Βάσις για Πίστι στον Θεό
ΜΕΤΑΞΥ των ορισμών που δίνει ένα λεξικό για τη λέξι «πίστις» είναι «σταθερή και αναμφισβήτητη πεποίθησις σε κάτι για το οποίο δεν υπάρχει απόδειξις.» Αλλά, στην πραγματικότητα, αυτός ο ορισμός περιγράφει ακριβέστερα την ευπιστία, δηλαδή την προθυμία να πιστέψωμε ασχέτως αποδείξεως. Εν τούτοις η ευπιστία δεν είναι πίστις. Η πίστις στον Θεό, τον Δημιουργό, την οποία απαιτεί η Αγία Γραφή, και για την οποία παρέχει και τη βάσι, είναι μια πίστις βασισμένη σε σαφείς αποδείξεις και συνετή λογίκευσι.
Λέγεται ότι οι επιστήμονες έχουν πίστι στις βασικές αρχές που διέπουν κάθε τομέα της γνώσεως. Ο γεωργός έχει πίστι ή εμπιστοσύνη στην τακτικότητα με την οποία επαναλαμβάνονται οι εποχές του έτους. Και πολλά άλλα παραδείγματα θα μπορούσαν να δοθούν για να καταδειχθή ότι οι άνθρωποι αποδίδουν την εμπιστοσύνη των στην αξιοπιστία και στην τακτικότητα των φυσικών κύκλων και νόμων που διέπουν το σύμπαν. Πραγματικά, αυτή η ίδια η τακτικότης μαρτυρεί στην ουσία την ύπαρξι ενός νοήμονος προσωπικού Δημιουργού. Οι αστρονόμοι, μετρώντας την κίνησι των ουρανίων σωμάτων με βάσι αυτούς τους φυσικούς νόμους, μπόρεσαν να προσδιορίσουν την ύπαρξι και τη θέσι ωρισμένων πλανητών προτού αυτοί γίνουν ποτέ ορατοί. Ομοίως, λόγω της τακτικότητος αυτού που λέγεται περιοδική κλίμαξ και διέπει όλα τα χημικά στοιχεία, ωρισμένοι επιστήμονες μπόρεσαν να μιλήσουν για την ύπαρξι ειδικών στοιχείων και να περιγράψουν τις ιδιότητές των, προτού ακόμη βρεθούν αυτά τα στοιχεία. Γιατί λοιπόν οι επιστήμονες, οι γεωργοί και οποιοσδήποτε άλλος να μην εναποθέτουν την εμπιστοσύνη και την πεποίθησί τους, ναι, την πίστι τους, στον Δημιουργό των φυσικών αυτών νόμων;
Καθώς η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί τον όρο «πίστις» θα μπορούσε να λεχθή ότι αυτός ο όρος σχετίζεται με δύο είδη πραγμάτων: Πρώτον, με τη βεβαιότητα για πράγματα που ελπίζονται, πράγματα που δεν βλέπονται διότι είναι μελλοντικά. Και, δεύτερον, πίστι στην ύπαρξι πνευματικών όντων, που δεν είναι ορατά από την ανθρώπινη όρασι επειδή δεν είναι υλικά σώματα· με άλλα λόγια, είναι πίστις στον Θεό και στις υποσχέσεις του. Έτσι, διαβάζομε στην επιστολή προς Εβραίους 11:1 (Νέα Αγγλική Βίβλος): «Τι είναι πίστις»; Η πίστις δίνει ουσία στις ελπίδες μας, και μας βεβαιώνει για πραγματικότητες τις οποίες δεν βλέπομε.» Γι’ αυτό μάς λέγεται ότι οι Χριστιανοί πρέπει να βαδίζουν δια πίστεως κι όχι δι’ όψεως.—2 Κορ. 5:7.
