Μεμφιβοσθέ—Ένας Άνθρωπος με Εκτίμησι
Ο ΜΕΜΦΙΒΟΣΘΕ ή Μερίβ-βαάλ ήταν γιος του Ιωνάθαν και εγγονός του Βασιλέως Σαούλ. Ωστόσο, το ότι ήταν μέλος της πρώτης βασιλικής οικογενείας του Ισραήλ, δεν του έδιδε καμμιά υπόσχεσι για ένα ένδοξο μέλλον. Γεννήθηκε όταν ο παππούς του Σαούλ είχε χάσει τη βασιλεία. Εν συνεχεία, όταν ο Μεμφιβοσθέ ήταν πέντε ετών, ο πατέρας του και ο παππούς του φονεύθηκαν στη μάχη. Η τροφός του Μεμφιβοσθέ, ακούγοντας αυτή την είδησι, πανικοβλήθηκε και έφυγε, παίρνοντας το μικρό μαζί της. Στη βιασύνη της να φύγη, ο Μεμφιβοσθέ έπεσε και έμεινε ανάπηρος για όλη του τη ζωή, κουτσαίνοντας και από τα δύο πόδια. Μετά από επτά χρόνια περίπου, ο θείος του Ις-βοσθέ δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. (2 Σαμ. 4:4-8) Πραγματικά, ο Μεμφιβοσθέ ήταν ένα θύμα τραγωδίας. Αλλά το γεγονός αυτό δεν τον έκανε να νοιώθη πικρία. Μεγάλωσε και έγινε ένας άνθρωπος με εκτίμησι.
Ο Μεμφιβοσθέ νυμφεύθηκε νωρίς στη ζωή του και απέκτησε ένα γιο τον οποίον ωνόμασε Μιχά. Ο Μεμφιβοσθέ και η οικογένειά του κατοικούσε με τον Μαχείρ, έναν εξέχοντα, πλούσιο άνθρωπο που έμενε στη Λο-δεβάρ, πόλι της Γαλιλαίας.—2 Σαμ. 9:4, 12· παράβαλε με 2 Σαμουήλ 17:27-29.
Αργότερα, ο Βασιλεύς Δαβίδ εκδήλωσε εύνοια σ’ αυτό το γιο του Ιωνάθαν. Αφού ο Δαβίδ είχε εγκατασταθή σταθερά στη βασιλεία όλου του Ισραήλ επί αρκετά χρόνια, έδωσε στοχαστική προσοχή στη μεθ’ όρκου υπόσχεσι που είχε κάνει στο φίλο του Ιωνάθαν. (1 Σαμ. 20:42) Χάριν του Ιωνάθαν, ο Δαβίδ ήθελε να επεκτείνη την καλωσύνη του προς όλους εκείνους που είχαν απομείνει από τον οίκο του Σαούλ. Από τον δούλο του Σαούλ Σιβά, ο Δαβίδ έμαθε για τον Μεμφιβοσθέ και χωρίς καθυστέρησι κάλεσε το γιο του Ιωνάθαν. Με ταπεινότητα, ο Μεμφιβοσθέ υποκλίθηκε ενώπιον του Δαβίδ. «Και είπεν ο Δαβίδ, Μεμφιβοσθέ· Ο δε είπεν, Ιδού, ο δούλος σου.» Πιθανώς η φωνή του Μεμφιβοσθέ αντανακλούσε φόβο, διότι ο Δαβίδ αμέσως τον διαβεβαίωσε: «Μη φοβού· διότι βεβαίως θέλω κάμει προς σε έλεος, χάριν Ιωνάθαν του πατρός σου, και θέλω αποδώσει εις σε πάντα τα κτήματα Σαούλ του πατρός σου· και συ θέλεις τρώγει άρτον επί της τραπέζης μου διά παντός.»—2 Σαμ. 9:1-7
Γιατί φοβήθηκε ο Μεμφιβοσθέ; Ας μη ξεχνούμε ότι ο θείος του Ις-βοσθέ βασίλευσε ως αντίπαλος βασιλεύς του Δαβίδ, και έτσι ο Μεμφιβοσθέ θα μπορούσε να θεωρηθή ότι είχε κάποια αξίωσι στη βασιλεία. Επειδή ήταν σύνηθες για τους άρχοντες της Ανατολής να διασφαλίζουν τη θέσι τους φονεύοντας κάθε πιθανό αντίπαλο, ο Μεμφιβοσθέ μπορεί να φοβήθηκε για τη ζωή του.
