Ζητείται—Αγγελιοφόρος
ΥΠΑΡΧΕΙ πραγματική ανάγκη σήμερα να μιλήση κάποιος ως αληθινός εκπρόσωπος του Θεού. Γιατί;
Διότι συμβαίνουν πράγματα που οι άνθρωποι δεν κατανοούν—πράγματα που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινή δραστηριότητα τους, ναι, αυτή την ιδία τη ζωή τους. Οι εκκλησίες δεν έχουν ικανοποιητική απάντησι σ’ αυτά. Αλλά ο Θεός έχει. Υπάρχει κανείς που να φέρη την αλήθεια του Λόγου του Θεού στους ανθρώπους, να τους γνωστοποιήση τι πρόκειται να συμβή και τι μπορούν να κάμουν για ασφάλεια και επιβίωσι;
Μπορούμε να κατανοήσωμε αυτά που συμβαίνουν με το να στραφούμε σε κάτι που περιγράφεται στη Γραφή και που έχει λάβει χώραν κάτω από συνθήκες πολύ όμοιες με την σημερινή κατάστασι. Βλέποντας τι είχε κάμει τότε ο Θεός, και για ποιο λόγο, μπορούμε να διακρίνωμε τι κάνει σήμερα, και πώς αυτό μας αφορά. Μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι η διάκρισις που θα κάμωμε μ’ αυτόν τον τρόπο θα είναι ακριβής διότι ο Θεός ποτέ δεν αλλάζει τις αρχές του. Ο τρόπος που έβλεπε τα πράγματα τότε είναι ο ίδιος τρόπος που βλέπει όμοια ζητήματα τώρα.—Μαλαχ. 3:6.
Στην περίπτωσι που αναφέρεται στο παρελθόν υπήρχε ανάγκη ενός αγγελιαφόρου, και βρέθηκε ένας στον οποίο ανετέθη αυτό το καθήκον. Ήταν ένας Ιουδαίος δούλος του Θεού, ο ιερεύς Ιεζεκιήλ. Ο Ιεζεκιήλ ζούσε όταν ο λαός του, οι Ιουδαίοι, ήσαν σε θλιβερή κατάστασι. Ήταν το έτος 613 π.Χ., και ο Ιεζεκιήλ μαζί! με μερικούς συμπατριώτας του ήταν σε αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα. Αλλά η πλειονότης των Ιουδαίων εξακολουθούσαν να παραμένουν ακόμη στην Ιερουσαλήμ και στη γη του Ιούδα, και μολονότι δεν το εγνώριζαν. αντιμετώπιζαν μεγάλο κίνδυνο. Γι’ αυτό, το μεγαλύτερο μέρος του αγγέλματος που έδωσε ο Ιεζεκιήλ, μολονότι αυτός ο ίδιος βρισκόταν στη Βαβυλωνία, ήταν μια προειδοποίησις για τους Ιουδαίους που παρέμεναν στην Ιερουσαλήμ, ενισχύοντας ένα παρόμοιο άγγελμα που έδινε ο προφήτης Ιερεμίας στην Ιερουσαλήμ. Αλλά το άγγελμα του Ιεζεκιήλ χρησίμευσε επίσης για να νουθέτηση τους Ιουδαίους που ήσαν στη Βαβυλώνα όσον αφορά τη στάσι τους απέναντι στον θεό.
Ο Ιεχωβά Θεός εμφανίσθηκε στον Ιεζεκιήλ σε μια όρασι στην οποία αυτός είδε το ουράνιο άρμα του Ιεχωβά. (Ιεζ. κεφ. 1) Συντετριμμένος ως το σημείο να πέση πρηνής μπροστά στο ‘ομοίωμα της δόξης του Ιεχωβά,’ ο Ιεζεκιήλ άκουσε τη φωνή του αναβάτου του άρματος να του αναθέτη κάτι.
Ο Ιεχωβά δεν απευθύνθηκε στον Ιεζεκιήλ στο προσωπικό του όνομα, αλλά ως ‘υιόν ανθρώπου.’ Μ’ αυτήν την έκφρασι στην Εβραϊκή μπέν αντάμ, ο Ύψιστος Θεός καλούσε την προσοχή του Ιεζεκιήλ στην ταπεινή καταγωγή του, που ήταν τέκνον ενός γήινου ανθρώπου. Επομένως το όνομα του προφήτου δεν παίρνει κάποια θέσι εξοχότητος στην προφητεία.
