Εποικοδομητικές Συναναστροφές Ετοιμάζουν την Οδό
Αφήγησις από την Τζένυ Κλουκόβσκυ
ΗΤΑΝ η 10η Αυγούστου 1941, που προηγουμένως είχε αναγγελθή ως «η ημέρα των παιδιών» σε μια Χριστιανική συνέλευσι στο Σαν Λούις του Μισσούρι. Ο Πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, Ι. Φ. Ρόδερφορντ απηύθυνε τις παρατηρήσεις του στα 15.000 παιδιά που κάθονταν μπροστά του: ‘Όλα σεις τα παιδιά που έχετε αποδεχθή να κάνετε το θέλημα του Θεού και έχετε λάβει τη στάσι σας στο πλευρό της θεοκρατικής κυβερνήσεως υπό τον Χριστό Ιησού και έχετε συμφωνήσει να υπακούσετε στον Θεό και στον Βασιλέα του, παρακαλώ ΣΗΚΩΘΗΤΕ ΟΡΘΙΑ!’
Στάθηκα όρθια. Ήμουν τότε δεκατριών ετών και χαρούμενη να είμαι συνταυτισμένη μ’ εκείνο το χαρούμενο πλήθος. Ήταν η πρώτη μου μεγάλη συνέλευσις. Αυτό το είδος εποικοδομητικής συναναστροφής ήταν εκείνο που ετοίμασε την οδό για να γίνω ολοχρόνια κήρυξ της βασιλείας του Θεού.
ΠΩΣ ΕΜΑΘΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Γεννήθηκα και ανατράφηκα στην πολιτεία του Μίσιγκαν. Ήταν στο επαρχιακό σχολικό κτίριο του ενός δωματίου που η διδασκάλισσα άρχισε να μιλάη στις τάξεις για τους ασυνήθιστους καιρούς που ζούσαμε και για το ποιο θα ήταν το μέλλον για το ανθρώπινο γένος, κάτω από το φως της Βιβλικής προφητείας. Όλα αυτά τα εύρισκα πολύ ενδιαφέροντα. Μια μέρα ύστερ’ από την τάξι με ρώτησε αν είχα στο σπίτι μου Γραφή. «Ναι,» της είπα, «η μητέρα μου την διαβάζει συχνά.» Προσεφέρθη να μας επισκεφθή ένα βράδυ για να μας δείξη πώς να μελετούμε τη Γραφή, πράγμα που το έκαμε, διότι ήταν μια Χριστιανή Μάρτυς του Ιεχωβά.
Εκείνη την εποχή η μεγαλύτερη αδελφή μου μετώκησε στην πόλι. Μια μέρα είδε μια επιγραφή σχετικά με Γραφικές μελέτες στο παράθυρο μιας ιδιωτικής κατοικίας, και χτύπησε την πόρτα για να κάμη γνωστό ότι ενδιαφερόταν, και έγινε διευθέτησις μαζί της για μια Γραφική μελέτη. Τα Σαββατοκύριακα που ερχόταν στο σπίτι μιλούσαμε γι’ αυτά που μαθαίναμε από τη Γραφή και διεπιστώσαμε ότι μιλούσαμε για την ίδια οργάνωσι!
ΑΝΟΙΓΕΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΟΛΟΧΡΟΝΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Η αδελφή μου έκαμε σύντομα έναρξι της ολοχρόνιας υπηρεσίας κηρύξεως των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού. Με τη δική της ενθάρρυνσι το έκανα κι’ εγώ ως αντικειμενικό μου σκοπό. Τον Ιανουάριο του 1942 βαπτίσθηκα. Ο καιρός περνούσε δύσκολα ώσπου να τελειώσω το δημοτικό σχολείο και να μπορέσω ν’ αρχίσω ν’ αφιερώνω όλο τον χρόνο μου στη διακήρυξι των αγαθών νέων. Πήρα την συγκατάθεσι των γονέων μου, διότι επρόκειτο να εργάζωμαι μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή μου. Ο πρώτος διορισμός μου ως ολοχρονίου κήρυκος του Λόγου του Θεού χρονολογείται από την 1η Ιανουαρίου 1943. τότε ήμουν δεκατεσσάρων ετών.