Η πίστις ότι ο Θεός υπάρχει μπορεί να πιστοποιηθή με την παρατήρησι της δυνάμεως και της σοφίας που είναι έκδηλες στην ορατή δημιουργία, περιλαμβανομένης και της τάξεως και της αρμονίας της. Όλοι οι λογικοί άνθρωποι θα συμφωνήσουν ότι κάθε αποτέλεσμα έχει μια αντίστοιχη αιτία. Ένα ρολόγι πιστοποιεί την ύπαρξι ενός ωρολογοποιού. Έτσι, οπουδήποτε και αν παρατηρήσωμε μέσα στο σύμπαν, από το πολύπλοκο μάτι ενός εντόμου ως τους ισχυρούς γαλαξίας του έξω διαστήματος, καταλήγομε στο συμπέρασμα ότι πρέπει απλώς να υπάρχη ένας ισχυρός και σοφός Κατασκευαστής ή Δημιουργός αυτών των πραγμάτων.
Παραμένει ωστόσο γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν πιστεύουν ότι ο Θεός υπάρχει. Και επειδή πολλοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους τυγχάνουν επιστήμονες, μερικά άτομα σπεύδουν στο συμπέρασμα ότι το να πιστεύη κανείς στην ύπαρξι του Θεού του Δημιουργού είναι αντιεπιστημονικό. Αλλά δεν είναι έτσι, όπως παρετήρησε κάποτε ένας καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας. Μιλώντας για την αξιοπιστία των θαυμάτων που αναφέρονται στη Βίβλο, είπε ότι αυτά θα μπορούσαν να είναι το αποτέλεσμα μιας θείας δυνάμεως που δεν έχει ακόμη αναγνωρισθή από την επιστήμη. «Οι περισσότεροι επιστήμονες δεν είναι Χριστιανοί,» είπε κατόπιν, «αλλ’ όχι επειδή είναι επιστήμονες. Ούτε κι οι περισσότεροι έμποροι ή δημοσιογράφοι είναι Χριστιανοί· στην πραγματικότητα οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι Χριστιανοί.»
Είναι κατάλληλο ν’ αναφερθή εδώ ένα δημοσίευμα που έγινε πριν από λίγα χρόνια σε μια Αμερικανική εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Έλεγε τα εξής: «Από πολλά χρόνια, επιστεύετο γενικά ότι οι επιστήμονες είναι αθεϊσταί. Αλλά σήμερα, . . . που η επιστήμη είναι σχεδόν μια οδός ζωής, δεν ισχύει πια αυτή η θεωρία. Αυτή την εβδομάδα, οκτώ από τους πιο εξέχοντας επιστήμονας του έθνους ερωτήθηκαν από αυτή την Αμερικανική εφημερίδα της Νέας Υόρκης για να πουν τις απόψεις των πάνω σ’ αυτό το ερώτημα: ‘Πιστεύουν οι επιστήμονες στον Θεό;’ Από τις απαντήσεις των μια βασική ιδέα εμφαίνεται καθαρά: Κάποια θεία Δύναμις, που δεν υπόκειται σε ανθρώπινο έλεγχο, έχει διαμορφώσει το σύμπαν. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους επιστήμονας είχαν εκθέσει την άποψί τους γι’ αυτό το ζήτημα πριν από πολλά χρόνια. Κανείς από τότε δεν βρήκε λόγο ν’ αλλάξη τις απόψεις του.»
Ο Βέρνερ φον Μπράουν, ειδικός στην κατασκευή πυραύλων, και ένας από τους ανωτέρω οκτώ επιστήμονες απήντησε: «Γιατί πιστεύω εγώ στον Θεό; Για να το πω απλά, ο κύριος λόγος είναι αυτός: Όλα τα τόσο καλά διατεταγμένα και τέλεια κατασκευασμένα δημιουργήματα όπως είναι η γη μας και το σύμπαν, πρέπει να έχουν έναν κατασκευαστή, έναν αριστοτέχνη σχεδιαστή. Όλα είναι τόσο εύτακτα, τόσο τέλεια, τόσο μεγαλειώδη και με τόση ακρίβεια ισορροπημένα, ώστε αυτή η δημιουργία δεν μπορεί παρά να είναι το προϊόν μιας Θείας Ιδέας. Πρέπει να υπάρχη ένας Κατασκευαστής· δεν μπορεί να συμβαίνη διαφορετικά.»
