Αντιμετώπισις Ζητημάτων Συνειδήσεως
«Η συνείδησίς μου δεν με ελέγχει εις ουδέν· πλην με τούτο δεν είμαι δεδικαιωμένος· αλλ’ ο ανακρίνων με είναι ο Ιεχωβά.»—1 Κορ. 4:4, ΜΝΚ.
1. Τι εξακολουθεί να παραμένη αληθινό όσον αφορά το ηθικό αίσθημα των ανθρώπων γενικά;
ΠΑΡΑ τον χείμαρρο της ανηθικότητος, της ανεντιμότητος, και του εγκλήματος σήμερα, όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο του ανθρωπίνου γένους δεν ‘αναισθητούν.’ (Εφεσ. 4:19) Όπως στην εποχή του Παύλου, υπάρχουν μερικοί και σήμερα οι οποίοι, μολονότι δεν έχουν ακριβή γνώσι του Λόγου του Θεού, ωστόσο διατηρούν κάποιο βαθμό ευπρεπείας, ένα υπόλειμμα εκείνου του εσωτέρου ηθικού αισθήματος που ονομάζομε συνείδησι.
2, 3. Πώς τα λόγια του Παύλου στο εδάφιο Ρωμαίους 2:12-16 ρίχνουν φως σ’ αυτό το ζήτημα, και τι μας βοηθούν να κατανοήσωμε όσον αφορά τους ανθρωπίνους νόμους και την ευπρεπή διαγωγή εκ μέρους πολλών ατόμων;
2 Ο Παύλος είπε για τα μη Ισραηλιτικά έθνη, εκείνα τα οποία ποτέ δεν ήσαν κάτω από τη διαθήκη του Νόμου: «Επειδή όταν οι εθνικοί, οι μη έχοντες νόμον, πράττωσιν εκ φύσεως τα του νόμου, ούτοι νόμον μη έχοντες [δηλαδή, ένα κώδικα νόμων από τον Θεό], είναι νόμος εις εαυτούς.» Με ποιον τρόπο; Διότι «δεικνύουσι το έργον του νόμου γεγραμμένον εν ταις καρδίαις αυτών, έχοντες συμμαρτυρούσαν την συνείδησιν αυτών, και τους λογισμούς κατηγορούντας, ή και απολογουμένους μεταξύ αλλήλων.» (Ρωμ. 2:12-16) Έτσι αυτός ο «νόμος» που είναι «εις εαυτούς» δεν είναι ένας νόμος που έχουν κάμει αυτοί οι ίδιοι για τον εαυτό τους άσχετα με το τι σκέπτονται οι άλλοι.
3 Αυτή η ηθική φύσις, που έχομε κληρονομήσει από τον πρώτο ανθρώπινο υιό του Θεού, ενεργεί σαν ένας «νόμος» ή κανών διαγωγής στους ανθρώπους όλων των φυλών και εθνικοτήτων, τώρα όπως και στο παρελθόν. Αυτό εξηγεί γιατί οι εθνικοί νόμοι, ή νόμοι των διαφόρων φυλών σχεδόν όλων των λαών αντανακλούν τουλάχιστον κάτι από τους δίκαιους κανόνας του Θεού, μολονότι αυτοί οι λαοί δεν είχαν τη Βίβλο για οδηγό τους. Εξηγεί γιατί άτομα, μολονότι δεν είναι αληθινοί δούλοι του Θεού ή ακόμη καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί, είναι δυνατόν να ζουν γενικά μια «ευπρεπή» ζωή, και να εκδηλώνουν συχνά προσκόλλησι σε ωρισμένες καλές αρχές. Εξηγεί ταυτοχρόνως γιατί ο Θεός μπορούσε δικαίως να θεωρή όχι μόνον τον υπό διαθήκην λαόν του Ισραήλ άλλα ολόκληρο τον κόσμο του ανθρωπίνου γένους ‘υπόδικον,’ και γιατί, στην επερχόμενη εκδήλωσι της κρίσεως του, μπορεί δικαίως να «αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα αυτού.»-—Ρωμ. 2:6· 3:9, 19.
4, 5. (α) Πώς μπορεί ο Χριστιανός να καταισχύνη εκείνους οι οποίοι μιλούν προσβλητικά για τη διαγωγή του; (β) Δώστε παραδείγματα.