Ύστερ’ από δέκα μηνών συνεργασία με την αδελφή μου στην Άλμα του Μίσιγκαν, εκείνη έλαβε νέο διορισμό για το Ηστ Ρότσεστερ, της Νέας Υόρκης. Πήγα μαζί της. Ήταν ο πρώτος διορισμός μας που ήταν κάπως απομονωμένος από Χριστιανική εκκλησία. Με πόση χαρά περιμέναμε την ημέρα που πηγαίναμε στο Ρότσεστερ για να παρευρεθούμε σε συναθροίσεις και να συναναστραφούμε με την φιλική και φιλόξενη εκκλησία εκεί.
Σ’ αυτόν τον διορισμό είχα βρει για πρώτη φορά ένα άτομο που είχε βαθύ ενδιαφέρον για το άγγελμα της Γραφής. Αυτή η γυναίκα είχε τόσο πολλές ερωτήσεις ώστε αισθανόμουν ζαλισμένη και ανήσυχη μήπως δεν θα έμενε ικανοποιημένη με τις απαντήσεις μου. «Θα φέρω τη μεγαλύτερη αδελφή μου την άλλη φορά που θα έλθω,» της υποσχέθηκα.
«Είναι πολύ μεγαλύτερη από σένα;» ρώτησε η κυρία.
«Ναι» είπα, «είναι μεγάλη—είναι είκοσι τριών ετών!»
Στην επομένη επίσκεψί μου μαζί με την αδελφή μου, η κυρία είπε σ’ αυτήν τι της είχα πει εγώ—προς μεγάλη λύπη μου. Συνέχισε να μελετά και έγινε μάρτυς του Ιεχωβά μαζί με άλλα μέλη της οικογενείας της.
Η παραμονή μας εκεί ήταν πάρα πολύ σύντομη, διότι την πρώτη ημέρα στον νέο τομέα μας η αδελφή μου έλαβε πρόσκλησι να παρακολουθήση την Τρίτη τάξι της Βιβλική Σχολής της Σκοπιάς Γαλαάδ, για να προετοιμασθή για ιεραποστολική υπηρεσία στο εξωτερικό. Ύστερ’ από τρεις μήνες η αδελφή μου πήγε στη Γαλαάδ και εγώ επέστρεψα στο σπίτι περιμένοντας ώσπου οι γονείς μου θα συμφωνούσαν να φύγω από το σπίτι και να ζω μόνη μου στο ολοχρόνιο έργο του κηρύγματος.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΟΛΟΧΡΟΝΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Η ημέρα αυτή ήλθε το επόμενο έτος, τον Σεπτέμβριο του 1945, όταν έγινα δεκαεπτά ετών. Άρχισα να κηρύττω στο Φληντ του Μίσιγκαν, όπου ζούσα με μια Χριστιανή αδελφή και τον σύζυγό της οι οποίοι ήσαν όπως η ιδική μου οικογένεια. Σ’ αυτόν το διορισμό πέρασα ενάμισυ χρόνο μιας εποικοδομητικής συναναστροφής με μια εκκλησία η οποία είχε είκοσι περίπου γεμάτα ζήλο παιδιά της εφηβικής ηλικίας. Η συναναστροφή μας ήταν με αμοιβαίο τρόπο εποικοδομητική και προετοίμαζε την οδόν για συνεχή ολοχρόνια υπηρεσία στα συμφέροντα της βασιλείας του Θεού.