Δεν πρέπει να νομίσωμε ότι αυτή η προσφώνησις στον Ιεζεκιήλ ως ‘υιόν ανθρώπου’ σημαίνει ότι ήταν «τύπος» του Ιησού Χριστού, ο οποίος ανέφερε εβδομήντα έξη φορές τον εαυτό του ως «ο υιός του ανθρώπου.» Στην περίπτωσι του Ιησού, αυτός δεν παρέβαλλε τον εαυτό του με τον Ιεζεκιήλ, αλλά με τον «υιόν ανθρώπου» που φάνηκε σε όρασι στον Δανιήλ 7:13. Αυτός ο «υιός ανθρώπου,» είχε λάβει βασιλική εξουσία από τον Θεό.—Παράβαλε Πράξεις 7:56.
ΑΝΑΘΕΣΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΕΖΕΚΙΗΛ
Καθώς ο Ιεζεκιήλ εκείτο πρηνής στο έδαφος, ο Ιεχωβά είπε σ’ αυτόν: «Γιε ανθρώπου, στήθι επί τους πόδας σου και θέλω λαλήσει προς σε.» Η εντολή του Θεού μετέδωσε ενεργό δύναμι στον Ιεζεκιήλ: «Και καθώς ελάλησε προς εμέ, εισήλθε προς εμέ το πνεύμα, και με έστησεν επί τους πόδας μου, και ήκουσα τον λαλούντα προς εμέ.» (Ιεζ. 2:1, 2) Απεκαλύφθη τότε στον Ιεζεκιήλ η σοβαρή ανάγκη ενός αγγελιαφόρου, καθώς ο Θεός είπε σ’ αυτόν:
«Και είπε προς εμέ, Υιέ ανθρώπου, εγώ σε εξαποστέλλω προς τους υιούς Ισραήλ, προς έθνη αποστατικά, τα οποία απεστάτησαν απ’ εμού· αυτοί και οι πατέρες αυτών εστάθησαν παραβάται εναντίον μου έως ταύτης της σήμερον ημέρας· και είναι υιοί σκληροπρόσωποι και σκληροκάρδιοι. Εγώ σε εξαποστέλλω προς αυτούς· και θέλεις ειπεί προς αυτούς, Ούτω λέγει Ιεχωβά ο Θεός. Και, εάν τε ακούσωσιν, εάν τε απειθήσωσι, διότι είναι οίκος αποστάτης, θέλουσιν όμως γνωρίσει ότι εστάθη προφήτης εν μέσω αυτών.»—Ιεζ. 2:3-5, ΜΝΚ.
Έτσι είχε ανατεθή αποστολή στον Ιεζεκιήλ. Σημειώστε ότι δεν διωρίσθηκε μόνος του προφήτης. Αυτή η δύσκολη αποστολή δεν ήταν μια αποστολή που μπορούσε ένα άτομο να διάλεξη μόνο του. Το γεγονός ότι ο Ιεχωβά εμφανίσθηκε σ’ αυτόν σε μια αξιοσημείωτη όρασι (και αργότερα στην όρασι απεκάλυψε πράγματα τα οποία ο Ιεζεκιήλ δεν θα μπορούσε να γνωρίζη διαφορετικά), καθώς επίσης και ότι ο Ιεχωβά τον διώρισε με άμεσο τρόπο—όλ’ αυτά αποδεικνύουν ότι όσα ο Ιεζεκιήλ είπε και έγραψε στην προφητεία του ήσαν εμπνευσμένα από τον Ιεχωβά. Είχε γίνει μ’ ένα έξοχο τρόπο μάρτυς του Ιεχωβά Θεού. Το ότι ήταν μάρτυς του Ιεχωβά γίνεται φανερό από την ασυνήθιστα συχνή χρήσι που κάνει του προσωπικού ονόματος του Θεού.
Ο ΙΕΖΕΚΙΗΛ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΥ
Όχι μόνον ήσαν προφητικά τα λόγια του Ιεζεκιήλ, αλλά και αυτός επίσης ήταν προφητική εικόνα με τη όρασι του, όπως το αποδεικνύει η περίπτωσις. (Ιεζ. 24:24) Ήταν ένας «οιωνός» ή σημείον. Τίνος προφητική εικόνα ήταν αυτός ο προφητικός αγγελιαφόρος, εφόσον δεν προεικόνιζε τον Ιησού Χριστό; Ας εξετάσωμε πρώτα αυτή την απόδειξι.
