Αχάν, ένας Άνθρωπος που Διετάραξε Ολόκληρο το Έθνος Του
Ο ΙΕΧΩΒΑ ΘΕΟΣ επιθυμεί πάντοτε να δίνη καλά πράγματα στον λαό του. (Λουκ. 11:13· Ιακ. 1:17) Αλλά μερικές φορές αναγκάζεται να τους εκπαιδεύση με τρόπους που δεν είναι ευχάριστοι, ούτε σ’ αυτόν ούτε σ’ αυτούς. (Εβρ. 12:11) Ο Θεός δεν χαίρεται που το κάνει αυτό, και αν υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος που θα είχε καλύτερη επίδρασι σ’ ένα άτομο ή έθνος, ο Θεός θα χρησιμοποιούσε εκείνο τον τρόπο. (Γεν. 6:6· Ησ. 63:10) Σε κάθε περίπτωσι, όμως, τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι ο Θεός είναι δίκαιος στον τρόπο ενεργείας του.
Μια σχετική περίπτωσις είναι ο τρόπος με τον οποίον παιδαγώγησε το έθνος Ισραήλ σχετικά με τον άνθρωπο Αχάν από τη φυλή του Ιούδα. Ο Αχάν ήταν στον Ισραηλιτικό στρατό που πολεμούσε υπό τις διαταγές του Ιησού του Ναυή για να καταλάβη τη Γη της Επαγγελίας. Η Γη της Επαγγελίας κατείχετο τότε από τους Χαναναίους, τους Αμορραίους και άλλους λαούς που ήσαν εχθροί του Ιεχωβά και της λατρείας του. Αυτά τα έθνη διεξήγαν πολύ διεφθαρμένες, ειδωλολατρικές μορφές λατρείας και είχαν ανήθικες συνήθειες. Ο Θεός είχε διατάξει τον Ισραήλ να τούς εξολοθρεύση από τη γη.—Λευιτ. 18:24, 28.
Ο Θεός είχε εκτελέσει θαύματα βοηθώντας τούς Ισραηλίτες να διασχίσουν την Ερυθρά θάλασσα υπό την ηγεσία του Μωυσή, παρέχοντας στον λαό τροφή και προστατεύοντας τα ρούχα τους έτσι ώστε δεν έλειωσαν στη διάρκεια των 40 ετών της οδοιπορίας τους στην έρημο. Πολέμησε υπέρ αυτών, κατανικώντας τούς εχθρούς τους. (Έξοδ. 14:21-28· Δευτ. 8:3-5· 29:5) Οι ειδήσεις αυτών των πραγμάτων προκάλεσαν ένα πνεύμα αποθαρρύνσεως και φόβου για τον Ιεχωβά σε όλες τις πόλεις της Χαναάν.—Ιησ. Ναυή 2:8-11· 5:1.
Τώρα είχαν διασχίσει τον Ιορδάνη ποταμό και είχαν δοκιμάσει, μια θαυματουργική εκδήλωσι της φροντίδος και κατευθύνσεως του Θεού στη νίκη τους κατά της Ιεριχώ. Εκεί, ο Ιεχωβά, ο Θεός των δυνάμεων, θαυματουργικά έκανε τα τείχη της Ιεριχώ να πέσουν. Ούτε ένας Ισραηλίτης στρατιώτης δεν έχασε τη ζωή του.—Ιησ. Ναυή 6:20, 21.
Όπως είχε διατάξει ο Θεός, η Ιεριχώ, ως τα πρωτοκάρπια της γης Χαναάν, έπρεπε ν’ αφιερωθή ολοκληρωτικά στον Ιεχωβά· κάθε τι που ευρίσκετο σ’ αυτήν έπρεπε να καταστραφή και να καή. Τα αντικείμενα από μέταλλο—χρυσό, άργυρο, χαλκό και σίδηρο—αφού τα περνούσαν πρώτα από φωτιά, έπρεπε να τα φυλάξουν στο θησαυροφυλάκιο της σκηνής του Θεού. (Ιησ. Ναυή 6:17-19, 24) Σύμφωνα με τη διαθήκη που είχε κάνει ο Θεός με τον Ισραήλ, ό,τι ήταν «ανάθεμα,» δηλαδή αφιερωμένο για καταστροφή, ήταν κάτω από απαγόρευσι ή κατάρα. Αν κάποιος έπαιρνε ένα απαγορευμένο αντικείμενο θα περιήρχετο και αυτός κάτω από την κατάρα ή θα γινόταν «ανάθεμα»—θα κατεστρέφετο.—Δευτ. 7:25, 26.
