Πίστις στην Ανάστασι—Υπάρχει Πραγματική Βάσις;
Πίστις στην Ανάστασι—Υπάρχει Πραγματική Βάσις; Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι μπορούν ν’ αναστηθούν, και να ζήσουν ξανά; Αν ναι, γιατί; Αν όχι, γιατί όχι; Αν δεν πιστεύετε στην ανάστασι, μπορεί να λέτε: ‘Ποτέ δεν είδα κάποιον ν’ ανασταίνεται.’ Αλλ’ απλώς επειδή εμείς δεν παρέστημεν ποτέ μάρτυρες ενός τέτοιου γεγονότος, μήπως αυτό σημαίνει ότι ένα τέτοιο γεγονός δεν συνέβη; Ασφαλώς, για να πεισθήτε πρέπει νάχετε αποδείξεις ότι ένα τέτοιο πράγμα συνέβη. (Εβρ. 11:1) Υπάρχουν τέτοιες αποδείξεις;
Ναι, υπάρχουν. Και είναι αποδείξεις του είδους που θα αναμένατε για οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός—αποδείξεις από αυτόπτες μάρτυρες και άλλους, και αποδείξεις από την επίδρασι του γεγονότος αυτού στην ιστορία.
ΜΙΑ ΒΑΣΙΚΗ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΓΕΝΟΣ
Έχομε στην Αγία Γραφή αποδείξεις περιπτώσεων αναστάσεως, και πριν και μετά την εμφάνισι του Ιησού στη γη. (1 Βασ. 17:21, 22· 2 Βασ. 4:32-35· Ιωάν. 11:43· Μάρκ. 5:41, 42) Αλλά η πιο σπουδαία απόδειξις—εκείνη που δίνει ελπίδα για την ανάστασι του ανθρωπίνου γένους γενικά—είναι η ανάστασις του Ιησού Χριστού. Το αν εμείς ατομικά ελπίζωμε να ζήσωμε μετά θάνατον εξαρτάται από την ανάστασι του Χριστού. Ιδιαίτερα λόγω αυτής της διδασκαλίας, οι απόστολοι και οι άλλοι πρώτοι Χριστιανοί υπέστησαν ονειδισμό και παθήματα.—Πράξ. 4:1-3· 17:32· 23:6, 10· 24:18-21.
Ο απόστολος Παύλος, ενώπιον ενός πλήθους λογίων και φιλοσόφων στην πόλι των Αθηνών, είπε:
«[Ο Θεός] προσδιώρισεν ημέραν εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη, δια ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.» Επίσης, ο Παύλος είπε στους Χριστιανούς πιστούς: «Και εάν ανάστασις νεκρών δεν ήναι, ουδ’ ο Χριστός ανέστη· και αν ο Χριστός δεν ανέστη, μάταιον άρα είναι το κήρυγμα ημών, ματαία δε και η πίστις σας.»—Πράξ. 17:31· 1 Κορ. 15:13,14.
ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Θα παρουσιάσωμε και θα εξετάσωμε μερικές από τις αποδείξεις. Κατ’ αρχήν, έχομε τα υπομνήματα εκείνων που είδαν τον Χριστό να θανατώνεται και να θάπτεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εξετελέσθη πράγματι από τους Ρωμαίους κατ’ εντολή των Ιουδαίων ηγετών. Και πριν είχαν γίνει προσπάθειες να τον θανατώσουν. (Λουκ. 4:28, 29· Ιωάν. 5:18· 8:59· 11:53) Οι Ιουδαίοι ηγέται, επιζητώντας τον θάνατό του, έφθασαν μάλιστα να φωνάζουν ενώπιον του Ρωμαίου κυβερνήτου Πιλάτου: «Το αίμα αυτού [του Ιησού] ας ήναι εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών.» (Ματθ. 27:25) Εκφόβιζαν μάλιστα τον Πιλάτο με μια πολιτική απειλή. (Ιωάν. 19:12) Ασφαλώς οι Ιουδαίοι αντιτιθέμενοι, και ιδιαιτέρως οι πιο σκληροί εχθροί του Χριστού, οι αρχιερείς και οι ηγέται, δεν θα συνεργούσαν σ’ ένα ψεύτικο «θάνατο» γι’ αυτόν. Ήθελαν να τον δουν πράγματι νεκρό. Σε οποιαδήποτε περίπτωσι, το ζήτημα δεν ήταν υπό τον έλεγχό τους και ο Ιησούς κατεδικάσθη και εθανατώθη από τους Ρωμαίους. Ο Ρωμαίος Ιστορικός Τάκιτος (πιθανόν 110 μ.Χ.) δήλωσε σχετικά με τους Χριστιανούς: «Το όνομα που έχουν απορρέει από τον Χριστό, τον οποίο ο προκουράτωρ Πόντιος Πιλάτος εξετέλεσε στη διάρκεια της βασιλείας του Τιβερίου.»a Το Ιουδαϊκό Ταλμούδ επίσης καταγράφει το κρέμασμα του Ιησού (σ’ έναν πάσσαλο). Αυτά και άλλα μη Χριστιανικά ιστορικά υπομνήματα υποστηρίζουν το γεγονός ότι ακόμη και οι εχθροί του Ιησού ποτέ δεν αμφισβήτησαν την ιστορικότητα του Ιησού ούτε τον θάνατό του.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Σχετικά με την ανάστασι του Χριστού, υπάρχουν τέσσερις άνδρες οι οποίοι πιστοποίησαν δημοσίως ότι είδαν τον Ιησού μετά την ανάστασί του και ένα από τα υπομνήματά τους μας λέγει ότι ο Ιησούς εθεάθη από 500 και πλέον Χριστιανούς μαθητάς. (Ματθ. 28:16, 17· Ιωάν. 20:19· 21:1, 2· Πράξ. 1:15, 22· 1 Κορ. 15:6-8) Κάποιος, όμως, μπορεί να πη, ‘Ναι, αλλά όλα αυτά είναι Βιβλικές αφηγήσεις, που εγράφησαν από Χριστιανούς. Πώς γνωρίζομε ότι είναι αληθινές;’
Για ν’ απαντήσωμε σ’ αυτή την ερώτησι μπορεί να υποβάλωμε το εξής ερώτημα: Πώς μπορείτε αλλιώς να εξηγήσετε τον ζήλο τόσων πολλών ανθρώπων στη διακήρυξι αυτής της αναστάσεως; Ακόμη και οι εχθροί τους ισχυρίζοντο ότι οι Χριστιανοί είχαν ‘αναστατώσει την Ιερουσαλήμ και την Ιουδαία, ολόκληρη την οικουμένη’ από τη ζηλώδη μαρτυρία τους σχετικά με την ανάστασι του Χριστού. (Πράξ. 5:28· 17:6) Ο διωγμός και άλλοι παράγοντες τους διεσκόρπισαν και η διακήρυξις αυτής της διδασκαλίας απλώθηκε τόσο πολύ ώστε ο ρωμαϊκός κόσμος, από τη Ρώμη μέχρι τη Μεσοποταμία, παρέστη μάρτυς του ζήλου των.
