«Ειρηνεύετε εν Αλλήλοις»
«Έχετε άλας εν εαυτοίς και ειρηνεύετε εν αλλήλοις.»—Μάρκ. 9:50.
1. Γιατί είναι καλό για τα μέλη μιας ομάδος εργασίας να έχουν ειρήνη μεταξύ τους;
ΕΙΝΑΙ πάντοτε καλό για τα μέλη μιας ομάδος εργασίας να έχουν ειρήνη μεταξύ τους. Οι διαφωνίες, οι ανταγωνισμοί και η έλλειψις ενότητος μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο το κοινό έργο που τους έχει ανατεθή. Αν διεξάγεται μεταξύ τους ένας «ψυχρός πόλεμος» χωρίς φονικά όπλα, μπορεί να νικηθούν όλοι τους. Αν έχουν ειρήνη μεταξύ τους θα εξέλθουν όλοι νικητές, κερδισμένοι, και θα είναι ευτυχισμένοι για το καλό έργο που επετέλεσαν.
2. Τι είδους ήταν ο διδάσκαλος που είπε τα λόγια: «Ειρηνεύετε εν αλλήλοις;»
2 Τα μέλη διαφόρων ομάδων και κοινωνιών, τα έγγαμα ζεύγη και οι οικογένειες είναι βέβαιο ότι θα ωφεληθούν αν προσέξουν αυτά τα λόγια: «Ειρηνεύετε εν αλλήλοις.» Ποιος είπε αυτά τα λόγια; Ένας διδάσκαλος του παληού καιρού που οραματίζετο τη μελλοντική παγκόσμια ειρήνη. Δεν περιωρίσθηκε σε καμμιά αίθουσα διδασκαλίας σχολείου ή κολλεγίου. Πήγαινε στο ύπαιθρο, αναμιγνύετο με τον λαό, εδίδασκε τους ανθρώπους και σε ιδιωτικές και σε δημόσιες συγκεντρώσεις. Το βιβλίο στο οποίο βασιζόταν ήταν μια συλλογή ιερών συγγραμμάτων, οι θεόπνευστες Γραφές που ήσαν γραμμένες στην ιθαγενή του γλώσσα, την Εβραϊκή. Οι διδασκαλίες του επιζούν επί δεκαεννέα και πλέον αιώνες έως τώρα και έχουν μεταφρασθή σε χίλιες γλώσσες και πλέον. Τα γεγονότα δείχνουν ότι αυτός ο φημισμένος διδάσκαλος ήταν, όχι ο Βούδδας ούτε ο Κομφούκιος, αλλά ο Ιησούς Χριστός, ο «υιός» του Βασιλέως Δαβίδ και του πατριάρχου Αβραάμ.
3. Ποιοι ήσαν εκείνοι στους οποίους ο Ιησούς είπε να ειρηνεύουν μεταξύ των και γιατί αυτό μας εκπλήσσει;
3 Ποιοι ήσαν εκείνοι στους οποίους είπε ο Ιησούς Χριστός να ειρηνεύουν μεταξύ των; Με έκπληξι διαπιστώνομε ότι ήταν μια ομάς εκλεγμένων ανθρώπων που τον συνώδευαν επί δύο και πλέον χρόνια στο έργο κηρύγματος που έκανε οδοιπορώντας. Είχε ορίσει αυτή την ομάδα των δώδεκα ανδρών ως αποστόλους του. Αυτός ο ορισμός κατεδείκνυε τον σκοπό της εκλογής των, διότι η λέξις «απόστολοι» σημαίνει «απεσταλμένοι.» Αυτοί επρόκειτο να γίνουν διδάσκαλοι όπως εκείνος, ο οποίος είχε υπ’ όψι του να τους αποστείλη και πέρα ακόμη από τα όρια της γενέτειράς των, για να βοηθήσουν ανθρώπους απ’ όλα τα έθνη να γίνουν μαθητές του. Εσκέπτετο να οργανώση μια παγκόσμια εκκλησία μαθητών. Οι απόστολοι επρόκειτο να είναι οι θεμέλιοι λίθοι αυτής της εκκλησίας.