4 Επειδή ο Χριστιανός είναι αποχωρισμένος από τον κόσμο του ανθρωπίνου γένους ο οποίος είναι αποξενωμένος από τον Θεό, θα υποφέρη εναντίωσι. (Ιωάν. 15:18-20) Αυτό όμως δεν τον απαλλάσσει από το να ενεργή έτσι ώστε να κάμη έκκλησι σε οποιοδήποτε αίσθημα ευπρεπείας, δικαιοσύνης ή ηθικότητος που είναι δυνατόν να παραμένη σε άτομα αυτού του κόσμου. Οι άνθρωποι πιθανόν να παρερμηνεύουν το ελατήριο του αποχωρισμού μας, και να λέγουν ότι ‘μισούμε τους πάντας,’ ότι είμεθα ‘αντικοινωνικοί,’ και να μας κατηγορούν ως απερίσκεπτους, φανατικούς, άσπλαγχνους. Ο απόστολος Πέτρος δείχνει ότι μπορούμε και πρέπει να ενεργούμε έτσι ώστε ν’ αφοπλίζωμε τους επικριτάς μας. ‘Να έχετε συνείδησιν αγαθήν,’ συνιστά, «ίνα, ενώ σας καταλαλώσιν ως κακοποιούς, καταισχυνθώσιν οι συκοφαντούντες την καλήν σας εν Χριστώ διαγωγήν. Διότι καλήτερον να πάσχητε, εάν είναι ούτω το θέλημα του Θεού, αγαθοποιούντες, παρά κακοποιούντες.»—1 Πέτρ. 3:16, 17.
5 Στη σύγχρονη εποχή υπάρχουν άφθονα παραδείγματα που η Χριστιανική αγαθότης, ή βοηθητικότης ή γενναιοφροσύνη απέναντι σε άτομα του κόσμου τούτου έχει αλλάξει πλήρως τη στάσι των απέναντι στους διαγγελείς της Βασιλείας του Ιεχωβά και του έργου των και του αγγέλματος των. Ακόμη και όταν αδίκως διώκωνται και φυλακίζονται ή αποστέλλονται σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, το καλό ευσυνείδητο έργο των και ο γεμάτος σεβασμό τρόπος των έκαμε τους δούλους του Ιεχωβά να κερδίσουν την εκτίμησι των επισήμων, και να τους τοποθετήσουν σε θέσεις εμπιστοσύνης και ευθύνης, όπως ακριβώς είχε συμβή με τον Ιωσήφ στην αρχαία Αίγυπτο.—Γεν. 39:21-23.
6. Πώς η συνείδησις επηρεάζει τις σχέσεις του Χριστιανού με τις κοσμικές κυβερνήσεις;
6 Ο Ιεχωβά Θεός έχει επιτρέψει σε ανθρώπινες κυβερνήσεις να λειτουργούν στη γη και τις αφήνει να υπηρετούν ως «λειτουργοί» του ως τον βαθμό που να τιμωρούν πολλά εγκλήματα και κακές πράξεις. Εφόσον ο Θεός αφήνει αυτές τις κυβερνήσεις να υπάρχουν, ο Χριστιανός δεν πρέπει να εναντιώνεται σ’ αυτές, δεν πρέπει να ενεργή παρανόμως. Δεν μπορεί να περιμένη την προστασία του Θεού αν κάνη κακές πράξεις και πάσχη γι’ αυτές στα χέρια των αρχών. Υπάρχει όμως ένας μεγαλύτερος λόγος από τον φόβο της τιμωρίας της κυβερνήσεως ο οποίος πρέπει να μας κινή να είμεθα νομοταγείς. Το εδάφιο Ρωμαίους 13:5 μας λέγει: «Διά τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσησθε, ουχί μόνον διά την οργήν [η οποία εκφράζεται με την κυβερνητική τιμωρία του εγκλήματος], αλλά και δια την συνείδησιν.» Εκείνο που επηρεάζει τον Χριστιανό δεν είναι αν η τιμωρία είναι ελαφρά ή αυστηρή. Η συνείδησίς του τον ωθεί να κάνη το ορθό, διότι γνωρίζει ότι είτε οι κυβερνήσεις «του Καίσαρος» στη γη ενεργήσουν ή όχι, «πρέπει πάντες να εμφανισθώμεν έμπροσθεν του βήματος του Χριστού.»—2 Κορ. 5:10.