Ένας άλλος από τους οκτώ επιστήμονας, ο Δρ. Ουίλλιαμ Σβαν, γνωστή προσωπικότης στα θέματα της κοσμικής ακτινοβολίας, εκφράσθηκε με παρόμοιο τρόπο: «Ο επιστήμων αρέσκεται να διαχωρίζη το γεγονός από τη θεωρία. Τώρα, θεωρώντας το σύμπαν ως ένα σύνολο, δεν μπορώ παρά να ομολογήσω το γεγονός ότι το σύμπαν είναι σχεδιασμένο με νοημοσύνη. Μ’ αυτό εννοώ ότι το σύμπαν δείχνει σε μια μεγαλοπρεπή κλίμακα το ίδιο είδος συσχετισμού μεταξύ της λειτουργίας του και της αποδοτικότητος του σχεδίου του όπως ένας μηχανικός προσπαθεί να επιτύχη και στα μικρότερα έργα του.»
Ομοίως, ο επιστήμων Δρ Γουώρρεν Γουίβερ, ένας από τους εξέχοντας μαθηματικούς της Αμερικής, εδήλωσε κάποτε σ’ ένα δημοφιλές μηνιαίο περιοδικό τα εξής: «Κάθε νέα ανακάλυψις της επιστήμης αποτελεί μια περαιτέρω αποκάλυψι της τάξεως που έθεσε ο Θεός στο σύμπαν. Ο Θεός αποκτά περισσότερη μεγαλοπρέπεια και δύναμι με τις εκδηλώσεις της δικής Του λογικής και τάξεως.»
Υπάρχει επίσης και η μαρτυρία του Σερ Ισαάκ Νεύτων, ο οποίος έχει χαρακτηρισθή ως «η μεγαλύτερη επιστημονική διάνοια που είδε ποτέ ο κόσμος.» Για να παραθέσωμε από μια προσφάτως εκδοθείσα βιογραφία, «Η εξερεύνησις της φύσεως από τον Νεύτωνα κατηυθύνετο σχεδόν αποκλειστικά από τη γνώσι του περί Θεού» και «οι επιστημονικές επιδιώξεις του είχαν στόχο εκείνα που η επιστήμη μπορούσε να διδάξη τους ανθρώπους περί Θεού.» Όλες αυτές οι μαρτυρίες, που θα μπορούσαν να πολλαπλασιασθούν χιλιάδες φορές, είναι σε αρμονία με τα θεόπνευστα λόγια του αποστόλου Παύλου «τα αόρατα αυτού βλέπονται φανερώς από κτίσεως κόσμου νοούμενα δια των ποιημάτων, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και η θειότης, ώστε αυτοί [εκείνοι που αρνούνται την ύπαρξι του Θεού, με λόγια ή πράξεις] είναι αναπολόγητοι.»—Ρωμ. 1:20.
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΙΣΤΙΣ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΑΠΑΙΤΕΙ ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙ
Εν τούτοις, ας έχωμε υπ’ όψιν ότι η απλή πίστις ότι ο Θεός υπάρχει δεν είναι αρκετή. Δεν είναι το ίδιο με το να έχωμε μια αληθινή και ζωντανή πίστι για τον ίδιο τον Θεό. Παραδείγματος χάριν, τα αποτελέσματα μιας ψηφοφορίας που δημοσιεύθηκε προς το τέλος του 1976 κατέδειξαν ότι 76 τοις εκατό των Αυστραλών «πιστεύουν στον Θεό.» Αλλά μήπως και αυτοί πραγματικά πιστεύουν σε ό,τι λέγει ο Θεός και σε ό,τι κάνει, ή μήπως πιστεύουν απλώς ότι υπάρχει Θεός; Σύμφωνα με τον Βιβλικό συγγραφέα Ιάκωβο, ακόμη και οι πονηροί άγγελοι, οι δαίμονες ή διάβολοι, πιστεύουν ότι ο Θεός υπάρχει—φρίττουν μάλιστα. Προφανώς αυτοί δεν έχουν πίστι στον Θεό. (Ιακ. 2:14, 19) Η αληθινή πίστις στον Θεό περιλαμβάνει όχι απλώς την πίστι ότι ο Θεός υπάρχει, αλλά και την εμπιστοσύνη και πεποίθησι στον Θεό ως πρόσωπο. Όπως το διατυπώνει η Αγία Γραφή: «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν· διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν πρέπει να πιστεύση ότι είναι και [επιπροσθέτως] γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» (Εβρ. 11:6) Η πίστις περιλαμβάνει όχι μόνο τη διάνοια αλλά και την καρδιά, ολόκληρο τον άνθρωπο.
