Η Βαβυλωνιακή Χρονολογία—Πόσο Αξιόπιστη Είναι;
ΜΕΡΙΚΑ από τα συγγράμματα ιστορικών αρχαιολόγων αυτού του εικοστού αιώνος αφήνουν την εντύπωσι ότι υπάρχει μια Βαβυλωνιακή χρονολογία, η οποία αποτελεί σοβαρή πρόκλησι στον υπολογισμό του χρόνου που αναγράφεται στη Βίβλο. Πόσο σοβαρή είναι αυτή η πρόκλησις; Υπάρχει πράγματι μια υγιής Βαβυλωνιακή χρονολογία; Υποστηρίζεται από στερεά θεμέλια; Περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία επιβάλλουν μεγαλύτερο σεβασμό από τα γεγονότα που αναγράφονται στη Βίβλο;
Η Βαβυλών εισέρχεται στη σκηνή, μόνο όσον αφορά τον Ιουδαϊκό λαό, κυρίως από την εποχή του Ναβουχοδονόσορος. Η βασιλεία του Ναβοπολασσάρου, πατρός αυτού του μονάρχου, χαρακτηρίζεται ως «η αρχή της Νεο-Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας.» Εκείνη η εποχή έληξε με τη βασιλεία του Ναβονίδου και του γυιού του, του Βαλτάσαρ, όταν η Βαβυλών ανετράπη από τον Κύρο τον Πέρση. Αυτή είναι μια περίοδος ειδικού ενδιαφέροντος για τους λογίους που ερευνούν τις Γραφές, διότι περιλαμβάνει τον καιρό της καταστροφής της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους και το μεγαλύτερο τμήμα της εβδομηκονταετούς ερημώσεως της γης των ηττημένων Ιουδαίων.
Το Βιβλικό υπόμνημα είναι πολύ λεπτομερές στην αφήγησί του της πρώτης προς τιμωρίαν εκστρατείας εναντίον του βασιλείου του Ιούδα από τον Ναβουχοδονόσορα το έβδομο έτος της βασιλείας του (ή όγδοο έτος από της ανόδου του στο θρόνο.) (Ιερεμ. 52:28· 2 Βασ. 24:12) Σε αρμονία με αυτό, μια σφηνοειδής επιγραφή του Βαβυλωνιακού Χρονικού λέγει: «Το έβδομο έτος, τον μήνα Χισλέβ, ο βασιλεύς της Ακκάδ [Ναβουχοδονόσορ] συνεκέντρωσε τα στρατεύματά του, εβάδισε κατά της γης Χάττι [Συρία-Παλαιστίνη], κι εστρατοπέδευσε έναντι της πόλεως του Ιούδα και την δευτέρα ημέρα του μηνός Αδάρ κατέλαβε την πόλι κι αιχμαλώτισε τον βασιλέα [Ιωαχείν]. Διώρισε εκεί ένα βασιλέα της δικής του εκλογής [τον Σεδεκίαν], εισέπραξε τον βαρύ της φόρο υποτέλειας και [τους] απέστειλε στη Βαβυλώνα.»—Χρονικά των Χαλδαίων Βασιλέων (625-556 π.Χ.) υπό Δ. Ι. Ουάιζμαν, σελίδες 67, 73.
ΒΑΣΙΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Ή ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΙΜΗ ΣΥΝΘΕΣΙΣ;
Παρά τη λαμπρή αυτή αρχή για τον συγχρονισμό της αφηγήσεως της Αγίας Γραφής με τα Βαβυλωνιακά αρχεία, αντιμετωπίζει ένας κατόπιν ένα κενό όσον αφορά την περαιτέρω πληροφορία από πραγματικές Βαβυλωνιακές πηγές. Για τα τελευταία τριάντα τρία χρόνια του Ναβουχοδονόσορος, παραδείγματος χάριν, κανένα ιστορικό υπόμνημα δεν έχει ακόμη εκταφή από τμήματα επιγραφών που έχουν σχέσι με μια εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου το τριακοστό έβδομο έτος του βασιλέως. Έτσι δεν έχομε καμμιά Βαβυλωνιακή αφήγησι της καταστροφής της Ιερουσαλήμ στο δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ (δέκατο ένατο από της ανόδου του στο θρόνο). (Ιερεμ. 52:29· 2 Βασ. 25:8-10) Η Αγία Γραφή είναι η μόνη πηγή αυθεντικής πληροφορίας γι’ αυτό το γεγονός.
