησκημένος γραφεύς, όχι ‘αγράμματος και ιδιώτης’ όπως ήταν ο Πέτρος, διότι, κατά τον Δρα Γκούντσπηντ, «η προς Εβραίους επιστολή και η επιστολή 1 Πέτρου θεωρούνται ως της καλυτέρας Ελληνικής στην Καινή Διαθήκη». Μερικοί ισχυρίσθησαν ότι η επιστολή 2 Πέτρου δεν μπορεί να είχε γραφή από τον Πέτρο, αφού παρουσιάζει μια τέτοια αντίθεσι σε γραφικό ύφος από την ωραία γραμμένη επιστολή 1 Πέτρου. Αλλά δεν μπορεί καθόλου να εξαχθή αυτό το συμπέρασμα. Αυτό θα μπορούσε να δείξη απλώς ότι ο Πέτρος άφησε στον Σιλουανό την ευχέρεια να εκλέξη τις λέξεις του και ότι ένας άλλος (ίσως κι ο ίδιος ο Πέτρος) έγραψε τη δεύτερη επιστολή.—1 Πέτρ. 5:12· Πράξ. 4:13.
ΥΛΙΚΑ ΠΟΥ ΕΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΣΑΝ
Οι Εβραϊκές Γραφές είχαν γραφή σε δέρμα. Η ιστορία δείχνει ότι δερμάτινα αντίγραφα είχαν σταλή στην Αλεξάνδρεια για την παραγωγή της Γραφής των Εβδομήκοντα. Χωρίς αμφιβολία ο κύλινδρος του Ησαΐα, από τον οποίον ανέγνωσε ο Ιησούς μέσα στη συναγωγή της γενέτειρας του Ναζαρέτ, ήταν από δέρμα, όπως είναι και ο Κύλινδρος Ησαΐα της Νεκράς Θαλάσσης και πάρα πολλά από τα συνοδευτικά του βιβλία που ανεκαλύφθησαν το 1947.—Λουκ. 4:17.
Αλλ’ οι δερμάτινοι κύλινδροι ήσαν ογκώδεις, εκτός του ότι ήσαν και δαπανηροί. Κάτι πιο πρακτικό οπωσδήποτε εχρειάζετο για τους Χριστιανούς στη διακονία τους, ο δε πάπυρος ιδεωδώς εξυπηρετούσε τον σκοπό τους, τουλάχιστον στη διάρκεια των πρώτων τριών αιώνων. Μπορούσε ν’ αγορασθή από τα χαρτοπωλεία σε διάφορα μεγέθη και ποιότητες και να χρησιμοποιηθή σε κυλίνδρους ή ρόλους. Το γεγονός ότι τα αρχικά χειρόγραφα, είτε απ’ τους ιδίους τους θεοπνεύστους γραφείς ήσαν γραμμένα, είτε από τους αντιγραφείς των, ήσαν σε ρόλους, καταφαίνεται τόσο από την κοσμική ιστορία όσο κι από Γραφικές παραπομπές. Επίσης φαίνεται ότι γρήγορα εξηφανίσθησαν, διότι κανένας επίσκοπος της πρώτης εκκλησίας δεν αναφέρει ότι είδε κάποιο απ’ αυτά.—2 Τιμ. 4:13· Αποκάλ. 5:5.
Οι ρόλοι παπύρων της περιόδου εκείνης σπάνια υπερέβαιναν τα τριάντα πόδια και εκυμαίνοντο σε φάρδος από έξη έως δεκαπέντε ίντσες. Πολύ πιθανώς ο Λουκάς, του οποίου τα γραφόμενα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών είναι τα μακρότερα, περιωρίσθη ένεκα τούτου, διότι οι κύλινδροι του υπελογίσθη ότι ήσαν ένδεκα ιντσών ύψους και από τριάντα ένα έως τριάντα δύο ποδών μήκους. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννου πρέπει να ήταν μήκους είκοσι τριών ή είκοσι τεσσάρων ποδών, του δε Μάρκου δεκαεννέα. Οι επιστολές του Παύλου εκυμαίνοντο από έξη ή επτά ίντσες για τον Φιλήμονα έως ένδεκα πόδια και έξη ίντσες για την προς Ρωμαίους επιστολή.