Προφανώς, μια υγιαίνουσα πίστις στον Θεό απαιτεί να προχωρήσωμε πιο πέρα από τη μελέτη του λεγομένου «βιβλίου της Φύσεως.» Όσο και αν η «φύσις,» ή η κτίσις, μπορεί να πιστοποιήση την μεγαλειότητα, τη σοφία και τη δύναμι του Δημιουργού, δεν μπορεί να απαντήση σε ερωτήματα όπως αυτά: Ποιο είναι το όνομα του Θεού; Γιατί μας εδημιούργησε και πότε; Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής; Ποιος είναι ο ύστατος προορισμός μας; Ποια είναι τα καθήκοντα μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο μας; Γιατί ο κόσμος είναι σε μια τέτοια σύγχυσι; Και τι απαιτεί ο Θεός από μας, αν πρόκειται να επιζήσωμε από την επικείμενη παγκόσμια καταστροφή που προελέχθη στον Λόγο του;
Απλώς σκεφθήτε: Ο Δημιουργός μάς έδωσε την ικανότητα να σκεπτώμεθα, να θαυμάζωμε, να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας και να θέτωμε ερωτήματα όπως αυτά. Ασφαλώς αυτός δεν θέλει να μας βασανίζη αφήνοντάς μας χωρίς τις ανάλογες απαντήσεις, έτσι δεν είναι; Αληθινά, ο Θεός ενεφύτευσε στην καρδιά και στη διάνοιά μας μια δίψα για γνώσι και για ωρισμένα είδη γνώσεως που μόνο αυτός μπορεί να παράσχη. Δεν είναι λοιπόν λογικό να συμπεράνωμε ότι ο Θεός θα ικανοποιούσε τη δίψα μας για γνώσι αυτών των πραγμάτων; Έπειτα, αυτός μας εδημιούργησε με άλλες φυσικές επιθυμίες—για φαγητό και ποτό για την ωραιότητα της οράσεως και του ήχου, κλπ. Και μήπως δεν εφρόντισε ώστε να μπορούμε, με την κατάλληλη προσπάθεια, να ικανοποιήσωμε αυτά που μας κάνουν να πεινούμε και να διψούμε; Εκτός από αυτό, ο Δημιουργός εφρόντισε για όλες τις ανάγκες της αλόγου κτίσεως. Μήπως αγαπά λιγώτερο τη νοήμονα ανθρώπινη κτίσι; Λογικό βέβαια είναι ότι αυτός θα μας παρείχε και τις απαντήσεις—μέσω μιας θείας αποκαλύψεως. Η Αγία Γραφή αποτελεί μια τέτοια αποκάλυψι, και καθώς εμείς την εξετάζομε διαπιστώνομε ότι πραγματικά ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας θείας αποκαλύψεως.
