Προς Μαρτυρίαν
ΗΤΑΝ την άνοιξι του 33 μ.Χ. που ο Ιησούς Χριστός, ευρισκόμενος στο Όρος των Ελαιών, είπε στους μαθητάς του: «Σεις δε προσέχετε εις εαυτούς· διότι θέλουσι σας παραδώσει εις συνέδρια, και εις συναγωγάς θέλετε δαρθή, και ενώπιον ηγεμόνων και βασιλέων θέλετε σταθή ένεκεν εμού, προς μαρτυρίαν εις αυτούς.—Μάρκ. 13:9.
Οι πείρες των ακολούθων του Χριστού την εποχή εκείνη αποδεικνύουν ότι αυτό είναι αληθινό. Πενήντα και πλέον ημέρες αφότου ο Ιησούς είπε αυτά τα λόγια, οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης είχαν υποχρεωθή να υπερασπίσουν την πίστι των ενώπιον του Σάνχεδριν, του ανωτάτου Ιουδαϊκού δικαστηρίου. Μολονότι ήσαν αγράμματοι και ιδιώται, έδωσαν μια δυνατή και άφοβη μαρτυρία σ’ εκείνο το επιβλητικό δικαστικό σώμα που απετελείτο από άρχοντας, γραμματείς και πρεσβυτέρους με επιρροή. (Πράξ. 4:5-19) Πριν περάση πολύς καιρός από τότε, όλοι οι απόστολοι είχαν οδηγηθή ενώπιον του Σάνχεδριν. Με παρρησία είπαν στα μέλη εκείνου του δικαστηρίου: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους. Ο Θεός των πατέρων ημών ανέστησε τον Ιησούν, τον οποίον σεις εθανατώσατε κρεμάσαντες επί ξύλου. Τούτον ο Θεός ύψωσε διά της δεξιάς αυτού αρχηγόν και σωτήρα, διά να δώση μετάνοιαν εις τον Ισραήλ και άφεσιν αμαρτιών. Και ημείς είμεθα μάρτυρες αυτού περί των λόγων τούτων, και το πνεύμα δε το άγιον, το οποίον έδωκεν ο Θεός εις τους πειθαρχούντας εις αυτόν.—Πράξ. 5:27-32.
Ύστερα από χρόνια ο απόστολος Παύλος έκαμε την υπεράσπισί του ενώπιον του Ηγεμόνος Φήλικος και της συζύγου του Δρουσίλλης, του Ηγεμόνος Φήστου, του Βασιλέως Αγρίππα και της συζύγου του Βερνίκης, και τελικά ενώπιον αυτού του ιδίου του Καίσαρος. (Πράξ. 24:24· 25:8-12, 23· 26:32) Τόσο πειστική ήταν η απολογία του Παύλου ώστε ο Βασιλεύς Αγρίππας ανεφώνησε: «Παρ’ ολίγον με πείθεις να γείνω Χριστιανός.»—Πράξ. 26:28.
Με το να σύρωνται ενώπιον βασιλέων και αρχόντων, οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνος μπορούσαν να δίνουν μαρτυρία για την πίστι των σε άτομα τα οποία δεν μπορούσαν να πλησιάσουν διαφορετικά. Αυτό ήταν σε αρμονία με τον σκοπό του Ιεχωβά. Εφόσον το θέλημά του είναι «να σωθώσιν πάντες οι άνθρωποι, και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας,» εδίδετο ευκαιρία σε ανθρώπους οι οποίοι ευρίσκοντο σε υψηλές κυβερνητικές θέσεις, να μάθουν την αλήθεια με το να οδηγούνται ενώπιόν των οι Χριστιανοί.—1 Τιμ. 2:4.
ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ
Σ’ αυτόν τον εικοστό αιώνα επίσης υπήρξαν Χριστιανοί οι οποίοι ανεγνώρισαν ότι ο λόγος για τον οποίον οδηγούνται ενώπιον κυβερνητικών επισήμων ήταν «προς μαρτυρίαν.» Γι’ αυτό δεν φοβήθηκαν να υπερασπίσουν την πίστι των. Μολονότι πολλές φορές τους ετέθησαν ερωτήματα με υβριστικό τρόπο, αυτοί οι Χριστιανοί παρουσίασαν τους λόγους αυτούς με ηρεμία και λεπτότητα. Δεν απήντησαν με ερεθιστικό ή μνησίκακο τρόπο. Μολονότι δεν τρομοκρατούνται από τον φόβο των ανθρώπων, εξεδήλωσαν βαθύ σεβασμό ή υγιή φόβο ως να ήσαν ενώπιον του Ιεχωβά Θεού, του οποίου ‘οι οφθαλμοί είναι επί τους δικαίους.’ (1 Πέτρ. 3:12) Ενεργώντας έτσι, ακολούθησαν τη συμβουλή που αναγράφεται στο εδάφιο 1 Πέτρου 3:15: «Αγιάσατε Κύριον τον Θεόν [τον Χριστόν ως Κύριον, ΜΝΚ] εν ταις καρδίαις υμών· και έστε πάντοτε έτοιμοι εις απολογίαν μετά πραότητος και φόβου, προς πάντα τον ζητούντα από σας λόγον περί της ελπίδος της εν υμίν.»
Πριν από πέντε περίπου χρόνια, στον Λίβανο, ένας μάρτυς του Ιεχωβά καθώς και ένας νεαρός, που τον συνώδευε στην από θύρα σε θύρα διακονία για πρώτη φορά, ωδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα για ανάκρισι. Όταν οι αστυνομικοί τούς είπαν ότι θα τους απέλυαν αν έδιναν υπόσχεσι ότι θα παύσουν να κηρύττουν, ο Μάρτυς ρώτησε τι το εσφαλμένο υπήρχε στο να κηρύττη κανείς τη Γραφή, εφόσον αυτό ήταν κάτι που είχαν πράγματι ανάγκη οι άνθρωποι. Είπε επίσης ότι θα ήταν καλό και γι’ αυτούς τους ιδίους να μελετήσουν τη Γραφή, και τους παρουσίασε μερικά βοηθήματα μελέτης της Γραφής. Αν είχατε βρεθή στη θέσι αυτού του Μάρτυρος και του συντρόφου του, θα μιλούσατε με θάρρος για να υπερασπίσετε την πίστι σας;
Η καλή στάσις που είχαν κρατήσει ο Μάρτυς και ο σύντροφός του είχε ως αποτέλεσμα να μη κρατηθούν περισσότερο. Αντιθέτως, ένας αστυνομικός είπε στον άλλο: ‘Νομίζω πως θα κάναμε καλύτερα να τους αφήσωμε να φύγουν και να μη τους υποβάλωμε περισσότερες ερωτήσεις γιατί θα μας αλλάξουν τα μυαλά και τον τρόπο της σκέψεως.’ Πραγματικά, η αντίδρασις αυτών των αστυνομικών στη μαρτυρία που τους εδόθη ήταν ομοία με την αντίδρασι του Βασιλέως Αγρίππα όταν άκουσε την απολογία του Παύλου τον πρώτο αιώνα μ.Χ.
Αλλά, όχι μόνο ενήλικες, αλλ’ επίσης και άτομα της σχολικής ηλικίας μπόρεσαν να υπερασπίσουν την πίστι των. Πριν από λίγον καιρό δυο κορίτσια είχαν χρησιμοποιήσει τις σχολικές των διακοπές για να εξαγγέλλουν στους κατοίκους ενός χωριού της Ανατολικής Γερμανίας τη Γραφή. Το μεσημέρι όμως τα δυο κορίτσια συνελήφθησαν και ωδηγήθηκαν στην αστυνομία. Την ώρα που ήσαν εκεί, εκήρυτταν την αλήθεια στους αστυνομικούς που συναντούσαν. Κάθε κορίτσι ανακρίθηκε χωριστά επί τρισήμισυ ώρες. Τελικά όταν οι αστυνομικοί απεφάσισαν να εκδιώξουν τα κορίτσια από την περιοχή εκείνη, ο προϊστάμενος είπε ότι δεν είχε ποτέ δοκιμάσει ένα τέτοιο πράγμα. Ένα από τα κορίτσια απήντησε ότι και αυτός επίσης είχε ανάγκη ν’ ακούση το ευαγγέλιο για να μπορή να λάβη απόφασι σχετικά με το μέλλον του, και τα δύο κορίτσια εξέφρασαν εκτίμησι διότι μπόρεσαν να κηρύξουν το άγγελμα του Θεού σ’ αυτούς τους αξιωματούχους. Ναι, αυτά τα κορίτσια ανεγνώριζαν ότι είχαν οδηγηθή στο αστυνομικό τμήμα προς μαρτυρίαν και έκαμαν το καλύτερο που μπορούσαν σ’ εκείνη την περίπτωσι.