Οι Χριστιανοί αντιγραφείς, κάνοντας αντίγραφα των πρωτογράφων αυτών κυλίνδρων, αμέσως υπερέβησαν τους ειδωλολάτρας επαγγελματίας συγχρόνους των. Ήσαν πρακτικοί άνθρωποι. Γρήγορα άρχισαν ν’ αντικαθιστούν τον κύλινδρο με τον κώδικα, δηλαδή, μ’ ένα γραπτό έργον, που συνίστατο από χωριστά φύλλα και, αν εδένετο, είχε ξύλινο κάλυμμα. Έτσι, μας λέγεται ότι στον τρίτον αιώνα όλα σχεδόν τα ειδωλολατρικά συγγράμματα εγράφοντο ακόμη σε κυλίνδρους, ενώ το περισσότερο έργον των πρώτων Χριστιανών αντιγραφέων ήταν ήδη σε μορφή κώδικος.
Τα πλεονεκτήματα του κωδικός σε σύγκρισι με τον κύλινδρο είναι αξιοσημείωτα: η δαπάνη ήταν μικρότερη, επειδή ο κώδιξ συνίστατο από μεμονωμένα φύλλα όπως αρχικά κατεσκευάσθησαν, ενώ ο κύλινδρος απαιτούσε να συγκολληθούν πρώτα αυτά τα φύλλα το ένα άκρο με το άλλο. Επίσης, ένας κώδιξ μπορούσε να περιλάβη πολύ περισσότερα απ’ όσα ένας κύλινδρος. Αντί να περιορίζεται σε μόνον ένα βιβλίο, όπως οι Πράξεις των Αποστόλων, αρχικά τα τέσσερα Ευαγγέλια συνενώθηκαν σ’ έναν κώδικα, όπως έγινε και με τις επιστολές του Παύλου. Πραγματικά, θα εχρειάζοντο τριάντα πέντε έως σαράντα κύλινδροι για να κρατήσουν αυτά που είναι γραμμένα σ’ έναν κώδικα όπως είναι το Βατικανό Χειρόγραφο Αριθ. 1209.
Ούτε μπορούμε να παραβλέψωμε το πλεονέκτημα που παρουσίαζε ο κώδιξ παρατηρώντας μια ορισμένη Γραφική περικοπή. Πόσο απλούστερο είναι να γυρίση κανείς στο πίσω μέρος του βιβλίου, στην τελευταία σελίδα, παρά να ξετυλίξη χειρόγραφο μήκους τριάντα ποδών! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πρώτοι Χριστιανοί αντιγραφείς ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν, όταν αμέσως χρησιμοποίησαν το σχήμα κώδικος, αν δεν το επενόησαν οι ίδιοι.
Για μελάνη ο αντιγραφεύς χρησιμοποιούσε ένα μίγμα από αιθάλη (καπνιά) και γόμμα. Αυτό παρήγετο σε πυκνή μορφή και ανακατεμένο με νερό όσο εχρειάζετο. Αντί σβεστήρων από γόμμα ή ελαστικό, όπως έχομε σήμερα, ή ακόμη και αντί του μαχαιριδίου, που εχρησιμοποιείτο από τους γραμματείς, οι οποίοι έγραφαν πάνω σε δέρμα, μεμβράνη ή περγαμηνή, οι αντιγραφείς αυτοί έφεραν σπόγγο μαζί τους για να εξαλείψουν τα λάθη των. Η πέννα των συνίστατο από ένα «κάλαμον», του οποίου η άκρη εγίνετο απαλή με νερό και γι’ αυτό ήταν κάτι σαν μια λεπτή βούρτσα.—Ιερεμ. 36:23· 2 Κορ. 3:3· 2 Ιωάν. 12· 3 Ιωάν. 13.
