Η Ιστορία μιας Παρεμβολής—1 Ιωάννου 5:7, 8
ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ κλασσικοί δεν διστάζουν να παραλείψουν από τις Βιβλικές μεταφράσεις των το νόθον χωρίον που βρίσκεται στην επιστολή 1 Ιωάννου 5:7, 8. Μετά τις λέξεις «Διότι τρεις είναι οι μαρτυρούντες» το προστεθειμένο αυτό χωρίον λέγει, «εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος, και το άγιον πνεύμα· και ούτοι οι τρεις είναι έν. [Εδάφιον 8] Και τρεις είναι οι μαρτυρούντες εν τη γη.» (Παραλείπεται από την Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφραση από τη Μία Αμερικανική Μετάφρασι, από την Αγγλική Ανατεθεωρημένη Μετάφραση από τη Γραφή Μόφφατ, από τη Νέα Αγγλική Γραφή, από τη Γραφή Φίλιπς, από τη Γραφή Ρόδερχαμ, από την Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασι, από τη Γραφή Σόνφηλδ, Ουέιντ, Ουάντ, Γουεϋμάουθ, κλπ.) Ο περίφημος κλασσικός και επίσκοπος Β. Φ. Ουέσκοτ, σχολιάζοντας αυτά τα λόγια, είπε, «Οι λέξεις που παρενεβλήθησαν στο κοινό Ελληνικό κείμενο στο χωρίον αυτό παρέχουν ένα διδακτικό παράδειγμα του σχηματισμού και της εισαγωγής ενός σχολίου μέσα στο αποστολικό κείμενο».1 Ποια, λοιπόν, είναι η ιστορία πίσω απ’ αυτό το χωρίον, και πώς η επιστήμη της ασκήσεως κριτικής των κειμένων δείχνει τελικά ότι αυτό δεν αποτελεί μέρος του θεοπνεύστου λόγου, της Αγίας Γραφής;
ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΕΦΑΝΗ ΤΟ ΧΩΡΙΟΝ
Με την απομάκρυνσι από την αληθινή Χριστιανοσύνη επήλθε η έγερσις πολλής αντιλογίας εν σχέσει με τη διδασκαλία περί τριάδος, αλλά καίτοι αυτές οι λέξεις θα ήσαν πολύ προσφυείς, οι πρώτοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν τις εχρησιμοποίησαν ούτε μια φορά. Τα εδάφια έξη ως οκτώ του πέμπτου κεφαλαίου της επιστολής 1 Ιωάννου παρατίθενται από τον Ησύχιο, τον Λέοντα τον καλούμενο Μέγα, και τον Αμβρόσιο μεταξύ των Λατίνων και από τον Κύριλλο της Αλεξανδρείας, τον Οικουμένιο, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Νικήτα μεταξύ των Ελλήνων, για να ονομάσωμε λίγους μόνο, αλλά οι λέξεις αυτές ποτέ δεν εμφανίζονται στις παραθέσεις. Ως παράδειγμα, το ανώνυμο έργον υπό τον τίτλον «Περί Αναβαπτισμού», γραμμένο κατά το έτος 256 μ.Χ., λέγει: «Ο Ιωάννης, διδάσκοντάς μας, λέγει στην επιστολή του (1 Ιωάν. 5:6, 7, 8) ‘Ούτος είναι ο ελθών δι’ ύδατος και αίματος, Ιησούς ο Χριστός· ουχί δια του ύδατος μόνον, αλλά δια του ύδατος και του αίματος· και το πνεύμα είναι το οποίον μαρτυρεί, επειδή το πνεύμα είναι η αλήθεια. Διότι τρεις είναι οι μαρτυρούντες, το πνεύμα, και το ύδωρ, και το αίμα· και οι τρεις ούτοι αναφέρονται εις το έν’.»2 Ούτε ο Ιερώνυμος δεν το είχε αυτό στη γραφή του. Ένας πρόλογος που του απεδίδετο και που υπεστήριζε το χωρίον, απεδείχθη ψευδής.