4. Δεν εγνώριζαν ήδη εκείνοι οι απόστολοι τις διδασκαλίες του Ιησού περί ειρήνης; γιατί λοιπόν τώρα τους έδωσε αυτή τη συμβουλή περί ειρήνης;
4 Οι απόστολοι εγνώριζαν καλά τη διδασκαλία του Ιησού σχετικά με το θέμα της ειρήνης. Στη διάρκεια του προηγουμένου έτους είχαν ακούσει την περίφημη επί του Όρους Ομιλία του σε μικρή απόστασι από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας, όπου είχε αναφέρει ωρισμένους μακαρισμούς. Ένας απ’ αυτούς ήταν: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, διότι αυτοί θέλουσιν ονομασθή υιοί Θεού.» (Ματθ. 5:9) Γιατί, όμως, στην παραλιακή πόλι της Καπερναούμ, αισθάνθηκε ο Ιησούς την υποχρέωσι να πη σ’ αυτή την εκλεγμένη ομάδα των μαθητών: «Ειρηνεύετε εν αλλήλοις;» (Μάρκ. 9:50) Γιατί το είπε αυτό στους πιο στενούς συντρόφους του; Κάτι πρέπει να προκάλεσε αυτή τη συμβουλή. Κάτι πρέπει να παρενωχλούσε τις αγαθές σχέσεις που είχαν μεταξύ τους και αυτό ήταν εναντίον των καλυτέρων συμφερόντων της κοινής των υποθέσεως. Για να εννοήσωμε τον λόγο για τον οποίο ο Ιησούς έδωσε έμφασι σ’ αυτά τα λόγια, πρέπει ν’ ανατρέξωμε στην αφήγησι εκείνης της περιστάσεως, όπως είναι γραμμένη στο Ευαγγέλιο του Μάρκου, ένατο κεφάλαιο. Τότε θα μπορέσωμε να κατανοήσωμε γιατί τα λόγια του Ιησού προς τους αποστόλους αποτελούν μια καλή συμβουλή και για μας σήμερα.
5. Τι συνέβη σ’ ένα υψηλό όρος κοντά στην Καισάρεια των Φιλίππων και, κατόπιν, ποια περίπτωσις δαιμονοπληξίας χειρίσθηκε ο Ιησούς;
5 Ο Ιησούς και οι απόστολοί του ευρίσκοντο στα βόρεια, γύρω από την Καισάρεια των Φιλίππων, κοντά στις πηγές του Ιορδάνου Ποταμού που εκβάλλει από εκεί προς τα νότια στη Θάλασσα της Γαλιλαίας. Εκεί πάνω, σ’ ένα ψηλό όρος, που ήταν ίσως το Όρος Αερμών της οροσειράς του Αντι-Λιβάνου, ο Ιησούς είχε μια θαυματουργική μεταμόρφωσι, η οποία αποτελούσε προαναλαμπή της δόξης που επρόκειτο να έχη στη βασιλεία του Θεού στον ωρισμένο καιρό. Μόνο οι απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης παρέστησαν μάρτυρες αυτής της μεταμορφώσεως του Κυρίου των. Όταν κατέβαιναν από το όρος, ο Ιησούς συνήντησε ένα δαιμονισμένο άτομο, το οποίο οι άλλοι εννέα απόστολοι δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν στη διάρκεια της απουσίας του Ιησού. Κατόπιν επικλήσεως του έξαλλου πατέρα του πάσχοντος παιδιού, ο Ιησούς εξέβαλε εκείνο τον ιδιαίτερα πείσμονα δαίμονα. Μ’ αυτό τον τρόπο, η πίστις του πατέρα στον Ιησού ανταμείφθηκε πλούσια και ενισχύθηκε.—Μάρκ. 9:14-29· 2 Πέτρ. 1:16-18.
