Ιώβ—Ένα Πρότυπο Ευσεβούς Διαγωγής
‘ΑΥΤΟΣ ο άνθρωπος έχει την υπομονή του Ιώβ,’ Συνηθίζεται πολύ ν’ ακούμε αυτή την έκφρασι ακόμη και σήμερα. Η Βιβλική αφήγησις σχετικά με τον Ιώβ είναι γνωστή σ’ όλο τον κόσμο, και εύλογα μάλιστα. Ο Θεός είπε τα εξής για τον Ιώβ: «Δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού.» (Ιώβ 1:8· 2:3) Ο τρόπος που η Αγία Γραφή περιγράφει τον Ιώβ, παρέχει ένα πρότυπο ευσεβούς διαγωγής που αξίζει να μιμηθούμε.
Ο Ιώβ έζησε στην Ουζ, προφανώς μια περιοχή στη νότιο Αραβία. Πολυάριθμα εδάφια στο βιβλίο του Ιώβ δείχνουν ότι έζησε στη διάρκεια των πατριαρχικών χρόνων, ίσως στον καιρό που ο Ισραήλ ήταν υποδουλωμένος στην Αίγυπτο. Σχετικά με την κατάστασι του Ιώβ στη ζωή, διαβάζομε: «Εγεννήθησαν εις αυτόν επτά υιοί και τρεις θυγατέρες. Και ήσαν τα κτήνη αυτού επτακισχίλια πρόβατα και τρισχίλιαι κάμηλοι και πεντακόσια ζεύγη βοών και πεντακόσιαι όνοι και πλήθος πολύ υπηρετών· και ήτο ο άνθρωπος εκείνος ο μεγαλήτερος πάντων των κατοίκων της Ανατολής.»—Ιώβ 1:1-3.
Εκτός από την άμεμπτη και ευθεία διαγωγή του Ιώβ, υπήρχε σ’ αυτόν αγνότης σκέψεων, ελατηρίων και επιθυμιών. «Έκαμον συνθήκην μετά των οφθαλμών μου,» είπε ο Ιώβ. «Και πώς να έχω τον στοχασμόν μου επί παρθένον;» (Ιώβ 31:1) Επειδή ο πατριάρχης αγαπούσε βαθιά τη σύζυγό του, ήταν αδιανόητο γι’ αυτόν να ‘παραμονεύση εις την θύραν του πλησίον του’ για να διαπράξη μοιχεία με τη σύζυγο του ανθρώπου αυτού. (Ιώβ 31:9-12) Ο Ιώβ, μολονότι ήταν υπερβολικά πλούσιος, δεν είχε θέσει την εμπιστοσύνη του στα πλούτη. (Ιώβ 31:24, 25) Η πιστότης προς τον Θεό δεν άφηνε χώρο στην καρδιά του για την ειδωλολατρική λατρεία του ηλίου, της σελήνης και των άλλων ουρανίων σωμάτων, που ήταν κοινή εκείνες τις ημέρες»—Ιώβ 31:26-28.
«ΗΛΕΥΘΕΡΟΥΝ ΤΟΝ ΠΤΩΧΟΝ»
Ως ένας από τους πρεσβυτέρους που καθόταν στην πύλη της πόλεως για να φροντίζη για τις υποθέσεις των πολιτών, ο Ιώβ ήταν υπεράνω μομφής. Αναφέρει τα εξής:
«Ηλευθέρουν τον πτωχόν βοώντα και τον ορφανόν τον μη έχοντα βοηθόν. Η ευλογία του απολλυμένου ήρχετο επ’ εμέ· και την καρδίαν της χήρας εύφραινον. Ήμην οφθαλμός εις τον τυφλόν και πους εις τον χωλόν εγώ. Ήμην πατήρ εις τους πτωχούς, και την δίκην την οποίαν δεν εγνώριζον εξιχνίαζον. Και συνέτριβον τους κυνόδοντας του αδίκου και απέσπων το θήραμα από των οδόντων αυτού.»—Ιώβ 29:12, 13, 15-17.
Έτσι, ο Ιώβ επέδειξε όμοια καλωσύνη στις προσωπικές σχέσεις του με τους ανθρώπους. Οι υπηρέτες του σπιτιού του ετύγχανον ανθρωπίνης μεταχειρίσεως. (Ιώβ 31:13-15) Οι πτωχοί, οι χήρες, τα ορφανά κι εκείνοι που είχαν απελπιστική ανάγκη των αναγκαίων πραγμάτων της ζωής, εύρισκαν στον Ιώβ ένα ισχυρό μέσον υποστηρίξεως. (Ιώβ 31:16-21) Ο Ιώβ δεν εκδικείτο ούτε ευχόταν να πάθουν κακό εκείνοι που του εφέροντο με εχθρότητα.—Ιώβ 31:29, 30.
