Έχετε τη Συνήθεια του ‘Βρίσκω Παίρνω’;
ΠΩΣ αισθάνεσθε όταν βρίσκετε κάτι πολύτιμο που κάποιος το έχει χάσει;
Μήπως αυτό εγείρει μέσα σας ένα άμεσον αίσθημα κατοχής, που σας κάνει να παραμερίζετε τις σκέψεις να το επιστρέψετε, με μια φιλοσοφία ‘βρίσκω παίρνω’;
Ή μπορεί να μη λαμβάνετε μια τέτοια πωρωμένη άποψι. Τότε, μήπως αρχίσετε να λογικεύεσθε για την επιστροφή του, με σκέψεις όπως αυτές: ‘Το άτομο δεν έπρεπε να είναι τόσο απρόσεκτο για να το χάση, οπωσδήποτε,’ ή, ‘Δεν ξέρω ποιος είναι ο κάτοχός του. Δεν είναι δικό μου καθήκον να τον εύρω—εκτός απ’ αυτό, είναι και κόπος να τον αναζητήσω’;
Είναι πολύ εύκολο να σκέπτεται έτσι ο καθένας. Αλλά πώς θεωρεί ο Θεός αυτό το ζήτημα της επιστροφής απολεσθέντων ειδών;
Μπορούμε να το βρούμε εξετάζοντας το νόμο που είχε δώσει μέσω του Μωυσέως σχετικά με αυτήν ακριβώς την περίπτωσι. Λέγει: «Ιδών τον βουν του αδελφού σου ή το πρόβατον αυτού πλανώμενον, μη παράβλεψης αυτά· θέλεις εξάπαντος επιστρέψει αυτά εις τον αδελφόν σου. Και εάν ο αδελφός σου δεν κατοική πλησίον σου, ή αν δεν γνωρίζης αυτόν, τότε θέλεις φέρει αυτά εντός της οικίας σου και θέλουσιν είσθαι μετά σου εωσού ζητήση αυτά ο αδελφός σου· και θέλεις αποδώσει αυτά εις αυτόν. Ούτω θέλεις κάμει και διά τον όνον αυτού· ούτω θέλεις κάμει και διά το ιμάτιον αυτού· ούτω θέλεις κάμει και διά πάντα τα χαμένα πράγματα του αδελφού σου, όσα έχασε, και συ εύρες αυτά· δεν δύνασαι να παραβλέψης αυτά.»—Δευτ. 22:1-3.
Στην περίπτωσι απωλείας ζώων, θα στοιχίση στον ευρίσκοντα κάτι από δικά του χρήματα για να θρέψη το ζώον ώσπου να εμφανισθή ο ιδιοκτήτης του, αλλ’ αυτό δεν αποτελούσε δικαιολογία να κατακρατήση το ζώο για τον εαυτό του ή να το αφήση να περιπλανάται ως χαμένο, ίσως για να το κλέψουν ή να του επιτεθούν σκύλοι ή άγρια ζώα.
Αφ’ ετέρου, τι θα εγίνετο αν εκείνος που βρήκε το αντικείμενο το προσέθετε στα δικά του αποκτήματα και δεν το επέστρεφε; Αν συνελαμβάνετο και εκρίνετο ένοχος, ελογίζετο ως κλέπτης. Ο νόμος έλεγε: «Περί παντός είδους αδικήματος, περί βοός, περί όνου, περί προβάτου, περί ενδύματος, περί παντός πράγματος χαμένου, το οποίον άλλος ήθελε διαφιλονεικεί ότι είναι αυτού, η κρίσις αμφοτέρων θέλει ελθεί έμπροσθεν των κριτών· και όντινα καταδικάσωσιν οι κριταί, εκείνος θέλει αποδώσει το διπλούν εις τον πλησίον αυτού.»—Έξοδ. 22:9· παράβαλε Έξοδος 22:1, 4.
Μια τέτοια περίπτωσις θα εφέρετο ενώπιον των πρεσβυτέρων της πόλεως, οι οποίοι ενεργούσαν ως εκπρόσωποι του Θεού κρίνοντας τέτοια ζητήματα. Αυτοί με έρευνα ανεκάλυπταν τα πράγματα, και κατόπιν εφήρμοζαν τον νόμο. Συνήθως, χαμένα αντικείμενα που ευρίσκοντο στην κατοχή κάποιου άλλου μπορούσαν να διακρίνωνται από ωρισμένα σημάδια και άλλες ιδιομορφίες, και από μάρτυρες που εγνώριζαν το αντικείμενο. Στις μικρότερες κοινότητες του Ισραήλ αυτό ίσχυε ιδιαίτερα.
Αν ένας άνθρωπος ευρίσκετο να κρατή κάποιο αντικείμενο που είχε βρει πώς θα μπορούσε ορθώς να κατηγορηθή ως κλέπτης; Πώς θα ήξεραν οι κριταί ότι αυτός δεν το κρατούσε απλώς ώσπου να εμφανισθή ο ιδιοκτήτης του; Από το γεγονός ότι δεν είχε κατάλληλα ειδοποιήσει και καταβάλλει αρκετή προσπάθεια να βρη τον ιδιοκτήτη. Ο έντιμος άνθρωπος θα έπρεπε να ειδοποιήση τους πρεσβυτέρους της πόλεως καθώς και άλλους ότι είχε βρει κάποιο αντικείμενο και το φύλαττε για τον ιδιοκτήτη του. Εκείνος που κρατούσε το αντικείμενο θα ήταν τότε απηλλαγμένος από κατηγορία.
