Οι Οικίες των Πρώτων Χριστιανών
ΟΠΩΣ ακριβώς σήμερα ο τύπος της οικίας ποικίλλει αναλόγως με τα μέσα που διαθέτει ο ένοικος, έτσι συνέβαινε και πριν από δεκαεννέα αιώνες. Το σπίτι του συνήθους ανθρώπου συνίστατο συχνά από ένα δωμάτιο, συνήθως μάλλον σκοτεινό, διότι, εκτός από τη θύρα, ίσως υπήρχαν μόνο ένα ή δύο μικρά ανοίγματα που εχρησίμευαν για παράθυρα. Έτσι, αν ο ένοικος έχανε ένα κέρμα, θα ήταν ανάγκη να εφοδιασθή με τεχνητό φως. Όπως είπε ο Ιησούς για κάποια γυναίκα σε μια από τις παραβολές του: «Εάν χάση δραχμήν μίαν, δεν ανάπτει λύχνον, και σαρόνει την οικίαν;»—Λουκ. 15:8.
Χτισμένο με καλαμωτή και αχυρόλασπη, ή ίσως με αποξηραμμένα στον ήλιο ή ψημένα στο φούρνο τούβλα από λάσπη, μ’ ένα δάπεδο από πατημένο χώμα, κάθε σπίτι είχε μια επίπεδη στέγη στην οποία μπορούσε ένας να φθάση από μια εξωτερική σκάλα. Η στέγη ήταν ένα ευχάριστο μέρος για ν’ αποσυρθή κανείς για ανάπαυσι, ειδικώς αν κάποιο γειτονικό δένδρο έρριπτε την ευπρόσδεκτη σκιά του επάνω της στη διάρκεια της ζέστης της ημέρας. Εδώ μπορούσε ένας να κάμη στοχασμούς και να προσευχηθή, όπως έκαμε ο απόστολος Πέτρος στην Ιόππη στον οίκο του Σίμωνος του βυρσοδέψου, ο οποίος είχε οικίαν κοντά στην θάλασσα.—Πράξ. 10:9.
Οι πτωχοί είχαν πολύ λίγα έπιπλα. Για κρεββάτι, ετοποθετούντο στρώματα το ένα επάνω στο άλλο, ενώ ένα επανωφόρι εχρησίμευε συχνά για κλινοσκέπασμα την νύχτα. Πολλά σπίτια είχαν ένα τραπέζι, και μερικά είχαν σκαμνιά και καθίσματα.
Έμποροι, γαιοκτήμονες και επίσημοι ζούσαν σε μεγαλύτερα λιθόκτιστα σπίτια που είχαν μια κεντρική αυλή και δωμάτια που έβλεπαν σ’ αυτή. Οι εύποροι πιθανόν να είχαν μια δεξαμενή στη μέση κι ένα κήπο. Στην αυλή της οικίας του αρχιερέως είχε καθήσει ο Πέτρος μεταξύ εκείνων οι οποίοι είχαν συλλάβει τον Ιησού Χριστό και εκεί ήταν που υπήρχε πυρά με ξυλάνθρακες. (Λουκ. 22:54, 55) Συχνά αυτός ο τύπος σπιτιού είχε δεύτερο ή τρίτο όροφο, με μεγάλα δικτυωτά παράθυρα, όπου υπήρχαν και καθίσματα του παραθύρου, από ένα των οποίων στην Τρωάδα έπεσε ο Εύτυχος που είχε αποκοιμηθή ενώ ο Παύλος ωμιλούσε σε μια ομάδα Χριστιανών.—Πράξ. 20:9, 10.
Στα καλύτερα σπίτια, η επίπλωσις ήταν πιο περιποιημένη. Το κρεββάτι ήταν ανασηκωμένο επάνω σε πόδια, και είναι προφανές ότι αυτό υπονοούσε ο Ιησούς σε μια παραβολή, όπου είπε ‘δεν τίθεται ο λύχνος υπό την κλίνην.’—Μάρκ. 4:21.