Όσον αφορά τον γυιό του Ναβουχοδονόσορος Αμέλ-Μαρδούκ (Ευείλ-μερωδάχ, 2 Βασ. 25:27, 28) ευρέθησαν πινακίδες, οι οποίες χρονολογούνται από το δεύτερο έτος της βασιλείας του. Εν τούτοις, περιέχουν λίγη πληροφορία όσον αφορά τη βασιλεία του και δεν δίνουν καμμιά ένδειξι σχετικά με το μήκος της. Έτσι, επίσης, και για τον Νεριγλισάρ, ο οποίος λέγεται ότι διεδέχθη τον Ευείλ-μερωδάχ, μόνο μια αυστηρώς ιστορική πινακίδα ήλθε στο φως, και χρονολογείται από το τρίτο έτος του ως βασιλέως.
Εκείνο που υποτίθεται ότι είναι μια αναμνηστική πινακίδα, γραμμένη είτε για τη μητέρα ή τη μάμμη του Ναβονίδου, δίνει κάποια χρονολογική πληροφορία γι’ αυτή την περίοδο, αλλά πολλά τμήματα του κειμένου έχουν υποστή βλάβη, αφήνοντας πολλά να λυθούν από την εφευρετικότητα και την εικασία των ιστορικών. Ο αναγνώστης μπορεί να εκτιμήση σε ποιο βαθμό είναι τμηματικό το κείμενο αν αγνοήση τις προσθήκες που υπάρχουν μέσα σε αγκύλες στην κατωτέρω μετάφρασι ενός μέρους αυτής της αναμνηστικής πινακίδος, που αντιπροσωπεύουν σύγχρονες προσπάθειες αποκαταστάσεως των τμημάτων, τα οποία ελλείπουν, έχουν υποστή βλάβη ή είναι δυσανάγνωστα:
«[Στη διάρκεια της εποχής από τον Ασσουρβανιπάλ], τον βασιλέα της ‘Ασσυρίας, [εις του] οποίου [τη βασιλεία] γεννήθηκα—(δηλαδή): [21 έτη] υπό τον Ασσουρβανιπάλ, [4 έτη υπό τον Ασσούρ]-ετιλλού-ιλανί, υιόν του, [21 έτη υπό τον Ναμποπόλα]σαρ, 43 έτη υπό τον Ναβουχοδονόσορ, [2 έτη υπό τον Ευείλ-Μερωδάχ], 4 έτη υπό τον Νεριγλισάρ, [σύνολον 95 έτ]η, [ο θεός είχε αναχωρήσει] ωσότου ο Σιν, ο βασιλεύς των θεών, [ενεθυμήθη το ναό] . . . της [μεγάλης] θεότητός του, το συννεφιασμένο του πρόσωπο [έλαμψε], [και άκουσε] τις προσευχές μου, [ελησμόνησε] την ωργισμένη εντολή [την οποία είχε δώσει, και απεφάσισε να επανέλθη ει]ς τον ναό ε-χουλ-χουλ, στον ναό, [τον οίκο,] την τέρψι της καρδιάς του. [Όσον αφορά την επικειμένη επάνοδό του εις] τον [να]ό, ο Σιν, ο βασιλεύς [των θεών (μού) είπε]: ‘Ο Ναβονίδης, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, υιός [της κοιλίας μου] [θα] [με] κάμη να ει[σέλθω/καθίσω (και πάλιν)] μέσα (εις) τον ναό ε-χουλ-χουλ!’ Εφρόντισα [πλήρως] να τύχουν υπακοής οι διαταγές που [ο Σιν], ο βασιλεύς των θεών, είχε προφέρει (και επομένως) παρηκολούθησα μόνος μου (πώς) ο Ναβονίδης, ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, ο καρπός της κοιλίας μου, εγκαθίδρυσε και πάλι πλήρως τις λησμονημένες ιεροτελεστίες του Σιν, . . . »
Περαιτέρω στη συνέχεια του κειμένου η μητέρα (ή μάμμη) του Ναβονίδου παρουσιάζεται ως ν’ αποδίδη στον Σιν το ότι της εχορήγησε μακροζωία «από την εποχή του Ασσουρβανιπάλ, βασιλέως της Ασσυρίας, έως το 6ον έτος του Ναβονίδου, βασιλέως της Βαβυλώνος, του υιού της κοιλίας μου, (δηλαδή) 104 ευτυχισμένα έτη, . . . »—Αρχαία Κείμενα Εγγύς Ανατολής, υπό Πρίτσαρντ, σελίδες 311, 312 (στην Αγγλική).