Ως προς την ειλικρίνεια αυτών των πρώτων Χριστιανών, εξετάστε την ακόλουθη δήλωσι του Βιβλικού λογίου Α. Τζ. Μάας:b
«Εν συντομία, λοιπόν, το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού επιβεβαιώνεται από 500 και πλέον αυτόπτες μάρτυρες, των οποίων η εμπειρία, η απλότης και η ευθύτης της ζωής απέκλεισε την εφεύρεσι από μέρους των ενός τέτοιου μύθου, οι οποίοι έζησαν σ’ έναν καιρό που κάθε προσπάθεια να εξαπατήσουν θα μπορούσε εύκολα ν’ ανακαλυφθή, οι οποίοι δεν είχαν στη ζωή τίποτε να κερδίσουν, αλλά μπορούσαν αντιθέτως να τα χάσουν όλα λόγω αυτής της μαρτυρίας των, των οποίων το ηθικό θάρρος, που εξεδηλώνετο στον αποστολικό τρόπο ζωής τους, μπορούσε να εξηγηθή μόνο λόγω της εσωτερικής πεποιθήσεώς των για την αντικειμενική αλήθεια του κηρύγματός των. Και πάλι, το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού επιβεβαιώνεται από την εκφραστική σιωπή της Συναγωγής, η οποία είχε κάνει τα πάντα για να εμποδίση την απάτη, η οποία θα μπορούσε εύκολα να είχε ανακαλύψει την απάτη, εάν υπήρχε, οποία αντετίθετο μόνο στους κοιμώμενους μάρτυρες της μαρτυρίας των Αποστόλων, η οποία δεν τιμώρησε την δήθεν απροσεξία των επισήμων φρουρών και η οποία δεν μπορούσε ν’ απαντήση στη μαρτυρία των αποστόλων, εκτός του ότι τους απείλησε ‘να μη μιλούν πλέον εν τω ονόματι αυτού.’ (Πράξ. 4:17). Τελικά, οι χιλιάδες και τα εκατομμύρια, Ιουδαίων και Εθνικών, οι οποίοι πίστεψαν στη μαρτυρία των Αποστόλων παρά τα μειονεκτήματα που απορρέουν από μια τέτοια πίστι, με λίγα λόγια η προέλευσις της Εκκλησίας, απαιτεί, ως εξήγησι την αληθινότητα της αναστάσεως του Χριστού, διότι η ύπαρξις της Εκκλησίας, χωρίς την ανάστασι, θα ήταν μεγαλύτερο θαύμα από την ίδια την ανάστασι.»
Μ’ ένα παρόμοιο επιχείρημα μπορούμε ν’ αποκλείσωμε την ανειλικρίνεια των κατηγοριών των εχθρών του Ιησού που έλεγαν ότι η ανάστασις ήταν μια πλεκτάνη, ότι το σώμα του εκλάπη, ή ότι ήταν μια ψευδαίσθησις ή μια συνεργία. Είναι σαφές ότι οι μάρτυρες της αναστάσεως ασφαλώς δεν ήσαν άνθρωποι δυνάμεως ή επιρροής, για να δωροδοκήσουν τους φρουρούς που εφύλαγαν τον τάφο. Επίσης, είναι πολύ μικρή η πιθανότης μιας συνεργίας μεταξύ τόσο πολλών, ιδιαίτερα για κάτι το οποίο δεν θα τους απέφερε κανένα προσωπικό όφελος. Η μαρτυρία τους στην ανάστασι δεν θα μπορούσε να υποκινήται από ιδιοτελές ελατήριο. Τους εξέθετε σε δοκιμασίες και θάνατο. Έδιναν αυτή τη μαρτυρία στους τόπους ακριβώς όπου ευρίσκοντο οι πιο σκληροί εχθροί τους, εκεί όπου μπορούσε οπωσδήποτε ν’ ανακαλυφθή μια πλεκτάνη. Και δεν περίμεναν, αλλά εκήρυτταν, όταν η μανία των Ιουδαίων ευρίσκετο στο αποκορύφωμά της. Και τώρα, αν ήταν μια απλή όρασις, αφωρούσε λογικά κάτι το οποίο ανέμεναν. Αλλά η εμφάνισις του Ιησού, μετά την ανάστασί του, ήταν γι’ αυτούς μια μεγάλη έκπληξις στην απελπισία τους και στην απογοήτευσί τους—κάτι απροσδόκητο. Πράγματι, ήταν εκείνο που τους έδωσε το θάρρος να δώσουν αυτή τη μαρτυρία η οποία δεν μπορούσε ν’ αμφισβητηθή, ούτε και κάτω από τον σκληρό διωγμό.