Το «Ιωάννειον κόμμα», όπως συνήθως καλείται η νόθος αυτή προσθήκη, εμφανίζεται πρώτη φορά στα έργα του Πρισκιλλιανού ηγέτου μιας αιρέσεως στην Ισπανία κατά τα τέλη του τετάρτου αιώνος μ.Χ.3 Στη διάρκεια του πέμπτου αιώνος περιελαμβάνετο σε μια ομολογία πίστεως που έγινε στον Χιλδερίχον, βασιλέα των Βανδάλων, και παρατίθεται στα Λατινικά έργα του Βιγιλίου του εκ Θάψου, σε ποικίλες μορφές. Βρίσκεται στο έργον υπό τον τίτλον «Κατά Βαριμάδου» που συνεγράφη μεταξύ των ετών 445 και 450 (μ.Χ.), ο δε Φουλγέντιος, ένας Αφρικανός επίσκοπος, το εχρησιμοποίησε λίγο αργότερα.
Ως τότε το «κόμμα» ενεφανίζετο ως μια ερμηνεία των γνησίων λέξεων, που αναγράφονται στο όγδοο εδάφιο, αλλά μια και καθιερώθη μ’ αυτόν τον τρόπο, άρχισε κατόπιν να εγγράφεται ως σχόλιον στο περιθώριο των Λατινικών Βιβλικών χειρογράφων. Αλλ’ ένα περιθωριακό σχόλιο μπορεί εύκολα να ερμηνευθή ως παράλειψις από το γνήσιο κείμενο, και γι’ αυτό στα μετέπειτα χειρόγραφα εγγράφεται ανάμεσα στους στίχους, κατόπιν δε τελικά κατέστη αναπόσπαστο μέρος του Λατινικού κειμένου, μολονότι η θέσις του ποικίλλει ανάλογα, ενίοτε δε βρίσκεται πριν από το όγδοο εδάφιο και άλλοτε μετά απ’ αυτό. (Παραβάλετε την Καινή Διαθήκη του Ιωάννου Ουέσλεϋ, όπου το έβδομο εδάφιο ακολουθεί το όγδοο.) Μια ενδιαφέρουσα έρευνα που έγινε πριν από έτη σε 258 Λατινικά Βιβλικά χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων κατέδειξε την προοδευτική απορρόφησι της παρεμβολής αυτής δια μέσου των αιώνων.
[Πίνακας]
Αριθμός παραλειπόντων
Αιών την παρεμβολή
9ος 7 από 10, ήτοι 70%
10ος 3 από 4, » 75%
11ος 3 από 5, » 60%
12ος 2 από 15, » 13%
13ος 5 από 118, » 4%
14ος-16ος 1 από 106, » 1%
Το χωρίον αυτό προωθήθη περισσότερο σε μια σύνοδο, που έγινε στο έτος 1215, από τον Πάπα Ιννοκέντιον Γ΄, όταν κατεκρίθη ένα σύγγραμμα του Ηγουμένου Ιωακείμ περί τριάδος. Ολόκληρο το χωρίον με την παρεμβολή παρετέθη από τη Λατινική Βουλγάτα στα πρακτικά της συνόδου, που μετεφράσθησαν από τη Λατινική στην Ελληνική. Απ’ εδώ μερικοί Έλληνες συγγραφείς πήραν το χωρίον, συγκεκριμένα ο Καλέκας τον δέκατο τέταρτο αιώνα κι ο Βρυέννιος τον δέκατο πέμπτο αιώνα.
ΕΡΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΤΗΒΕΝΣ
Η εφεύρεσις της τυπογραφίας έδωσε αφορμή σε πολύ αυξημένη παραγωγή του πρωτοτύπου κειμένου της Γραφής. Η παρεμβολή στα εδάφια 1 Ιωάννου 5:7, 8 παρελείφθη στα Ελληνικά κείμενα του Εράσμου (1516 και 1519), του Άλδου Μανουτίου (1518) και του Γερβελίου (1521). Ο Δεζιδέριος Έρασμος υπέστη βίαιη επίθεσι επειδή δεν συμπεριέλαβε αυτό το χωρίον, από μέρους του Εδουάρδου Λη, του κατόπιν Αρχιεπισκόπου της Υόρκης, και του Ι. Λ. Στούνικα, ενός από τους συντάκτας του Κομπλουτενσιανού Πολυγλώττου, το οποίον είχε τυπωθή στο έτος 1514 αλλ’ ακόμη παρέμεινε έγκλειστο στην αποθήκη εν αναμονή της εγκρίσεως του πάπα. Η εναντίωσις κατά του Εράσμου εβασίζετο στην άποψι που διετυπώνετο σε μια επιστολή προς αυτόν από τον Μαρτίνο Ντορπ, ότι η Λατινική Βουλγάτα ήταν η επίσημη Βίβλος και δεν μπορούσε να είναι εσφαλμένη.
Ο Έρασμος, πεπεισμένος ότι κανένα Ελληνικό χειρόγραφο δεν περιείχε το «Ιωάννειον κόμμα», απήντησε απερισκέπτως ότι, αν ευρίσκετο έστω κι ένα Ελληνικό χειρόγραφο που να περιέχη αυτές τις λέξεις, αυτός θα τις περιελάμβανε στην προσεχή του έκδοσι. Του ελέχθη για τον Βρεττανικό Κώδικα των αρχών του δεκάτου έκτου αιώνος, που είναι καλύτερα γνωστός ως Κώδιξ Μονφορτιάνος (Αρ. 61). Ο Έρασμος, τηρώντας την υπόσχεσί του, εισήγαγε τις λέξεις αυτές στην τρίτη του έκδοσι του 1522, μολονότι προσήρτησε μια μακρά σημείωσι όπου παρέθετε συλλογισμούς κατά της προσθήκης αυτής.
Μια πλησιέστερη εξέτασις του Κωδικός Μονφορτιάνου αποκαλύπτει μερικά ενδιαφέροντα γεγονότα. Ο συλλέκτης του, Ο. Τ. Ντόμπιν, έγραψε ότι η παρεμβολή στα εδάφια 1 Ιωάννου 5:7, 8, «όχι μόνο διαφέρει από το σύνηθες κείμενον, αλλ’ είναι και γραμμένη σε τέτοια Ελληνικά που προδίδει φανερά μια μετάφρασι από τα Λατινικά».4 Λόγου χάριν, επειδή η Λατινική δεν έχει το άρθρον «ο» πριν από την καθεμιά από τις εκφράσεις αυτές «Πατήρ», «Υιός» και «άγιον πνεύμα», δεν εσκέφθη ο μεταφραστής ότι η Ελληνική θα απαιτούσε άρθρα. Πόσης αξίας, λοιπόν, ήταν αυτός ο κώδιξ ως ένα «Ελληνικό» χειρόγραφο; Το ίδιο λάθος βρίσκεται στην άλλη αυθεντία που αναφέρεται κάποτε, στον Κώδικα Οττοβονιάνον 298 (Νο. 629) στα Λατινικά και στα Ελληνικά. Ο Έρασμος, στην τετάρτη του έκδοσι του 1527, εισήγαγε τα οριστικά άρθρα για να καταστήση το Ελληνικό κείμενο ακριβέστερο γραμματικώς.