ΟΙ ΟΙΚΙΕΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΚΕΠΤΕΤΟ Ο ΙΗΣΟΥΣ
Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον εγεννήθη η πρώτη Χριστιανοσύνη. Πολλά από τα συνήθη σπίτια και μερικά από τα καλύτερα ήσαν οι κατοικίες των πρώτων Χριστιανών. Έτσι, ο Ιησούς, στη διάρκεια της διακονίας του, συχνά συναντούσε θερμή υποδοχή σ’ αυτά τα σπίτια, όπως συνέβη στο σπίτι του Πέτρου και του Ανδρέα. Εθεράπευσε την πενθερά του Πέτρου από πυρετό και αυτή άρχισε αμέσως να φροντίζη για τις ανάγκες των συνηγμένων μαθητών. (Μάρκ. 1:29-31.) Όταν ο Ιησούς μετέβη μαζί με τους στενούς μαθητάς του σ’ ένα σπίτι, μακριά από τα πλήθη που συχνά τον ακολουθούσαν, εκεί μπορούσαν να του κάνουν ερωτήσεις. (Ματθ. 13:36) Ο Ιησούς περίμενε ώσπου να βρεθή στην μοναξιά ενός εγκαρδίου σπιτιού προτού ερωτήση τους μαθητάς του για ένα ζήτημα: «Τι διελογίζεσθε καθ’ οδόν προς αλλήλους;» (Μάρκ. 9:33, 34) Μέσα σ’ ένα σπίτι ήταν, επίσης, κατάλληλος τόπος για να κάμη μια μάλλον διεισδυτική ερώτησι στον Πέτρο για τους φόρους.—Ματθ. 17:24-27.
Ο Ιησούς ασφαλώς εξετίμησε την αναπαυτική ησυχία ενός σπιτιού στην Καπερναούμ, όπου μπορούσε ν’ αναζωογονήση τις δυνάμεις του για περαιτέρω εκπαιδευτικές περιοδείες, μολονότι μόλις «ηκούσθη ότι είναι εις οίκον,» τα πλήθη συνήχθησαν τόσο πυκνά γύρω από την θύρα ώστε μερικοί άλλοι, οι οποίοι ήσαν αποφασισμένοι να πλησιάσουν τον Ιησούν σε μια περίπτωσι αναγκάσθηκαν ν’ ανεβούν από την εξωτερική σκάλα και να χαλάσουν μέρος της στέγης για να εισέλθουν.—Μάρκ. 2:1-5.
ΕΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΟ Μ’ ΕΝΑ ΦΙΛΟΞΕΝΟ ΤΡΟΠΟ
Το θείον Υπόμνημα δίνει συχνά μαρτυρία για τον τρόπο με τον οποίο οι πρώτοι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν τους οίκους των. Ο Ιησούς ήταν πάντοτε ευπρόσδεκτος στο σπίτι του Λαζάρου, της Μαρίας και της Μάρθας, στη Βηθανία, τρία περίπου χιλιόμετρα από την Ιερουσαλήμ. Φαίνεται ότι ο Ιησούς αισθάνονταν πολύ άνετα σ’ αυτό το σπίτι διότι «ηγάπα . . . την Μάρθαν και την αδελφήν αυτής και τον Λάζαρον.» (Ιωάν. 11:5) Συχνά οι δύσκολες περιστάσεις έκαναν να διακρίνωνται οι φιλόξενες πράξεις των πρώτων Χριστιανών, να θεωρούνται ειδικά πολύτιμες. Θυμηθήτε, παραδείγματος χάριν, όταν ο απόστολος Παύλος εζήτησε να κάμη το μακρύ και επίπονο ταξίδι στη Ρώμη για να σταθή στο βήμα της κρίσεως του Καίσαρος. Έφθασαν στην Σιδώνα την επομένη ημέρα, και ο Λουκάς γράφει: «και ο Ιούλιος [ο Ρωμαίος αξιωματικός της υπηρεσίας] φιλανθρώπως φερόμενος προς τον Παύλον, επέτρεψεν εις αυτόν να υπάγη προς τους φίλους αυτού και να λάβη περίθαλψιν.» (Πράξ. 27:3) Πόσο θα εξετίμησε ο Παύλος αυτή την χειρονομία, και ποια υποδοχή θα του έκαμαν οι φίλοι του στα σπίτια των, παρέχοντας σ’ αυτόν στοργική φιλοξενία!