ΕΥΣΥΝΕΙΔΗΤΟΙ ΚΑΙΤΟΙ ΑΝΕΙΔΙΚΕΥΤΟΙ
Οι ιστορικοί είναι πρόθυμοι να ομιλούν ταπεινωτικά για το έργον αυτών των πρώτων Χριστιανών αντιγραφέων. Τονίζουν ότι αυτοί οι αντιγραφείς δεν εκτιμούσαν τη σπουδαιότητα της ακριβείας και γι’ αυτό έκαναν πολλά λάθη, τα οποία οι λόγιοι από τότε προσπαθούσαν να διορθώσουν. Αλλ’ αυτές οι παρατηρήσεις δίνουν μια εντελώς εσφαλμένη εντύπωσι. Είναι αληθές ότι, όπως τονίζουν οι Ουέστκοτ και Χορτ στον Πρόλογο της Καινής Διαθήκης: «Η ακριβής αναπαραγωγή μιας δεδομένης σειράς λέξεων με μια δεδομένη διάταξι» αποτελεί τον σκοπό της μεταγραφής, και για να εκπληρωθή αυτό πρέπει να υπάρχη «μια διακεκριμένη αντίληψις ότι το καθήκον ενός μεταγραφέως είναι να μεταγραφή και τίποτα περισσότερο». «Αυτή η αντίληψις», συνεχίζουν, «είναι σπανιώτερη και πιο εξηρτημένη από την άσκησι, απ’ όσο θα μπορούσε να υποτεθή,» διότι, αν δεν υπάρχη μια «ειδική συγκέντρωσις σεβασμού προς τη γλώσσα λόγω του ότι έχει ουσιαστική ιερότητα . . . το ενστικτώδες αίσθημα του νοήματος συνεργάζεται ευρέως για το αποτέλεσμα». Με άλλα λόγια, ένας αντιγραφεύς, αν δεν είναι ειδικά ησκημένος, όσο ευσυνείδητος κι αν είναι, θα κάνη μικρά λάθη λόγω της συγκεντρώσεως του στο νόημα μάλλον παρά στην ακρίβεια των λέξεων, αυτό δε κατά μέγα μέρος οφείλεται στις λειτουργίες του νοός πέραν της συνειδητότητος.a
Οι πρώτοι, λοιπόν, Χριστιανοί αντιγραφείς, λόγω ελλείψεως επαγγελματικής ειδικεύσεως, έκαναν πολλά λάθη. Αλλά σε τι βαθμό έφθαναν αυτά; Μικρές παρενθέσεις λέξεων ή φράσεων, ή η χρήσις συνωνύμων, όπως λόγου χάριν «Κύριος» αντί «Θεός», ή η χρήσις αντωνυμίας αντί ονόματος και αντιστρόφως, όπως λόγου χάριν, «εκείνος» αντί του «ο Ιησούς» ή «ο Ιησούς» αντί του «εκείνος», ή πιθανώς μια παραλλαγή ή ένα λάθος προφοράς. Πραγματικά, κανείς άλλος από τους Ουέστκοτ και Χορτ δεν λέγει ότι τα 99,9 τοις εκατό των διαφορών, για τις οποίες μπορεί να υπάρξη αμφισβήτησις, συνίστανται από «συγκριτικώς ασήμαντες παραλλαγές».
Χαρακτηριστικόν του έργου των πρώτων αυτών Χριστιανών αντιγραφέων είναι το αρχαιότερο σωζόμενο τμήμα απ’ όλες τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, ο Ελληνικός Πάπυρος Ράυλαντς Αριθ. 457. Γραμμένος και στις δύο πλευρές, συνίσταται από εκατό περίπου Ελληνικά γράμματα και χρονολογείται από τον δεύτερον αιώνα μ.Χ. Σχετικά με αυτόν μας λέγεται ότι, μολονότι έχει ένα παράτυπο ύφος και δεν έχει αξιώσεις ότι είναι γραμμένος καλλιγραφικά, είναι ένα «επιμελές έργον». Ενδιαφέρει το ότι αυτό το τμήμα είναι από έναν κώδικα, οκτώ περίπου τετραγωνικών ιντσών, και ο οποίος πολύ πιθανώς περιείχε ολόκληρο το Ευαγγέλιο του Ιωάννου, δηλαδή, περιελάμβανε εξήντα έξη περίπου φύλλα, εν όλω περίπου 132 σελίδες.