Από τότε η παρεμβολή ενεφανίζετο και σε άλλα Ελληνικά κείμενα, των οποίων οι συγγραφείς ακολουθούσαν τις εκδόσεις του Εράσμου. Κατόπιν στο έτος 1550 επήλθε περαιτέρω σύγχυσις με την έκδοσι του Ροβέρτου Στήβενς που έγινε το έτος εκείνο. Περιείχε κριτικά σχόλια που εξέθεταν διάφορες διατυπώσεις από δεκαπέντε χειρόγραφα και στο εδάφιον 1 Ιωάν. 5:7 ένα ημικύκλιο κατευθύνει τον αναγνώστη στο περιθώριο, όπου μνημονεύονται επτά χειρόγραφα ως έγκυρα για την παράλειψι τριών λέξεων μόνο. Οι κριτικοί κατέδειξαν ότι αυτό το ημικύκλιον ετέθη κακώς, όπως και πολλά άλλα σημεία σε όλη αυτή την έκδοσι, και ότι έπρεπε να περιληφθή προς παράλειψιν ολόκληρο το «Ιωάννειον κόμμα». Αλλά και το χειρότερο, επειδή μόνο επτά χειρόγραφα εμνημονεύθησαν, υπετέθη από πολλούς αμαθείς ότι όλα τα υπόλοιπα των χειρογράφων του Στήβενς περιελάμβαναν την παρεμβολή, διότι δεν κατανοούσαν ότι τα υπόλοιπα χειρόγραφα δεν περιείχαν τις επιστολές του Ιωάννου οπωσδήποτε. Έτσι, από ένα πιθανόν 100 τοις εκατό (επτά χειρόγραφα) ούτε ένα δεν περιελάμβανε τις αμφισβητούμενες λέξεις.
Υπελείπετο τώρα μόνο ένα μικρό βήμα για να εισαχθή το χωρίον αυτό σε άλλων γλωσσών μεταφράσεις. Ενεφανίσθη ήδη στη μετάφρασι του Ουίκλιφ (1380), διότι αυτός μετέφρασε από τα Λατινικά, μη γνωρίζοντας τα Ελληνικά. Αλλά τώρα ανεγράφη σε μεταφράσεις που έγιναν από τα Ελληνικά, όπως οι μεταφράσεις του Τυντέιλ και του Κράνμερ, μολονότι ετυπώθη με επικλινή στοιχεία και εν παρενθέσει. Αλλά στον καιρό της μεταφράσεως Γενεύης του 1557 ακόμη κι αυτή η διάκρισις εξηφανίσθη και το χωρίον αυτό ετέθη με συνήθη στοιχεία χωρίς παρένθεσι. Έτσι, η παρεμβολή υπεισήλθε αφανώς στην εξουσιοδοτημένη Μετάφρασι Βασιλέως Ιακώβου του 1611.
Η ΜΑΧΗ ΑΝΕΝΕΩΘΗ
Ελέχθη η τελευταία λέξις για το «Ιωάννειον κόμμα»; Ίσως να εφαίνετο έτσι, καθόσον προχωρούσε ο δέκατος έβδομος αιών, από την Εξουσιοδοτημένη Μετάφρασι. Αλλ’ οι ψιθυρισμοί ποτέ δεν έπαυσαν και η αναζήτησις του μυστηριώδους Βρεττανικού Κωδικός συνεχίσθη, διότι είχε εξαφανισθή αφότου ελέχθη τούτο στον Έρασμο. Προς το τέλος του αιώνος, μια προσωπικότης όπως ο Σερ Ισαάκ Νεύτων έστρεψε την προσοχή τής επιστημονικά εκπαιδευμένης διανοίας του σ’ αυτό το χωρίον. Στο έτος 1690 έστειλε στον Ιωάννη Λόκε την πραγματεία υπό τον τίτλον «Μια ιστορική Αφήγησις Δύο Αξιολόγων Παραφθορών στη Γραφή». Το βιβλιάριο αυτό εξέθετε σαφώς τους λόγους της απορρίψεως του χωρίου ως νόθου, μερικά δε αντίτυπα τούτου εκυκλοφόρησαν μεταξύ φίλων του Νεύτωνος, αλλ’ αυτό ποτέ δεν εδημοσιεύθη παρά μετά εβδομήντα σχεδόν χρόνια και τότε ατελώς μόνον.