Εν τούτοις, ο Ιώβ φημίζεται ιδιαίτερα για μια άλλη ευσεβή ιδιότητα. Ο Βιβλικός συγγραφεύς Ιάκωβος δείχνει ποια είναι αυτή, λέγοντας: «Μακαρίζομεν τους υπομένοντας· ηκούσατε την υπομονήν του Ιώβ.» (Ιακ. 5:11) Πώς απεδείχθη ο Ιώβ πρότυπο ευσεβούς υπομονής;
ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΣΥΜΦΟΡΑ
Χωρίς προειδοποίηση ο Ιώβ υπέστη συμφορά. Η συμφορά αυτή ερχόταν κατά κύματα. Ο πατριάρχης δεν μπορούσε ν’ ανανήψη από τη μια συμφορά και ερχόταν κάποια άλλη. Διαδοχικά, έχασε τα βόδια του, τις όνους του, τα πρόβατά του και τις καμήλες του από τους Σαβαίους, από κεραυνούς και από τους Χαλδαίους. (Ιώβ 1:13-17) Κατόπιν, έφθασε η είδησις ότι όλοι οι γιοι του και οι θυγατέρες του φονεύθηκαν.—Ιώβ 1:18, 19.
Πώς θα αισθανόσασταν σεις αν σας έπλητταν παρόμοιες συμφορές, η μια κατόπιν της άλλης; Η αντίδρασις του Ιώβ είναι πράγματι αξιέπαινη. Αντί να πικραθή προς τον Θεό, ανεφώνησε: «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου και γυμνός θέλω επιστρέψει εκεί· ο Κύριος έδωκε και ο Κύριος αφήρεσεν· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον»—Ιώβ 1:21.
Αλλά ο Ιώβ επρόκειτο ν’ αντιμετωπίση και άλλες δυσκολίες. Κατόπιν, επατάχθη «με έλκος κακόν από του ίχνους των ποδών αυτού έως της κορυφής αυτού. Και έλαβεν εις εαυτόν όστρακον, δια να ξύηται με αυτό· και εκάθητο εν μέσω της σποδού.» (Ιώβ 2:7, 8) Αυτή η υπερβολική θέσις συντριβής ωφείλετο σε υπερβολικά παθήματα και στενοχώρια. Ο Ιώβ, τονίζοντας την αηδή φύσι της ασθενείας του, ανεφώνησε: «Όταν πλαγιάζω, λέγω, Πότε θέλω εγερθή, και θέλει περάσει η νυξ; Και είμαι πλήρης ανησυχίας έως της αυγής. Η σαρξ μου είναι περιενδεδυμένη σκώληκας και βώλους χώματος· το δέρμα μου διασχίζεται και ρέει.»—Ιώβ 7:4, 5.
«ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΜΟΝΟΝ ΘΕΛΟΜΕΝ ΔΕΧΘΗ ΕΚ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;»
Εκείνοι που θαύμαζαν πριν τον Ιώβ, άρχισαν ν’ απομακρύνωνται απ’ αυτόν, απορρίπτοντάς τον πλήρως. «Οι κατοικούντες εν τω οίκω μου και αι θεράπαιναί μου με στοχάζονται ως ξένον· ξένος κατεστάθην εις τους οφθαλμούς αυτών.» (Ιώβ 19:15) Σχετικά με τη σύζυγό του και τους αδελφούς του, ο Ιώβ δήλωσε: «Η πνοή μου έγεινε ξένη εις την γυναίκα μου, και αι παρακλήσεις μου εις τα τέκνα της κοιλίας μου (εις τα τέκνα της κοιλίας της μητρός μου, ΜΝΚ).»—Ιώβ 19:17.