7. Όταν ‘κάνωμε έκκλησι στη συνείδησι’ των άλλων μπορούμε ν’ αφήσωμε τη συνείδησί τους να θέση τον κανόνα της δικής μας;
7 Φυσικά, ποτέ δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στις αφώτιστες ή μεμιασμένες και διεστραμμένες συνειδήσεις των άλλων να θέσουν τους κανόνας της συνειδήσεως μας. Η συνείδησίς μας οφείλει να καθοδηγήται από το Λόγο και το πνεύμα του Θεού και γι’ αυτό μπορεί μερικές φορές να μαρτυρή ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που ωρισμένοι επίσημοι ζητούν από μας. Τότε μπορούμε ευσυνείδητα ν’ αποκριθούμε όπως έκαναν οι απόστολοι: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.»—Πράξ. 5:29-32.
8. Δώστε παραδείγματα βασικών εντολών, απαγορεύσεων και αρχών που βρίσκονται, στο Λόγο του Θεού και που πρέπει να διαμορφώνουν τη Χριστιανική συνείδησι.
8 Η Γραφή είναι πολύ σαφής, παραδείγματος χάριν, όταν δείχνη την ανάγκη ν’ αποχωρισθούν οι Χριστιανοί από κάθε συναναστροφή με τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη, «την παγκόσμια αυτοκρατορία της ψευδούς θρησκείας.» (Αποκάλ. 18:2-5· 2 Κορ. 6:14-18) Δείχνει ότι οι Χριστιανοί δεν είναι «εκ του κόσμου,» επομένως δεν συμμετέχουν στην πολιτική του ούτε μάχονται για την επιτυχία των αντιθέτων με τη βασιλεία αντικειμενικών σκοπών του. (Ιωάν. 17:14· 18:36· Ιακ. 4:4) Σαφώς εκθέτει η Γραφή την αγιότητα του αίματος, της ανθρωπίνης ζωής καθώς επίσης και τον κανόνα για τον λαό του Θεού να ‘σφυρηλατήσει τας μαχαίρας αυτού διά υνία και να μη μάθη πλέον τον πόλεμον,’ εφόσον η πάλη των δεν είναι ’εναντίον εις αίμα και σάρκα,’ αλλ’ εναντίον δαιμονικών δυνάμεων. (Γεν. 9:4-6· Ησ. 2:2-4· Εφεσ. 6:11, 12) Ο Λόγος του Θεού είναι επίσης σαφής και οριστικός όταν καταγγέλλη τη σεξουαλική ανηθικότητα κάθε μορφής (πορνεία, μοιχεία και ομοφυλοφιλία), καθώς επίσης και κάθε άλλη κακή διαγωγή, όπως τη μέθη, την ανεντιμότητα και την κλοπή.—1 Κορ. 6:9, 10· Ιωάν. 8:44· Εφεσ. 4:28.
ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ
9. (α) Επειδή ο Χριστιανός δεν είναι χωρίς Γραφικούς νόμους και αρχές, γιατί συμβαίνει ώστε να εγείρονται μολαταύτα ζητήματα συνειδήσεως; (β) Τι είναι εκείνο που γενικά καθορίζει πόσο μεγάλο μέρος πρέπει να παίζη η συνείδησις του ατόμου όταν παίρνη απόφασι για την ορθότητα ή το εσφαλμένο ενός ζητήματος;
9 Έτσι υπάρχουν πάρα πολλές πράξεις και ενέργειες οι οποίες με συγκεκριμένο τρόπο αποδοκιμάζονται στη Γραφή. Πάρα πολλές άλλες βρίσκονται σε πλήρη αρμονία μ’ αυτήν, ή παραβιάζουν τις αρχές που περιέχονται σ’ αυτήν. Εν τούτοις, ιδιαίτερα στη σύγχρονη περίπλοκη κοινωνία που έχει αναπτυχθή σε πολλά μέρη της γης, παραμένουν καταστάσεις και περιπτώσεις όπου απαιτείται προσωπική απόφασις, βασισμένη στην ατομική συνείδησι εκείνου που περιλαμβάνεται. Πάρα πολλά πράγματα στη ζωή είναι ζήτημα βαθμού. Η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα ευγενικό χάδι και ένα βάρβαρο χτύπημα είναι ζήτημα βαθμού της δυνάμεως. Η διαφορά μεταξύ του απλού σεβασμού—όπως, παραδείγματος χάριν, σεβασμού σ’ ένα άρχοντα ή ένα εθνικό έμβλημα—και της