ΗΤΤΑ ΣΤΗ ΓΑΙ
Η Γαι ήταν η επόμενη πόλις που έπρεπε να καταλάβουν τα στρατεύματα του Ισραήλ. Αλλά εδώ ο στρατός υπέστη μια ταπεινωτική ήττα. Η Γραφική αφήγησις λέγει γιατί: «Οι δε υιοί έκαμον παράβασιν εις το ανάθεμα· διότι Αχάν, ο υιός του Χαρμί, υιού του Ζαβδί, υιού του Ζερά, εκ της φυλής Ιούδα, έλαβεν από του αναθέματος· και εξήφθη η οργή του Κυρίου κατά των υιών Ισραήλ.»—Ιησ. Ναυή 7:1.
Η Γαι ήταν μικρότερη από την Ιεριχώ και έτσι οι κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή συνέστησαν: «Ας μη αναβή πας ο λαός, αλλ’ ως δύο ή τρεις χιλιάδες άνδρες ας αναβώσι και ας πατάξωσι την Γαι· μη βάλης πάντα τον λαόν εις κόπον φέρων αυτόν έως εκεί· διότι είναι ολίγοι.»—Ιησ. Ναυή 7:2, 3.
Η Γραφική αφήγησις συνεχίζει: «Και ανέβησαν εκεί εκ του λαού ως τρεις χιλιάδες άνδρες· και έφυγον από προσώπου των ανδρών της Γαι. Και οι άνδρες της Γαι επάταξαν εξ αυτών έως τριάκοντα εξ άνδρας· και κατεδίωξαν αυτούς απ’ έμπροσθεν της πύλης έως Σιβαρείμ [πέτρινα θηράματα], και επάταξαν αυτούς εις το κατωφερές· δια το οποίον αι καρδίαι του λαού διελύθησαν και έγειναν ως ύδωρ.»—Ιησ. Ναυή 7:4, 5.
Τι είχε συμβή; Μήπως ο Ιεχωβά τους είχε εγκαταλείψει; Δεν ήταν ο θάνατος των 36 στρατιωτών εκείνο που κυρίως τους συγκλόνισε, διότι έπρεπε φυσιολογικά να αναμένωνται απώλειες σε κάθε μάχη. Η πραγματική συμφορά ήταν ότι ο Ισραήλ, το στράτευμα του Ιεχωβά, είχε φύγει ηττημένος από τους εχθρούς του.—Ιησ. Ναυή 7:8.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΝΑΥΗ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΙΕΧΩΒΑ
Συνεπώς, ο Ιησούς του Ναυή ήταν πολύ στενοχωρημένος. «Διέρρηξεν. . . . τα ιμάτια αυτού, και έπεσε κατά γης επί πρόσωπον αυτού, έμπροσθεν της κιβωτού του Κυρίου έως εσπέρας, αυτός και οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ, και επέθεσαν χώμα επί τας κεφαλάς αυτών.» (Ιησ. Ναυή 7:6) Αυτοί οι άρχοντες του έθνους ήσαν πολύ λυπημένοι και εφοβούντο ότι, για κάποιον λόγο, ο Ιεχωβά είχε δυσαρεστηθή· δεν θρηνούσαν απλώς, αλλά, κάτι περισσότερο απ’ αυτό, έδειξαν τη μετάνοια τους ενώπιον του Θεού, πιστεύοντας ότι κάποια αμαρτία ήταν εκείνη που είχε κάνει τον Θεό ν’ αποσύρη τη βοήθεια του. Το γεγονός ότι παρέμειναν εκεί μέχρι το βράδυ, απεκάλυπτε το βαθύ τους ενδιαφέρον και τον φόβο τους ότι ο Θεός είχε θυμώσει. Δεν κατηγόρησαν τους κατασκόπους για την πρότασι που έκαναν, ούτε κατηγόρησαν τους στρατιώτες για δειλία, αλλά απέβλεπαν στον Θεό να τους πη την αιτία και να τους δείξη τι θα μπορούσαν να κάνουν για να επανακτήσουν την εύνοιά του.
