Πόντιος Πιλάτος—Ρωμαίος Πολιτικός
ΤΟ 1961, στη θέσι της αρχαίας παραθαλάσσιας πόλεως της Καισαρείας, πενήντα τέσσερα περίπου μίλια βορειοδυτικώς της Ιερουσαλήμ, ανεκαλύφθη μια μερικώς κατεστραμμένη επιγραφή. Αυτή η επιγραφή φέρει το όνομα «[Πόν]τιος Πιλάτος». Ενώπιον αυτού του Ποντίου Πιλάτου κατηγόρησαν ψευδώς οι Ιουδαίοι ηγέται τον Ιησού Χριστό για στασιασμό, ότι παρώτρυνε να μη πληρώνουν φόρους και ότι έκανε τον εαυτόν του βασιλέα ανταγωνιζόμενος έτσι τον Καίσαρα. Αλλά ποιος ήταν ο άνθρωπος αυτός ο οποίος τελικά υπέκυψε στις απαιτήσεις των να σταυρωθή ο Ιησούς; Γιατί ενήργησε έτσι;
Ο Τιβέριος Καίσαρ είχε διορίσει τον Πιλάτο ως κυβερνήτη της Ιουδαίας το 26 μ.Χ. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιώσηπο, ο Πιλάτος δυσηρέστησε τους υπηκόους του. Μια νύχτα έστειλε Ρωμαίους στρατιώτες στην Ιερουσαλήμ με λάβαρα που είχαν την εικόνα του αυτοκράτορος. Κατόπιν μια επιτροπή από Ιουδαίους πήγε ως την Καισάρεια να διαμαρτυρηθή για την παρουσία των λαβάρων και να ζητήση την απομάκρυνσί των. Ύστερ’ από πέντε ημερών συζητήσεις, ο Πιλάτος χρειάσθηκε να απειλήση την επιτροπή με εκτέλεσι από τους στρατιώτες του, αλλά η αποφασιστική άρνησις των να υποκύψουν τον έκαμε να δεχθή την αίτησί των («Ιουδαϊκές Αρχαιότητες,» Βιβλίον XVIII, κεφ. III, παρ. 1). Ο Φίλων, ένας Ιουδαίος συγγραφεύς του πρώτου αιώνος μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, περιγράφει μια παρόμοια πράξι του Πιλάτου που περιελάμβανε χρυσές ασπίδες που έγραφαν επάνω το όνομα του Πιλάτου και του Τιβερίου.—«Ντε Λεγκατιόνε αντ Γκάιουμ,» XXXVIII (στη Λατινική).
Ο Ιώσηπος αναφέρει μια άλλη ακόμη σύγκρουσι. Ο Πιλάτος, για να κατασκευάση ένα υδραγωγείο που θα έφερνε νερό στην Ιερουσαλήμ από μια απόστασι εικοσιπέντε περίπου μιλίων, χρησιμοποίησε χρήματα από το θησαυροφυλάκιο του ναού της Ιερουσαλήμ. Όταν επισκέφθηκε την πόλι, πλήθη κόσμου απεδοκίμασαν αυτή την πράξι. Ο Πιλάτος έστειλε τότε μεταμφιεσμένους στρατιώτες ν’ αναμιχθούν με τα πλήθη και, μ’ ένα σήμα του, να επιτεθούν στους Ιουδαίους. («Ιουδαϊκές Αρχαιότητες,» Βιβλίον XVIII, κεφ. III, παρ. 2· «Περί Ιουδαϊκού Πολέμου,» Βιβλίον II, κεφ. IX, παρ. 4, στην Αγγλική) Αν το εδάφιο Λουκάς 13:1 δεν αναφέρεται σε κάποιο άλλο επεισόδιο, τότε μπορεί να πρόκειται γι’ αυτόν τον καιρό που ο Πιλάτος έμιξε το αίμα των Γαλιλαίων με τας θυσίας αυτών. Αυτό φαίνεται να υπονοή ότι διέταξε να σφαγούν ακριβώς στην περιοχή του ναού. Εφόσον οι Γαλιλαίοι ήσαν υπήκοοι του Ηρώδου Αντίπα, περιφερειακού άρχοντος της Γαλιλαίας, αυτή η σφαγή μπορεί να ήταν τουλάχιστον ένας παράγων που συνετέλεσε στην εχθρότητα μεταξύ Πιλάτου και Ηρώδου ως την εποχή της δίκης του Ιησού.—Λουκ. 23:6-12.