Εν τω μεταξύ η αύξησις της κρίσεως επί του χωρίου αυτού προσέλαβε νέα ώθησι. Το χωρίον αυτό έγινε στόχος του Ριχάρδου Σίμον, ο δε Δρ Ιωάννης Μιλλ συνέλεξε αποδείξεις εναντίον του χωρίου, μολονότι παρέμεινε υπερασπιστής του. Αλλ’ ο Θωμάς Έμλυν έλαβε τις αποδείξεις του Μιλλ και παρεκίνησε και τους δύο οίκους Συγκλήσεως που συνήλθαν το 1717 ν’ αποκόψουν αμέσως τις λέξεις, διότι είπε, «ποτέ δεν εγκατελείφθη πλήρως, ώσπου ν’ απαλειφθή από τα έντυπα αντίτυπά μας».5 Σε λίγον καιρό ο Έμλυν υπέστη επίθεσι από τον Κον Μάρτιν, πάστορα της Γαλλικής Εκκλησίας στην Ουτρέχτη, του οποίου η ογκώδης και ευφυής απάντησις εφάνη ότι εξεκαθάρισε το έδαφος. Η απάντησις του Έμλυν έκαμε τον Μάρτιν να εξαπολύση δεύτερο κατηγορητήριο εναντίον του. Αλλ’ ο Έμλυν απέκτησε πολλούς υποστηρικτάς, μολονότι οι παραπλανητικοί ελιγμοί των αντιφρονούντων συχνά καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολο να βρεθή περί τίνος πραγματικά επρόκειτο.
Το 1729 ενεφανίσθη εδώ στην Αγγλία μια δίγλωττη μετάφρασις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών υπό Δανιήλ Μέης. Σε μια δεκατετρασέλιδη σημείωσι ο μεταφραστής παρέθεσε τα Ελληνικά και Λατινικά χειρόγραφα, αρχαίες μεταφράσεις, που παρέλειψαν το χωρίον αυτό και το απέρριψαν με αυτόν τον επίλογο, «Σε μια λέξι, αν αυτή η απόδειξις δεν είναι επαρκής ν’ αποδείξη ότι το αντιλεγόμενο χωρίον του Αγ. Ιωάννου είναι νόθον με τι στοιχεία μπορεί ν’ αποδειχθή ότι οποιοδήποτε εδάφιον του Αγ. Ιωάννου είναι γνήσιον;»6 Κατόπιν, άλλες Αγγλικές μεταφράσεις άρχισαν να παραλείπουν το εδάφιον, όπως η του Ουίλλιαμ Ουίστον (1745), που είναι πασίγνωστος για τη μετάφρασι του Ιωσήπου, και η του Ιωάννου Ουόρσλεϋ το 1770.
Αν ο Εδουάρδος Γίββων ενόμιζε ότι ο τροχός εγύρισε ολοκύκλιον, όταν εξέδωκε το βιβλίο Η Παρακμή και η Πτώσις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1781 έσφαλλε. Με τον συνήθη σαρκασμό του κατήγγειλε το χωρίον ως «ευσεβή απάτη». Εξηγέρθη ένας άλλος πρωταγωνιστής, ο Γεώργιος Τρέβης, ένας αρχιδιάκονος, ο οποίος έσπευσε να δράση για την υπεράσπισι του χωρίου. Οι υπέρτατες δηλώσεις του επροκάλεσαν συντριπτικές απαντήσεις από τον Καθηγητή Ριχάρδο Πόρσον (που υπερέβαιναν τις 400 σελίδες) και τον Ερβέρτο Μαρς, έναν επίσκοπο. Τελικά η παρεμβολή εξετέθη μ’ ένα λεπτομερή και πολύ ακριβή τρόπο.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ
Μετά τον Πόρσον και τον Μαρς λίγα έμειναν να προστεθούν. Πολλοί λόγιοι του δεκάτου ενάτου αιώνος εθεώρησαν το θέμα λήξαν, αλλ’ απέμεινε ένα φρούριο, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Στο έτος 1897 εξεδόθη ένα παπικό διάταγμα που απηγόρευε στους πιστούς ν’ αμφισβητούν το «Ιωάννειον κόμμα». Εν μέρει αυτό έλεγε:
«Γραμματεία της Εκκλησίας του Αγίου Γραφείου της Ιεράς Εξετάσεως. Περί αυθεντικότητος του εδαφίου 1 Ιωάννου 5:7. (Τετάρτη, 12 Ιανουαρίου 1897).