Μόνο έξη περίπου χρόνια ύστερα από την όρασι του ουρανίου άρματος του Θεού που είχε ο Ιεζεκιήλ, δηλαδή, το 607 π.Χ., η Ιερουσαλήμ κατεστράφη από τα στρατεύματα του βασιλέως της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορ. Ώστε αν οι αποδείξεις βεβαιώνουν ότι ο Ιεζεκιήλ ήταν μια προφητική εικόνα ενός ‘αγγελιοφόρου’ του Θεού σήμερα, τότε αυτό το παγκόσμιο σύστημα πραγμάτων δεν έχει πολύν καιρό ως το πλήρες τέλος του. Ασφαλώς ο κόσμος θα χρειαζόταν έναν αγγελιαφόρο απεσταλμένο από τον Θεό για να δώση την προειδοποίησι.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι από το 1914 αυτός ο κόσμος βρίσκεται στον ‘έσχατον καιρόν’ του. Σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν ότι μια εποχή έληξε το έτος εκείνο όταν ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε τη βιαία και καταστρεπτική πορεία του. Έχουν φθάσει στο συμπέρασμα αυτό χωρίς να γνωρίζουν ότι η Βιβλική χρονολογία παρουσιάζει το έτος αυτό ως το έτος της λήξεως των ‘καιρών των εθνών.’—Λουκ. 21:24.
Πώς δείχνει η Γραφή ότι το 1914 ήταν μια αξιοσημείωτη χρονολογία; Γιατί έχει τόσο μεγάλη σημασία; Επειδή έχει σχέσι με την άσκησι της κυριαρχίας του Θεού στη γη. Ως τον καιρό τη; πτώσεως της Ιερουσαλήμ στα χέρια του Ναβουχοδονόσορ, ο Θεός είχε εκδηλώσει την κυριαρχία του σ’ ένα τμήμα της γης, δηλαδή, στην επικράτεια των βασιλέων του Ιούδα, μέσω της διακυβερνήσεως των βασιλέων της γραμμής του Δαβίδ, για τους οποίους ελέγετο ότι εκάθηντο στον «θρόνον του Ιεχωβά.» (1 Χρον. 29:23) Αλλά το 607 π.Χ. απεμάκρυνε εκείνη τη βασιλεία και επέτρεψε να μείνη η χώρα έρημη 70 χρόνια. Ακόμη και ύστερ’ από τα εβδομήντα χρόνια ο Θεός δεν έθεσε ένα βασιλέα πάλι επάνω στο θρόνο, άλλα η Ιερουσαλήμ εξακολουθούσε να παραμένη κάτω από την κυριαρχία των εθνικών δυνάμεων.
Ο προφήτης Δανιήλ, αιχμάλωτος και αυτός όπως ο Ιεζεκιήλ, είχε χρησιμοποιηθή από τον Θεό για να τονίση ότι θα υπήρχε μια προφητική περίοδος «επτά καιρών,» δηλαδή, επτά ετών 360 ημερών το καθένα ή 2.520 ημερών, κάθε ημέρας υπολογιζόμενης για ένα έτος στη μεγαλύτερη εκπλήρωσι. (Δαν. 4:25· Ιεζ. 4:6) Τα 2.520 χρόνια αρχίζουν από το 607 π.Χ. ως το 1914 μ.Χ. Στο τέλος αυτού του καιρού θα εξεδήλωνε ο Θεός και πάλι την κυριαρχία του, αυτή τη φορά απέναντι σ’ ολόκληρη τη γη μέσω του Μεσσιανικού βασιλέως του. Θα άρχιζε να ‘κυβερνά εν μέσω των εχθρών του,’ ενεργώντας για να εκτοπίση πλήρως την ανθρώπινη διακυβέρνησι από τη γη.—Ψαλμ. 110:1, 2.
