Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Πώς μπορεί να γίνεται μνεία για «πάντα τον τόπον του Αμαλήκ» στις ημέρες του Αβραάμ, όπως αναφέρεται στην Βίβλο στο εδάφιο Γένεσις 14:7, προτού καν γεννηθή ακόμη ο Αμαλήκ (Γεν. 36:15-19);—Ι. Ε., Η.Π.Α.
Όπως δείχνει το εδάφιο Γένεσις 36:12, 15-19, ο Αμαλήκ, ένας εγγονός του Ησαύ, ήταν μεταξύ των δεκατεσσάρων ηγεμόνων του Εδώμ. Το όνομα «Αμαλήκ» υπεδείκνυε, τους απογόνους της φυλής του. (Δευτ. 25:17· Κριτ. 7:12) Η γνώμη μερικών ότι οι Αμαληκίται έχουν πολύ παλαιότερη καταγωγή και δεν είναι απόγονοι του εγγονού του Ησαύ Αμαλήκ δεν στηρίζεται σε στερεή πραγματική βάσι. Παραδείγματος χάριν, μερικοί ταυτίζουν τους Αμαληκίτας μ’ εκείνους που ζούσαν στην Μελούκχα, μια χώρα της οποίας το όνομα εμφανίζεται σε σφηνοειδείς επιγραφές του έτους 2000 περίπου π.Χ. Εν τούτοις, αρχαιολογικές ανακαλύψεις απεκάλυψαν ότι η χώρα της Μελούκχα δεν ήταν η Χερσόνησος Σινά στη Δυτική Αραβία όπως ενόμιζετο, αλλά ότι ευρίσκετο στην Ινδία.
Οι παραβολικοί λόγοι του Βαλαάμ στο εδάφιο Αριθμοί 24:20 χρησιμοποιούνται μερικές φορές για να υποστηρίξουν τη γνώμη ότι οι Αμαληκίται προηγούνται του Αμαλήκ: «Ο Αμαλήκ είναι αρχή των εθνών· αλλ’ εν τω τέλει αυτού θέλει αφανισθή.» Αλλ’ αυτό δεν υποστηρίζει, μια τέτοια γνώμη, διότι ο Βαλαάμ δεν ωμιλούσε για ιστορία γενικώς και για την καταγωγή των εθνών πριν από επτάμισυ αιώνες. Ωμιλούσε για ιστορία μόνον όσον αφορά τη σχέσι της με τους Ισραηλίτας, τους οποίους είχε μισθωθή να καταρασθή και οι οποίοι ήσαν έτοιμοι να εισέλθουν στη Γη της Επαγγελίας. Γι’ αυτό, αφού παραθέτει τον Μωάβ, τον Εδώμ και τον Σηείρ ως αντιπάλους του Ισραήλ, ο Βαλαάμ δηλώνει ότι οι Αμαληκίται ήσαν τελικά η «αρχή των εθνών» για να εναντιωθούν στους Ισραηλίτας στην πορεία των από την Αίγυπτο προς την Γη της Επαγγελίας, και γι’ αυτό, το τέλος του θα είναι, ότι «θέλει αφανισθή.» Ως αποτέλεσμα, ο Ιεχωβά απεφάσισε την τελική εξαφάνισι των Αμαληκιτών.—Έξοδ. 17:8-16· Δευτ. 25:17-19.
Αλλά τώρα, τι μπορεί να λεχθή για τα λόγια που αναφέρονται στο εδάφιο Γένεσις 14:7 σχετικά με τον Χοδολογομόρ βασιλέα του Ελάμ και τους συμμάχους του βασιλείς οι οποίοι «επέστρεψαν . . . και ήλθον εις την Εν-μισπάτ, ήτις είναι η Κάδης· και επάταξαν πάντα τον τόπον του Αμαλήκ»; Εδώ ο Μωυσής αφηγείτο γεγονότα της εποχής του Αβραάμ προτού γεννηθή ο Αμαλήκ, αλλά περιέγραφε την περιοχή με ορισμούς οι οποίοι ήσαν κατανοητοί από τους ανθρώπους της εποχής του Μωυσέως, αντί να υπονοή ότι οι Αμαληκίται προηγούντο του Αμαλήκ. Έτσι το εδάφιο Γένεσις 14:7 αναφέρεται, στη χώρα η οποία αργότερα κατείχετο από τους πολύ γνωστούς κατοίκους της, τους Αμαληκίτας.
