Ειρήνη με τους Άλλους Ουσιώδης για Ευτυχία
ΕΝΑΣ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΣ ποιητής των αρχαίων χρόνων έγραψε: «Ιδού, τι καλόν και τι τερπνόν, να συγκατοικώσιν εν ομονοία αδελφοί! Είναι . . . ως η δρόσος του Αερμών, η καταβαίνουσα επί τα όρη της Σιών· διότι εκεί διώρισεν ο Ιεχωβά την ευλογίαν, ζωήν έως του αιώνος.»—Ψαλμ. 133:1-3, ΜΝΚ.
Η ειρήνη με τους άλλους είναι πραγματικά αναγκαία για ευτυχία. Ο Θεός δίνει μεγάλη σημασία στην ειρήνη. Για να έχωμε και να απολαμβάνωμε τέτοια ειρήνη, πρέπει να φερώμεθα στον πλησίον μας με εντιμότητα. Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί πρέπει, περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, να ζητούν την ειρήνη με τους άλλους με το να συμπεριφέρωνται μαζί τους με δικαιοσύνη και αγάπη.
Ο Ιησούς Χριστός, όταν ήταν στη γη, μίλησε σ’ ένα πλήθος Ιουδαίων για τις δυσκολίες που αναφύονται μεταξύ ατόμων και κατόπιν είπε: «Εάν λοιπόν προσφέρης το δώρον σου εις το θυσιαστήριον και εκεί ενθυμηθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον φιλιώθητι με τον αδελφόν σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου.»—Ματθ. 5:23, 24.
ΣΕ ΑΡΜΟΝΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ
Σ’ εκείνη την περίστασι ο Ιησούς είχε χωρίς αμφιβολία υπ’ όψιν του τον νόμο του Θεού που αναγράφεται στο Λευιτικόν 6:2-7, και λέγει τα εξής:
«Εάν τις αμαρτήση και πράξη παρανομίαν κατά του Ιεχωβά και ψευσθή προς τον πλησίον αυτού δια παρακαταθήκην ή δια πράγμα τι, εμπεπιστευμένον εις τας χείρας αυτού, ή δια αρπαγήν, ή ηπάτησε τον πλησίον αυτού, ή εύρε πράγμα χαμένον και ψεύδεται περί αυτού, ή ομόση ψευδώς περί τινος εκ πάντων όσα πράττει ο άνθρωπος, ώστε να αμαρτήση εις αυτά· όταν αμαρτήση, και ήναι ένοχος, θέλει αποδώσει το άρπαγμα το οποίον ήρπασεν, ή το πράγμα το οποίον έλαβε δι’ απάτης, ή την παρακαταθήκην την εμπιστευθείσαν εις αυτόν, ή το χαμένον πράγμα το οποίον εύρεν, ή παν εκείνο περί του οποίου ώμοσε ψευδώς· θέλει αποδώσει το κεφάλαιον αυτού, και θέλει προσθέσει το πέμπτον επ’ αυτό· εις όντινα ανήκει, εις τούτον θέλει αποδώσει αυτό την ημέραν καθ’ ην φανερωθή ένοχος. Και θέλει φέρει προς τον Ιεχωβά την περί ανομίας προσφοράν αυτού, κριόν άμωμον εκ του ποιμνίου, κατά την εκτίμησίν σου, εις προσφοράν περί ανομίας, προς τον ιερέα· και ο ιερεύς θέλει κάμει εξιλέωσιν υπέρ αυτού ενώπιον του Ιεχωβά και θέλει, συγχωρηθή εις αυτόν, περί παντός πράγματος εκ των όσα έπραξε, ώστε να ανομήση εις αυτά.»
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Νόμο, ένας Ισραηλίτης είχε αδικήσει με κάποιον τρόπο τον πλησίον του αρκετά σοβαρά. Εγνώριζε ότι ο πλησίον του είχε κάτι εναντίον του. Δεν επρόκειτο για μια κατά φαντασίαν αδικία, αλλά για μια πραγματική αδικία. Τώρα, αν ο παραβάτης πήγαινε στο ναό να προσφέρη μια θυσία ισχυριζόμενος ότι προσφέρει λατρεία και υπηρεσία στον Ιεχωβά, τι αξία θα είχε αυτή αν πήγαινε ενώπιον του Ιεχωβά σαν κλέφτης, ψεύτης ή εκβιαστής; Ο Θεός δεν θα έβλεπε την προσφορά του με εύνοια και δεν θα του έδινε την ευλογία του, όπως είπε αργότερα στον Βασιλέα Σαούλ μέσω του προφήτου Σαμουήλ: «Μήπως ο Ιεχωβά αρέσκεται εις τα ολοκαυτώματα και εις τας θυσίας, καθώς εις το να υπακούωμεν της φωνής του Ιεχωβά; Ιδού, η υποταγή είναι καλητέρα παρά την θυσίαν· η υπακοή, παρά το πάχος των κριών.»—1 Σαμ. 15:22, ΜΝΚ.
Ο Ιησούς κατεδίκασε ανοιχτά τους γραμματείς και τους Φαρισαίους για το ίδιο πράγμα λέγοντας: «Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί, διότι αποδεκατίζετε το ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον, και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου, την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν.»—Ματθ. 23:23.
Ο νόμος που αφωρούσε το πράγμα που είχε αρπαγή με απάτη ή κλοπή ήταν στην πραγματικότητα μια ένδειξις ελέους από μέρους του Θεού. Ήταν για όφελος εκείνου που είχε αδικηθή, αλλ’ επίσης και για το άτομο του οποίου η συνείδησις το έτυπτε ενώπιον των κριτών του δικαστηρίου και το υποκινούσε να ομολογήση ή να παραδεχθή την ενοχή του και να διορθώση το σφάλμα του. Διότι αν είχε αρνηθή να το κάμη αυτό, δεν επρόκειτο να λάβη θεία συγχώρησι.—Έξοδ. 22:1, 4, 7· Λευιτ. 6:2-7.