Πόση ευχαρίστησι είχα αισθανθή τον Ιούλιο του 1969 όταν μερικοί από εκείνους τους πρώην εφήβους ετοίμασαν μια ‘συγκέντρωσι’ εκπλήξεως για όλους εκείνους που είχαν μεγαλώσει και είχαν εργασθή στην εκκλησία του Φληντ επί είκοσι και πλέον χρόνια προηγουμένως. Τώρα αυτοί οι ‘έφηβοι’ είναι επίσκοποι, διακονικοί υπηρέται, ολοχρόνιοι σκαπανείς διάκονοι, περιοδεύοντες σκαπανείς διάκονοι, περιοδεύοντες διάκονοι, ιεραπόστολοι και ζηλωταί διαγγελείς του ευαγγελίου. Τι θερμά αισθήματα και ευχάριστες αναμνήσεις έξω από εκείνα τα χρόνια που είχαμε περάσει μαζί και απ’ αυτές τις λίγες ώρες τώρα που θυμούμαι το παρελθόν, βλέπω το παρόν και σκέπτομαι το μέλλον.
Είχα μερικές πολύ καλές πείρες πριν από είκοσι και πλέον χρόνια που ήμουν ταυτισμένη με την εκκλησία του Φλήντ. Είχα συναντήσει μια κυρία σ’ ένα απομονωμένο τομέα που ακριβώς περίμενε να μάθη την αλήθεια του Θεού. Σύντομα είχε αρχίσει να κηρύττη μαζί μου στη μικρή πόλι, δίνοντας μαρτυρία με ενθουσιασμό για τη βασιλεία του Θεού στους γείτονας και συγγενείς, άφοβη από την αδιαφορία των. Σήμερα, σε γράμματά της μου λέγει για την πρόοδο της τοπικής εκκλησίας.
Κατόπιν ήλθε μια πρόσκλησις να εργασθούμε οκτώ εβδομάδες για να προετοιμάσωμε την μεγάλη διεθνή συνέλευσι, η οποία θα ελάμβανε χώρα στο Κλήβελαντ του Οχάιο από τις 4 έως 11 Αυγούστου 1946. Πόσο ευχάριστο ήταν να συναντήσω και να συνεργασθώ με τόσο πολλούς ολοχρονίους κήρυκας της βασιλείας του Θεού, διατρέχοντας την πόλι έξη φορές από οικία σε οικία για αναζήτησι καταλυμάτων για τους επισκέπτας της συνελεύσεως.
Τον Ιανουάριο του 1947 μ’ ερώτησαν αν δέχωμαι ένα διορισμό στο Τζάκσον του Μίσιγκαν. Ύστερ’ από τρεις μήνες ήμουν εκεί. Φαίνεται ότι από το γράμμα που είχα στείλει στον προεδρεύοντα διάκονο και τη σύζυγό του, είχαν συμπεράνει ότι ήμουν μια ηλικιωμένη γυναίκα κι’ έτσι διευθέτησαν να παραμείνω μαζί με μια ηλικιωμένη γυναίκα που ήταν επίσης ολοχρόνια κήρυξ της βασιλείας. Δεν μπορούσαν να μη γελάσουν όταν είδαν μια δεκαοκτάχρονη νέα να τους περιμένη όταν ήλθαν στο σπίτι μια Κυριακή απόγευμα.
Αργότερα ενώθηκαν μαζί μου δυο ακόμη ολοχρόνιοι κήρυκες της ίδιας περίπου ηλικίας. Ο προεδρεύων διάκονος και η σύζυγός του απεδείχθησαν δεύτεροι γονείς σε μας τις τρεις και έως σήμερα υπογράφουν τα γράμματά τους ως «μπαμπάς και μαμά.» Ολόκληρη η εκκλησία, μικροί και μεγάλοι, μας φιλοξενούσαν—πώς μπορούσαμε να αισθανώμεθα μακρυά από το σπίτι;
Με τον καιρό και άλλοι ενώθηκαν μαζί μας στο Τζάκσον του Μίσιγκαν στις τάξεις των ολοχρονίων κηρύκων του Λόγου του Θεού. Και όταν πέθανε ο σύζυγος μιας ηλικιωμένης Χριστιανής αδελφής στην εκκλησία, μετοικήσαμε στο σπίτι της, ζούσαμε στο επάνω διαμέρισμα του σπιτιού της μ’ ένα ασήμαντο ενοίκιο. Η αγάπη της για τη Βιβλική αλήθεια, το νεανικό της πνεύμα και το αίσθημα του χιούμορ τη βοηθούσαν να είναι υπομονητική μαζί μας, και έξη από τα πρόσωπα που κατοικούσαν μαζί της εκείνη την εποχή έγιναν ιεραπόστολοι.
ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΓΑΛΑΑΔ ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ
Η πρόσκλησίς μου το 1948 για τη δεκάτη Τρίτη σειρά της ιεραποστολικής σχολής Γαλαάδ ήταν μια απροσδόκητη έκπληξις. Έως τότε δεν είχα σκεφθή για φοίτησι στη Γαλαάδ. Πέρασα πολλές μέρες με σκέψεις. Θα εύρισκα σε μια άλλη χώρα τις καλές συναναστροφές που απελάμβανα έως τώρα, συναναστροφές που είχαν ετοιμάσει την οδό για συνεχή ολοχρόνια υπηρεσία; Λίγο πριν λάβω την πρόσκλησι, η μικρότερη αδελφή μου, η οποία μόλις είχε αποφοιτήσει από το γυμνάσιο, είχε έλθει να ενωθή μαζί μας στο ολοχρόνιο έργο του κηρύγματος. Θα εσήμαινε να εγκαταλείψω και αυτήν επίσης.
Αλλ’ ο Φεβρουάριος του 1949 με βρήκε στη Σχολή Γαλαάδ. Δεν υπήρχε καιρός για να αισθανθή κανείς μοναξιά με τόσο πολλά μαθήματα, συμμαθητάς, και πάρα πολλή εργασία κατ’ οίκον. Ύστερ’ από πεντέμισυ μήνες σκέφθηκα: «Τι θλιβερό είναι ν’ αποχαιρετάς τόσο πολλούς φίλους και να πηγαίνης τόσο μακρυά!»
Διωρίσθηκα όμως στη Βραζιλία μαζί με έξη άλλους. Ύστερ’ από τρεις μήνες που περάσαμε με την εκκλησία Ηστ Μανχάτταν της Νέας Υόρκης, επιβιβασθήκαμε στο πλοίο. Το πρωί της δεκάτης τρίτης ημέρας στο πλοίο, ξυπνήσαμε εγκαίρως για να κοιτάξωμε έξω από το φινιστρίνι του πλοίου και να ιδούμε τα κατάλευκα και με απαλά χρώματα κτήρια του λιμένος του Ρίο Ιανέιρο που τον θεωρούν τον ωραιότερο λιμένα του κόσμου. Βγαίνοντας από το πλοίο, βρήκαμε τον υπηρέτη του τμήματος, ιεραποστόλους και τοπικούς Μάρτυρας να περιμένουν να μας υποδεχθούν. Δεν υπήρχε καιρός να σκεφθούμε ότι είμεθα «πολύ μακρυά»!
Κάθε Σαββατοκύριακο μια έπρεπε να μένη στο σπίτι για να μαγειρεύη, ενώ οι άλλες έξη πήγαιναν στο έργο. Εργαζόμασταν συνέχεια έως το απόγευμα, κατόπιν επιστρέφαμε στο σπίτι για ανάπαυσι, φαγητό και μελέτη της Πορτογαλικής. Ανταλλάσσαμε πείρες και λέγαμε τι μας είπαν οι άνθρωποι και τι τους είπαμε εμείς.
Σιγά σιγά ο φόβος και η ανησυχία της νέας γλώσσα και των συνηθειών εξαφανίσθηκαν και η θέρμη και η υπομονή των Μαρτύρων της Βραζιλίας μας έπεισε ότι η Χριστιανική αγάπη δεν γνωρίζει σύνορα.
Ύστερ’ από ένα χρόνο στο Ρίο Ιανέιρο πήγαμε στην πόλι του εσωτερικού Μπέλο Οριζόντε. Έως τώρα έχω αλλάξει ένα σύνολο από έξη διορισμούς στα είκοσι δύο χρόνια που βρίσκομαι στη Βραζιλία. Τρεις ήσαν για την οργάνωσι εκκλησιών και τρεις για να εργασθώ σε μέρη που υπήρχαν ήδη οργανωμένες εκκλησίες. Η νεώτερη αδελφή μου ήλθε μαζί μοου στο ιεραποστολικό έργο ύστερ’ από την αποφοίτησί της από την δεκάτη ογδόη σειρά της Γαλαάδ.