Σ’ αυτό το ζήτημα που έχει τόσο μεγάλη σπουδαιότητα, είναι επωφελές να εξετάσωμε τα δυναμικά επιχειρήματα ενός άλλου εξέχοντος αρχαιολόγου, του Τζωρτζ Ρώλινσον, ο οποίος έγραψε:c
«Οι πρώτοι προσήλυτοι εγνώριζαν ότι ήταν πιθανόν να κληθούν οποιαδήποτε στιγμή και να θανατωθούν για τη θρησκεία τους. Εκήρυτταν και εδίδασκαν με τη μάχαιρα, τον σταυρό, τα ξίφη και τον πάσσαλο ενώπιόν τους. . . . και οποιοσδήποτε πρώτος συγγραφεύς υπεστήριζε τη Χριστιανοσύνη, λόγω αυτής του της υποστηρίξεως, αψηφούσε τη δύναμι του κοινού και εξέθετε τον εαυτό του σε παρόμοια τύχη. Όταν η πίστις είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, οι άνθρωποι δεν πιστεύουν με ελαφρότητα το πρώτο πράγμα που έρχεται στη φαντασία τους· ούτε κατατάσσονται δημόσια στις τάξεις μιας διωκομένης αιρέσεως, εκτός αν έχουν ζυγίσει καλά τους ισχυρισμούς της θρησκείας την οποία ομολογούν, και είναι πεπεισμένοι ότι είναι η αλήθεια. Είναι σαφές ότι οι πρώτοι προσήλυτοι μπορούσαν να βεβαιώσουν την ιστορική ακρίβεια της Χριστιανικής αφηγήσεως με αποδείξεις άλλες εκτός από τη δική τους ομολογία· μπορούσαν να εξετάσουν και να διασταυρώσουν τις μαρτυρίες—να συγκρίνουν τα διαφορετικά υπομνήματά τους—να εξετάσουν πώς έβλεπαν τις δηλώσεις τους οι αντίθετοι—να συμβουλευθούν σύγχρονα έγγραφα των Εθνικών—να εξετάσουν προσεκτικά και πλήρως τις αποδείξεις. Όλ’ αυτά μαζί—και πρέπει να μην ξεχνούμε ότι η απόδειξις είναι επισωρευτική—αποτελούν ένα σώμα αποδείξεων του είδους που σπανίως υπάρχει όσον αφορά άλλα γεγονότα που ανήκουν σε απομακρυσμένους καιρούς· επιβεβαιώνει, πέρα πάσης λογικής αμφιβολίας, την αλήθεια της Χριστιανικής Ιστορίας. Από καμμιά άποψι . . . η ιστορία αυτή δεν έχει μυθικό χαρακτήρα.»
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ
Επί πλέον, υπάρχουν επίσης άλλα σημεία αποδείξεων. Αν η ανάστασις του Χριστού είχε προλεχθή προτού συμβή, δεν θ’ αποτελούσε αυτό το γεγονός εκπληκτική απόδειξι της πραγματικότητος της αναστάσεως; Διότι πώς θα μπορούσε μια τέτοια απόδειξις να κατασκευασθή, ιδιαίτερα όταν περιέγραφε τον θάνατο του Μεσσία στα χέρια του λαού του, που από τον καιρό του Αβραάμ, περίπου 2.000 χρόνια πριν, απέβλεπε σ’ αυτόν; Στις Εβραϊκές Γραφές, τις οποίες οι Ιουδαίοι εφύλατταν επί αιώνες ως το νομικό βιβλίο των και το τεκμηριωμένο υπόμνημα της εθνικής των ιστορίας, βρίσκομε μαρτυρία εκ των προτέρων. Τον όγδοο αιώνα π.Χ., ο προφήτης Ησαΐας περιέγραψε τον θάνατο του Ιησού καθ’ υποκίνησι του λαού του, των Ιουδαίων:
«Καταπεφρονημένος και απερριμμένος υπό των ανθρώπων· . . . . κατεφρονήθη και ως ουδέν ελογίσθημεν αυτόν. . . . Εφέρθη ως αρνίον επί σφαγήν, . . . εσηκώθη από της γης των ζώντων. . . . Και ο τάφος αυτού διωρίσθη μετά των κακούργων· πλην εις τον θάνατον αυτού εστάθη μετά του πλουσίου.»—Ησ. 53:3-9.