Ακόμη και οι εγκληματίες και οι απόβλητοι βλασφημούσαν τον Ιώβ. Ο Ιώβ, τονίζοντας την οξεία αντίθεσι με την προηγούμενη κατάστασι ευημερίας του, δήλωσε: «Εκαθήμην πρώτος, και κατεσκήνουν ως βασιλεύς εν τω στρατεύματι, ως ο παρηγορών τους τεθλιμμένους. Αλλά τώρα οι νεώτεροί μου την ηλικίαν με περιγελώσι, των οποίων τους πατέρας δεν ήθελον καταδεχθή να βάλω μετά των κυνών του ποιμνίου μου. Και τώρα εγώ είμαι το τραγώδιον αυτών, είμαι και η παροιμία αυτών. Με βδελύττονται, απομακρύνονται απ’ εμού, και δεν συστέλλονται να πτύωσιν εις το πρόσωπόν μου.»—Ιώβ 29:25-30:9, 10.
Τα παθήματα του Ιώβ έγιναν τόσο σκληρά ώστε ζήτησε τον θάνατο σαν λύτρωσι από τα παθήματα. «Είθε να με έκρυπτες εν τω τάφω [σιεόλ],» ανέκραξε, «να με εσκέπαζες εωσού παρέλθη η οργή σου, να προσδιώριζες εις εμέ προθεσμίαν, και τότε να με ενθυμηθής!»—Ιώβ 14:13.
Ακόμη και η σύζυγος του Ιώβ έφθασε στο σημείο να του πη: «Βλασφήμησον τον Θεόν και απόθανε.» (Ιώβ 2:9) Ο Ιώβ, ακόμη και σ’ αυτή την υπερβολικά οδυνηρή και αγωνιώδη κατάστασι, αρνήθηκε ν’ ακολουθήση αυτό που ίσως φαινόταν ως ο ‘εύκολος δρόμος,’ Αντιθέτως, απάντησε στη σύζυγό του: «Ελάλησας ως λαλεί μία εκ των αφρόνων γυναικών· τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;»—Ιώβ 2:10.
Σύμφωνα με τη Γραφική αφήγησι, όλες εκείνες τις συμφορές τις επέφερε στον Ιώβ ο Σατανάς ο Διάβολος, με την άδεια του Θεού. Ο Σατανάς ισχυρίσθηκε ότι η ευλάβεια του Ιώβ προς τον Θεό υπεκινείτο μόνο από αγάπη για την υλική ευημερία. Ο Διάβολος ισχυρίσθηκε ότι αν ο Θεός ‘εξέτεινε την χείρά του’ εναντίον του Ιώβ, κάνοντας τα πράγματα δυσάρεστα γι’ αυτόν, εκείνος θα ‘βλασφημούσε τον Θεόν κατά πρόσωπον.’ (Ιώβ 1:11· 2:4, 5) Αλλά ο Διάβολος απεδείχθη ψεύστης στον ισχυρισμό του αυτόν.
ΥΠΟΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ‘ΑΘΛΙΟΥΣ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΑΣ’
Η δοκιμασία της υπομονής τον Ιώβ επρόκειτο να γίνη ακόμη μεγαλύτερη. Τον επισκέφθηκαν τρεις παρηγορητές, ο Ελιφάς ο Θαιμανίτης, ο Βιλδάδ ο Σαυχίτης και ο Σωφάρ ο Νααμαθίτης. Ήλθαν δήθεν «δια να συλλυπηθώσιν αυτόν [τον Ιώβ] και να παρηγορήσωσιν αυτόν.» (Ιώβ 2:11) Αλλά η επίσκεψις απεδείχθη κάθε άλλο παρά παρηγορητική. Οι παρηγορητές επέμεναν ότι η ασθένεια του Ιώβ ήταν τιμωρία από μέρους του Θεού για σοβαρές αμαρτίες του. (Ιώβ 4:7-9· 8:11-19· 20:4-29· 22:7-11) Κατά τη γνώμη του Ελιφάς, του Βιλδάδ και του Σωφάρ, οι συνθήκες ενός ατόμου, είτε είναι συνθήκες ευημερίας είτε δυστυχίας, δείχνουν την ηθική αξία του ατόμου. Ήσαν πεπεισμένοι ότι η ασθένεια του Ιώβ ήταν ένδειξις του γεγονότος ότι είχε αισχρή διαγωγή και επέμεναν λέγοντάς του να μετανοήση.
Ο Ιώβ δεν βρήκε έδαφος στις ψευδείς κατηγορίες τους. «Πολλά τοιαύτα ήκουσα,» ανεφώνησε. «Άθλιοι παρηγορηταί είσθε πάντες. . . . Εάν η ψυχή σας ήτο εις τον τόπον της ψυχής μου, ηδυνάμην να επισωρεύσω λόγους εναντίον σας, και να κινήσω εναντίον σας την κεφαλήν μου. Ήθελον σας ενισχύσει με το στόμα μου.»—Ιώβ 16:2, 4, 5.
