Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Εφόσον ο απόστολος Παύλος εδίδασκε ότι οι Χριστιανοί δεν είναι κάτω από τον Μωσαϊκό νόμο, γιατί ο ίδιος εξετέλεσε μια ιεροτελεστία στο ναό στην Ιερουσαλήμ, σχετικά με ευχή στον Θεό;—Μ.Γ., Η.Π.Α.
Είναι αναμφισβήτητο ότι ο απόστολος Παύλος ανεγνώριζε ότι οι Χριστιανοί δεν δεσμεύονται από τον Μωσαϊκό νόμο. Κάτω από θεία έμπνευσι έγραψε: «Απηλλάχθημεν από του νόμου, αποθανόντος εκείνου [επειδή έχομεν αποθάνει όσον αφορά εκείνον, ΜΝΚ] υπό του οποίου εκρατούμεθα»· «Δεν είσθε υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν,» και «Εάν οδηγήστε υπό του πνεύματος, δεν είσθε υπό νόμον.»—Ρωμ. 7:6· 6:14· Γαλ. 5:18.
Αυτό το γεγονός, όμως, δεν σημαίνει ότι θεωρούσε τις απαιτήσεις του Νόμου ως εφάμαρτες. Ο ίδιος έγραψε: «Ο μεν νόμος είναι άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή.» (Ρωμ. 7:12) Το σημείον είναι ότι δεν απαιτείται από τους δούλους του Θεού να τηρούν τον Νόμο για να ευαρεστήσουν τον Ιεχωβά και να κερδίσουν σωτηρία. Παραδείγματος χάριν, δεν είναι αμάρτημα να είναι ένας περιτετμημένος· αυτό δεν αποτελεί αντιχριστιανική πράξι. Αλλά θα ήταν εσφαλμένο να πιστεύσωμε ότι ένας Χριστιανός οφείλει να περιτμηθή για να σωθή.—Πράξ. 15:1, 2, 5, 22-29· 16:3.
Δεν ήταν ασυνήθιστο πράγμα μεταξύ των Ιουδαίων να κάμη ένας ευχή στον Ιεχωβά, όταν είχε διαφύγει κάποιον κίνδυνο ή ατύχημα, πιθανόν δε η ευχή του να ήταν αποχή από οινοπνευματώδη ποτά για μια χρονική περίοδο. Αυτή η ευχή μπορούσε να είναι ομοία με την ευχή ενός Ναζηραίου. (Αριθμ. 6:1-21) Όταν είχε συμπληρωθή αυτή η περίοδος, ο Ιουδαίος μπορούσε να κόψη την κόμη του και ίσως να προσφέρη θυσίες στο ναό στην Ιερουσαλήμ.
Στο εδάφιο Πράξεις 18:18 διαβάζομε ότι, ο Παύλος «εξύρισε την κεφαλήν εν Κεγχρεαίς [πλησίον της Κορίνθου]· διότι είχεν ευχήν.» Αν την ευχή αυτή την είχε κάμει προτού γίνη Χριστιανός δεν αναφέρεται, ούτε και γνωρίζομε οριστικά αν αυτή ήταν η αρχή ή το τέλος της περιόδου της ευχής του. Δεν μπορούμε ν’ αποκλείσωμε την πιθανότητα της σχέσεως που είχε αυτό με ό,τι έλαβε χώραν αργότερα στην Ιερουσαλήμ.
Όταν ο Παύλος ήταν στην Ιερουσαλήμ ύστερ’ από το τρίτο ιεραποστολικό του ταξίδι, οι Χριστιανοί που αποτελούσαν το κυβερνών σώμα ανέφεραν ότι υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των Ιουδαίων απέναντι του Παύλου. Πιστεύοντας στις διαδόσεις, οι Ιουδαίοι ενόμιζαν ότι ο Παύλος εκήρυττε με φανατισμό εναντίον του Μωσαϊκού νόμου. Σ’ αυτό, όπως είδαμε, έσφαλλαν. Για να το αποδείξη αυτό δημοσία σε όλους, ο Ιάκωβος και οι πνευματικώς πρεσβύτεροι συνεβούλευσαν τον Παύλο: «Ευρίσκονται παρ’ ημίν τέσσαρας άνδρες οίτινες έχουσιν ευχήν εφ’ εαυτών· παράλαβε τούτους, και καθαρίσθητι μετ’ αυτών, και δαπάνησον δι’ αυτούς, δια να ξυρισθώσι την κεφαλήν, και να γνωρίσωσι πάντες ότι δεν υπάρχει ουδέν εκ των όσα έμαθον περί σου, αλλ’ ακολουθείς και συ φυλάττων τον νόμον.»—Πράξ. 21:23, 24.
Ο Παύλος και οι τέσσερες Χριστιανοί, οι οποίοι είχαν κάμει ευχήν, το έπραξαν αυτό. (Πράξ. 21:26) Η πορεία των δεν ήταν μια πράξις αποστασίας ή συμβιβασμός της Χριστιανοσύνης. Εξεδήλωσαν ότι οι Ιουδαϊκές διατάξεις σχετικά με τις ευχές δεν είχαν γίνει κακές απλώς επειδή οι Χριστιανοί δεν είναι υποχρεωμένοι να τις ακολουθούν. Δεν είναι ως να είχαν προσφέρει θυμίαμα σε μια ειδωλολατρική θεότητα—πράγμα που ήταν απολύτως αντίθετο προς την αληθινή Χριστιανική λατρεία. Αυτό που έκαμαν δεν ήταν αυτό καθ’ εαυτό ακατάλληλο, και εφαίνετο ότι θ’ αποτελούσε αντίδρασιν εναντίον των Ιουδαϊκών προκαταλήψεων και θα καθιστούσε δυνατόν ν’ ακούσουν, πολλοί άλλοι το ευαγγέλιον της σωτηρίας που ο Παύλος ενδιεφέρετο εντατικά να κηρύττη.