Η Αγία Γραφή καλά ωρίσθηκε ως δαυλός του πολιτισμού και της ελευθερίας. Μέρη της Γραφής, όπως είναι ο Δεκάλογος ή Δέκα Εντολές, η επί του Όρους Ομιλία, οι Ψαλμοί και οι Παροιμίες της Γραφής θα έφθαναν για να αξίζουν αυτόν τον χαρακτηρισμό. Παραδείγματος χάριν, συχνά αναφέρεται ότι οι Δέκα Εντολές ομοιάζουν με τον Κώδικα Χαμμουράμπι, ωσάν οι εντολές να έγιναν με πρότυπο τον κώδικα αυτόν. Κάθε άλλο παρά αληθινό είναι αυτό. Αυτές οι Εντολές δίνουν έμφασι στη λατρεία του Ιεχωβά Θεού· ενώ ο Κώδιξ Χαμμουράμπι σε απλά κοσμικά πράγματα. Ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται κοσμικά πράγματα υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Όχι μόνον οι Δέκα Εντολές απαγορεύουν πράγματι τον φόνο, αλλά και το υπόλοιπο του Μωσαϊκού νόμου επιβάλλει την ποινή θανάτου για τους εκουσίους φόνους και κάνει διάκρισι μεταξύ του εκουσίου και ακουσίου φονέως. (Αριθμ. 35:9-34) Σε αντίθεσι μ’ αυτό, στον Κώδικα Χαμμουράμπι, όπως τονίζει η Βρεταννική Εγκυκλοπαιδεία, «μια παράξενη παράλειψις από τον Κώδικα είναι εκείνη του εκουσίου φόνου και γι’ αυτό υπάρχει αβεβαιότης για το πώς ο φόνος ετιμωρείτο ή από ποιον επεβάλλετο η ανταπόδοσις.» (Βρεταννική Εγκυκλοπαιδεία, 1971, Τομ. 11, σελ. 43) Παρατηρήστε επίσης την τελευταία από τις Δέκα Εντολές, «Μη επιθυμήσης.» (Έξοδ. 20:17) Αυτός ο νόμος είναι μοναδικός στα χρονικά της νομικής επιστήμης. Είναι ένας νόμος που φθάνει ακριβώς στη ρίζα του εγκλήματος, και ωστόσο η επιβολή του εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από το ίδιο το άτομο!
Με λογική σειρά, η Βίβλος αρχίζει από την αφήγησι της δημιουργίας. Μπορεί να λεχθή ότι προηγήθηκε από την επιθυμία του Αλβέρτου Αϊνστάιν, ο οποίος κάποτε εδήλωσε: «Θέλω να γνωρίσω πώς ο Θεός εδημιούργησε αυτόν τον κόσμο. . . . Θέλω να γνωρίσω τις σκέψεις Του.» Μολονότι οι άνθρωποι γενικά δεν κατανοούν αυτό το γεγονός, η αφήγησις της δημιουργίας από τη Βίβλο βρίσκεται σε αρμονία με τον συλλογισμό πολλών σημερινών επιστημόνων.
Σχετικά μ’ αυτό, σημειώστε τα λόγια ενός από τους κυριωτέρους γεωλόγους της Αμερικής, του Γουάλλας Πρατ: «Αν εμένα, ως γεωλόγο, με καλούσαν να εξηγήσω συνοπτικά τις σύγχρονες ιδέες μας για την προέλευσι της γης και την ανάπτυξι της ζωής σ’ ένα απλό ποιμενικό λαό, όπως ήταν οι φυλές στις οποίες απευθυνόταν το βιβλίο της Γενέσεως, δεν να μπορούσα να κάνω καλύτερα από το ν’ ακολουθήσω όσο το δυνατόν περισσότερο τη γλώσσα του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως.» Και όσο για τη διάρκεια των ημερών της δημιουργίας, που μνημονεύονται στη Γένεσι, αυτός ο επιστήμων έκανε την εξής ερώτησι: «Μήπως δεν βεβαιωνόμεθα πραγματικά ότι για τον Δημιουργό, ‘μια μέρα είναι ίση με χίλια χρόνια και χίλια χρόνια ίσα με μια μέρα;» Πώς μπορούσε ο συγγραφεύς της αφηγήσεως της Γενέσεως να λάβη αυτή την πληροφορία και να την κατανοήση παρά μόνο με θεία έμπνευσι;
Εκτός αυτού, οι συγγραφείς της Βίβλου δείχνουν μια αγνότητα που χαρακτηρίζει τις αφηγήσεις των ως αυθεντικές. Κανείς δεν θα μπορούσε δικαιολογημένα να αποδώση υστεροβουλία σ’ αυτούς. Λάβετε υπ’ όψι τι λέγει η Βίβλος για τα σφάλματα και τα ελαττώματα και μεγάλων ακόμη ανδρών της πίστεως. Λέγει για τον Νώε ότι εμέθυσε· για τον πατριάρχη Ιούδα ότι είχε σχέσεις με μια που νόμιζε ότι ήταν πόρνη του ναού· για τον Μωυσή ότι έχασε την ψυχραιμία του· για τα σφάλματα του Δαβίδ, όπως ήταν η υπόθεσις της μοιχείας του με τη Βηθ-σαβεέ, που κατέληξε επίσης στον θάνατο του συζύγου της· και για τον ανταγωνισμό των αποστόλων του Ιησού. Χωρίς αμφιβολία, η ιστορία της Βίβλου που περιλαμβάνει με τέτοια ειλικρίνεια όχι μόνο τις αρετές αυτών των πιστών ανδρών αλλά και τα μειονεκτήματά τους, φέρνει τη σφραγίδα της εντιμότητος και της αληθείας.