● Θα ήταν εσφαλμένο να καλέση ένας μερικούς ομοίους με αυτόν Χριστιανούς στο σπίτι του το βράδυ της Πρωτοχρονιάς;—Γ. Μ., Καναδάς.
Δεν είναι εσφαλμένο να καλέση ένας ομοίους με αυτόν Χριστιανούς σπίτι του για εποικοδομητική συναναστροφή και αναψυχή. Εν τούτοις, αν η ευκαιρία συμπίπτη ακριβώς μ’ ένα κοσμικό εορτασμό, υπάρχουν μερικά ζητήματα που θα έκανε καλά ένας Χριστιανός να τα εξετάση προτού λάβη απόφασι να κάμη διευθετήσεις για μια τέτοια συγκέντρωσι ή να παρευρεθή σ’ αυτήν.
Μολονότι οι συνήθειες διαφέρουν από χώρα σε χώρα, σε πολλά μέρη υπάρχει παράδοσις να περιμένουν άγρυπνοι ως το μεσονύκτιο της 31ης Δεκεμβρίου για «να ιδούν το παλαιό έτος που φεύγει.» Αυτή η νύχτα συνδυάζεται συχνά με αχαλίνωτη χρήσι οινοπνευματωδών ποτών, χαλαρή διαγωγή μεταξύ φύλων, ανταλλαγή δώρων και υποσχέσεων για βελτίωσι στο νέο έτος. Οι σύγχρονοι, τρόποι ενεργείας σε πολλές χώρες συνδέονται με άμεσο τρόπο με ειδωλολατρικούς εορτασμούς. Η Παγκόσμιος Εγκυκλοπαιδεία του Βιβλίου του 1966 (στην Αγγλική), στον 14ο Τόμο, σελίδα 237, αναφέρει: «Στην αρχαία Ρώμη, η πρώτη ημέρα του έτους ήταν αφιερωμένη προς τιμήν του Ιανού, θεού των πυλών και θυρών και της αρχής και του τέλους. . . . Η πρωτοχρονιά έγινε μια αγία ημέρα στη Χριστιανική Εκκλησία το έτος 487 μ.Χ., όταν ανεκηρύχθη ως η Εορτή της Περιτομής. Στην αρχή, δεν επετρέποντο «πάρτυ» την ημέρα εκείνη διότι οι ειδωλολάτραι ακολουθούσαν εκείνη τη συνήθεια. Αυτό βαθμιαίως άλλαξε και επετρέπετο και πάλι να γίνωνται εορτασμοί.» (Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε περιοδικόν Ξύπνα! 8 Ιανουαρίου 1957 (στην Αγγλική).
Μερικοί, οι οποίοι είναι τώρα Χριστιανοί, προτού φέρουν τη ζωή των σε αρμονία με την Αγία Γραφή, πιθανόν να συμμετείχαν σε τέτοια έκλυτη ζωή. Αλλά τώρα προσέχουν την θεόπνευστη συμβουλή: «Ας περιπατήσωμεν ευσχημόνως ως εν ημέρα· μη εις συμπόσια και μέθας, μη εις κοίτας και ασελγείας.» (Ρωμ. 13:13) Αγωνίζονται επιμελώς ν’ ανταποκριθούν στην περιγραφή του Ιησού: «Εκ του κόσμου δεν είναι.» (Ιωάν. 17:16) Έτσι χωρίς αμφιβολία οι Χριστιανοί αποφεύγουν τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς που σχετίζεται με ειδωλολατρικές συνήθειες.