6. Μετά την άφιξί των στην Καπερναούμ, πώς αντέδρασαν οι απόστολοι στο ερώτημα του Ιησού προς αυτούς;
6 Από εκείνη την περιοχή προς νότον μέσω της Γαλιλαίας έως την πόλι της Καπερναούμ ήταν μια απόστασις περίπου είκοσι πέντε μιλίων (40 χιλιομέτρων). Ο Ιησούς και οι δώδεκα απόστολοί του, ήσυχα και απομονωμένοι, χωρίς συνοδεία πλήθους, διήνυσαν την απόστασι πεζή ως την πόλι που είχε κάνει ο Ιησούς κέντρο του, έτσι ώστε αυτή να ονομασθή η ‘εαυτού πόλις.’ (Ματθ. 9:1) Αυτά που έλαβαν χώρα στην πεζοπορία των προς εκείνη την παραλιακή πόλι, τα μαθαίνομε από την αφήγησι του Ευαγγελίου του Μάρκου, που λέγει: «Και ήλθεν εις Καπερναούμ· και ότε εισήλθεν εις την οικίαν, ηρώτα αυτούς· Τι διελογίζεσθε καθ’ οδόν προς αλλήλους; Οι δε εσιώπων· διότι καθ’ οδόν διελέχθησαν προς αλλήλους τις είναι μεγαλήτερος.»—Μάρκ. 9:33, 34.
7. Γιατί η λογομαχία των περιελάμβανε οπωσδήποτε τα συμφέροντα της Βασιλείας;
7 Προφανώς, καθ’ οδόν, οι απόστολοι περπατούσαν πίσω από τον Αρχηγό τους, τον Ιησού. Εν τούτοις, με κάποιο τρόπο, εκείνος αντιλήφθηκε ότι κάποια λογομαχία ηγέρθη μεταξύ των, με μια ζωηρή εκδήλωσι αυτού του γεγονότος. Εκείνος έκρινε κατάλληλο να φροντίση για την τακτοποίησι αυτής της λογομαχίας μεταξύ των ακολούθων του. Ο τρόπος με τον οποίο εισήγαγε το ζήτημα δείχνει ότι εγνώριζε το θέμα της συζητήσεώς των. Απ’ αυτά που είχε πει σ’ αυτούς ο Ιησούς λίγο πιο πριν, σύμφωνα με τα εδάφια Μάρκος 9:30-32, εγνώριζαν ότι τα πράγματα έφθαναν σ’ αποκορύφωμα για τον Αρχηγό τους. Τον επίστευαν ως τον Μεσσία, τον μελλοντικό Βασιλέα του Ισραήλ. Τον είχαν ακούσει να λέγη πολλές παραβολές σχετικά με τη Βασιλεία· και λίγο πριν από τη μεταμόρφωσί του στο υψηλό όρος, τον άκουσαν να λέγη σ’ όλους αυτούς τους δώδεκα: «Αληθώς σας λέγω ότι είναί τινες των εδώ ισταμένων, οίτινες δεν θέλουσι γευθή θάνατον, εωσού ίδωσι την βασιλείαν του Θεού ελθούσαν μετά δυνάμεως.»—Μάρκ. 9:1.
8. Σχετικά μ’ αυτό, γιατί οι απόστολοι άρχισαν να συγκρίνουν ο καθένας τον εαυτό του με τους άλλους;
8 Παράλληλα με τις ελπίδες τους για μια ταχεία εγκαθίδρυσι της Μεσσιανικής βασιλείας, είχαν λόγους να σκέπτωνται τις σχετικές επίσημες θέσεις τους μαζί με τον Αρχηγό τους σ’ εκείνη τη βασιλεία. Σχετικά μ’ αυτό, η φυσική τάσις ενός ανθρώπου που ασχολείται με την πολιτική θα ήταν να εξυψώνη τον εαυτό του μάλλον παρά τους αντιπάλους του ή τους ανταγωνιστές υποψηφίους. Ομοίως, οι απόστολοι άρχισαν να συγκρίνουν ο καθένας τον εαυτό του με τους άλλους. Συζητούσαν όχι για το ποιος είναι ο πιο κατάλληλος γι’ αυτήν ή για εκείνη τη θέσι, αλλά για το ποιος έχει τα προσόντα για τη μεγαλύτερη θέσι μετά τον ίδιο τον Μεσσία.