Πόσο σύμφωνη με τη ζωή είναι η ανθρώπινη φύσις όπως απεικονίζεται στην Αγία Γραφή! Πολύ μικρή αλλαγή έχει γίνει στα έξη χιλιάδες χρόνια! Παραδείγματος χάριν, στην αρχή σχεδόν της Θείας Αφηγήσεως ερχόμεθα σε άμεση επαφή με το ανθρώπινο ελάττωμα της ζηλοτυπίας. Ο πρωτότοκος γυιος του Αδάμ και της Εύας φονεύει τον αδελφό του λόγω ζηλοτυπίας. Αργότερα στην ιστορία μια παρόμοια ζηλοτυπία υποκινεί τους ετεροθαλείς αδελφούς του Ιωσήφ ν’ απαλλαγούν απ’ αυτόν. Ο Βασιλεύς Σαούλ εζήλεψε τις επιτυχίες και τη δημοτικότητα του Δαβίδ ως το σημείο να προσπαθήση να τον φονεύση. Η Γραφική αφήγησις λέγει την αλήθεια για την πραγματικότητα της ζωής και σ’ αυτές τις περιπτώσεις και σ’ ένα πλήθος άλλων περιπτώσεων.
Επίσης, θα μπορούσαμε φυσικά ν’ αναμένωμε ότι η Αγία Γραφή, ως θεία αποκάλυψις στο ανθρώπινο γένος, θα είχε την πιο ευρεία κυκλοφορία από κάθε άλλο βιβλίο—και στις πιο πολλές γλώσσες—ώστε να είναι στη διάθεσι του μεγαλυτέρου αριθμού ανθρώπων που ζουν στη γη. Και αυτό διαπιστώνομε ότι συμβαίνει. Στο 1975 και μόνο, διετέθησαν ένα τρίτο του δισεκατομμυρίου αντίτυπα της Αγίας Γραφής ή μέρη αυτής και η Αγία Γραφή είναι τώρα διαθέσιμη στο σύνολό της ή κατά μέρος σε 1.575 γλώσσες και πλέον.
Αλλά ο πιο ισχυρός λόγος για τον οποίο δεχόμεθα τον ισχυρισμό ότι η Βίβλος είναι θεία αποκάλυψις—ο οποίος ισχυρισμός γίνεται κατ’ επανάληψιν—είναι η εκπλήρωσις τόσο πολλών προφητειών της. Κατά γράμμα πολλές δεκάδες λεπτομερειών για τη γέννησι, τη δημόσια δράσι και τον θάνατο του Ιησού Χριστού προελέχθησαν από τους Εβραίους προφήτας. Μεταξύ αυτών είναι ο τόπος της γεννήσεώς του, γεγονότα σχετικά με την εμφάνισί του ως του Μεσσίου και τη δημοσία του σταδιοδρομία επί τριάμισυ χρόνια, το πώς τον υποδέχθηκαν, καθώς και λεπτομέρειες του θανάτου και της αναστάσεώς του. (Γέν. 49:10· Ησ. 53· Δαν. 9:26· Μιχ. 5:2· Ζαχ. 9:9· 11:12· 13:7.) Και ας σημειωθή ότι όπως η πίστις στον Θεό σημαίνει πίστι για τον Λόγο του, τη Βίβλο, έτσι και η πίστις για τη Βίβλο σημαίνει να έχη κανείς πίστι στον Ιησού Χριστό ως τον Σωτήρα της ανθρωπότητος και Βασιλέα της βασιλείας του Θεού.