Ο πιστός πατριάρχης καθαρά απέρριψε την άποψι ότι τα δίκαια άτομα πάντοτε ζουν με ευημερία και άνεσι ενώ οι ασεβείς, κατά συνέπεια, υφίστανται στερήσεις και ασθένειες. Ρώτησε: «Δια τι οι ασεβείς ζώσι, γηράσκουσι, μάλιστα ακμάζουσιν εις πλούτη; Το σπέρμα αυτών στερεούται έμπροσθεν αυτών μετ’ αυτών, και τα έκγονα αυτών έμπροσθεν των οφθαλμών αυτών. Αι οικίαι αυτών είναι ασφαλείς από φόβου· και ράβδος Θεού δεν είναι επ’ αυτούς. Η βους αυτών [των ασεβών] συλλαμβάνει και δεν αποτυγχάνει· η δάμαλις αυτών τίκτει και δεν αποβάλλει.»—Ιώβ 21:7-10· βλέπε, επίσης, εδάφια 29-31 και Ψαλμόν 73:1-14.
Επειδή ο πατριάρχης δεν εγνώριζε τον ισχυρισμό του Διαβόλου, ότι δηλαδή ο Ιώβ θα βλασφημούσε τον Θεό αν επήρχετο σ’ αυτόν συμφορά, παραξενεύθηκε από την ξαφνική αλλαγή των περιστάσεων. Έτσι, κατά καιρούς ο Ιώβ έδειξε, επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον για τη διεκδίκησι της ακεραιότητός του. Παραδείγματος χάριν, στη θέρμη των αισθημάτων του, ο Ιώβ ανέκραξε:
«Η ψυχή μου εβαρύνθη την ζωήν μου· θέλω παραδοθή εις το παράπονόν μου· θέλω λαλήσει εν τη πικρία της ψυχής μου. Θέλω ειπεί προς τον Θεόν, Μη με καταδικάσης· δείξον μοι δια τι με δικάζεις. Είναι καλόν εις σε να καταθλίβης, να καταφρονής το έργον των χειρών σου και να ευοδόνης την βουλήν των ασεβών;» (Ιώβ 10:1-3) «Μάθετε τώρα ότι ο Θεός με κατέστρεψε, και με περιεκύκλωσε με το δίκτυον αυτού. Ιδού, φωνάζω, Αδικία· αλλά δεν εισακούομαι· επικαλούμαι, αλλ’ ουδεμία κρίσις. Έφραξε την οδόν μου, και δεν δύναμαι να περάσω, και έθεσε σκότος εις τας τρίβους μου.»—Ιώβ 19:6-8.
Αυτές οι εκφράσεις, όμως, δεν εσήμαιναν ότι ο Ιώβ είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στη δικαιοσύνη της πολιτείας του Θεού με το ανθρώπινο γένος. Αντιθέτως, σταθερά πίστευε ότι, μολονότι για λίγο οι ασεβείς συχνά ευημερούσαν ενώ οι δίκαιοι υπέφεραν, τελικά ο Θεός θα διώρθωνε την κατάστασι αυτή. Όσο για την ‘μερίδα του ασεβούς ανθρώπου παρά Θεού,’ ο Ιώβ δήλωσε: «Εάν οι υιοί αυτού πολλαπλασιασθώσιν, είναι δια την ρομφαίαν· και οι έκγονοι αυτού δεν θέλουσι χορτασθή άρτον. Οι εναπολειφθέντες αυτού θέλουσι ταφή εν θανάτω· και αι χήραι αυτού δεν θέλουσι κλαύσει. Και αν επισωρεύση αργύριον ως το χώμα και ετοιμάση ιμάτια ως τον πηλόν· δύναται μεν να ετοιμάση, πλην ο δίκαιος θέλει ενδυθή αυτά· και ο αθώος θέλει διαμοιρασθή το αργύριον.»—Ιώβ 27:13-17.
Ο Ιώβ ποτέ δεν συμφώνησε με τα επιχειρήματα των παρηγορητών του, ότι δηλαδή τα παθήματα είναι βέβαιη ένδειξις της αποδοκιμασίας του Θεού. Ούτε συμφώνησε με τον ισχυρισμό του Ελιφάς, ότι ο Θεός δεν έχει εμπιστοσύνη στους δούλους του, ούτε στους αγγέλους ούτε στους ανθρώπους, (Ιώβ 4:18, 19) Αντιθέτως, ο Ιώβ επέμενε ότι ο Θεός τον γνώριζε ως άνθρωπο ακεραιότητος και θα ενεργούσε προς όφελός του, απελευθερώνοντάς τον από τις άσχημες συνθήκες, στις οποίες είχε περιέλθει.—Ιώβ 16:18, 19· 19:23-27.