9. Γιατί δεν απήντησε κανείς από τους αποστόλους στο ερώτημα του Ιησού;
9 Δεν επρόκειτο για το ποιος εκτιμά περισσότερο τον Μεσσία και επομένως, θέλει να βρίσκεται πιο πολύ κοντά του στη βασιλεία. Το ζήτημα ήταν ποιος ήθελε να είναι ο αμέσως επόμενος μετά απ’ εκείνον. Μεταξύ ατελών ανθρώπων, τι άλλο παρά ιδιοτέλεια θα υπεισήρχετο σε μια τέτοια συζήτησι; Δεν φαίνεται παράδοξο το ότι οι φιλόδοξοι απόστολοι «εσιώπων» όταν ο Ιησούς έθεσε το ερώτημα: «Τι διελογίζεσθε καθ’ οδόν προς αλλήλους;» Αντελήφθησαν ότι η συζήτησίς τους δεν ήταν αξιέπαινη. Αισθάνθηκαν ότι είχαν δείξει ιδιοτέλεια, φιλαυτία, και επιθυμία για αυτοεξύψωσι σ’ αυτό το ζήτημα. Γι’ αυτό και κανείς απ’ αυτούς δεν απήντησε στον Ιησού.
10. Τι απεκάλυψε ο Ιησούς με τον τρόπο που εχειρίσθη το πρόβλημα, και ποιον βασικό κανόνα ανέφερε;
10 Εν τούτοις, ο Ιησούς δεν χρειαζόταν κάποια ομολογία από κανένα τους. Η γεμάτη νόημα σιωπή τους επρόδιδε στενοχώρια από μέρους των. Έδειχνε ότι αισθάνοντο ντροπή. Αλλά ο Ιησούς, ο οποίος μπορούσε να γνωρίζη ως ένα βαθμό ποιες ήσαν οι σκέψεις των ανθρώπων, αντελήφθη ποια ήταν η βάσις της συζητήσεώς τους, το σημείο για το οποίο επρόκειτο. Έδειξε ότι το γνωρίζει αυτό με τον τρόπο που χειρίσθηκε το πρόβλημα. «Και καθήσας εκάλεσε τους δώδεκα και λέγει προς αυτούς· Όστις θέλει να ήναι πρώτος, θέλει είσθαι πάντων έσχατος και πάντων υπηρέτης.» (Μάρκ. 9:35) Μ’ αυτή τη δήλωσι ο Ιησούς απεκάλυψε ποιος θα ήταν ο κανών στο ζήτημα των θέσεων στη βασιλεία του.
11. Από ποια άποψι, λοιπόν, έπρεπε εκείνοι που συνταυτίζονται με τον Ιησού στη βασιλεία του, να διαφέρουν από τους πολιτικούς των βασιλείων αυτού του κόσμου;
11 Η βασιλεία του θα διέφερε από τις βασιλείες αυτού του κόσμου, στις οποίες η ιδιοτελής φιλοδοξία είναι εκείνη που υποκινεί ένα πολιτικό, μαζί με την επιθυμία του να υπηρετήται μάλλον παρά να υπηρετή τους άλλους που είναι σε υπηρεσία. Αυτός ο τρόπος ενεργείας προδίδει ένα αίσθημα αυτοσπουδαιότητος, έλλειψι ταπεινότητας. Ο ίδιος ο Ιησούς δεν έδειξε τέτοια διάθεσι. Οι μαθηταί που επρόκειτο να είναι σύντροφοί του στη βασιλεία του έπρεπε να εκδηλώνουν την ίδια διανοητική στάσι μ’ εκείνον. Γι’ αυτό και ο μετέπειτα απόστολος, ο Παύλος, έγραψε τα εξής για τους μελλοντικούς κληρονόμους της ουρανίας βασιλείας: «Το αυτό δε φρόνημα έστω εν υμίν, το οποίον ήτο και εν τω Χριστώ Ιησού, όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν, αλλ’ εαυτόν εκένωσε λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους, και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος, εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού.»—Φιλιππ. 2:5-8.