Το γεγονός ότι ο βασιλεύς του έδειξε ευμένεια πρέπει να δημιούργησε πραγματική έκπληξι στο Μεμφιβοσθέ. Εν πρώτοις, υπήρχε το ζήτημα της γης που ανήκε στο Σαούλ. Είναι πιθανόν ότι ο Δαβίδ, αποκτώντας τη βασιλεία σ’ όλο τον Ισραήλ, κέρδισε και τον έλεγχο αυτής της γης. Ή, μετά το θάνατο του Σαούλ, μπορεί να την οικειοποιήθηκαν άλλοι. Όπως και αν έχη το πράγμα, ο Δαβίδ αποφάσισε να επιστραφή η περιουσία στον δικαιωματικό κληρονόμο, τον Μεμφιβοσθέ. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Μεμφιβοσθέ επρόκειτο ν’ απολαύση μια θέσι τιμής στην αυλή του Δαβίδ. Θα ήταν προνόμιό του να τρώγη τακτικά στο βασιλικό τραπέζι. Αυτή ήταν μια εύνοια που παρείχετο συνήθως όχι σε αβοήθητους ανάπηρους, αλλά σε άνδρες οι οποίοι διεκρίνοντο για έργα ανδρείας.
Με βαθειά εκτίμησι, ο Μεμφιβοσθέ υποκλίθηκε ενώπιον του Δαβίδ, λέγοντας: «Τις είναι ο δούλος σου, ώστε να επιβλέψης εις τοιούτον κύνα τεθνηκότα οποίος εγώ;» (2 Σαμ. 9:8) Η καλωσύνη του Δαβίδ τον κατέπληξε. Κατά τη γνώμη του, ο Μεμφιβοσθέ ήταν εντελώς ανάξιος τέτοιας προσοχής. Και όταν αναφέρθηκε στον εαυτό του σαν «κύνα τεθνηκότα,» ανεγνώριζε ότι κατείχε την πιο ταπεινή δυνατή θέσι.
Ο Δαβίδ τότε διευθέτησε ώστε ο Σιβά να καλλιεργή τον αγρό που επέστρεψε στον Μεμφιβοσθέ. Τα προϊόντα του αγρού επρόκειτο να εξυπηρετήσουν ως το μέσον για τη συντήρησι της οικογενείας και των δούλων του Μεμφιβοσθέ. Η έκτασις της γης πρέπει να ήταν μεγάλη, επειδή χρειαζόταν τις υπηρεσίες του Σιβά, των 15 γιων του και των 20 δούλων του.—2 Σαμ. 9:9, 10· 19:17.
Ο Σιβά εξετέλεσε τις διαταγές του Δαβίδ, αλλά προφανώς αναζητούσε την ευκαιρία να γίνη κύριος της περιουσίας του Μεμφιβοσθέ. Αυτή η ευκαιρία παρουσιάσθηκε όταν επαναστάτησε ο γιος του Δαβίδ ο Αβεσσαλώμ. Καθώς ο Δαβίδ έφευγε από την Ιερουσαλήμ, τον συνάντησε ο Σιβά με τ’ απαιτούμενα εφόδια. Απαντώντας σ’ ερώτησι του Δαβίδ σχετικά με τον Μεμφιβοσθέ, ο Σιβά απάντησε συκοφαντικά: «Ιδού, κάθηται εν Ιερουσαλήμ· διότι είπε, Σήμερον ο οίκος Ισραήλ θέλει επιστρέψει προς εμέ την βασιλείαν του πατρός μου.» (2 Σαμ. 16:3) Δυστυχώς, ο Δαβίδ δέχθηκε τη συκοφαντία χωρίς καμμιά αμφισβήτησι. Διωγμένος όπως ήταν από τον γιο του Αβεσσαλώμ, ο Δαβίδ προφανώς τα είχε αρκετά χαμένα για να πιστέψη ότι ο Μεμφιβοσθέ είχε γίνει άπιστος. Έτσι, ο Δαβίδ υποσχέθηκε να δώση τη γη του Μεμφιβοσθέ στον Σιβά.