Αλλά σημαίνει μήπως αυτό ότι οι Χριστιανοί πρέπει ν’ αποφεύγουν την ημέρα εκείνη την συντροφιά αλλήλων επειδή η ημέρα αυτή χρησιμοποιείται κακώς από εκείνους οι οποίοι πράττουν «έργα του σκότους»; (Ρωμ. 13:12) Όχι, δεν είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν αυτό. Μερικοί πιθανόν να κάμουν διευθετήσεις για να συγκεντρωθούν ως ένας όμιλος Χριστιανών μαζί την ημέρα εκείνη διότι είναι μια ευκαιρία αργίας από κοσμική εργασία και μπορούν να το πράξουν. Οι Χριστιανοί στην Ιερουσαλήμ μετά την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ. ‘μετελάμβανον κατ’ οίκους την τροφήν εν αγαλλιάσει και απλότητι καρδίας.’ (Πράξ. 2:46) Η συναναστροφή με ομοίους των Χριστιανούς και οι πνευματικές συζητήσεις που διεξήγοντο ήσαν χωρίς αμφιβολία πολύ ωφέλιμες σ’ εκείνους τους πιστούς. Και μια συγκέντρωσις Χριστιανών σήμερα έχει παρόμοια αποτελέσματα, αν όσα λέγονται και γίνονται διέπωνται από Βιβλικές αρχές.
Αν ένας κάνη διευθέτησι για μια επικοινωνία την 31 Δεκεμβρίου, ή σχεδιάζη να παρευρέθη σε μια τέτοια, θα έκανε καλά να εξετάση το ελατήριό του καθώς και την κατάστασι που περιλαμβάνεται. Έχει μήπως προγραμματισθή η επικοινωνία εξαιτίας της Πρωτοχρονιάς, ή μήπως υπάρχει κάποιος ειδικός ενθουσιασμός γι’ αυτή επειδή συμπίπτει τότε; Μήπως αυτά που γίνονται, ή η ώρα που τελειώνει η επικοινωνία, δείχνουν αντιγραφή των όσων κάνει ο κόσμος την ημέρα εκείνη; Αν ναι, άσχετα με το τι μπορεί να πη ένας, εορτάζει την Πρωτοχρονιά και συμμετέχει μαζί με τον κόσμο στους τρόπους του. Αυτό που κάνει δεν είναι Χριστιανικό.
Έτσι δεν υπάρχει ανάγκη να θεσπισθή κανένας «κανών» σχετικά μ’ αυτή την ευκαιρία. Αν οι Χριστιανοί συνέρχωνται ομού με κατάλληλο ελατήριο και αν η διαγωγή των αρμόζη από κάθε άποψι σε Χριστιανούς, τότε ασφαλώς δεν υπάρχει ανάγκη ν’ αποφεύγουν τη συντροφιά αλλήλων οποιαδήποτε ημέρα απλώς διότι είναι μια ημέρα που χρησιμοποιεί κακώς ο κόσμος. Κάθε Χριστιανός μπορεί να λάβη υπ’ όψιν το δικό του ελατήριο, τις Γραφικές αρχές που εφαρμόζονται και τη διάθεσι της σύμφωνα με τη Γραφή εκπαιδευμένης συνειδήσεώς του. (1 Ιωάν. 2:15-17· Ρωμ. 14:13· 1 Τιμ. 1:19) Τότε μπορεί να λάβη μια προσωπική απόφασι, προσπαθώντας να θέση ένα παράδειγμα Χριστιανικής ωριμότητος, η οποία θα έχη την επιδοκιμασία του Θεού. Ο Παύλος μάς ενθαρρύνει: «Εξετάζοντες τι είναι ευάρεστον εις τον Κύριον.»—Εφεσ. 5:10.