12. Πώς εφήρμοσε ο Ιησούς τον βασικό κανόνα που είχε ο ίδιος αναφέρει στους αποστόλους του;
12 Από μέρους του Ιησού, δεν ήταν αυτό κάτι που θα τον έκανε ‘έσχατον πάντων και υπηρέτην πάντων;’ Ποιο καλύτερο παράδειγμα ταπεινότητος θα μπορούσε να υπάρξη από μέρους οποιουδήποτε πλάσματος; Και όμως, με το να λάβη μια τέτοια ταπεινή θέσι και μια διακονία που του εστοίχισε την επίγεια ζωή του, ανταμείφθηκε λαμβάνοντας την πρώτη θέσι σε όλη τη κτήσι. Αυτή η εξύψωσις του Υιού του Θεού τον κατέστησε δεύτερο μετά τον ίδιο τον Δημιουργό. Αυτό ήταν σε αρμονία με το γεγονός ότι ποτέ δεν διανοήθηκε ν’ αρπάξη την ευκαιρία να εξισωθή με τον ουράνιο Πατέρα του, τον Ύψιστο Θεό. Κατ’ αρχήν, ο Ιησούς είχε αρκετή συναίσθησι ώστε να γνωρίζη ότι ένα τέτοιο πράγμα ήταν αδύνατο να γίνη.—Ψαλμ. 148:13.
13. Σύμφωνα με τον βασικό κανόνα που έδωσε ο Ιησούς, ποιος γίνεται το πιο άξιο μέλος σε μια οργάνωσι και πώς;
13 Ο Ιησούς, λοιπόν, δεν εξαίρεσε τον εαυτό του από τον κανόνα που δήλωσε στους αποστόλους του. Προμήθευσε τον εαυτό του ως το τέλειο παράδειγμα το οποίο έπρεπε να μιμηθούν όλοι εκείνοι που θα ενωθούν μ’ αυτόν στην ουράνια βασιλεία. Πραγματικά, και όλοι όσοι θα γίνουν επίγειοι υπήκοοι της βασιλείας του πρέπει να μιμηθούν την ταπεινότητα και την επιθυμία του να υπηρετή άλλους. Ποιος, λοιπόν, έρχεται πρώτος σε μια οργάνωσι ως προς την πραγματική αξία και σπουδαιότητα; Δεν είναι εκείνος που είναι τόσο ταπεινός ώστε να δέχεται όλες τις μορφές υπηρεσίας και να επιζητή να υπηρετή όλους τους άλλους; Αν κανείς επιζητούσε να είναι πρώτος με ιδιοτελείς τρόπους, δεν θα ήθελε να ταπεινωθή και ν’ αποδίδη οποιαδήποτε μορφή υπηρεσίας σε όλους τους άλλους στην οργάνωσι. Για να είναι πρόθυμος να προσφέρη και την πιο ταπεινωτική υπηρεσία σε οποιονδήποτε άλλον, θα έπρεπε να θεωρή τον εαυτό του ως ‘έσχατον πάντων’ μέσα στην οργάνωσι. Αλλ’ αυτό δεν υποβιβάζει την πραγματική του αξία. Επειδή αυτός αποδίδει υπηρεσία σε όλους χωρίς εξαίρεσι, γίνεται το πιο πολύτιμο μέλος αυτής της οργανώσεως.