»Σε μια Αγία Συνάθροισι της Αγίας Ρωμαϊκής Εξετάσεως . . . προεβλήθη η επόμενη αμφισβητούμενη ερώτησις:
»Αν μπορούμε ορθώς ν’ αρνηθούμε, ή και να θεωρήσωμε ως θέμα αμφισβητήσιμο, την αυθεντικότητα του εδαφίου αυτού (1 Ιωάννου 5:7) . . .’
»Εφόσον τα πάντα εξετάσθησαν κι εσταθμίσθησαν επιμελώς, και ελήφθη η γνώμη των Κυρίων Συμβούλων, οι προμνησθέντες Λίαν Επιφανείς Καρδινάλιοι απεφάνθησαν ότι ‘η απάντησις είναι αρνητική’. Την Παρασκευή, 15η μέρα του προρρηθέντος μηνός και έτους, στη συνήθη ακρόασι που εδόθη στον σεβάσμιο πατέρα τον κύριο Διατιμητή του Αγίου Γραφείου, αφού έκαμε μια ακριβή έκθεσι των προμνημονευθεισών ενεργειών του Αγιωτάτου ημών Κυρίου Πάπα Λέοντος ΙΓ΄, η Αυτού Αγιότης ενέκρινε και επεβεβαίωσε την απόφασι αυτών των Επιφανέστατων Πατέρων . . .»—Πράξεις Αγίας Έδρας, τόμος 29. 1896-7, σελ. 637.
Αλλ’ ο Πάπας Λέων γρήγορα κατενόησε ότι ενήργησε κατόπιν πιέσεως, και στο έτος 1902 ώρισε μια επιτροπή για μια πιο λεπτομερή μελέτη της Γραφής, κατευθύνοντας την ν’ αρχίση από το χωρίον 1 Ιωάννου 5:7, 8. Επειδή η σχετική έκθεσις ήταν δυσμενής προς το προγενέστερο διάταγμα, έπρεπε να τεθή κατά μέρος, αλλ’ ο πάπας εξακολουθούσε να ενοχλήται από την κατάστασι ως τον θάνατό του. Μερικοί Ρωμαιοκαθολικοί λόγιοι άρχισαν ν’ αγνοούν το διάταγμα. Ο Δρ Φόγκελς παρέλειψε το χωρίον από την Ελληνική Διαθήκη του που εξεδόθη το 1920. Άλλοι ήσαν στην αρχή πιο επιφυλακτικοί.
Στη Ρωμαιοκαθολική Μετάφρασι Ουεστμίνστερ της Καινής Διαθήκης, που εξεδόθη στο 1931, η υποσημείωσις για το χωρίον 1 Ιωάννου 5:7, 8, αφού εφιστά την προσοχή του αναγνώστου στην παράλειψι του πρωτοτύπου κειμένου, συνεχίζει, «Μέχρι περαιτέρω ενεργείας της Αγίας Έδρας δεν είναι ελεύθεροι οι Καθολικοί συγγραφείς ν’ αφαιρέσουν τις λέξεις από μια μετάφρασι που έγινε προς χρήσιν των πιστών».8 Αλλά στην ίδια μετάφρασι που επανεξεδόθη ως ένας τόμος το 1947 η παρεμβολή παραλείπεται, ο δε συγγραφεύς Κούθμπερτ Λάττεϋ μνημονεύει το Ελληνικό κείμενο που εδημοσιεύθη από τον Ιησουίτη λόγιον Α. Μερκ, το οποίον, επίσης, την παραλείπει.