Στις 14 Νισάν του 33 μ.Χ., τα χαράματα, οι Ιουδαίοι ηγέται ωδήγησαν τον Ιησού στον Πιλάτο. Όταν τούς είπε να πάρουν τον Ιησού και να τον δικάσουν οι ίδιοι, οι κατήγοροι απήντησαν ότι δεν είχαν αυτοί νόμιμο δικαίωμα να εκτελέσουν κάποιον. Ο Πιλάτος παρέλαβε τότε τον Ιησού στο ανάκτορο και τον ανέκρινε σχετικά με τις κατηγορίες. Ήταν καταφανές ότι ο Ιησούς ήταν αθώος. Εν τούτοις, επανειλημμένες προσπάθειες του Πιλάτου να απολύση τον κατηγορούμενο δεν επέτυχαν παρά ν’ αυξήσουν τις φωνές του όχλου για τη σταύρωσι του Ιησού. Ο Πιλάτος, φοβούμενος κάποια οχλαγωγία και με την επιθυμία να κατευνάση τα πλήθη, υπέκυψε στην επιθυμία των, νίπτοντας τα χέρια του σαν να καθαριζόταν από την ενοχή του αίματος.
Ο Πιλάτος διέταξε τότε να μαστιγώσουν τον Ιησού και οι στρατιώτες έβαλαν στην κεφαλή του Ιησού ένα ακάνθινο στεφάνι και τον έντυσαν με βασιλικά φορέματα. Αλλά και πάλι ο Πιλάτος εμφανίσθηκε μπροστά στα πλήθη, για να κάμη γνωστό ότι δεν εύρισκε σφάλμα στον Ιησού. Οι ηγέται του λαού συνέχισαν να ζητούν κραυγάζοντας τη σταύρωσι του Ιησού, αποκαλύπτοντας τώρα για πρώτη φορά την κατηγορία των για βλασφημία. Το ότι είπαν ότι ο Ιησούς έκαμε εαυτόν «Υιόν του Θεού» έκαμε πιο ανήσυχο τον Πιλάτο, και πήρε τον Ιησού μέσα για πρόσθετη ανάκρισι. Τελικές προσπάθειες για να τον απολύση έκαμαν τους εναντιουμένους Ιουδαίους να προειδοποιήσουν τον Πιλάτο ότι γινόταν ύποπτος της κατηγορίας εναντιώσεως στον Καίσαρα. Ο Πιλάτος, όταν άκουσε την απειλή, κάθισε στο βήμα του κριτού. Όταν οι αρχιερείς απέρριψαν και πάλι τον Ιησού ως βασιλέα και είπαν, «Δεν έχομεν βασιλέα ειμή Καίσαρα,» τότε ο Πιλάτος παρέδωσε τον Ιησού σ’ αυτούς για να τον σταυρώσουν.—Ματθ. 27:1-31· Μάρκ. 15:1-20· Λουκ. 23:1-25· Ιωάν. 18:28-40· 19:1-16.
Τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι ο Πιλάτος ήταν ένας τυπικός Ρωμαίος άρχων. Μολονότι είναι προφανές ότι δεν ήταν συγκαταβατικός τύπος, ο Πιλάτος εξεδήλωσε ωστόσο έλλειψι ακεραιότητος. Ενδιαφερόταν κυρίως για τη θέσι του, για το τι θα έλεγαν οι προϊστάμενοί του αν μάθαιναν ότι υπήρχαν και άλλες ταραχές στην επαρχία του. Φοβόταν μήπως τον θεωρήσουν υπερβολικά επιεική προς τους κατηγορουμένους για στασιασμό. Ο Πιλάτος ανεγνώρισε την αθωότητα του Ιησού καθώς και τον φθόνο που υποκινούσε τους κατηγόρους του. Ωστόσο, αντί να διακινδυνεύση την καταστροφή της πολιτικής του σταδιοδρομίας, υπέκυψε στον όχλο και άφησε να θανατώσουν έναν αθώο.
Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι η μετέπειτα απομάκρυνσις του Πιλάτου από τη θέσι του ήταν αποτέλεσμα παραπόνων που είχαν υποβάλει οι Σαμαρείται στον προϊστάμενό του Πιλάτου, τον κυβερνήτη της Συρίας. Ο ιστορικός Ευσέβιος ισχυρίζεται ότι ο Πιλάτος αυτοκτόνησε.