Μολονότι εκείνοι που ακούουν την απολογία συχνά δεν κάνουν καμμιά αλλαγή στη ζωή των, ωστόσο έχουν λάβει μαρτυρία. Μερικές φορές, όμως, εκείνοι οι οποίοι επωφελήθηκαν με θάρρος από την ευκαιρία που είχαν να υπερασπίσουν τη Χριστιανική των ελπίδα, είχαν την πρόσθετη ευλογία να βλέπουν τα λόγια των να πέφτουν σε ευήκοα ώτα. Αυτή υπήρξε και η πείρα ενός Μάρτυρος στην Πορτογαλία πριν από μερικά χρόνια. Έλαβε πρόσκλησι να παρουσιασθή στο τοπικό τμήμα της αστυνομίας για ανάκρισι. Όταν έφθασε εκεί, τον ωδήγησαν μέσα σ’ ένα δωμάτιο που υπήρχαν πολλοί αξιωματούχοι, καθώς και εκείνος ο οποίος είχε φέρει την κλήσι στο σπίτι του. Του υπέβαλαν ερωτήσεις για τη θρησκεία του, και είχε μια καλή ευκαιρία να δώση μαρτυρία για την πίστι του. Πολλοί από τους παρόντας έδειχναν περιφρόνησι σ’ αυτά που έλεγε, αλλά ο Μάρτυς παρετήρησε ότι ο αστυνομικός που είχε χτυπήσει την πόρτα του άκουσε με προσοχή. Στη διάρκεια των ωρών που ο Μάρτυς είχε κρατηθή στο αστυνομικό τμήμα, είχε την ευκαιρία να μιλήση με άμεσο τρόπο σ’ αυτόν τον αστυνομικό. Αργότερα, έγιναν διευθετήσεις για να μελετήση τη Γραφή μ’ αυτόν τον άνθρωπο που δέχθηκε την αλήθεια. Τελικά απεσύρθη από το αστυνομικό σώμα και έγινε και αυτός ο ίδιος μάρτυς του Ιεχωβά. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτός ο πρώην αστυνομικός βαπτίσθηκε από τον Μάρτυρα στον οποίο είχε φέρει την κλήσι για να εμφανισθή στο αστυνομικό τμήμα. Δεν ήταν αυτό μια ευλογητή αμοιβή επειδή ο αδελφός επωφελήθηκε της ευκαιρίας για να δώση μαρτυρία;
Είναι βέβαιον ότι οι πείρες των Χριστιανών, του παρελθόντος και του παρόντος, αποδεικνύουν ότι ο λόγος για τον οποίον έχουν οδηγηθή ενώπιον επισήμων ήταν προς μαρτυρίαν. Έχοντας υπ’ όψιν αυτό ο Χριστιανός πρέπει να είναι πάντοτε άγρυπνος να επωφελήται της ευκαιρίας να δώση άφοβη μαρτυρία σχετικά με την πίστι του, και να το πράττη αυτό με σεβασμό και πραότητα. Η γνήσια αγάπη και το ενδιαφέρον για τους άλλους, μαζί με τη ζωηρή ελπίδα ότι είναι πιθανόν να βοηθηθούν για να δουν την αλήθεια, θα ωθή τον Χριστιανό να επωφελήται από κάθε ευκαιρία να μιλή για την πίστι του σε όλους τους ανθρώπους. Μπορεί επίσης να είναι βέβαιος για τη βοήθεια του πνεύματος του Θεού σχετικά με αυτό, διότι ο Ιησούς είπε στους ακολούθους του: «Δεν είσθε σεις οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα το Άγιον.—Μάρκ. 13:11.