Απ’ αυτή την πολύ ατελή επιγραφή μπορεί να φανή ότι οι μόνοι αριθμοί που δίδονται πραγματικά είναι τα 43 έτη της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ και 4 έτη της βασιλείας του Νεριγλισάρ. Όσον αφορά τον τελευταίον αυτόν μονάρχη, το κείμενο δεν περιορίζει, κατ’ ανάγκην τη βασιλεία του σε τέσσερα έτη λέγει μάλλον κάτι που συνέβη το τέταρτο έτος του. Πότε στη διάρκεια της βασιλείας του Ασσουρβανιπάλ άρχισε η ζωή της μητρός (ή μάμμης) του Ναβονίδου δεν αναφέρεται, έτσι ώστε εγκαταλειπόμεθα στο σκότος όσον αφορά την αρχή και το τέλος των «104 ευτυχισμένων ετών.» Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε πληροφορία όσον αφορά το μήκος της βασιλείας του Ασσούρ-ετιλλού-ιλανί, του Ναβοπολασσάρου και του Ευείλ-μερωδάχ. Και δεν αναφέρεται τίποτε για τον Λαμπάσι-Μαρδώκ, που αναγνωρίζεται τώρα γενικά από τους ιστορικούς ότι εβασίλευσε μεταξύ του Νεριγλισάρ και του Ναβονίδου.
Πρέπει να σημειωθή, επίσης, ότι οι υποθετικοί αριθμοί ετών, που έχουν παρεμβληθή από συγχρόνους ιστορικούς με βάσι τον κανόνα του Πτολεμαίου, όταν προστεθούν στο «6ον έτος του Ναβονίδου,» δίνουν ένα σύνολο 100 ή 101 ετών, και όχι 104 ετών που αναφέρονται στο ίδιο το κείμενο. Έτσι αυτό το τμηματικό υπόμνημα προμηθεύει ανεπαρκή πληροφορία για τη χρονολογία της Νεο-Βαβυλωνιακής περιόδου.
Ο ΚΑΝΩΝ ΤΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ
Και αυτός ο κανών του Πτολεμαίου, τι είναι; Μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως, εφόσον βλέπομε ότι ιστορικοί θεωρούν αναγκαίο να βασισθούν τόσο πολύ σ’ αυτόν σε συσχετισμό με τη χρονολογία των για τη Νεο-Βαβυλωνιακή περίοδο. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος έζησε στην Αίγυπτο στη διάρκεια του δευτέρου αιώνος μ.Χ., ή 600 και πλέον χρόνια μετά το τέλος της Νεο-Βαβυλωνιακής περιόδου. Δεν ήταν ιστορικός, και είναι γνωστός κυρίως για τα έργα του σχετικά με την αστρολογία και τη γεωγραφία. Όπως λέγει ο Ε. Ρ. Θήλε: «Ο κανών του Πτολεμαίου είχε συγγραφή κυρίως για αστρονομικούς, όχι για ιστορικούς σκοπούς. Δεν αξιούσε να δώση πλήρη κατάλογο όλων των αρχόντων είτε της Βαβυλώνος είτε της Περσίας, ούτε τον ακριβή μήνα ή την ημέρα της ενάρξεως της βασιλείας των, αλλά ήταν ένα μέσον που καθιστούσε δυνατή την ακριβή τοποθέτησι μέσα σ’ ένα ευρύ χρονολογικό σχέδιο ωρισμένης αστρονομικής πληροφορίας η οποία ήταν τότε διαθέσιμη.»—Οι Μυστηριώδεις Αριθμοί των Εβραίων Βασιλέων, σελίς 293, υποσημείωσις (στην Αγγλική).
