Η Ευλογία της Ιλαράς Δόσεως
ΣΤΟΝ «Χριστιανικό κόσμο» σήμερα φαίνεται ότι υπάρχει έλλειψις της ιλαράς δόσεως. Εφόσον οι Άγιες Γραφές δείχνουν καθαρά ότι ο Θεός ευλογεί εκείνον που δίνει με ιλαρότητα, δηλαδή ένα που δίνει όχι με τη βία ούτε με εξαναγκασμό αλλά με την καρδιά του, τι πρέπει να σκεφθούμε για τις μεθόδους που μετέρχονται σε πολλές χώρες οι εκκλησίες για την είσπραξι χρημάτων;
Τι θα πούμε για το «μπίγκο» και για τα άλλα τυχερά παιχνίδια, που διοργανώνονται από εκκλησίες; Τι θα πούμε για τους κοινώς χρησιμοποιουμένους φακέλλους χρημάτων, που απαιτούν όχι μόνο την ημερομηνία της προσφοράς αλλά και το όνομα του δότου και το ποσόν των χρημάτων εσώκλειστον; Τι θα πούμε για την περιφορά των δίσκων; Τι θα πούμε για την αυξανόμενη τάσι να αποκρούουν τις μικρές προσφορές πράγμα που φέρει τους άλλους σε δύσκολη θέσι να δώσουν μεγαλύτερα ποσά, ίσως περισσότερα από ό,τι κανείς μπορεί να δώση; «Ο ιερεύς ενός μικρού Γαλλικού χωριού», αναγράψει το Ρήντερς Ντάιτζεστ του Φεβρουαρίου 1963, «αύξησε τη συλλογή χρημάτων που κάνει τις Κυριακές με το να χρησιμοποιή ένα δίχτυ που πιάνουν πεταλούδες αντί να έχη ένα κουτί εισφορών. Τα κέρματα πέφτουν από το δίχτυ. Μόνον τα χαρτονομίσματα είναι αρκετά μεγάλα για να γίνουν δεκτά.»
Μπορούν τέτοιες μέθοδοι να φέρουν ευλογία, η οποία προέρχεται από την ιλαρά προσφορά; Αυτές, βέβαια, μόνον αμφιβολίες μπορούν να προκαλέσουν, επειδή οι αυθόρμητες, εγκάρδιες ανταποκρίσεις περιστέλλονται και η ευτυχία, που προέρχεται από την προσφορά, καταπνίγεται. Θα έπρεπε ν’ αποκομίζωμε μεγάλη ευτυχία από τη Χριστιανική προσφορά, διότι ο απόστολος Παύλος προέτρεψε τους πρεσβυτέρους μιας από τις πρώτες Χριστιανικές εκκλησίες: «Να ενθυμήσθε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε, Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη.» (Πράξ. 20:35) Αλλ’ όταν κανείς αισθάνεται τον εαυτό του αναγκασμένον να δώση, είτε εξαιτίας των περιέργων βλεμμάτων είτε εξαιτίας συνοφρυώσεων, τότε η ευτυχία χάνεται. Εκείνοι, επίσης, που δίνουν μεγάλα ποσά από επιθυμία ν’ αποκτήσουν γόητρο, έχουν την ανταμοιβή τους, ‘τη δόξα των ανθρώπων’, και χάνουν την ευλογία, για την οποία μίλησε ο Ιησούς. (Ματθ. 6:1-4) Αν και πολλές προσφορές σήμερα δύσκολα γίνονται με ιλαρότητα, δεν ήταν, όμως, πάντοτε έτσι. Εξετάστε την πορεία των πρώτων Χριστιανών.
ΙΛΑΡΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Πώς εκείνοι έδιδαν; Ο ιστορικός Εδουάρδος Γίββων λέγει: «Μια γενναιόδωρη σχέσις φιλανθρωπίας ήνωνε τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες, και οι μικρότερες εκκλησίες εβοηθούντο με ιλαρότητα από τις ελεημοσύνες των πιο πλουσίων αδελφών των.»1 Η προσφορά των εγίνετο με χαρά διότι ήταν εξ ολοκλήρου εκούσια. Ο συγγραφεύς εκκλησιαστικής ιστορίας Νέανδρος λέγει: «Η φροντίδα να προμηθεύουν για τη βοήθεια και τη συντήρησι του ξένου, του πτωχού και του ασθενούς, των γερόντων, των χηρών και των ορφανών και εκείνων που ήσαν στη φυλακή χάριν της πίστεώς των, εβάρυνε ολόκληρη την κοινότητα. Αυτός ήταν ένας από τους κυρίους σκοπούς, για τους οποίους είχαν καθιερωθή εκούσιες συνεισφορές κατά τις συγκεντρώσεις για θεία λατρεία.»2
Δεν υπήρχε κλήρος με πληρωμή, ούτε δέκατα ούτε περιφορά δίσκων μεταξύ των πρώτων Χριστιανών. «Στις ημέρες της παλαιάς της απλότητος, οι διάκονοι της Εκκλησίας συνετηρούντο από την προσωπική των εργασία.»3 «Σε κάθε τόπο λατρείας, όσο μικρός κι αν ήταν, υπήρχε ένα κουτί, όπου όλοι οι πιστοί κατέθεταν τις προσφορές των.»4 Ο χρόνος της προσφοράς και το ποσόν ήσαν τελείως εκούσια. Ο Τερτυλλιανός, που μετεστράφη στη Χριστιανοσύνη περίπου το 190 μ.Χ., έγραψε: «Κάθε ένας μια φορά τον μήνα φέρνει μερικά νομίσματα μετρίας αξίας—ή οπόταν επιθυμή, και μόνον αν θέλη, και αν μπορή· διότι κανένας δεν εξαναγκάζεται· είναι εθελοντική προσφορά.»5
Οπουδήποτε, λοιπόν, συνηθροίζοντο οι Χριστιανοί, είχαν ένα κουτί, όπου μπορούσε κανείς να ρίξη ό,τι ευχαρίστως ήθελε να συνεισφέρη. Μικρά ποσά ουδέποτε απερρίπτοντο. Οι πρώτοι Χριστιανοί ήξεραν ότι ο Ιησούς Χριστός είπε για τη χήρα, που συνεισέφερε δύο μικρά νομίσματα πολύ μικρής αξίας,—ότι αυτή πραγματικά έρριξε μέσα περισσότερα από όλους τους άλλους. (Λουκ. 21:1-4) Ήξεραν την αρχή που έθεσε ο απόστολος Παύλος: «Διότι εάν προϋπάρχη η προθυμία, είναί τις ευπρόσδεκτος, καθ’ όσα έχει, ουχί καθ’ όσα δεν έχει.» (2 Κορ. 8:12) Όταν υπήρχε ειδική ανάγκη, οι πρώτοι Χριστιανοί έθεταν κατά μέρος ό,τι μπορούσαν να δώσουν σύμφωνα με την οικονομική τους κατάστασι: «Κατά την πρώτην της εβδομάδος έκαστος υμών ας εναποθέτη παρ’ εαυτώ, θησαυρίζων ό,τι αν ευπορή.»—1 Κορ. 16:2.
Τέτοιου είδους προσφορά έφερνε πολλές ευλογίες σ’ εκείνους που έδιδαν. Έδιδαν με την καρδιά τους και αυτό τους έφερνε ευτυχία. Είχαν, επίσης, την ευλογία του Θεού στην προσφορά των, ο δε τρόπος, με τον οποίον χρησιμοποιείτο το χρήμα, ωφελούσε πολλά άτομα. Το αποτέλεσμα ήταν η μακαριότης, που περιγράφεται από τον απόστολο Παύλο: «Έκαστος κατά την προαίρεσιν της καρδίας αυτού, ουχί με λύπην, ή εξ ανάγκης· διότι τον ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός. . . . πλουτιζόμενοι κατά πάντα εις πάσαν ελευθεριότητα, ήτις εργάζεται δι’ ημών ευχαριστίαν εις τον Θεόν.» (2 Κορ. 9:7, 11) Ο απόστολος εξηγεί ότι τέτοια προσφορά δεν τερμάτιζε την αντιμετώπισι των στερήσεων των ομοίων με αυτούς Χριστιανών, αλλά είχε ως αποτέλεσμα μια υπερχειλίζουσα πλημμύρα ευχαριστιών προς τον Θεό. Τέτοια προσφορά απεδείκνυε την πραγματικότητα της πίστεως των και εδόξαζε τον Θεό.