14. Πώς ένα τέτοιο άτομο που είναι πρόθυμο να υπηρετή άλλους, θα ήταν πραγματικά ‘πρώτο’ από όλους;
14 Έτσι, αν αυτός ο ταπεινός άνθρωπος, που είναι πρόθυμος να υπηρετή τους άλλους, υπεχρεώνετο ν’ απουσιάση, η απουσία του θα γινόταν πολύ αισθητή. Θα εγίνετο αισθητή η έλλειψις της υπηρεσίας του. Αν εμετράτο από την άποψι της υπηρεσίας, θα ήταν πραγματικά «πρώτος» απ’ όλους, έστω κι αν δεν κατετάσσετο σ’ αυτή τη θέσι. Αν θεωρούμεθα έτσι στα όμματα του Θεού, αυτό είναι πολύ μεγαλυτέρας σπουδαιότητος από τον τρόπο που μας θεωρούν οι άνθρωποι στο στάδιο της ζωής.
ΝΑ ΔΕΧΩΜΕΘΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΜΕ ΒΑΣΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
15. Χρησιμοποιώντας ένα μικρό παιδί για παράδειγμα, τι είπε ο Ιησούς σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να δεχώμεθα τους άλλους;
15 Το να είμεθα διακριτικοί στους άλλους, οσοδήποτε κατώτεροι κι αν είναι εξωτερικά, συμβάλλει πολύ στο να συμβιούμε καλά μ’ αυτούς. Ο Ιησούς, για να εντυπώση αυτό το σημείο, προέβη σ’ ένα παράδειγμα. Πώς ακριβώς το έκανε αυτό μας το αφηγείται ο Μάρκος στο κεφάλαιο 9:36, 37, λέγοντας: «Και λαβών παιδίον έστησεν αυτό εν τω μέσω αυτών, και εναγκαλισθείς αυτό είπε προς αυτούς· Όστις δεχθή έν των τοιούτων παιδίων εις το όνομά μου, εμέ δέχεται· και όστις δεχθή εμέ, δεν δέχεται εμέ, αλλά τον αποστείλαντά με.»
16. Πώς ο Ιησούς έδειξε αγάπη στα παιδιά ακόμη και στο σπίτι του στη Ναζαρέτ;
16 Υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις που δείχνουν ότι ο Ιησούς αγαπούσε τα μικρά παιδιά. Ως πρεσβύτερος γυιος της δικής του επιγείου οικογενείας, είχε ασφαλώς πολλά να κάνη για τους μικρότερους ετεροθαλείς αδελφούς του (τον Ιάκωβο, τον Ιωσήφ, τον Σίμωνα και τον Ιούδα) και για τις δύο ή περισσότερες ετεροθαλείς αδελφές του, εκεί στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. (Ματθ. 13:53-56) Δεν τους καταφρονούσε εξ αιτίας των ατελειών και των μειονεκτημάτων τους. Δεν τους έδωσε αιτία να προσκόψουν σ’ αυτόν λόγω παραλείψεως εκ μέρους του να μετάσχη στη συντήρησι της οικογενείας, αλλά εργαζόταν επιμελώς ως επιδέξιος ξυλουργός. (Μάρκ. 6:3) Έμαθε πώς να εκτιμά τις αθώες ιδιότητες των παιδιών και επίσης τις όμοιες με του παιδιού ιδιότητες των ενηλίκων. Με κατάλληλο τρόπο χρησιμοποιούσε παιδιά στα παραδείγματά του.