ΔΕΧΕΤΑΙ ΔΙΟΡΘΩΣΙ
Ήταν γεγονός, όμως, ότι ο Ιώβ ενδιαφερόταν υπερβολικά ν’ αποκατασταθή η δικαιοσύνη του. Η Γραφική αφήγησις αναφέρει ότι «εξήφθη ο θυμός του Ελιού, υιού του Βαραχιήλ του Βουζίτου, εκ της συγγενείας του Αράμ· κατά του Ιώβ εξήφθη ο θυμός αυτού, διότι εδικαίονεν εαυτόν μάλλον παρά τον Θεόν.» (Ιώβ 32:2) Ο Ελιού επέπληξε τον Ιώβ, εκθέτοντας έτσι την άποψί του ότι «Ο Θεός δεν θέλει πράξει ασεβώς, ουδέ θέλει διαστρέψει ο Παντοδύναμος την κρίσιν.» (Ιώβ 34:12) Μετά τον Ελιού, ο ίδιος ο Ιεχωβά «απεκρίθη . . . προς τον Ιώβ εκ του ανεμοστροβίλου.» (Ιώβ 38:1) Και ο Ελιού και, πάνω απ’ όλα, ο Ιεχωβά, τόνισαν ότι η απόδειξις του δημιουργικού έργου του Θεού και ο έλεγχος όλης της δημιουργίας από τον Θεό ξεπερνά κατά πολύ την ανθρώπινη κατανόησι.
Ο Ιώβ, κατασυγκινημένος απ’ αυτό, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε μιλήσει χωρίς να κατανοή πλήρως την πολιτεία του Θεού μ’ αυτόν. «Ιδού, εγώ είμαι ουτιδανός,» δήλωσε ο Ιώβ. «Τι δύναμαι να αποκριθώ προς σε; Θέλω βάλει την χείρα μου επί το στόμα μου· άπαξ ελάλησα και δεν θέλω αποκριθή πλέον· μάλιστα, δις· αλλά δεν θέλω επιπροσθέσει.» (Ιώβ 40:4, 5) Αφού ο Ιεχωβά είχε ρωτήσει τον Ιώβ ακόμη κάτι σχετικά με την απεριόριστη σοφία Του, η οποία εκδηλώνεται στο ζωικό βασίλειο, ο Ιώβ ανεφώνησε: «Εξεύρω ότι δύνασαι τα πάντα, και ουδείς στοχασμός σου δύναται να εμποδισθή. Ήκουον περί σου με την ακοήν του ωτίου, αλλά τώρα ο οφθαλμός μου σε βλέπει· δια τούτο βδελύττομαι εμαυτόν, και μετανοώ εν χώματι και σποδώ»—Ιώβ 42:2, 5, 6.
Σαν ανταμοιβή για την υπομονή του Ιώβ, ο Ιεχωβά απεκατέστησε την υγεία του, τον ευλόγησε με διπλάσια αποκτήματα απ’ όσα είχε προηγουμένως και παρέτεινε τη ζωή του για 140 ακόμη χρόνια. «Και ετελεύτησεν ο Ιώβ, γέρων και πλήρης ημερών.»—Ιώβ 42:10, 16, 17.
Ο Ιώβ είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα για τους λάτρεις του Θεού σήμερα. Υπέστη μια εξαντλητική δοκιμασία για λόγους άγνωστους σ’ αυτόν εκείνο τον καιρό· ωστόσο, αρνήθηκε να πικραθή εναντίον του Θεού. Μολονότι ευρίσκετο σε σύγχυσι ως προς το γιατί αναγκάσθηκε να υποφέρη, ανεγνώρισε το γεγονός ότι, ό,τι επιτρέπει ο Θεός, πρέπει να εξυπηρετή κάποιον χρήσιμο σκοπό.
Δεν συμφωνείτε ότι το βιβλίο του Ιώβ έχει μεγάλη αξία για τους λάτρεις του Θεού σήμερα; Γιατί να μη διαθέσετε χρόνο να το διαβάσετε προσεκτικά μόλις μπορέσετε;