Όταν ο Παύλος έφθασε λίγο αργότερα ως ναυαγός στη νήσο Μάλτα, ο προύχων της νήσου έδειξε φιλοξενία προσκαλώντας τον Παύλο και τους συντρόφους του σπίτι του, το οποίο θα ήταν μια κατοικία με κάποια άνεσι. Ο Πόπλιος είχε κτήματα· «όστις αναδεχθείς ημάς εξένισε φιλοφρόνως τρεις ημέρας.» (Πράξ. 28:7) Αλλά πόση χαρά θα αισθάνθηκε ο Παύλος όταν οι ταξιδιώται έφθασαν στους Ποτιόλους στην στερεά όπου, καθώς αναφέρει ο Λουκάς, «ευρόντες αδελφούς, παρεκαλέσθημεν να μείνωμεν παρ’ αυτοίς επτά ημέρας.» (Πράξ. 28:14) Σημειώστε την παράκλησι, την θερμή στοργική υποδοχή, η οποία κατέληξε σε επταήμερη παραμονή.
Αυτός ο ίδιος τόνος της παρακλήσεως χαρακτήρισε τη φιλοξενία που εξεδήλωσε η Λυδία από τα Θυάτειρα: «Αφού δε εβαπτίσθη αυτή και ο οίκος αυτής, παρεκάλεσε λέγουσα, Εάν με εκρίνατε ότι είμαι πιστή εις τον Ιεχωβά, εισέλθετε εις τον οίκον μου, και μείνατε· και μας εβίασεν.» (Πράξ. 16:15, ΜΝΚ) Δεν μπορούσε να υπάρξη άρνησις σε μια τέτοια υποδοχή. Χωρίς αμφιβολία η Λυδία έλαβε η ιδία μεγάλη πνευματική ωφέλεια με λόγους αληθείας και ενθαρρύνσεως, και όλο αυτό διότι άνοιξε τον οίκο της στον απόστολο Παύλο και τους ταξιδιωτικούς του συντρόφους.
Μόλις λίγα εδάφια πιο κάτω η προσοχή μας εφιστάται σ’ ένα άλλο φιλόξενο σπίτι. Ο Παύλος και ο Σίλας ήσαν στη φυλακή. Κατά τα μεσάνυχτα ο δεσμοφύλαξ αφυπνίσθη από ένα μεγάλο σεισμό, ο οποίος άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της φυλακής, και αυτός ήταν έτοιμος να ‘θανατώση τον εαυτό του,’ όταν ο Παύλος τον σταμάτησε, βεβαιώνοντας τον ότι κανείς δεν είχε φύγει. Έκπληκτος από την απόδειξι της χειρός του Θεού σ’ αυτό το επεισόδιο, ο δεσμοφύλαξ έδραξε αμέσως την ευκαιρία να μάθη για τους σκοπούς του Θεού, και αυτός και ο οίκος του εβαπτίσθηκαν. Κατόπιν «αναβιβάσας αυτούς εις τον οίκον αυτού, παρέθηκε τράπεζαν, και ευφράνθη πανοικί, πιστεύσας εις τον Θεόν.» (Πράξ. 16:25-34) Πόσο γρήγορα έσπευσε ο οίκος για να ετοιμάση τραπέζι, και τι υποδοχή έδειξαν, μολονότι ήταν μεσάνυχτα! Για τον δεσμοφύλακα, αυτό ήταν το λιγώτερο που μπορούσε να κάμη ως αντάλλαγμα των αγαθών νέων που είχε λάβει.—1 Κορ. 9:11.
Ναι, οι πρώτοι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν τα σπίτια των με φιλόξενο τρόπο. Είναι οι δικές μας κατοικίες σήμερα όπως των πρώτων Χριστιανών; Είναι θερμές και φιλικές, γεμάτες από ζωή και χαρούμενες φωνές κι ευτυχισμένες καρδιές; ‘Ακολουθούμε την φιλοξενίαν’;—Ρωμ. 12:13.
Και αν μας καλέσουν στον οίκο ενός ομοίου μ’ εμάς Χριστιανού, μπορούμε πάντοτε να προσπαθήσωμε ν’ αφήσωμε εκείνο τον οίκο πνευματικώς πλουσιώτερο από ό,τι τον βρήκαμε. Αυτό ήταν το πνεύμα των πρώτων Χριστιανών, οι οποίοι «κόπτοντες τον άρτον κατ’ οίκους· μετελάμβανον την τροφήν εν αγαλλιάσει και απλότητι καρδίας, δοξολογούντες τον Θεόν, και ευρίσκοντες χάριν ενώπιον όλου του λαού.»—Πράξ. 2:46, 47.