Ο Ιησούς του Ναυή είπε στον Θεό: «Α! Δέσποτα Κύριε, δια τι διεβίβασας τον λαόν τούτον δια του Ιορδάνου, δια να μας παραδώσης εις τας χείρας των Αμορραίων, ώστε να αφανίσωσιν ημάς; είθε να ευχαριστούμεθα καθήμενοι πέραν του Ιορδάνου. Ω Κύριε, τι να είπω, αφού ο Ισραήλ έστρεψε τα νώτα έμπροσθεν των εχθρών αυτού; και ακούσαντες οι Χαναναίοι και πάντες οι κάτοικοι της γης, θέλουσι περικυκλώσει ημάς και εξαλείψει το όνομα ημών από της γης· και τι θέλεις κάμει περί του ονόματος σου του μεγάλου;»—Ιησ. Ναυή 7:7-9.
Ο Ιησούς του Ναυή δεν μπορεί ορθώς να κατηγορηθή ότι παραπονέθηκε στον Ιεχωβά σ’ αυτή την περίπτωσι. Όπως σχολιάζουν οι Βιβλικοί λόγιοι Κιλ και Ντέλιτζ, ο Ιησούς του Ναυή χρησιμοποιούσε απλώς τη θαρραλέα γλώσσα της πίστεως προσευχόμενος στον Θεό με θέρμη—μιας πίστεως που δεν μπορούσε να εννοήση τις οδούς του Κυρίου—και κάνοντας μια επείγουσα έκκλησι στον Κύριο να διεξάγη το έργο Του με τον ίδιο ένδοξο τρόπο με τον οποίον το είχε αρχίσει. (Παράβαλε με Γένεσιν 18:23-26.) Ο Ιησούς του Ναυή ίσως πίστευε ότι η επιθυμία που είχε ο λαός προτού διασχίση τη Χαναάν, ήταν αναμεμιγμένη με ιδιοτέλεια, και δεν επρόκειτο για μια πλήρως ολοκάρδια επιθυμία να πράξουν το θέλημα του Θεού. Επιθυμούσε να αποκατασταθή η καλή σχέσις του Ισραήλ με τον Θεό, όπως ήταν στην άλλη πλευρά του Ιορδάνου.
Βλέπομε εδώ ότι ο Ιησούς του Ναυή άνοιξε την καρδιά του και τα αισθήματα του χωρίς επιφύλαξι, όπως πρέπει να γίνεται στην προσευχή. (Παράβαλε με Εβραίους 10:19-22.) Κατόπιν, πιστεύοντας ότι αυτό που επρόκειτο να πη ίσως φαινόταν σαν επίρριψι μομφής στον Ιεχωβά—σαν να είχε δήθεν λησμονήσει ο Θεός τη δική Του τιμή, ο Ιησούς του Ναυή ρώτησε τον Θεό πώς θα μπορούσε Εκείνος να υποστηρίξη τώρα το ‘μεγάλο του όνομα’ ενώπιον του κόσμου. Το όνομα του Ιεχωβά ήταν συνδεδεμένο με το έθνος Ισραήλ και, στον Ιησού του Ναυή, το όνειδος που θα μπορούσαν να προξενήσουν αυτές οι ειδήσεις, σχετικά με την ήττα του Ισραήλ, στο όνομα του Ιεχωβά ήταν η πιο θλιβερή άποψις του ζητήματος.—Παράβαλε με τα λόγια του Μωυσή όταν μεσίτευε για τους Ισραηλίτες μετά από μια χονδροειδή αμαρτία τους.—Έξοδ. 32:11-14.
Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ ΤΟΥ
Η απάντησις του Θεού προς τον Ιησού του Ναυή ήταν η εξής: «Σηκώθητι· δια τι έπεσες ούτως επί το πρόσωπον σου;» Ήταν σαν να έλεγε, ‘Αρκετά είσαι εκεί πεσμένος. Πρέπει να καταλάβης ότι δεν συνέβη καμμιά αλλαγή εκ μέρους μου. Είναι καιρός ν’ ανακαλύψετε τι συνέβη, δηλαδή, να βρήτε την αμαρτία του λαού.’ Κατόπιν ο Θεός είπε με σαφήνεια: «Ημάρτησεν ο Ισραήλ, και μάλιστα παρέβησαν την διαθήκην μου, την οποίαν προσέταξα αυτούς· και έτι έλαβον από του αναθέματος και έτι έκλεψαν και έτι εψεύσθησαν και έτι έβαλον αυτό εις τα σκεύη αυτών.»—Ιησ. Ναυή 7:10, 11.