Ο Πτολεμαίος καθώρισε 21 έτη για τη βασιλεία του Ναβοπολασσάρου, 43 στον Ναβουχοδονόσορα, 2 στον Ευείλ-μερωδάχ, 4 στον Νεριγλισάρ, και 17 στον Ναβονίδη, για ένα σύνολο 87 ετών. Υπολογίζοντας, επομένως, πίσω από το πρώτο έτος του Κύρου, μετά την πτώσι της Βαβυλώνος, οι ιστορικοί χρονολογούν την έναρξι του πρώτου έτους του Ναβοπολάσσαρ το 625 π.Χ., το πρώτο έτος του Ναβουχοδονόσορος το 604, και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 586 ή 587. Αυτές οι χρονολογίες είναι κατά 20 περίπου χρόνια μεταγενέστερες από τις χρονολογίες της Βίβλου, κι εν τούτοις σύγχρονοι ιστορικοί ευνοούν το σύστημα χρονολογήσεως που βασίζεται στον Πτολεμαίο.
Μολονότι το μήκος της βασιλείας των βασιλέων της Βαβυλώνος και της Περσίας, όπως εκτίθεται στον κανόνα του Πτολεμαίου, πιθανόν να είναι βασικώς ορθό, δεν φαίνεται να υπάρχη κανένας λόγος να διακρατήση ένας τη σκέψι ότι ο κανών είναι κατ’ ανάγκην ακριβής από κάθε άποψι για όλες τις περιόδους. Όπως τονίσθηκε ήδη, δεν διαθέτομε Βαβυλωνιακά ιστορικά αρχεία τα οποία θα μπορούσαν είτε να βεβαιώσουν είτε να υπονομεύσουν τους αριθμούς του Πτολεμαίου που αφορούν την βασιλεία ωρισμένων βασιλέων.
Κριτικοί της Αγίας Γραφής ισχυρίζονται ότι η χρονολογία της καταστροφής της Ιερουσαλήμ (607 π.Χ.), η οποία στηρίζεται στη Βιβλική χρονολογία, αφήνει ένα κενό στη Βαβυλωνιακή χρονολογία. Εξ άλλου, εκείνοι, οι οποίοι προσκολλώνται σ’ ένα αυστηρόν Πτολεμαϊκόν υπολογισμόν, είναι υποχρεωμένοι να εξηγήσουν ένα μεγάλο δικό των κενό. Αυτό το κενό προκύπτει, όταν προσπαθούν να εναρμονίσουν τη Βαβυλωνιακή και την Ασσυριακή ιστορία για να φθάσουν στο 625 π.Χ. ως το έτος ενάρξεως της Νεο-Βαβυλωνιακής περιόδου.
Το Βαβυλωνιακό Χρονικό λέγει ότι η πρωτεύουσα της Ασσυρίας, η Νινευή, παρεδόθη στις Βαβυλωνιακές δυνάμεις το δέκατο τέταρτο έτος του Ναβοπολασσάρου. Ακολουθώντας τον Πτολεμαίο, οι κοσμικοί ιστορικοί χρονολογούν αυτό το γεγονός το 612 π.Χ. Ταυτοχρόνως, με βάσι αστρονομικούς υπολογισμούς, προσκολλώνται, επίσης, στο έτος 763 π.Χ. ως μια απόλυτη χρονολογία, η οποία αντιπροσωπεύει το ένατο έτος του Ασσυρίου βασιλέως Ασσούρ-νταν III. Έτσι, θα έπρεπε να μπορούν να υπολογίσουν από το έτος εκείνο προς τα εμπρός και ν’ αποδείξουν ότι η Ασσυριακή διακυβέρνησις στη Νινευή επεκτάθηκε ως το 612 π.Χ. Αλλά μπορούν; Με τη βοήθεια επωνύμων και καταλόγων των βασιλέων και από υλικό άλλων πηγών, κανονίζουν τη σύνταξι μιας χρονολογίας η οποία φθάνει ως το 668 π.Χ., το έτος που προσδιορίζουν για την έναρξι της βασιλείας του Ασσουρβανιπάλ. Αλλ’ από το σημείο αυτό κι εμπρός υπάρχει σημαντική σύγχυσις.