Σε μια μικρή πόλι, τη Σάο Ζοάο ντελ Ρέι, βρήκαμε για πρώτη φορά ένα τομέα δύσκολο. Ο Δήμαρχον ήταν ιερεύς, και τα βράδυα με ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα απεθάρρυνε τους ανθρώπους από το ν’ ακούνε το άγγελμα που τους φέρναμε από τη Γραφή. Σε μια πόρτα ένας άνδρας άρπαξε τη Γραφή από τα χέρια μιας ιεραποστόλου και την έσχισε, μολονότι ήταν μια Καθολική μετάφρασις. Μερικές φορές εργαζόμασταν τρεις και πλέον ώρες χωρίς να διαθέσωμε ούτε ένα έντυπο μελέτης της Γραφής σε κανένα, επειδή οι άνθρωποι φοβούνταν τι θα πουν ή θα σκεφθούν οι γείτονές των. Αλλ’ ωστόσο συναντήσαμε μερικούς που επιθυμούσαν να μελετήσουν τη Γραφή, και μπορέσαμε να ιδούμε την έναρξι μιας νέας εκκλησίας προτού μεταφερθούμε σε μια άλλη πόλι.
Ο παρών διορισμός μου είναι στο Μπελέμ, Παρά, στο στόμιο του Αμαζονίου Ποταμού, μια πόλι 600.000 περίπου κατοίκων. Έχομε πέντε εκκλησίες στην πόλι, με 400 και πλέον Μάρτυρας.
Ένα Σάββατο πρωί, ενώ προσέφερα τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! σ’ ένα εμπορικό τομέα της πόλεως, συνήντησα ένα άνθρωπο ο οποίος μου ζήτησε να του φέρω μια «Προτεσταντική» Γραφή διότι, όπως είπε, είχε διαβάσει την «Καθολική» μετάφρασι και ήθελε ν α κάμη σύγκρισι. Έμαθε ότι η αλήθεια του Θεού είναι η ίδια άσχετα με ποια μετάφρασι χρησιμοποιεί κανείς. Με τον καιρό έγινε ο προεδρεύων διάκονος της εκκλησίας μου.
Σε μια άλλη περίπτωσι μια γυναίκα με την οποία μελετούσα τη Γραφή μετώκησε στο εσωτερικό εξαιτίας της κοσμικής εργασίας του συζύγου της. ‘Πώς θα περνούσε;’ Απορούσα, επειδή ήταν νεοβαπτισμένη και δεν υπήρχαν μάρτυρες σ’ εκείνη τη μικρή πόλι. Όταν επανήλθε στο Μπελέμ ύστερ’ από πέντε χρόνια, άφησε εκεί μια ανθίζουσα εκκλησία με την Αίθουσα Βασιλείας της.
Προσφάτως μεταφερθήκαμε σ’ ένα νέο, ευρύχωρο και ευάερο ιεραποστολικό οίκο οικοδομημένο επάνω από την Αίθουσα Βασιλείας, που είναι ιδιοκτησία της πρώτης εκκλησίας του Μπελέμ. Εδώ απολαμβάνομε εποικοδομητική συναναστροφή με τους Χριστιανούς αδελφούς και τις αδελφές μας σαν εκείνη που είχα με τους αδελφούς με τους οποίους έζησα και εργάσθηκα τα τελευταία είκοσι οκτώ χρόνια. Πόσο ευγνώμων είμαι ότι αυτή η συναναστροφή ετοίμασε τον δρόμο για τόσες πολλές ευλογίες, όπως το να έχω διαθέσει περισσότερο από τη μισή ζωή μου εδώ σ’ ένα ιεραποστολικό διορισμό και να βοηθώ άλλους ν’ απολαμβάνουν την υπηρεσία της Βασιλείας.