Η ειλικρίνεια που απαιτείτο να δείξη ο μετανοημένος παραβάτης απεδεικνύετο από το γεγονός ότι, αν ο παθών είχε πεθάνει στο μεταξύ, έπρεπε να δώση την αποζημίωσι στον πλησιέστερο συγγενή του.—Αριθ. 5:7, 8.
ΔΙΑΤΗΡΗΣΙΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ
Ομοίως σήμερα, αν ένας Χριστιανός γνωρίζη ότι ο αδελφός του έχει κάτι εναντίον του, λόγω ενός πραγματικού—όχι φανταστικού—σφάλματος (ακόμη και αν ο αδελφός που αδικήθηκε δεν έχει αντιληφθή το αδίκημα) δεν μπορεί να αναμένη ότι ο Θεός θα δεχθή τη λατρεία του, αν δεν σπεύση πρώτα να τακτοποιήση τη διαφορά του με τον αδελφό του. Στον Ισραήλ το ποσόν που είχε ληφθή με απάτη ή βία έπρεπε να επιστραφή ηυξημένο κατά 20 τοις εκατό. Αυτό έπρεπε να γίνεται διότι το άτομο που είχε εξαπατηθή θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει την περιουσία του για δικό του κέρδος. Επίσης χρησίμευε σαν ένας ανασταλτικός παράγων για τον παραβάτη ώστε να μη διαπράξη μεγαλύτερες απάτες. Κατόπιν έπρεπε να προσφερθή ένας τράγος, που ήταν κάτι δαπανηρό για έναν Ισραηλίτη, ήταν δηλαδή ένα επιπρόσθετο έξοδο που προέκυπτε σαν αποτέλεσμα της αμαρτίας του.
Έτσι, στη διευθέτησι διαφόρων ζητημάτων σήμερα, ο Χριστιανός είναι δίκαιο να θέλη να επανορθώση τα πράγματα, όχι απρόθυμα ή με δυσφορία, αλλά με ειλικρίνεια και μεγαλοψυχία, αναγνωρίζοντας ταπεινά το σφάλμα του, και αν είναι μέσα στις δυνατότητες του, πρέπει να τακτοποιήση το ζήτημα έτσι ώστε το θύμα να μη υποστή κάποια ζημία επειδή στερήθηκε τα χρήματα ή κάποιο άλλο πολύτιμο πράγμα για μια περίοδο χρόνου. Πρέπει να είναι ευτυχής που ο Θεός τον ελεεί και του επιτρέπει έτσι να επανορθώση το σφάλμα του και η ολοκάρδια επιθυμία του θα πρέπει να είναι η αποκατάστασις μιας ορθής στάσεως, πρωτίστως απέναντι του Θεού, καθώς και απέναντι του πλησίον του. Διότι, όπως ετόνιζε ο νόμος, ένας τέτοιος παραβάτης του νόμου είχε αμαρτήσει πρώτα «κατά του Ιεχωβά.»—Λευιτ. 6:2, ΜΝΚ.
Μια τέτοια ειλικρινής στάσις για τη διευθέτησι διαφορών θα έδειχνε πραγματική μετάνοια για το σοβαρό αδίκημα που διεπράχθη και μια ανανεωμένη επιθυμία να κάμη το ορθό.
Το γεγονός ότι ένας Χριστιανός παραδέχεται και επανορθώνει το σφάλμα που διέπραξε στον αδελφό του είναι απόδειξις και στον Θεό και στη Χριστιανική εκκλησία ότι έχει μετανοήσει ειλικρινά και γι’ αυτό πρέπει να του δειχθή μια συγχωρητική στάσις. Αντιθέτως, σύμφωνα με το πνεύμα που επικρατούσε στο Νόμο, αν ένας κλέφτης ή καταχραστής προσπαθούσε να καλύψη την αμαρτία του, αλλά απεκαλύπτετο, έθετε τον εαυτό του στον κίνδυνο ν’ αποκοπή από την εκκλησία αν δεν ωμολογούσε ή δεν ανεγνώριζε το σφάλμα του και δεν ήταν πρόθυμος να το επανορθώση.—Ψαλμ. 32:5· Ιώβ 31:33.
Αφού πρώτα αποκατασταθή, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η σοβαρή παράβασις, τότε είναι κατάλληλο για τον Χριστιανό να προσευχηθή και να προσφέρη την υπηρεσία του στον Ιεχωβά. Τα σπουδαιότερα πράγματα απέναντι του Ιεχωβά είναι η δικαιοσύνη, το έλεος και η πιστότης, όχι απλώς υπηρεσία με τα χείλη ή η εξωτερική επίδειξις δικαιοσύνης. Πώς μπορεί ένα άτομο να έχη ειρήνη με τον Θεό αν κακομεταχειρίζεται έναν δούλο του Θεού; Και πώς μπορεί να πλησιάση το Θεό με ειρήνη διανοίας και συνειδήσεως; Αλλ’ αν έχη μια ένοχη συνείδησι, ας κάμη ό,τι μπορεί για να επανορθώση το σφάλμα του και ν’ αποκαταστήση ειρήνη με τον αδελφό του. Τότε ο Θεός θα τον αγαπά και θ’ ακούση την προσευχή του. Εκτός αυτού, ‘ο Ιεχωβά θα διορίση να είναι η ευλογία σ’ ολόκληρη την εκκλησία χορηγώντας της πνευματική ευημερία και την προσδοκία ‘ζωής έως του αιώνος.’—Ψαλμ. 133:3.