17. Ποιο ερώτημα εγείρεται για τα όμοια με παιδιά άτομα ως προς το ζήτημα του να είναι κανείς προσιτός;
17 Όταν είμεθα πολύ απορροφημένοι από κάποια εργασία, μπορεί να μη θέλωμε να ενοχλούμεθα από παιδιά. Εκείνοι που θεωρούν τον εαυτό τους σπουδαίο ή αισθάνονται το βάρος και την αξιοπρέπεια της υπεύθυνης θέσεώς τους, μπορεί να νομίζουν ότι στέκονται τόσο ψηλά ώστε δεν καταδέχονται να δώσουν προσοχή σε απλοϊκά παιδιά ή σε ενηλίκους που έχουν ιδιότητες παιδιού. Αλλά τι θα γίνη αν αυτά τα όμοια με παιδιά άτομα είναι Χριστιανοί ή νοήμονα άτομα που θέλουν να γίνουν Χριστιανοί; Εμείς που ήδη είμεθα μαθηταί του Χριστού, θα είμεθα προσιτοί σ’ αυτά τα άτομα και θα δώσωμε προσοχή στις ανάγκες τους;
18. Γιατί εκείνος που θα εδέχετο ένα τέτοιο άτομο, δέχεται επίσης και τον Χριστό;
18 Αν αρνούμεθα να βοηθήσωμε τα όμοια με παιδιά άτομα, θα χάσωμε ένα μεγάλο προνόμιο και μια ευλογία. Αν ώριμοι Χριστιανοί αρνούνται όπως και οι απόστολοι του Ιησού, να δεχθούν ένα νεοβαπτισμένο Χριστιανό που είναι μεταφορικά σαν το μικρό παιδί το οποίο αγκάλιασε ο Ιησούς και το χρησιμοποίησε ως παράδειγμα, τότε δεν δέχονται τον ίδιο τον Ιησού. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι ο Ιησούς είπε ότι εκείνος που δέχεται «έν των τοιούτων παιδίων» δέχεται και τον Ιησού, διότι ενεργεί έτσι «εις το όνομα του Ιησού.» Αυτό σημαίνει ότι ο Ιησούς βλέπει το ζήτημα σαν να εγίνετο ο ίδιος δεκτός ως ο Μεσσίας ή Χριστός. Και το αντίστροφο αυτού θα ήταν επίσης αληθές!
19. Το να δέχεται, κανείς έτσι ένα όμοιο με παιδί άτομο, επηρεάζει τη σχέσι του με ποιον, και γιατί;
19 Όταν εκτελούμε μια ταπεινή εργασία «εις το όνομα [του Χριστού]» ή από σεβασμό στο όνομά του, η εργασία αυτή γίνεται πιο εύκολη και πιο ευχάριστη στην εκτέλεσί της. Η πράξις έχει ένα ευγενές κίνητρο. Επίσης, έχει βαρύτητα στη σχέσι μας, όχι μόνο με τον Ιησού Χριστό, αλλά και με τον ουράνιο Πατέρα του. Αυτό καταδεικνύεται και από τα επόμενα λόγια του Ιησού: «Και όστις δεχθή εμέ [δηλαδή, δεχόμενος «έν των τοιούτων παιδίων»], δεν δέχεται εμέ, αλλά τον αποστείλαντά με.» (Μάρκ. 9:37) Εκείνος που έστειλε τον Ιησού στη γη για να γίνη ο Μεσσίας, ήταν ο ίδιος ο ουράνιος Πατέρας του, ο Ιεχωβά Θεός. Ο Ιησούς Χριστός και ο ουράνιος Πατέρας του δεν πρέπει να χωρίζωνται. Συμβαδίζουν, είναι αχώριστοι, όπως ακριβώς είναι ένα σε σκοπό και σε δραστηριότητα. Εκείνο λοιπόν που κάνει ένας στον Υιόν, ο Ιεχωβά Θεός το δέχεται σαν να είχε γίνει και σ’ αυτόν επίσης. Δείχνει ότι δέχεται την αποδοχή σαν να εγίνετο σ’ αυτόν, με το να ευλογή τον δέκτη.