Οι Ισραηλίτες (1) είχαν παραβή τη διαθήκη με το να παρακούσουν στις εντολές του Θεού (Έξοδ. 24:7, 8), (2) είχαν πάρει κάτι απαγορευμένο, (3) είχαν στην πραγματικότητα, κλέψει εκείνο που ανήκε στον Θεό, (4) είχαν αποκρύψει το γεγονός, σαν να μην μπορούσε ο Ιεχωβά να δη (ο Ιησούς του Ναυή προφανώς είχε ρωτήσει όλο τον λαό, μετά την πτώσι της Ιεριχώ, αν είχαν υπακούσει με το να καταστρέψουν όλα τα αντικείμενα αλλά, αν ο Ιησούς του Ναυή το έκανε αυτό, τότε ο Αχάν έκρυψε το σφάλμα του), (5) και είχαν βάλει το απαγορευμένο αντικείμενο μεταξύ των δικών τους πραγμάτων, σαν ν’ ανήκε σ’ αυτούς, και έτσι έγιναν βδέλυγμα όπως και το πράγμα που είχαν πάρει.—Ιησ. Ναυή 6:18, 19.
Επειδή ο ένοχος ή οι ένοχοι δεν προσήλθαν να ομολογήσουν την αμαρτία τους, έπρεπε να εκτεθούν. Ακόμη και τότε, ο Ιεχωβά έδωσε οδηγίες στον Ιησού του Ναυή για ν’ αποκαλύψη τον παραβάτη μ’ ένα προοδευτικό τρόπο, δίνοντας στο άτομο αυτό την ευκαιρία να μειώση την ενοχή του σε κάποιο βαθμό με μια εκούσια ομολογία. Ο Θεός ασφαλώς θα μπορούσε να κατονομάση αμέσως τον παραβάτη. Αλλά είπε στον Ιησού του Ναυή να καλέση τον λαό κατά φυλές, κατά οικογένειες, κατά οικίες και κατά άτομα. Αυτό εγίνετο με κλήρο, όπως είπε ο Ιεχωβά.—Ιησ. Ναυή 7:14· Παρ. 16:33.
Κάποιος μπορεί να ρωτήση, Γιατί ο Θεός θύμωσε με το έθνος αφού ένας μόνο άνθρωπος αμάρτησε; Οι Βιβλικοί λόγιοι συμφωνούν ότι επρόκειτο για μια κοινοτική αμαρτία ενώπιον του Θεού. Οι Ισραηλίτες ως έθνος είχαν το όνομα του Θεού επάνω τους. Ό,τι έκαναν, αντιπροσώπευε τον Θεό τους και τις οδούς του, ενώπιον των άλλων εθνών. Μια πράξις απληστίας, κλοπής και ψεύδους εκ μέρους ενός ατόμου, αντανακλούσε στη φήμη ολοκλήρου του έθνους και συνεπώς και στο όνομα του Θεού τον οποίον υπηρετούσαν.—Δευτ. 21:1-9.
Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΕΝΟΣ ΜΕΛΟΥΣ ΘΕΤΕΙ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΣΩΜΑ
Επί πλέον, μια τέτοια αμαρτία, αν αφήνετο χωρίς διόρθωσι, θα εμόλυνε ολόκληρο το σύνολο των ανθρώπων. Το έθνος θα χειροτέρευε στη διεξαγωγή μαχών, όχι για να υποστηρίξη το όνομα του Θεού και την αληθινή λατρεία, αλλά για απλή ιδιοτελή νίκη. Ο απόστολος Παύλος έδειξε ότι η ανοχή ή συγχώρησις σοβαρής αμαρτίας είναι δόλια και επικίνδυνη, όταν έγραψε στη Χριστιανική εκκλησία της Ιερουσαλήμ να προσέχη «μήπως ρίζα τις πικρίας αναφύουσα φέρη ενόχλησιν και δια ταύτης μιανθώσι πολλοί, μήπως ήναι τις πόρνος ή βέβηλος καθώς ο Ησαύ, όστις δια μίαν βρώσιν επώλησε τα πρωτοτόκια αυτού.»—Εβρ. 12:15, 16· παράβαλε με 1 Κορινθίους 5:6, 7, 13.