Εκτενέστερη πιστοποίησι, αλλά μεταγενέστερη, παρέχουν οι Βιβλικοί Πάπυροι του Τσέστερ Μπήττυ. Αυτοί περιέχουν τμήματα ένδεκα Ελληνικών κωδίκων, που έγιναν μεταξύ του δευτέρου και του τετάρτου αιώνος μ.Χ. Περιέχουν μέρη εννέα Εβραϊκών και δεκαπέντε Χριστιανικών βιβλίων της Γραφής. Αυτά είναι πολύ αντιπροσωπευτικά, διότι βρίσκεται σ’ αυτά μια ποικιλία γραφικού ύφους. Ένας κώδιξ λέγεται ότι είναι «έργον ενός καλού επαγγελματίου γραφέως». Για ένα άλλο λέγεται: «Η γραφή είναι πολύ ορθή, και μολονότι δεν έχει αξιώσεις καλλιγραφίας, είναι έργον ενός ειδικού γραφέως». Και για ένα άλλο, «Το γράψιμο είναι αδρό αλλά γενικά ορθό».—Βιβλικοί Πάπυροι Τσέστερ Μπήττυ, Τόμ. 1.
Αλλά πιο σπουδαίο απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά είναι το θέμα των. Κυρίως αυτά επιβεβαιώνουν τα χειρόγραφα περγαμηνών του τετάρτου αιώνος, που είναι γνωστά ως «Ουδέτερα», και τα οποία πολύ εκτιμώνται από τους Ουέστκοτ και Χορτ, όπως είναι το Βατικανό Αριθ. 1209 και το Σιναϊτικό. Επίσης, δεν περιέχουν καμμιά από τις χτυπητές παρεισγραφές, που βρίσκονται σε μερικά χειρόγραφα περγαμηνών και οι οποίες ωρίσθησαν, εσφαλμένα ίσως, «Δυτικές».
Πιο σπουδαίο απ’ όλα είναι η υποστήριξις ότι αυτά τα παπυρόγραφα προσθέτουν στην αυθεντικότητα των κειμένων που υπάρχουν. Σχετικώς με αυτά ο Σερ Φρέντερικ Κένυον λέγει: «Το πρώτο και σπουδαιότερο συμπέρασμα, που συνάγεται από την εξέτασί των, είναι και το ικανοποιητικό ότι αυτά επιβεβαιώνουν την ουσιώδη ορθότητα των κειμένων που υπάρχουν. Καμμιά σημαντική ή θεμελιώδης παραλλαγή δεν παρουσιάζεται ούτε στην Παλαιά ούτε στην Καινή Διαθήκη. Δεν υπάρχουν σοβαρές παραλείψεις ή προσθήκες περικοπών, ούτε παραλλαγές που να επηρεάζουν ζωτικά γεγονότα ή δόγματα. Οι παραλλαγές του κειμένου επηρεάζουν κατωτέρας σημασίας πράγματα, όπως είναι η διάταξις των λέξεων ή η ακρίβεια των χρησιμοποιουμένων λέξεων».
Αληθινά, για τους πρώτους Χριστιανούς αντιγραφείς θα μπορούσε να λεχθή ότι μεταξύ αυτών δεν υπήρξαν «πολλοί σοφοί κατά σάρκα», αλλά τα έργα των απεδείχθησαν αληθινά σοφά. Μολονότι δε πολλές μικρές παραλείψεις παρετηρήθησαν στο έργον των λόγω ελλείψεως επαγγελματικής επιδεξιότητος, η ευσυνειδησία των και ο τονισμός της εννοίας τούς έκαμε να παραγάγουν χειρόγραφα βασικώς ορθά και απηλλαγμένα από χονδροειδείς παρεισγραφές. Ό,τι έχομε από τα έργα των συμβάλλει έντονα στην αυθεντικότητα των Γραφών όπως τις έχομε.
[Υποσημειώσεις]
a Έγκυρες προσωπικότητες της κριτικής των κειμένων τονίζουν ότι ακόμη κι έντυπες εκδόσεις, που απέχουν χρονικώς μερικούς αιώνες απ’ αλλήλων, μπορεί να διαφέρουν σημαντικά. Λέγουν δ’ επίσης ότι λίγον καιρό πριν απ’ την εποχή του Χριστού, όταν τα βιβλία (κύλινδροι) έγιναν κοινά στην Ελλάδα, υπήρχαν συνεχώς παράπονα για τις ελαττωματικότητες και τις ανακρίβειες του έργου των επαγγελματιών γραφέων.
[Εικόνα στη σελίδα 309]
ΤΜΗΜΑ Παπύρου Ράυλαντς Ελληνικόν, Αρ. 457 (με τις δύο πλευρές του)