Συνεπώς, και η Βιβλική χρονολογία και οι συνθήκες που χειροτερεύουν, ιδιαίτερα στα έθνη που ονομάζονται «Χριστιανικός κόσμος,» μας κάνουν ν’ αναζητούμε ένα αντίστοιχο του αγγελιαφόρου Ιεζεκιήλ. Μήπως πρέπει ν’ αναζητήσωμε έναν άνθρωπο; Όχι. Μάλλον πρέπει ν’ αναζητήσωμε ένα σώμα ανθρώπων, ένα σύνθετο, ενωμένο όμιλο. Γιατί;
Επειδή το άγγελμα, μολονότι απευθύνεται πρώτα στον Χριστιανικό κόσμο, το αντίστοιχο της Ιερουσαλήμ, εν τούτοις πρέπει να εξαγγελθή επίσης σ’ όλα τα έθνη. Απαιτείται περισσότερο από έναν άνθρωπο για να το κάμη αυτό. Στο παρελθόν ο Θεός απευθύνθηκε σ’ ένα σύνθετο όμιλο ανθρώπων με τη λέξι «δούλος» (στον ενικό). (Ησ. 43:10) Ο Ιησούς Χριστός είπε στους ακολούθους του ότι θα ήσαν μάρτυρες του, μεταφέροντας το ευαγγέλιο στα έθνη, και ο απόστολος Παύλος παρωμοίασε αυτούς τους Χριστιανούς μ’ ένα σώμα που αποτελείται από πολλά μέλη, όπως ακριβώς το ανθρώπινο σώμα. (Ρωμ. 12:4, 5) Έτσι, ποιο σώμα ανθρώπων καλεί ο Θεός να δώσουν το άγγελμα του για να προειδοποιήσουν τον Χριστιανικό κόσμο για τον επερχόμενο πόλεμο εναντίον του;
ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑΪΚΟ Ή ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ;
Εφόσον ο Ιεζεκιήλ ήταν Ιουδαίος θα μπορούσαμε ν’ αναζητήσωμε πρώτα ανάμεσα στους φυσικούς περιτετμημένους Ιουδαίους. Αλλά διαπιστώνομε ότι αντί να ενεργούν ως ένας εκπρόσωπος και ενεργό όργανο του Ιεχωβά, αυτοί έλαβαν ενεργό μέρος μαζί με τα έθνη του Χριστιανικού κόσμου στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Χάιμ Βάιζμαν, ο διάσημος Σιωνιστής ηγέτης, προσέφερε ακόμη τις υπηρεσίες του ως εφευρέτης στον χημικό τομέα στη Βρεττανική κυβέρνησι στη διάρκεια εκείνης της πολεμικής συρράξεως. Από τότε οι Ιουδαϊκές προσπάθειες στην Παλαιστίνη ήσαν πρωτίστως πολιτικές που κατευθύνονταν στην εγκαθίδρυσι μιας εθνικής πατρίδος για τους Εβραίους μάλλον παρά για την επέκτασι της λατρείας του Ιεχωβά, ή τη διακήρυξι του ονόματος του.
Μήπως, λοιπόν, πρέπει ν’ αποβλέψωμε στον Χριστιανικό κόσμο; Ασφαλώς δεν θα βρούμε ένα ενωμένο σύνθετο σώμα εκεί ανάμεσα στις εκατοντάδες των αλληλοσυγκρουόμενων θρησκευτικών αιρέσεων από τις οποίες αποτελείται ο Χριστιανικός κόσμος. Όχι μόνο αυτό, αλλά ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν κυρίως ένας πόλεμος του Χριστιανικού κόσμου, που είχε τρομερά αιματοβαφή σ’ αυτόν. Επίσης, αντί να συνηγορή για την κυριαρχία του Ιεχωβά μέσω τής Μεσσιανικής βασιλείας του, απορροφήθηκε κατόπιν στην εγκαθίδρυσι μιας διευθετήσεως πολιτικής ειρήνης, και διαπραγματευόταν ακόμη και με το άθεο Κομμουνιστικό Κράτος που μόλις είχε εμφανισθή στη Ρωσία. Ο Χριστιανικός κόσμος ασφαλώς δεν ήταν με κανένα τρόπο το αντίστοιχο του Ιεζεκιήλ.
ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΨΕΥΔΕΙΣ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΙ
Έδειξαν από τότε οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου ότι είναι κατάλληλες για ν’ αποσταλούν ως αγγελιαφόροι του Θεού; Ισχυρίζονται ότι είναι αντιπρόσωποι του Χριστού και του Θεού. Στη διάρκεια του πολέμου είχαν διαιρεθή σε δύο στρατόπεδα. Κατόπιν θέλησαν να συγκολλήσουν τη διχόνοιά τους και να γίνουν και πάλι θρησκευτικοί φίλοι. Αλλά λόγω της ισχυράς φιλογερμανικής θέσεως του Βατικανού στη διάρκεια του πολέμου δεν είχε επιτραπή να λάβη οποιοδήποτε μέρος στην κατάρτισι της συνθήκης ειρήνης των Βερσαλλιών το 1919. Το καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών είχε γίνει μέρος εκείνης τής συνθήκης ειρήνης.
Όταν η Κοινωνία των Εθνών παρουσιάσθηκε ως μια διεθνής οργάνωσις για παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια, οι αιμοσταγείς θρησκευτικές οργανώσεις την υπεστήριζαν, και επωφελήθηκαν απ’ αυτήν την ευκαιρία για να «σώσουν τα προσχήματα.» Η Εκκλησία της Αγγλίας και οι εκκλησίες του Καναδά υπεστήριζαν την Κοινωνία, εφόσον η Μεγάλη Βρεττανία ήταν εκείνη η οποία επρότεινε την Κοινωνία και ήταν ο κύριος υποστηρικτής της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής υπήρχε το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο των Εκκλησιών του Χριστού στην Αμερική (που αντικαταστάθηκε το 1950 από το Εθνικό Συμβούλιο των Εκκλησιών του Χριστού στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μια ομοσπονδία 33 Προτεσταντικών και Ορθοδόξων Εκκλησιών). Στις 18 Δεκεμβρίου 1918, αυτό συμβούλιο έστειλε τη Διακήρυξί του που είχε υιοθετήσει στον Αμερικανό Πρόεδρο και τον παρώτρυνε να εργασθή για την Κοινωνία. Αυτή η Διακήρυξις έλεγε εν μέρει:
«Αυτή η Κοινωνία δεν είναι απλώς ένα πολιτικό μέσον· είναι μάλλον η πολιτική έκφρασις της βασιλείας του Θεού επί της γης. . . . Η εκκλησία μπορεί να δώση ένα πνεύμα ευδοκίας χωρίς το οποίο καμμιά κοινωνία εθνών δεν μπορεί να διαρκέση . . . Η Κοινωνία των Εθνών είναι ριζωμένη στο Ευαγγέλιο. Όπως το Ευαγγέλιο, ο αντικειμενικός σκοπός της είναι επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία.»
Με την αποδοχή της Κοινωνίας των Εθνών ως «της πολιτικής εκφράσεως της βασιλείας του Θεού στη γη,» τα μέλη του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου Εκκλησιών παραδέχονταν στην πραγματικότητα μια παραποίησι τής «βασιλείας του Θεού επί της γης.» Γιατί; Διότι ο Ιησούς Χριστός, η κεφαλή τής Εκκλησίας, όταν δικαζόταν για τη ζωή του μπροστά στον Ρωμαίο Κυβερνήτη Πόντιο Πιλάτο, το 33 μ.Χ., είπε: «Η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Εάν η βασιλεία η εμή ήτο εκ του κόσμου τούτου, οι υπηρέται μου ήθελον αγωνίζεσθε διά να μη παραδοθώ εις τους Ιουδαίους· τώρα δε η βασιλεία η εμή δεν είναι εντεύθεν [η βασιλική εξουσία μου προέρχεται από αλλού, Νέα Αγγλική Βίβλος].» (Ιωάν. 18:36) Το γεγονός ότι δεν ήσαν ως ένα σώμα, ένας αγγελιαφόρος με εντολή του Θεού ήταν σαφές και η υποκρισία των εξετέθη όταν, ύστερ’ από είκοσι χρόνια η Κοινωνία των Εθνών κατέρρευσε εντελώς με την έκρηξι του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι εκκλησίες και πάλιν έλαβαν μέρος σ’ αυτόν τον Πόλεμο με όλη τη δύναμί των, ενθαρρύνοντας τα μέλη τους να λάβουν μέρος.