Έτσι, η προοπτική, που ωραματίζετο ο Καθηγητής Ι. Σκωτ Πόρτερ το 1848, ηλήθευσε. «Πρέπει να ελπίζεται», έγραψε, μετά τη συνόψισι των αποδείξεων περί του 1 Ιωάννου 5:7, 8, «ότι σύντομα θα έλθη ο καιρός οπότε εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι την προετοιμασία εκδόσεων της Βίβλου για γενική κυκλοφορία, θα αισχύνωνται να δημοσιεύσουν μια γνωστή παρεμβολή ως ένα τμήμα του ιερού κειμένου».9 Σε προσφάτους καιρούς η ανακάλυψις τοιούτων Βιβλικών χειρογράφων όπως ο Σιναϊτικός Κώδιξ επεβεβαίωσε ότι αυτό ιδιαίτερα το εδάφιο δεν αποτελούσε μέρος του εμπνευσμένου λόγου του Θεού.
Με σύντομη περίληψι μπορούν να παρατεθούν τα λόγια του γνωστού Βιβλικού κριτικού Φ. Χ. Α. Σκρίβενερ: «Δεν πρέπει να διστάσωμε να εκδηλώσωμε την πεποίθησί μας στο ότι οι αμφισβητούμενες λέξεις δεν εγράφησαν από τον Αγ. Ιωάννη: ότι αυτές αρχικά εγράφησαν σε Λατινικά αντίτυπα στην Αφρική από το περιθώριο, όπου είχαν τεθή ως ένα ευλαβές και ορθόδοξο σχόλιο του εδαφ. 8: ότι από το Λατινικό υπεισήλθαν σε δύο ή τρεις προσφάτους Ελληνικούς κώδικας, και κατόπιν κατεγράφησαν στο έντυπο Ελληνικό κείμενο, σε τόπο όπου δεν είχαν δικαιωματική αξίωσι».10
Η πίστις μας στον λόγο του Θεού πολύ ενισχύεται, όταν ανασκοπούμε την ιστορία του εδαφίου αυτού και διανοούμεθα την αφθονία των αποδείξεων απ’ όλες τις πηγές που πιστοποιούν την ακρίβεια της Βίβλου που κρατούμε στα χέρια μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1 Οι Επιστολές του Ιωάννου, υπό Β. Φ. Ουέστκοτ, 4η έκδοσις 1902, σελ. 202.
2 Τα Εργα του Ν. Λάρδνερ, τόμος 3, σελ. 68.
3 Κόρπους Σκριπτόρουμ Εκκλεσιαστικόρουμ Λατινόρουμ, τόμος 18, 1889, υπό Γ. Σεπς, σελ. 6.
4 Ο Κώδιξ Μοντφορτιάνους, Α. Κολλέισον, υπό Ο. Τ. Ντόμπιν 1854, σελ. 9.
5 Πλήρης Έρευνα επί της Αρχικής Αυθεντίας του Κειμένου 1 Ιωάννου 5:7. . .» (δευτέρα έκδοσις), υπό Τ. Έμλυν 1717, σελ. 72.
6 Η Καινή Διαθήκη Ελληνιστί και Αγγλιστί, 1729, τόμος 2, σελίς 934.
7 Η Παρακμή και Πτώσις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπό Ε. Γίββων, κεφάλαιον 37, έκδοσις Κάντος, τόμος 2, σελίς 526.
8 Μετάφρασις Ουεστμίνστερ των Ιερών Γραφών, τόμος 4, σελίς 146.
9 Αρχαί Κριτικής Κειμένων, υπό Ι. Σκωτ Πόρτερ 1848, σελ. 510.
10 Μια Σαφής Εισαγωγή στην Κριτική της Καινής Διαθήκης, υπό Φ. Χ. Α. Σκρίβενερ, 4η έκδοσις 1894, τόμος 2, σελ. 407.