Χωρίς αμφιβολία, αν εγίνοντο κατάλληλες προσπάθειες για να βρεθή ο ιδιοκτήτης κι’ εκείνος που το βρήκε ανέμενε για λογικό διάστημα χρόνου, θα του επετρέπετο να το πωλήση ή να το διαθέση με άλλον τρόπο.
ΦΥΛΑΧΘΗΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ
Ένας άνθρωπος, που κανονικά δεν θα έκλεπτε, μπορεί πραγματικά να καταληφθή από πειρασμό βρίσκοντας ένα χαμένο αντικείμενο. Μπορεί να γίνη πλεονέκτης και πραγματικά να πέση στην κατηγορία του κλέπτου. Ο Θεός θεωρεί έναν τέτοιο άνθρωπο ότι αμαρτάνει, όχι μόνον κατά του ιδιοκτήτου του αντικειμένου, αλλά και κατά του Θεού. Όταν η συνείδησις ενός ανθρώπου τον κάνη να κατανοήση αυτό που έκαμε, πρέπει γρήγορα να διευθετήση τα πράγματα με τον αδικημένο και να προσευχηθή στον Θεό για συγχώρησι.—Ματθ. 5:23, 24.
Ποιο είναι το χαρακτηριστικό της προσωπικότητας εκείνου ο οποίος βρίσκει κάτι και το κρατεί ιδιοτελώς χωρίς να κάμη μια φρόνιμη και πλήρη προσπάθεια να το αποδώση στον ιδιοκτήτη του, ή ο οποίος απαιτεί μια αμοιβή; ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ. Και οι πλεονέκται δεν θα λάβουν αιώνια ζωή από τον Θεό.—1 Κορ. 6:10.
ΚΑΝΕΤΕ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΝΑ ΒΡΗΤΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ
Κάποιος μπορεί να ρωτήση, ‘Σε τι βαθμό πρέπει να προσπαθήσω να βρω τον ιδιοκτήτη του χαμένου αντικειμένου; Σημειώστε την επόμενη πείρα ενός μάρτυρος του Ιεχωβά που δίνει ένα καλό παράδειγμα:
Ένας άνθρωπος από τον Άγιο Φραγκίσκο έχασε ένα πορτοφόλι που περιείχε $395 καθώς έβγαινε από ένα ταξί στην πόλι της Νέας Υόρκης. Το βρήκε ένας μάρτυς του Ιεχωβά. Πήγε σ’ ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης όπου έμενε αυτός ο άνθρωπος κατά πληροφορίες που υπήρχαν μέσα στο πορτοφόλι. Εν τούτοις, αυτός είχε αναχωρήσει για το Λονδίνο. Από τα δικαιολογητικά κρατήσεως δωματίου, ο Μάρτυς μπόρεσε να εντοπίση αυτόν τον άνθρωπο στο Λονδίνο από τηλεφώνου. Μετά την τηλεφωνική συνομιλία, κατά την οποία ο άνθρωπος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του, το πορτοφόλι με τα περιεχόμενα του μείον των ταχυδρομικών τελών μόνον ταχυδρομήθηκε στον τόπο εργασίας του ιδιοκτήτου στον Άγιο Φραγκίσκο.
Τα πράγματα που είναι δυνατόν να βρήτε σπανίως είναι τόσο πολύτιμα όσο αυτό. Εν τούτοις, η αρχή που εξέθεσε ο Ιησούς εφαρμόζεται: «Ο εν τω ελαχίστω πιστός, και εν τω πολλώ πιστός είναι· και ο εν τω ελαχίστω άδικος, και εν τω πολλώ άδικος είναι. Εάν λοιπόν εις τον άδικον μαμωνά δεν εφάνητε πιστοί, τον αληθινών πλούτον τις θέλει σας εμπιστευθή; Και εάν εις τον ξένον δεν εφάνητε πιστοί, τις θέλει σας δώσει το ιδικόν σας; Ουδείς δούλος δύναται να δουλεύη δύο κυρίους· διότι ή τον ένα θέλει μισήσει, και τον άλλον θέλει αγαπήσει· ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή, και τον άλλον θέλει καταφρονήσει. Δεν δύνασθε να δουλεύητε Θεόν και μαμωνά.»—Λουκ. 16:10-13.
Μολονότι η επιστροφή ενός χαμένου αντικειμένου είναι γενικά μικρό ζήτημα, αληθινά εμπερικλείει τα ερωτήματα, Ποιον ή τι λατρεύω ως Θεόν μου; και, Κάνω εγώ στους άλλους όπως αυτοί θέλω να μου κάνουν;—Ματθ. 7:12.
Όσο για μια αμοιβή, ο έντιμος άνθρωπος δεν ζητεί εκείνο που ανήκει σε άλλον. Υπάρχει μια μεγαλύτερη αμοιβή στο να έχωμε αγαθή συνείδησι με ευτυχία. «Μακάριοι οι φυλάττοντες κρίσιν, οι πράττοντες δικαιοσύνην εν παντί καιρώ.» (Ψαλμ. 106:3) Εξ άλλου, αν αυτό δεν γίνεται με πνεύμα αυτοδικαιώσεως, η εντιμότης μας μπορεί να συστήση στο άλλο άτομο την αλήθεια του Λόγου του Θεού, με τις καλές της αρχές. Είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να κάνωμε φανερή την αλήθεια, «συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων, ενώπιον του Θεού,» ως διάκονοι αυτού.—2 Κορ. 4:2.