Οι πρώτοι Χριστιανοί έκαναν περισσότερα από το να βοηθούν τους ομοπίστους· βοηθούσαν τους απίστους με το να φέρουν σ’ αυτούς τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού. Όταν οι πρώτοι Χριστιανοί βοηθούσαν υλικά τον απόστολο Παύλο στο ιεραποστολικό του έργο, ένοιωθαν ότι συντελούσαν στην προαγωγή των συμφερόντων της βασιλείας του Θεού. Ένοιωθαν όπως ο ίδιος ο απόστολος, ο οποίος είπε: «Κάμνω δε τούτο δια το ευαγγέλιον, δια να γείνω συγκοινωνός αυτού.—1 Κορ. 9:23.
ΙΛΑΡΑ ΔΟΣΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΣΗΜΕΡΑ
Οι αληθινοί Χριστιανοί σήμερα θέλουν να είναι όμοιοι με τους πρώτους Χριστιανούς, που απελάμβαναν την ευλογία της ιλαράς δόσεως. Πού μπορεί κανείς να βρη αυτό το είδος της προσφοράς; Θα το ιδήτε με το να επισκεφθήτε μια από τις Αίθουσες Βασιλείας των μαρτύρων του Ιεχωβά. Στις Αίθουσές των της Βασιλείας ή σε άλλους τόπους συναθροίσεως, αδιάφορο πόσο μικροί είναι, οι μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν ένα κουτί, όπου μπορεί κανείς να βάλη τις συνεισφορές του. Το κουτί ποτέ δεν περιφέρεται. Όλα είναι αυτοπροαίρετα και μπορεί κανείς να ρίξη μέσα ό,τι επιθυμεί. Κανένας δεν έρχεται σε δύσκολη θέσι, δεν γελοιοποιείται, δεν τιμάται. Τα ποσά που συνεισφέρονται δεν χρησιμοποιούνται για τον μισθό του προϊσταμένου διακόνου αλλά για τη συντήρησι της αιθούσης και για την επέκτασι του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού στην ιδιαίτερη περιοχή.
Οι εκκλησίες των μαρτύρων του Ιεχωβά σε όλο τον κόσμο, που υπερβαίνουν τις 22.000, αναγνωρίζουν την ανάγκη της προωθήσεως του ευαγγελίου όχι μόνο στη δική τους περιοχή και χώρα, αλλά και σε όλο τον κόσμο, επίσης. Γι’ αυτόν τον λόγον, εκκλησίες, που έχουν τη δυνατότητα, λαμβάνουν αποφάσεις να στέλλουν ωρισμένα ποσά στην Εταιρία Σκοπιά, που διευθύνει το παγκόσμιο κήρυγμα των μαρτύρων του Ιεχωβά. Όταν ένας αριθμός εκκλησιών των Μαρτύρων συναθροίζεται σε συνελεύσεις περιοχής, όχι μόνον συνεισφέρουν για την ενοικίασι μιας μεγαλύτερης αιθούσης, αλλά συχνά αποφασίζουν να στείλουν μια συνεισφορά στην Εταιρία.
Όχι μόνον εκκλησίες και περιοχές των μαρτύρων του Ιεχωβά συνεισφέρουν άμεσα στην Εταιρία για τη διεύρυνσι του έργου του κηρύγματος, αλλά ομοίως ενεργούν και άτομα. Το κάνουν αυτό στέλλοντας τη συνεισφορά των στη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά της Πενσυλβανίας, 124 Columbia Heights, Brooklyn 1, New York. Όσοι διαμένουν σε χώρες έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες στέλλουν τις δωρεές των στο Γραφείο του Τοπικού Τμήματος, του οποίου η διεύθυνσις αναγράφεται στην τελευταία σελίδα των περισσοτέρων βιβλίων και βιβλιαρίων, που εκδίδει η Εταιρία.