Όταν ο κλήρος υπέδειξε άμεσα τον Αχάν, ο Ιησούς του Ναυή ήταν ευγενικός, μολονότι εγνώριζε ότι ο Αχάν ήταν ένοχος. Είπε στον Αχάν: «Τέκνον μου, δος τώρα δόξαν εις Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ, και εξομολογήθητι εις αυτόν, και ειπέ μοι τώρα τι έπραξας· μη κρύψης αυτό απ’ εμού.» (Ιησ. Ναυή 7:19) Ο Αχάν τότε ‘έδωσε δόξαν εις τον Θεόν’ κατά το ότι ωμολόγησε ότι ο κλήρος του Ιεχωβά δικαίως είχε πέσει σ’ αυτόν και ότι ο Θεός δικαιολογημένα είχε θυμώσει εναντίον του. Ο Αχάν είχε ‘πράξει ανομίαν εν τω Ισραήλ,’ μια παράβασι που έφερε μεγάλο όνειδος στον Θεό επειδή κατήσχυσε τον Ισραήλ ο οποίος τότε αντιπροσώπευε τον Θεό στη γη.—Ιησ. Ναυή 7: 15.
Ο ΕΝΟΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΟΣ
Κατόπιν, ο Ιησούς του Ναυή, για να δείξη ενώπιον όλου του Ισραήλ την αιτία της καταστροφής τους στη Γαι, και ν’ αποδείξη ότι ο Αχάν ήταν ένοχος, είπε να φέρουν τα κλεμμένα αντικείμενα από τη σκηνή του Αχάν και να τα τοποθετήσουν μπροστά στον λαό. (Ιησ. Ναυή 7:22, 23) Σύμφωνα με την εντολή του Θεού ο Αχάν έπρεπε να θανατωθή. Η οικογένεια του, η σκηνή και τα αποκτήματα του έπρεπε επίσης να καούν, έτσι ώστε αυτό το μολυσμένο, σαν ζύμη, στοιχείο να εξολοθρευθή από τον Ισραήλ, επειδή ακόμη και η μνεία του ονόματος του Αχάν θα ήταν αποκρουστική. Αφού ο Αχάν λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου, και κατόπιν εκάη, η αφήγησις λέγει ότι ένας μεγάλος σωρός λίθων τοποθετήθηκε πάνω από τη στάκτη του και το μέρος ωνομάσθηκε Αχώρ (εξοστρακισμός, αναταραχή) για να υπενθυμίζη τη συμφορά που αυτό το άτομο είχε φέρει στον Ισραήλ.—Ιησ. Ναυή 7:24-26.
Μερικά άτομα μπορεί να πιστεύουν ότι η εκτέλεσις της οικογενείας του Αχάν και η καταστροφή της περιουσίας του ήταν άδικη. Αλλά εξετάστε το όνειδος και την αναταραχή που επέφερε αυτή η άπληστη επιθυμία του Αχάν. Όχι μόνον αυτό, αλλά εχάθησαν επίσης και 36 άνδρες. Επί πλέον, η οικογένεια του Αχάν δεν μπορεί ν’ αγνοούσε το γεγονός ότι τα καταραμένα, κλεμμένα πράγματα ευρίσκοντο στη γη κάτω από τη σκηνή του Αχάν.—Ιησ. Ναυή 7:21.
Το ότι ο Ιησούς του Ναυή ενήργησε ορθώς, καταφαίνεται από τη μετέπειτα ενέργεια του Ιεχωβά, την ήττα δηλαδή της Γαι. Η κρίσις του Ιεχωβά απεδείχθη ευλογία και προστασία για τον Ισραήλ καθώς προχωρούσαν στην εξαετή μάχη τους για να καταλάβουν τη γη, νικώντας τον ένα βασιλιά κατόπιν του άλλου. Δεν αναφέρεται πουθενά ότι κάποιος άλλος επανέλαβε μια πράξι όμοια με την πράξι του Αχάν. Πολύ αργότερα, στον καιρό των κριτών, όταν εμφανίσθηκε σοβαρή αμαρτία, το έθνος έδειξε μεγάλο ζήλο στον καθαρισμό του, ενώπιον του Θεού με το να εξολοθρεύση την κακία, ακόμη και αν στοίχισε πολλές ζωές.—Κριτ. κεφ. 20