Ειδικά όσον αφορά τη βασιλεία του Ασσουρβανιπάλ υπάρχει μεγάλη σύγχυσις. Παραδείγματος χάριν, η Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία (έκδοσις 1959, Τόμ. 2, σελίς 569) δίνει τη χρονολογία 668-625 π.Χ. για τη βασιλεία του Ασσουρβανιπάλ. Κατόπιν, στη σελίδα 851 του ιδίου τόμου, ως χρονολογία της βασιλείας δίδεται το 669-630 π.Χ. Στον τόμο 5 της ιδίας εκδόσεως, σελίς 655, παρατίθεται για την ιδία βασιλεία η χρονολογία «668-638(;).» Η έκδοσις του ιδίου έργου λέγει ‘669-630 ή 626.’ (Τόμ. 2, σελίς 573) Άλλες χρονολογίες που προτείνονται για το τέλος της βασιλείας του Ασσουρβανιπάλ είναι:
633 Μία ιστορία του Ισραήλ, υπό Τζών Μπράιτ, 1964 (στην Αγγλική).
631 Αρχαίον Ιράκ, υπό Ζωρζ Ρου, 1964 (στην Αγγλική).
629 Το Λεξικόν του Ερμηνευτού της Βίβλου, 1962 (στην Αγγλική).
π.631-627 Το Νέον Λεξικόν της Βίβλου, 1962 (στην Αγγλική).
626 Αρχαία Αρχεία της Ασσυρίας και Βαβυλωνίας, υπό Λάκενμπιλ, Δρος Θεολογίας, 1926 (στην Αγγλική).
Όπως θα μπορούσε ν’ αναμένεται, οι ανωτέρω πηγές δίνουν, επίσης, ποικίλες χρονολογίες και για τη βασιλεία του Ασσούρ-ετιλλού-ιλανί, πιθανού διαδόχου του Ασσουρβανιπάλ. Το ίδιο, επίσης, συμβαίνει και με τη βασιλεία του Σιν-σαρ-ισκούν, ο οποίος ήταν προφανώς βασιλεύς την εποχή της πτώσεως της Νινευή. Μερικοί ιστορικοί επεκτείνουν τη βασιλεία αυτού του τελευταίου βασιλέως έως δεκαοκτώ χρόνια, μολονότι χρονολογημένες πινακίδες έχουν βρεθή μόνο ως το έβδομο έτος του.
Έτσι οι ιστορικοί είναι πρόθυμοι να επιδείξουν μεγάλη ελαστικότητα για να μπορέσουν να παραμείνουν και στην Πτολεμαϊκή χρονολογία και στην περιστρεφόμενη των χρονολογία του 763 π.Χ., ως το σημείο μάλιστα να παραθέτουν κατ’ εικασίαν, γι’ αυτούς τους τελευταίους άρχοντας της Ασσυριακής αυτοκρατορίας, μακρότερες βασιλείες από εκείνες που υποστηρίζει η απόδειξις που υπάρχει. Έχουν ένα ενοχλητικό κενό στα χέρια των—ένα κενό που δεν είναι εύκολο να συμπληρωθή. Η Αγία Γραφή, όμως, προσφέρει πιο ισχυρή απόδειξι για το 607 π.Χ. έτος της καταστροφής της Ιερουσαλήμ.—Βλέπε Η Σκοπιά, 15 Νοεμβρίου 1968, σελίδες 682-686.