Σχετικά με το ότι ο Ιεχωβά θα τον ανέσταινε και πάλι σε ζωή, ο προφήτης είπε: «Αφού όμως δώσης την ψυχήν αυτού προσφοράν περί αμαρτίας, θέλει ιδεί έκγονα, θέλει [αφού αναστηθή] μακρύνει τας ημέρας αυτού, και το θέλημα του Κυρίου θέλει ευοδωθή εν τη χειρί αυτού. . . . ο δίκαιος δούλος μου θέλει δικαιώσει πολλούς . . . διότι αυτός θέλει βαστάσει τας ανομίας αυτών.»—Ησ. 53:10, 11.
Ο προφήτης Δανιήλ, που ήταν μεταγενέστερος του Ησαΐα, προείπε τον θυσιαστικό του θάνατο:
«Και μετά τας εξήκοντα δύο εβδομάδας [στην πραγματικότητα, το 33 μ.Χ.] θέλει εκκοπή ο Χριστός, πλην ουχί δι’ εαυτόν· . . . θέλει παύσει [επειδή θ’ αντικατασταθή από την πραγματική θυσία της ζωής του] η θυσία και η προσφορά [στον ναό των Ιουδαίων].—Δαν. 9:26, 27.
Ο βασιλεύς Δαβίδ προφητικά προείπε μια ανάστασι από τον Σιεόλ, τον τάφο, και ο απόστολος Πέτρος εφαρμόζει την προφητεία αυτή στον Ιησού Χριστό. Πενήντα μέρες μετά την ανάστασι του Χριστού ο Πέτρος μίλησε σε 3.000 Ιουδαίους που ανεγνώρισαν το γεγονός ότι η προφητεία ανεφέρετο στον Ιησού και εδέχθησαν την εξήγησι του Πέτρου. Ο Πέτρος είπε:
«Τον οποίον Ιησούν ο Θεός ανέστησε, λύσας τας ωδίνας του θανάτου, διότι δεν ήτο δυνατόν να κρατήται υπ’ αυτού. Επειδή ο Δαβίδ λέγει περί αυτού· Έβλεπον τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός, διότι είναι εκ δεξιών μου δια να μη σαλευθώ. . . . Έτι δε και η σαρξ μου θέλει αναπαυθή επ’ ελπίδι, διότι δεν θέλεις εγκαταλείψει την ψυχήν μου εν τω άδη ουδέ θέλεις αφήσει τον όσιόν σου να ίδη διαφθοράν . . . Επειδή λοιπόν [ο Δαβίδ] ήτο προφήτης και ήξευρεν ότι μεθ’ όρκου ώμοσε προς αυτόν ο Θεός, ότι εκ του καρπού της οσφύος αυτού θέλει αναστήσει κατά σάρκα τον Χριστόν δια να καθίση αυτόν επί του θρόνου αυτού, προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή αυτού εν τω άδη ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν. Τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, του οποίου πάντες ημείς είμεθα μάρτυρες.»—Πράξ. 2:24-32· παράβαλε με Ψαλμόν 16:10.
Ο απόστολος Παύλος επίσης τόνισε ότι ο τεσσαρακοστός ψαλμός εφαρμόζεται στη θυσία του Ιησού Χριστού. Ο Παύλος απεικονίζει τον Ιησού να λέγη, στον καιρό του βαπτίσματός του: «Ητοίμασας εις εμέ σώμα . . . Ιδού, έρχομαι, . . . δια να κάμω . . . το θέλημά σου.» Ο Παύλος προσθέτει: «Με το οποίον θέλημα είμεθα ηγιασμένοι δια της προσφοράς του σώματος του Ιησού Χριστού άπαξ γενομένης.»—Εβρ. 10:5, 7, 10· Ψαλμ. 40:6-8.