ΤΙ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Επομένως, όταν ήλθε ο καιρός να διακηρυχθούν το όνομα και οι σκοποί του Ιεχωβά στο λαό, μαζί με την προειδοποίησι του Θεού στον Χριστιανικό κόσμο ότι είχε έλθει ό καιρός του τέλους του, ποιος ήταν κατάλληλος για ν’ αποσταλή; Ποιος ήταν πρόθυμος ν’ αναλάβη αυτό το μνημειώδες έργον ως «δούλος» του Ιεχωβά; Υπήρχε κανένας στον οποίον μπορούσε να κυλίση το ουράνιο «άρμα» του Ιεχωβά και μπροστά στον οποίον μπορούσε να σταθή; Ή ακριβέστερα, υπήρχε κανένας όμιλος στον οποίο ο Ιεχωβά θα ήταν πρόθυμος ν’ αναθέση την αποστολή να μιλήση ως «προφήτης» εν ονόματι Του, όπως είχε γίνει στον Ιεζεκιήλ παλαιά το 613 π.Χ.; Ποια ήσαν τα προσόντα;
Ασφαλώς ένας τέτοιος όμιλος αγγελιαφόρου ή «δούλου» έπρεπε ν’ αποτελήται από άτομα τα οποία δεν είχαν μολυνθή με ενοχή αίματος, όπως συνέβαινε με τον Χριστιανικό κόσμο και το υπόλοιπο της Βαβυλώνος της Μεγάλης, της παγκοσμίου αυτοκρατορίας της ψευδούς θρησκείας, που είχε συμμετάσχει σ’ ένα σαρκικό πόλεμο. Πραγματικά, έπρεπε να είναι ένας όμιλος ο οποίος είχε βγη μέσα από τις θρησκευτικές οργανώσεις της Βαβυλώνος της Μεγάλης. Και ακόμη περισσότερο απ’ αυτό, έπρεπε να είναι άτομα τα οποία όχι μόνον είχαν ιδεί την υποκρισία και τις πράξεις αυτών των θρησκειών, που δυσφημούν τον Θεό, αλλά επί πλέον στην πραγματικότητα τις είχαν απορρίψει και είχαν στραφή στον Ιεχωβά Θεό με το να τον λατρεύουν αληθινά όπως εκτίθεται στη Γραφή. Ποιοι θα ήσαν αυτοί;
Για να προσδιορίσωμε την ταυτότητα του ομίλου ο οποίος είχε πραγματικά διορισθή ως αγγελιαφόρος του Θεού, είναι ανάγκη να εξετάσωμε σοβαρά αυτά τα σημεία. Ο Θεός δεν πολιτεύεται με άτομα τα οποία αγνοούν τον Λόγο του και ενεργούν σύμφωνα με τις δικές των ανεξάρτητες ιδέες. Ούτε αναγνωρίζει εκείνους οι οποίοι κάνουν επάγγελμα τους να τον υπηρετούν και ταυτοχρόνως είναι ταυτισμένοι με θρησκείες οι οποίες διδάσκουν διδασκαλίες που δεν τιμούν τον Θεό. Κανένας δεν μπορεί να υπηρετή δύο κυρίους, να ισχυρίζεται ότι λατρεύει τον Θεό αλλά ν’ αναμιγνύεται στην πολιτική, στις ριζοσπαστικές κινήσεις και σε άλλα σχέδια αυτού του κόσμου. (Ματθ. 6:24) Ο πρώτιστος εκπρόσωπος του Ιεχωβά, ο Ιησούς Χριστός είπε: «Δεν θέλει εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών πας ο λέγων προς εμέ, Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο πράττων το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς.»—Ματθ. 7:21.
Είναι σπουδαίο για κάθε άτομο στη γη να προσδιορίση την ταυτότητα του ομίλου που έχει διορίσει ο Ιεχωβά ως «δούλον του» ή αγγελιαφόρον του. Οφείλομε ν’ αναγνωρίσωμε και να κατανοήσωμε την προειδοποίησι που αυτός φέρνει. Οφείλομε να ενεργήσωμε σύμφωνα με την προειδοποίησι για να διαφυλάξουμε τη ζωή μας, διότι αυτή βρίσκεται σε τόσο σοβαρό κίνδυνο όσο βρισκόταν και η ζωή των κατοίκων της Ιερουσαλήμ όταν πλησίαζε η καταστροφή εκείνης της πόλεως. Γι’ αυτόν το λόγο τα προσεχή τεύχη του περιοδικού Ή Σκοπιά θα συζητήσουν περαιτέρω την ταυτότητα και το έργο του διωρισμένου από τον Ιεχωβά αγγελιαφόρου όπως απεκαλύφθη στην όρασί Του που έδωσε στον Ιεζεκιήλ.