ΜΠΕΡΟΣΣΟΣ—ΠΟΣΟ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ;
Μερικοί πιστεύουν ότι ο Πτολεμαίος, στην ετοιμασία του κανόνος του, ακολούθησε τον Μπερόσσο, ένα Βαβυλώνιο ιερέα του τρίτου αιώνος π.Χ. Για τα συγγράμματά του ο Καθηγητής Όλμστεντ παρατηρεί: «. . . μόνο ελάχιστα τμήματα, αποσπάσματα ή ίχνη έχουν φθάσει ως εμάς. Και τα πιο σπουδαία απ’ αυτά τα αποσπάσματα έχουν φθάσει μέσω μιας παραδόσεως σχεδόν χωρίς παράλληλο. Σήμερα οφείλομε να συμβουλευθούμε μια σύγχρονη Λατινική μετάφρασι μιας Αρμενικής μεταφράσεως του απολεσθέντος Ελληνικού πρωτοτύπου του Χρονικού του Ευσεβίου, ο οποίος την δανείσθηκε εν μέρει από τον Αλέξανδρο Πολυίστορα, ο οποίος την δανείσθηκε απ’ ευθείας από τον Μπερόσσο, και εν μέρει από τον Αβυδηνό, ο οποίος προφανώς την δανείσθηκε από τον Γιούμπα, ο οποίος την δανείσθηκε από τον Αλέξανδρο Πολυίστορα κι επομένως από τον Μπερόσσο. Ο Ευσέβιος, για να επιφέρη μεγαλύτερη σύγχυσι, σε μερικές περιπτώσεις δεν ανεγνώρισε το γεγονός ότι ο Αβυδηνός είναι μόνο μια ασθενής ηχώ του Πολυίστορος, και παρέθεσε τις αφηγήσεις τού καθενός την μια παραπλεύρως της άλλης!»
Και συνεχίζει: «Και αυτό δεν είναι το χειρότερο. Μολονότι η αφήγησίς του τού Πολυίστορος πρέπει γενικά να προτιμάται, ο Ευσέβιος φαίνεται ότι έκαμε χρήσι ενός κακού χειρογράφου αυτού του συγγραφέως.» (Ασσυριακή Ιστοριογραφία, σελίδες 62, 63) Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος του πρώτου αιώνος μ.Χ., ισχυρίζεται, επίσης, ότι παραθέτει από τον Μπερόσσο, αλλά οι αριθμοί που χρησιμοποιεί δεν είναι συνεπείς, έτσι δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν αποδεικτικοί, και, όταν ενθυμούμεθα ότι μεταξύ του Μπερόσσου και του Πτολεμαίου εμεσολάβησαν τουλάχιστον τριακόσια χρόνια, μπορούμε ν’ αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει βεβαιότης ότι οι υποτιθέμενες παραθέσεις του Πτολεμαίου από τον Μπερόσσο ήσαν ακριβείς.
Και τι μπορεί να λεχθή γι’ αυτές τις ίδιες τις πινακίδες με σφηνοειδή γραφή; Πόσο ακριβείς είναι; Μπορεί κανείς να βασίζεται πάντοτε σ’ αυτές; Ο τυχαίος σπουδαστής μπορεί να έχη τάσι να νομίζη ότι αυτές οι πινακίδες εγράφοντο πάντα κοντά στην εποχή που συνέβησαν τα γεγονότα που αναγράφουν. Εν τούτοις, τα Βαβυλωνιακά ιστορικά κείμενα, ακόμη και πολλά αστρονομικά κείμενα, παρέχουν απόδειξι ότι ανάγονται σε πολύ μεταγενέστερη περίοδο. Συγκεκριμένως, ένα τμήμα του λεγομένου Βαβυλωνιακού Χρονικού, που καλύπτει την περίοδο την οποία σύγχρονοι ιστορικοί καθορίζουν ως το 747-648 π.Χ., είναι «αντίγραφο το οποίο έγινε το εικοστό δεύτερο έτος του Δαρείου από ένα παλαιότερο και κατεστραμμένο κείμενο.»—Χρονικά των Χαλδαίων Βασιλέων, σελίς 1.