Σ’ ολόκληρο το διάστημα που ο Δαβίδ αναγκάσθηκε να ζήση μακρυά από την πρωτεύουσα, ο Μεμφιβοσθέ, σε έκφρασι της λύπης του για την καταθλιπτική κατάστασι στην οποία βρισκόταν ο Δαβίδ, παραμέλησε την προσωπική του εμφάνισι. Αφού συνετρίβη η επανάστασις του Αβεσσαλώμ, ο Μεμφιβοσθέ, σ’ αυτή την φανερή κατάστασι θλίψεως, συνάντησε τον Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ, ο οποίος τον υποδέχθηκε με τα εξής λόγια: «Διά τι δεν ήλθες μετ’ εμού, Μεμφιβοσθέ;» (2 Σαμ. 19:25) Έχοντας υπ’ όψιν ό,τι είχε πη ο Σιβά, ήταν φυσικό να κάνη αυτή την ερώτησι ο Δαβίδ. Ο Μεμφιβοσθέ απάντησε:
«Κύριέ μου βασιλεύ, ο δούλος μου με ηπάτησε· διότι ο δούλος σου είπε, Θέλω στρώσει δι’ εμαυτόν τον όνον, και θέλω αναβή επ’ αυτόν και υπάγει προς τον βασιλέα· διότι ο δούλος σου είναι χωλός· και εσυκοφάντησε τον δούλον σου προς τον κύριόν μου τον βασιλέα· πλην ο κύριός μου ο βασιλεύς είναι ως άγγελος Θεού· κάμε λοιπόν το αρεστόν εις τους οφθαλμούς σου· διότι πας ο οίκος του πατρός μου δεν ήτο παρά άξιος θανάτου ενώπιον του κυρίου μου του βασιλέως· συ όμως κατέταξας τον δούλον σου μεταξύ εκείνων οίτινες έτρωγον επί της τραπέζης σου· και τι δίκαιον έχω εγώ πλέον, και διά τι να παραπονώμαι έτι προς τον βασιλέα;»—2 Σαμ. 19:26-28.
Όταν το άκουσε αυτό ο Δαβίδ, πρέπει να κατάλαβε το σφάλμα του που πίστεψε τα λόγια του Σιβά, και αυτό προφανώς τον εξαγρίωσε. Δεν ήθελε ν’ ακούση τίποτε περισσότερο γι’ αυτό το ζήτημα, διότι είπε στον Μεμφιβοσθέ: «Διά τι λαλείς έτι περί των πραγμάτων σου; Εγώ είπα, Συ και ο Σιβά διαμοιράσθητε τους αγρούς.»—2 Σαμ. 19:29.
Ο Μεμφιβοσθέ δεν προσεβλήθη από τον τρόπο με τον οποίο χειρίσθηκε τα ζητήματα ο Δαβίδ. Δεν ενδιαφερόταν για την υλική απώλεια. Το ουσιώδες πράγμα γι’ αυτόν ήταν που ο Δαβίδ επέστρεψε σώος στην Ιερουσαλήμ. Έτσι, ο Μεμφιβοσθέ είπε: «Και τα πάντα ας λάβη [ο Σιβά] αφού ο κύριος μου ο βασιλεύς επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού εν ειρήνη.»—2 Σαμ. 19:30.
Μολονότι ο Μεμφιβοσθέ θα μπορούσε να είχε γίνει πιο σκληρός για τη μερίδα που είχε στη ζωή, εκτιμούσε τη ζωή. Λόγω των περιστάσεων που υπήρχαν εκείνο τον καιρό, θα μπορούσε να είχε φονευθή από τον Δαβίδ. Το γεγονός αυτό τον έκανε να αισθάνεται βαθειά ευγνωμοσύνη για το προνόμιο που είχε να τρώγη στο βασιλικό τραπέζι, και να υποτάσσεται ταπεινά και πιστά στις αποφάσεις του Βασιλέως Δαβίδ. Ο Μεμφιβοσθέ λοιπόν είναι ένα καλό παράδειγμα ανθρώπου ο οποίος εκτιμούσε ό,τι είχε και δεν θρηνούσε για ό,τι δεν είχε. Είθε κι εμείς, επίσης, να δείχνωμε εκτίμησι σαν τον Μεμφιβοσθέ.