ευλαβούς λατρείας είναι επίσης ζήτημα βαθμού. Εκεί όπου περιλαμβάνονται ακρότητες δεν υπάρχει πραγματικό ζήτημα. Όταν το ζήτημα φθάση σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσωμε ‘φαιά ζώνη,’ που πλησιάζει τα όρια μεταξύ εκείνου που είναι σαφώς ορθό και εκείνου που είναι σαφώς εσφαλμένο, τότε εγείρεται ζήτημα, Όσο πλησιέστερα σ’ αυτή τη ‘συνοριακή κατάστασι’ βρίσκεται το ζήτημα, τόσο μεγαλύτερο είναι το μέρος που πρέπει να παίξη η συνείδησις του ατόμου στην απόφασί του. Όταν αντιμετωπίζωμε τέτοιες καταστάσεις τι πρέπει να κάμωμε;
10, 11. (α) Τι περιμένει, ο Θεός από μας όταν εγείρωνται τέτοια ζητήματα συνειδήσεως; (β) Όταν αντιμετωπίζωμε ένα τέτοιο προσωπικό ζήτημα συνειδήσεως, πρέπει να περιμένωμε να μας δώσουν κάποιον κανόνα που θα μας λέγη τι πρέπει να κάμωμε, και ποιος πρέπει να φέρη την ευθύνη της αποφάσεώς μας;
10 Ο Ιεχωβά Θεός περιμένει από μας να χρησιμοποιήσουμε τις ιδιότητες της νοημοσύνης μας, τη γνώσι μας, την κατανόησι και την κρίσι μας, και να κάμωμε ευσυνείδητα εκείνο που η πίστις μας μάς τονίζει να κάμωμε. Ο Θεός δεν μας θέτει κάτω από τη συνείδησι κάποιου άλλου ανθρώπου όσον αφορά αυτά τα ζητήματα. Ο καθένας μας πρέπει να λάβη τη δική του απόφασι σε αρμονία με τη συνείδησι—συνείδησι που έχει διαπλασθή με τον Λόγο του Θεού. Πρέπει επίσης να υποστούμε τις συνέπειες των αποφάσεών μας, όχι να περιμένωμε κάποιος άλλος να λάβη την απόφασι και να φέρη αυτή την ευθύνη για μας.
11 Θα ήταν επομένως εσφαλμένο να προσπαθούμε σε τέτοια ζητήματα ν’ αποσπάσωμε από κάποιον άλλο, από ένα σώμα πρεσβυτέρων ή από το κυβερνών σώμα της Χριστιανικής εκκλησίας, κάποιον κανόνα ή διάταξι που ‘θέτει όριο’ στο ζήτημα. Εκεί όπου ο Λόγος του Θεού δεν ‘θέτει όριο’ κανένας άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να προσθέση σ’ αυτόν τον Λόγο με το να ενεργήση έτσι. Ο Θεός με τη σοφία του μας επιτρέπει να δείξωμε τι είμεθα στον ‘κρυπτόν άνθρωπον της καρδίας,’ και οι αποφάσεις που λαμβάνομε σ’ αυτές τις προσωπικές περιπτώσεις μπορούν να το αποκαλύψουν αυτό. Είναι αλήθεια ότι μπορεί να πλανηθούμε μερικές φορές από εσφαλμένο ελατήριο, και ο Θεός, ο οποίος διαβάζει τις καρδιές μας μπορεί να το διακρίνη αυτό.
12. Μήπως το γεγονός ότι δεν πράττομε ενσυνειδήτως κάτι κακό εγγυάται αυτό καθ’ εαυτό τη δικαίωσί μας; Για ποιο λόγο;
12 Αλλ’ οποιεσδήποτε και αν είναι οι αποφάσεις μας, και μολονότι αυτές τις παίρνομε με αγαθή συνείδησι, οφείλομε πάντοτε να παραδεχθούμε ότι, σε τελική ανάλυσι, ο Θεός είναι εκείνος ο οποίος θα φανερώση την ορθότητα ή το εσφαλμένο της πορείας μας και αυτό θα το κάμη στον ωρισμένο του καιρό και με τον δικό του τρόπο. Ο απόστολος Παύλος αναγνωρίζοντας τούτο έγραψε: «Η συνείδησίς μου δεν με ελέγχει εις ουδέν· πλην με τούτο δεν είμαι δεδικαιωμένος· αλλ’ ο ανακρίνων με είναι ο Ιεχωβά. Ώστε μη κρίνετε μηδέν προ καιρού, έως έλθη ο Κύριος· όστις και θέλει φέρει εις το φως τα κρυπτά του σκότους, και θέλει φανερώσει τας βουλάς των καρδιών, και τότε ο έπαινος θέλει γείνει εις έκαστον από του Θεού.»—1 Κορ. 4:3-5.