Έτσι αυτό το έγγραφο όχι μόνο απέχει από τα γεγονότα που αναγράφει περί τα 150 έως 250 χρόνια, αλλά ήταν, επίσης, αντίγραφο ενός ελαττωματικού παλαιοτέρου εγγράφου. Και από αυτό το ίδιο έγγραφο έχομε τα κατωτέρω, που σχετίζονται με τα κείμενα του Βαβυλωνιακού Χρονικού, τα οποία καλύπτουν την περίοδο από τον Ναβοπολάσσαρον ως τον Ναβονίδη: «Τα κείμενα των Νεο-Βαβυλωνιακών Χρονικών είναι γραμμένα σ’ ένα μικρό χειρόγραφο ενός τύπου, ο οποίος καθ’ εαυτόν δεν επιτρέπει καμμιά ακριβή χρονολόγησι αλλά τα οποία μπορούν να σημαίνουν ότι εγράφησαν οποιαδήποτε εποχή σχεδόν σύγχρονη με τα ίδια τα γεγονότα ως το τέλος της Αχαιμενιδικής διακυβερνήσεως»—ή το 331 π.Χ. Έτσι, και αν ακόμη ο Πτολεμαίος είχε αυτό που πολύ πιθανόν δεν είχε, δηλαδή, αυθεντικά αντίγραφα των συγγραμμάτων του Μπερόσσου, θα εξακολουθούσε να παραμένη ένα σοβαρό ερώτημα όσον αφορά την ηλικία και την αυθεντικότητα των με σφηνοειδή γραφή πηγών του Μπερόσσου.
ΚΑΜΜΙΑ ΣΟΒΑΡΗ ΠΡΟΚΛΗΣΙΣ
Ο αναγνώστης μπορεί να κρίνη για τον εαυτό του αν οι υπολογισμοί, και οι εικασίες των συγχρόνων ιστορικών παρήγαγαν μια αξιόπιστη Βαβυλωνιακή χρονολογία. Πιθανόν μπορεί να λεχθή ότι έχουν ένα σύστημα το οποίο παρουσιάζει κάποια ομοιότητα τάξεως από το σχετικό χάος των αρχαίων κοσμικών αρχείων. Εν τούτοις, όταν θέτουν τόσο πολλή εμπιστοσύνη στη χρονολόγησι του Πτολεμαίου, μπορεί κανείς ορθώς ν’ αμφισβητήση την σοφία με την οποία ενεργούν. Παρατηρήσαμε ότι ούτε ο σκοπός του Πτολεμαίου να συντάξη το υπόμνημά του ούτε η φύσις της πηγής του υλικού του ήσαν τέτοια ώστε να μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στην ιστορική του ακρίβεια. Επί πλέον, αν κάποια από τις πληροφορίες του προήλθε από τον Μπερόσσο, χωρίς αμφιβολία πέρασε από πολλά χέρια, και το κάλλιστο που προσφέρει είναι μια εύθραυστη μαρτυρία. Οι σφηνοειδείς πηγές, επίσης, ήσαν υποκείμενες σε φθορά και αποκατάστασι που μπορούν πολύ καλά να περιλαμβάνουν πολλή εικασία.
Τόσο η έλλειψις συγχρόνων με τα γεγονότα ιστορικών υπομνημάτων από τη Βαβυλώνα όσο και η ευκολία με την οποία τα κοσμικά δεδομένα μπορούσαν ν’ αλλοιωθούν, επιτρέπουν οριστικώς την δυνατότητα να είχαν, ένας ή περισσότεροι από τους Νεο-Βαβυλωνιακούς άρχοντας, μακρότερη περίοδο βασιλείας απ’ αυτή που παρουσιάζει ο Πτολεμαϊκός κανών. Έχοντας όλους αυτούς τους παράγοντας υπ’ όψιν, είναι φρόνιμο να δεχθούμε χωρίς επιφύλαξι την ανακατασκευή της Βαβυλωνιακής ιστορίας από συγχρόνους ιστορικούς; Ασφαλώς δικαιολογείται κανείς να συμπεράνη ότι δεν υπάρχει σ’ αυτά καμμιά πραγματική πρόκλησις στην αξιοπιστία του Βιβλικού υπομνήματος!