Αν και οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν δίδουν υποσχέσεις, που τους υποχρεώνουν να προσφέρουν καθοριζόμενα ποσά, αναγνωρίζουν την αρχή που εκτίθεται στα λόγια του Παύλου: «Αναγκαίον λοιπόν εστοχάσθην να παρακαλέσω τους αδελφούς να έλθωσι πρότερον εις εσάς, και να προετοιμάσωσι την προϋποσχεθείσαν ελεημοσύνην σας, ώστε να ήναι ετοίμη αύτη ούτως ως ελεημοσύνη, και ουχί ως πλεονεξία.» (2 Κορ. 9:5) Οι πρώτοι Χριστιανοί εύρισκαν ορθό το να καθορίζουν από πριν ό,τι είχαν ευχαρίστησι να δώσουν, γι’ αυτό θα έπρεπε να καταστρώσουν σχέδιο. Για τον σκοπό αυτόν κάθε χρόνο πολλοί μάρτυρες του Ιεχωβά γράφουν ως άτομα ένα σημείωμα στην Εταιρία, λέγοντας ότι κατά τη διάρκεια του έτους ελπίζουν να είναι σε θέσι να συνεισφέρουν ένα ωρισμένο ποσόν απ’ ευθείας στην Εταιρία για την προώθησι του έργου της Βασιλείας σε όλο τον κόσμο. Δεν είναι υπόσχεσις αλλ’ απλώς ένας υπολογισμός του τι θα είχαν ευχαρίστησι να προσφέρουν και ελπίζουν να προσφέρουν, αν είναι το θέλημα του Ιεχωβά. Η Εταιρία το εκτιμά αυτό και σε κανένα δεν γίνεται υπόμνησις, όταν αδυνατή να δώση εκείνο που ήλπιζε να δώση. Όλα είναι αυτοπροαίρετα. Ποτέ η Εταιρία δεν περιφρονεί μια μικρή συνεισφορά. Μερικοί Μάρτυρες σε διάφορες χώρες μπορούν να συνεισφέρουν μόνον ένα μικρό ποσόν, όπως η χήρα, για την οποία μίλησε ο Ιησούς. Και ίσως μάλιστα να μπορέσουν να οικονομήσουν πραγματικά λίγο και να χρειασθή να κάμουν πολλά σχέδια για να στείλουν αυτό το μικρό ποσόν αλλά δεν έχει σημασία το ποσόν. Γνωρίζουν την ευλογία της προσφοράς με ιλαρότητα.
Πώς χρησιμοποιεί η Εταιρία Σκοπιά τις συνεισφορές για την ευλογία όλων εκείνων που συνεισέφεραν; Το περασμένο έτος, παραδείγματος χάριν, η Εταιρία ήταν σε θέσι να δαπανήση περισσότερα από 2.600.000 δολλάρια για να βοηθήση ιεραποστόλους και διακόνους ειδικούς σκαπανείς στο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού παγκοσμίως. Η Εταιρία εδαπάνησε, επίσης, 470.000 δολλάρια για να βοηθήση υπηρέτας περιοχής και περιφερείας ν’ αντιμετωπίσουν τα έξοδά των, στα οποία υπεβλήθησαν κατά την επίσκεψι εκκλησιών των Μαρτύρων για να τους ενθαρρύνουν στη διακονία των. Επί πλέον, αυτό το έτος εισήχθησαν για ειδική εκπαίδευσι στη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Εταιρίας 104 διάκονοι από πολλά μέρη του κόσμου με πληρωμένα τα έξοδα από την Εταιρία. Η Εταιρία, επίσης, συντηρεί κατοικίες και γραφεία ογδόντα επτά τμημάτων, σε μερικά από τα οποία λειτουργούν τυπογραφικά εργοστάσια, ώστε οι εκδόσεις της Εταιρίας, όπως είναι αυτό το περιοδικό, να μπορούν να διατίθενται σε όλο τον κόσμο αντί μιας μικρής συνεισφοράς.
Αν και οι μάρτυρες του Ιεχωβά συνεισφέρουν απ’ ευθείας στην Εταιρία και στις τοπικές των Αίθουσες Βασιλείας, η προσφορά των δεν τελειώνει με αυτοπροαίρετη υλική ενίσχυσι. Δίδουν, επίσης, από τον χρόνο των και την ενέργεια των για να βοηθήσουν άλλους να μάθουν για τη βασιλεία του Θεού. «Ολόκληρη η Εκκλησία» των δύο πρώτων αιώνων, παρατηρεί ένας ιστορικός, «ήταν κυρίως μια κοινωνία ιεραποστόλων.»6 Ήσαν όλοι ‘ιλαροί δόται’. Ακολουθώντας το παράδειγμα εκείνων των πρώτων Χριστιανών μάλλον παρά το υπόδειγμα του «Χριστιανικού κόσμου», η κοινωνία του Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά απολαμβάνει σήμερα την ευλογία της ιλαράς δόσεως.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 History of Christianity, by Edward Gibbon, p. 177.
2 The History of the Christian Religion and Church, During the Three First Centuries, by Augustus Neander, translated from the German by H. J. Rose, p. 156.
3 Early Church History, Edward Backhouse and Charles Tylor, p. 263.
4 History of the Christian Church, by John F. Hurst. Vol. 1, p. 360.
5 Apology, translated by T. R. Glover, p. 175.
6 Martyrs and Apologists, De Pressensé, p. 20.