20. Πώς αυτή η αρχή εφαρμόζεται στις σχέσεις μας με τους συγχριστιανούς μας και ποια ιδιότης είναι ουσιώδης για να έχωμε μέρος στη Βασιλεία;
20 Είναι σπουδαίο να ενθυμούμεθα αυτή την αρχή στις σχέσεις μας με τους συγχριστιανούς μας, και ιδιαίτερα στην περίπτωσι εκείνων που είναι «νήπια» σαν να λέγαμε, ως προς την κατανόησι της Γραφής ή την ιδιότητα του να είναι μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας. Ο απόστολος Πέτρος είπε τα εξής σ’ εκείνους στους οποίους έγραψε την πρώτη θεόπνευστη επιστολή του: «Επιποθήσατε ως νεογέννητα βρέφη το λογικόν [ανήκον εις τον λόγον, ΜΝΚ] άδολον γάλα δια να αυξηθήτε δι’ αυτού, επειδή εγεύθητε ότι αγαθός ο Κύριος.» (1 Πέτρ. 2:2, 3) Μπορούμε να μεταδώσωμε τον ‘λόγον’ σ’ εκείνους που είναι σαν «νεογέννητα βρέφη,» για ν’ αυξηθούν σε σωτηρία και να εμμείνουν σ’ αυτήν ως ώριμοι Χριστιανοί. Συνεπώς, εκείνοι που δείχνουν ότι είναι προσιτοί, πρόθυμοι να δεχθούν «έν των τοιούτων παιδίων εις το όνομα του Χριστού,» δείχνουν ότι αυτοί οι ίδιοι είναι σαν τα μικρά παιδιά. Το ότι είναι σαν τα μικρά παιδιά είναι ουσιώδες για να έχουν μέρος στη Βασιλεία.—Ματθ. 18:2-4· Λουκ. 18:16.
21. Πώς η ταπεινότης και στο φρόνημα και στη διάθεσι και η απουσία αντιζηλίας και συναγωνισμού ωφελεί μια εκκλησία;
21 Ακριβώς όπως και σε μια φυσική ανθρώπινη οικογένεια, όταν τα μέλη μιας εκκλησίας δείχνουν ταπεινότητα και στο φρόνημα και στη στάσι όπως τα μικρά παιδιά, η σχέσις του καθενός προς τον άλλον προσλαμβάνει μια ειρηνική ιδιότητα. Η έλλειψις ιδιοτελούς αντιζηλίας και επίπονου συναγωνισμού επιφέρει μια ατμόσφαιρα ηρεμίας που κατευνάζει τα νεύρα. Αν είμεθα πρόθυμοι και έτοιμοι να υπηρετήσωμε και στα πιο ταπεινά καθήκοντα, όπως ακριβώς μπορούμε να διακονίσωμε και στις ανάγκες και ανέσεις των άλλων, αυτό συντελεί στην εποικοδόμησι και ενίσχυσι ολόκληρης της εκκλησίας και οδηγεί σε θετικά έργα καλωσύνης.
22. Ποιος είναι ένας ισχυρός παράγων για τη διατήρησι ‘ειρήνης εν αλλήλοις’;
22 Συνεπώς, ούτε και οι νεώτεροι, οι πιο οπισθοδρομικοί ή οι πιο καθυστερημένοι σε Βιβλική αλήθεια και Χριστιανική πείρα δεν πρέπει να παραβλέπωνται. Ένα τέτοιο άτομο πρέπει να γίνεται ένθερμα δεκτό στην αγκάλη της εκκλησίας «εις το όνομα [του Χριστού].» Σ’ ένα εκκλησιαστικό περιβάλλον αυτού του είδους επικρατεί το πνεύμα του Κυρίου Ιεχωβά Θεού. Είναι ένας ισχυρός παράγων στην υποβοήθησι των μελών της εκκλησίας να «ειρηνεύουν εν αλλήλοις.» Το αποτέλεσμα είναι αδελφική ενότης.