Ασφαλώς υπάρχει μια αξιοσημείωτη συσχέτισις μεταξύ εκείνων των προφητειών που ελέχθησαν πριν από αιώνες και του θανάτου και της αναστάσεως του Ιησού. Θα ήταν αδύνατον να ‘κατασκευασθούν’ όλοι αυτοί οι παράγοντες από τον Ιησού, ή να ‘κατασκευασθή’ η ιστορία από τους αποστόλους του.
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Επί πλέον, το Πάσχα πριν από το βάπτισμά του, ο Ιησούς άρχισε να ομιλή για τον ερχόμενο θάνατό του και την ανάστασί του, μολονότι μόνον αφού παρέστησαν μάρτυρες στα ίδια τα γεγονότα, οι μαθηταί του μπόρεσαν να θυμηθούν και να καταλάβουν αυτό που εννοούσε. Ο απόστολος Ιωάννης καταγράφει μια από τις πρώτες φορές που ο Ιησούς μίλησε γι’ αυτό το σημείο ενώ βρισκόταν μαζί τους, όταν είπε στους Ιουδαίους: «Χαλάσατε τον ναόν τούτον, και δια τριών ημερών θέλω εγείρει αυτόν.» Ο Ιωάννης προσθέτει: «Εκείνος όμως έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού. Ότε λοιπόν ηγέρθη εκ νεκρών, ενεθυμήθησαν οι μαθηταί αυτού ότι τούτο έλεγε προς αυτούς· και επίστευσαν εις την γραφήν και εις τον λόγον, τον οποίον είπεν ο Ιησούς.»—Ιωάν. 2:19, 21, 22· παράβαλε με Ματθαίον 12:40· 16:21-23· Μάρκον 8:31· 10:33, 34.
Επειδή η αλήθεια σχετικά με την ανάστασι περιλαμβάνει τη μοναδική δυνατή ελπίδα για εκείνους που έχουν πεθάνει, και για όλο το ανθρώπινο γένος που αντιμετωπίζει την προοπτική του θανάτου, πρέπει να αποτελή θέμα μεγίστης σπουδαιότητος, όχι μόνο για εκείνους που πιστεύουν στην Χριστιανοσύνη, αλλά για όλους τους ανθρώπους παντού.
Οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπούν τη ζωή και θα ήθελαν να την δουν να παρατείνεται επ’ αόριστον, αν συνωδεύετο από υγεία και ικανοποίησι. Εξετάζουν τις ειδήσεις καθημερινώς, ελπίζοντας ν’ ακούσουν κάποια καλή είδησι για ειρήνη, για πρόοδο στον πόλεμο εναντίον των ασθενειών και για καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Ακούουν τη μαρτυρία ανθρώπων που πιστοποιούν τα καθημερινά γεγονότα και παραδέχονται τα ιστορικά υπομνήματα που έχουν γραφή από ανθρώπους, χρησιμοποιώντας ακόμη και την ιστορία ως βάσι για τα μελλοντικά σχέδιά τους. Πόσο πιο σπουδαίο και λογικό είναι, λοιπόν, να εξετάση κανείς με ανοιχτή διάνοια τις άφθονες αποδείξεις της αναστάσεως του Χριστού, η οποία περιλαμβάνει την ελπίδα και την υπόσχεσι για ζωή μ’ ευτυχία για όλο το ανθρώπινο γένος!
[Υποσημειώσεις]
a Χρονικά (XV, 44)
b Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία (έκδοσις 1913), Τόμος ΧΙΙ, σελ. 790.
c Οι Ιστορικές Αποδείξεις της Αληθείας των Γραφικών Υπομνημάτων, σελ. 225-227.
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Η Ανάστασις του Χριστού επιβεβαιώνεται από 500 και πλέον αυτόπτες μάρτυρες . . . οι οποίοι έζησαν σ’ ένα καιρό που κάθε προσπάθεια να εξαπατήσουν θα μπορούσε εύκολα ν’ ανακαλυφθή.