13. (α) Τι δείχνουν τα εδάφια Ρωμαίους 14:4, 10-12 όσον αφορά την ορθή στάσι που πρέπει να λάβη κανείς απέναντι σ’ εκείνον ο οποίος παίρνει μια τέτοια προσωπική απόφασι συνειδήσεως; (β) Αλλά πώς είναι πιθανόν η συνείδησις των υπευθύνων να βλέπη το ζήτημα σχετικά μ’ αυτούς;
13 Όταν εγείρωνται περιπτώσεις τέτοιας ‘διαχωριστικής γραμμής’ δεν πρέπει να γίνωμε κριταί του ατόμου το οποίο πρέπει να λάβη μόνο του μια συνειδητή απόφασι. Ούτε πρέπει να αισθανώμεθα ένοχοι ότι κάνομε σφάλμα αναγνωρίζοντας ένα τέτοιο άτομο ως ένα επιδοκιμασμένο δούλο του Θεού αν η απόφασίς του σε μια τέτοια περίπτωσι ‘διαχωριστικής γραμμής’ δεν είναι ακριβώς όπως θα ήταν η δική μας. Ο Θεός είναι ο κριτής του. (Ρωμ. 14:4, 10-12) Εξ άλλου, εκείνοι οι οποίοι βρίσκονται σε υπεύθυνες θέσεις στη Χριστιανική εκκλησία οφείλουν επίσης ν’ ασκούν τη συνείδησί τους στην επισκόπησι της εκκλησίας. Μολονότι είναι πιθανόν να αισθάνωνται ότι η απόφασίς των είναι διαφορετική από την απόφασι κάποιου αδελφού πάνω σ’ ένα ιδιαίτερο ζήτημα, η διαμαρτυρία της συνειδήσεως των πιθανόν να είναι πολύ ηπία, επειδή οι Γραφές πιθανόν αφήνουν το ζήτημα μέσα στα όρια της προσωπικής αποφάσεως. Αν το άτομο παρέχη απόδειξι ότι έχει ενεργήσει με αγαθή συνείδησί, η συνείδησίς των μπορεί να τους επιτρέψη να τον διορίσουν σε μια θέσι ευθύνης ή να τον συστήσουν για κάποια θέσι ευθύνης. Εν τούτοις, είναι πιθανόν η συνείδησίς των να ομιλή με αρκετή δύναμι σ’ αυτό το ζήτημα, σε σημείο που να μη μπορούν ευσυνειδήτως να τον συστήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο. Και πάλι, ο Θεός είναι ο Κριτής των και δεν μπορούν να καταδικασθούν.
14. Ποια ερωτήματα εγείρονται τώρα για συζήτησι;
14 Πολλές φορές αυτά τα ακαθόριστα ζητήματα εγείρονται στον τομέα της εργασίας. Η εργασία που κάνετε σας επιτρέπει να έχετε αγαθή συνείδησι ενώπιον του Θεού; Σας επιτρέπει να ‘συνιστάτε εαυτούς εις πάσαν αγαθήν συνείδησιν ανθρώπων’ ως γνησίου ακολούθου του Ιησού Χριστού; Αυτά είναι σπουδαία ερωτήματα που θα εξετάσωμε στο επόμενο άρθρο.
[Εικόνα στη σελίδα 14]
Πρέπει να γράψετε στην Εταιρία για να ζητήσετε ένα κανόνα γι’ αυτό το ζήτημα; Όταν απαιτήται μια προσωπική απόφασις, βασισμένη στη συνείδησί σας, σεις πρέπει να λάβετε την απόφασι. Να ενεργήτε έτσι ώστε να έχετε αγαθή συνείδησι ενώπιον του Θεού