Ψαλμοί
Εμπιστοσύνη Μπροστά στον Κίνδυνο
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΔΑΒΙΔ αντιμετώπισε μια πολύ δύσκολη κατάστασι. Ο γιος του Αβεσσαλώμ είχε ανακηρυχθή μόνος του βασιλεύς και συνωμοτούσε ν’ αρπάξη το θρόνο. Αυτός ο στασιαστής γιος είχε ένα τόσο μεγάλο πλήθος που τον υπεστήριζε ώστε ο Δαβίδ αναγκάσθηκε να φύγη από την πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Παρ’ όλα αυτά, ο Δαβίδ εξακολουθούσε να θέτη πλήρως την εμπιστοσύνη του στον Ιεχωβά Θεό.
Αυτό καταφαίνεται από τη μελωδία που συνέθεσε ο Δαβίδ όταν έφευγε για να γλυτώση από τον Αβεσσαλώμ. (Ψαλμ. 3, επιγραφή) Ένας αγγελιαφόρος ανέφερε: «Αι καρδίαι των ανδρών Ισραήλ εστράφησαν κατόπιν του Αβεσσαλώμ.» (2 Σαμ. 15:13) Το γεγονός ότι συνέβησαν όλα αυτά είχε σαστίσει τον Δαβίδ. Αναρωτιόταν γιατί είχε συμβή αυτό και πώς ήταν δυνατόν να έχη ο Αβεσσαλώμ τόσο πολλούς υποστηρικτές. Έτσι, στον Ψαλμό 3, ο Δαβίδ αναφωνεί: «Κύριε, πόσον επληθύνθησαν οι εχθροί μου· πολλοί επανίστανται επ’ εμέ.»—Εδ. 1.
Η κατάστασις ήταν τόσο απειλητική ώστε πολλοί Ισραηλίτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ούτε και ο Ύψιστος δεν θα μπορούσε να ελευθερώση τον Δαβίδ, και έτσι ο Δαβίδ θα έπεφτε ενώπιον του Αβεσσαλώμ και των ανδρών του. Ο Δαβίδ, σχολιάζοντας το γεγονός αυτό, είπε: «Πολλοί λέγουσι περί της ψυχής μου, Δεν είναι δι’ αυτόν σωτηρία εν τω Θεώ.» (Ψαλμ. 3:2) Αλλά μήπως αυτό εξασθένησε την εμπιστοσύνη του Δαβίδ; Όχι, διότι συνέχισε: «Αλλά συ, Κύριε, είσαι η ασπίς μου, η δόξα μου και ο υψόνων την κεφαλήν μου. Έκραξα με την φωνήν μου προς τον Κύριον, και εισήκουσέ μου εκ του όρους του αγίου αυτού.»—Ψαλμ. 3:3, 4.
Ο Δαβίδ θεωρούσε τον Ιεχωβά ως Εκείνον ο οποίος μπορούσε να τον περιφρουρήση από συμφορά, προστατεύοντάς τον όπως μια ασπίδα προστατεύει τον πολεμιστή. Ο Δαβίδ, όταν έφευγε από τον Αβεσσαλώμ, περπατούσε με γυμνά τα πόδια, θρηνώντας και με την κεφαλή του καλυμμένη. (2 Σαμ. 15:30) Ασφαλώς η κεφαλή του είχε καμφθή με ταπείνωσι. Ωστόσο, ο Δαβίδ δεν αμφέβαλε ότι ο Ύψιστος θα μετέβαλλε την κατάστασί του σε κατάστασι δόξας και θα ανύψωνε την κεφαλή του, και έτσι θα μπορούσε ο Δαβίδ να κρατά την κεφαλή του υψηλά, ανορθωμένη. Γι’ αυτό και έκραξε στον Ιεχωβά για βοήθεια, βέβαιος ότι ο Ιεχωβά θ’ απαντούσε. Επειδή η κιβωτός της διαθήκης, που συμβόλιζε την παρουσία του Ιεχωβά, είχε επιστρέψει στο Όρος Σιών, ο Δαβίδ κατάλληλα ανέφερε ότι η προσευχή του θα ελάμβανε απάντησι από το άγιο όρος του Θεού.—2 Σαμ. 15:24, 25.
Έτσι, ακόμη και τη νύχτα, όταν ο κίνδυνος από μια ξαφνική επίθεσι ήταν πιο μεγάλος, ο Δαβίδ δεν ήταν τρομαγμένος, δεν φοβόταν να πάη να κοιμηθή. Διαβάζομε τα λόγια του: «Εγώ επλαγίασα και εκοιμήθην· εξηγέρθην· διότι ο Κύριος με υποστηρίζει.» (Ψαλμ. 3:5) Ο Δαβίδ, εκφράζοντας τη σταθερή πεποίθησί του στην ικανότητα του Ιεχωβά να τον σώση, έγραψε: «Δεν θέλω φοβηθή από μυριάδων λαού των αντιπαρατασσομένων κατ’ εμού κύκλω. Ανάστηθι, Κύριε· σώσον με, Θεέ μου· διότι συ επάταξας πάντας τους εχθρούς μου κατά της σιαγόνος· συνέτριψας τους οδόντας των ασεβών. Του Κυρίου είναι η σωτηρία· επί τον λαόν σου είναι η ευλογία σου.»—Ψαλμ. 3:6-8.
Το ότι θα συνετρίβοντο οι οδόντες των εχθρών του Δαβίδ θα έδειχνε ότι είχε συντριβή πια η δύναμίς τους να κάνουν κακό. Ο Ιεχωβά ήταν ο μόνος που μπορούσε να φέρη μια τέτοια απελευθέρωσι. Γι’ αυτό και ο ψαλμωδός ανεγνώρισε ότι «του Κυρίου είναι η σωτηρία.» Έτσι, ο Δαβίδ, καθώς σκεπτόταν τις προσωπικές του δυσκολίες, υποκινήθηκε να εξετάση τον λαό του Θεού σαν σύνολο και προσευχήθηκε να έχουν τη θεία ευλογία.
Όπως ο Δαβίδ, πρέπει κι εμείς να μην φοβούμεθα ανθρώπους. Άσχετα με το τι μπορεί να κάνουν οι ασεβείς, ο Ιεχωβά δεν θα εγκαταλείψη τον λαό του, και δεν θα επιτρέψη να εξαλειφθή από τη γη. Είθε κι εμείς, λοιπόν, να εξακολουθούμε να αποδίδωμε τη σωτηρία στον Ύψιστο.