Ευγνώμονες που ο Ιεχωβά Απάντησε στις Προσευχές Μας
Αφήγηση υπό Άντζελο Κλέηβ
«ΕΙΣ ΤΗΝ ελπίδα χαίροντες, εις την θλίψιν υπομένοντες, εις την προσευχήν προσκαρτερούντες.» Αυτή η συμβουλή, που την είχα διαρκώς στο μυαλό μου, με βοήθησε ν’ απολαύσω μια ζωή ολοχρόνιας υπηρεσίας στον Ιεχωβά.—Ρωμ. 12:12.
Ήμουν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά της οικογενείας και γεννήθηκα το 1936 στο μικρό νησί Άντα κοντά σε μια ονομαστή τουριστική περιοχή, γνωστή σαν τα Εκατό Νησιά του Πανγκασινάν στις Φιλιππίνες. Το σπίτι μας, που ήταν φτιαγμένο από ξύλα και καλάμια και απείχε περίπου πεντακόσια μέτρα (0,3 μίλια) από τη θάλασσα, περιβαλλόταν από λουλούδια και δένδρα μάνγκο, και ήταν μια απόλαυσις και για τα μάτια και για τη γεύσι. Δυστυχώς, ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν μόνο τριών ετών. Η μητέρα μου, εκτός από τη μεγάλη θλίψι της που έχασε το σύζυγό της, ανησυχούσε πολύ για το πώς θα μπορούσε να μάς αναθρέψη με τον καλύτερο τρόπο. Ευτυχώς, είχε ακόμη ένα μικρό αγρόκτημα κι έτσι η αποθήκη που βρισκόταν πίσω από το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτη από αποθέματα ρυζιού. Η μητέρα μου ήταν μια γυναίκα αφοσιωμένη στις θρησκευτικές της πεποιθήσεις σαν μέλος της Ανεξάρτητης Εκκλησίας των Φιλιππίνων.
Το 1945, ακριβώς μετά την ερήμωσι που είχε προκαλέσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στις Φιλιππίνες, άρχισαν να συμβαίνουν σπουδαίες αλλαγές μετά την επίσκεψι δύο νεαρών γυναικών που κήρυτταν ότι η βασιλεία του Θεού ήταν η μόνη ελπίδα για το ανθρώπινο γένος. Η μητέρα μου δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον, αλλά ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Πρεζαλίνο, δέχθηκε πρόθυμα τις δύο μάρτυρες του Ιεχωβά και συζήτησε μαζί τους πολλά Γραφικά θέματα από το πρωί μέχρι αργά εκείνη τη νύχτα. Την άλλη μέρα, ο Πρεζαλίνο προσκάλεσε τον ξάδελφο μου Εντουάρντο να πάη μαζί του καθώς θα συνώδευε αυτές τις γυναίκες πίσω στο σπίτι τους με το πλοίο.
Όταν ο αδελφός μου και ο ξάδελφός μου επέστρεψαν μετά από λίγες μέρες, είπαν σε όλους με ενθουσιασμό ότι είχαν ήδη βαπτισθή σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά! Ο Πρεζαλίνο εξήγησε πρόθυμα ότι η βασιλεία για την οποία προσευχόμαστε τόσο συχνά στο «Πάτερ ημών» θα έφερνε σε πολλούς αιώνια ζωή σε μια παραδεισιακή γη. (Ματθ. 6:9, 10· Λουκ. 23:43) Η μητέρα μου, αν και στην αρχή δεν ενδιαφέρθηκε, σύντομα πείσθηκε ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Αμέσως καθάρισε το σπίτι μας από τους εσταυρωμένους και τα είδωλα του Ιωσήφ, της Μαρίας και άλλων «αγίων.» Επίσης, σταμάτησε να μασά καρύδα του βετέλ. Μετά από λίγους μήνες, ήλθε να μάς επισκεφθή ο πατέρας των δύο κοριτσιών που ήσαν Μάρτυρες. Συγκινήθηκε όταν βρήκε μια ομάδα να μελετά τη Γραφή κάτω από την κατεύθυνσι του Πρεζαλίνο. Δώδεκα άτομα βαπτίσθηκαν τότε, στα οποία περιλαμβανόταν η μητέρα μου, δυο αδελφοί μου, η αδελφή μου και δυο νύφες μου. Αμέσως, σχηματίσθηκε μια εκκλησία με όλους αυτούς. Δυο από τους αδελφούς μου, καθώς και ο ξάδελφός μου Εντουάρντο, διωρίσθηκαν να έχουν την ευθύνη.
Στο μικρό μας σχολείο που αποτελείτο περίπου από 120 μαθητές, συχνά με χλεύαζαν λόγω της αυξανόμενης πίστεώς μου. Όλα τα παιδιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά αντιμετώπιζαν πιέσεις επειδή αρνούντο να συμμετάσχουν σε ειδωλολατρικές πράξεις στο σχολείο. Αυτές οι πιέσεις τελικά μ’ εμπόδισαν να λάβω ανώτερη κοσμική εκπαίδευσι. Αυτό με απογοήτευσε. Ωστόσο, η μητέρα μου με βοήθησε να εμπιστεύωμαι στον Ιεχωβά και να καλλιεργήσω τη σχέσι μου μαζί του με προσευχή και περισσότερη Γραφική μελέτη. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Σε ηλικία 15 ετών, ήμουν μεταξύ των 522 ατόμων που βαπτίσθηκαν στις 22 Απριλίου 1951, στην εθνική συνέλευσι που έγινε στην Πόλι Κεσόν.
ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΟΥ ΝΑ ΓΙΝΩ ΟΛΟΧΡΟΝΙΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ ΕΛΑΒΑΝ ΑΠΑΝΤΗΣΙ
Αυτή η συνέλευσις διήγειρε την επιθυμία μου να γίνω σκαπανεύς, όπως ονομάζονται οι ολοχρόνιοι διαγγελείς της Βασιλείας. Στη διάρκεια του ταξιδιού επιστροφής και σε οικογενειακές συζητήσεις, αυτό αποτελούσε το κύριο θέμα στη διάνοια και στις προσευχές μου. Μολονότι η αρχική αντίδρασις της μητέρας μου ήταν αρνητική, τελικά μου επέτρεψε να γίνω σκαπανεύς «διακοπών» για μερικούς μήνες. Αυτοί οι λίγοι μήνες ήσαν πάρα πολύ ικανοποιητικοί και ενίσχυσαν την απόφασί μου να γίνω τακτικός σκαπανεύς.
Την 1 Μαρτίου 1953, πραγματοποίησα αυτό το σκοπό. Μαζί μ’ αυτό άρχισα να μαθαίνω μια καινούργια γλώσσα—τη γλώσσα Ιλόκο. Γιατί χρειαζόταν αυτό; Υπάρχουν τουλάχιστον 87 διάλεκτοι στις Φιλιππίνες κι εγώ μιλώ τη γλώσσα Μπολινάο, αλλά στον τομέα που θα έδινα μαρτυρία υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μιλούν τη γλώσσα Ιλόκο. Αυτή η γλώσσα ήταν η πρώτη από πολλές καινούργιες γλώσσες που θάπρεπε να μάθω για να μπορέσω να διδάξω σε περισσότερους ανθρώπους την αλήθεια της Αγίας Γραφής. Κάθε φορά, βασιζόμουν πολύ στη βοήθεια του Ιεχωβά και προσευχόμουν να ευλογήση τις προσπάθειές μου.
Όταν συνεργαζόμουν με την Εκκλησία Ιλογκμαλίνο που βρισκόταν σ’ ένα μικρό χωριό που γειτόνευε με μια αμμώδη παραλία στην Κινεζική Θάλασσα, είχα μια ασυνήθιστη πείρα. Ένας νεαρός, τον οποίο συνάντησα στο σπίτι του, ταράχθηκε τόσο πολύ όταν κατάλαβε ότι ήμουν Μάρτυς, ώστε μ’ έβγαλε έξω και με προειδοποίησε να μην ξαναπάω στο σπίτι του. Την επόμενη βδομάδα μάς επισκέφθηκε ο περιοδεύων επίσκοπος περιοχής και κανονίσαμε να επισκεφθούμε μαζί μερικά σπίτια στην ίδια περιοχή. Ο επίσκοπος περιοχής, χωρίς να ξέρη την πείρα μου, μου είπε ν’ αρχίσωμε από το ίδιο εκείνο σπίτι στο οποίο ο νεαρός είχε δείξει τόση εχθρότητα.
Η πρώτη μου σκέψις ήταν να παραλείψουμε εκείνο το σπίτι· αλλά μετά από προσευχή στον Ιεχωβά, αποφάσισα να του κάνωμε μια ακόμη επίσκεψι. Τι έκπληξις! Ο νεαρός άκουσε προσεκτικά, συμφώνησε να μελετήση την Αγία Γραφή και ήλθε για πρώτη φορά στη συνάθροισι εκείνη τη βδομάδα. Έκανε ταχεία πνευματική πρόοδο και βαπτίσθηκε σε μια συνέλευσι μετά από λίγους μόνο μήνες. Τι ήταν εκείνο που είχε υποκινήσει την ξαφνική αλλαγή σε μια βδομάδα; Μετά την άσχημη συμπεριφορά του προς εμένα, είχε πάθει κάποιο ατύχημα. Επειδή το θεώρησε αυτό σαν τιμωρία, αποφάσισε τουλάχιστον να είναι ευγενικός στον επόμενο Μάρτυρα που θα έβλεπε. Πράγματι ήταν ευγενικός, και του άρεσαν όσα άκουσε.
Τρεις από μας, σκαπανείς, χρησιμοποιούσαμε συχνά μια αλιευτική λέμβο μήκους έξη μέτρων (20 ποδών) για να επισκεπτώμεθα τα γύρω νησιά και να δίνουμε ομιλίες. Καθώς επιστρέφαμε στο σπίτι αργά μια νύχτα, ο καιρός ξαφνικά άλλαξε. Αντιμετωπίσαμε μεγάλη δυσκολία! Ψηλά κύματα αναποδογύρισαν τη βάρκα και αναγκασθήκαμε να κολυμπήσωμε μέσα στην τρικυμισμένη θάλασσα, δυο χιλιόμετρα (1,25 μίλια) μέχρι την ακτή. Ο ανηψιός μου κι εγώ βρήκαμε κάπως τη δύναμι να βοηθήσωμε και την ανηψιά μου και, μολονότι χάσαμε τα αποκτήματά μας, καταφέραμε να φθάσωμε ασφαλείς στην ακτή. Ευχαριστήσαμε τον Ιεχωβά που μάς έσωσε τη ζωή.
Ο επόμενος διορισμός μου μ’ έφερε σε μια πόλι μακριά από το σπίτι μου. Εκεί κατάλαβα πόσο αληθινά είναι τα λόγια του Ιησού: «Πας όστις αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματός μου, εκατονταπλάσια θέλει λάβει και ζωήν αιώνιον θέλει κληρονομήσει.» (Ματθ. 19:29) Οι αδελφοί και οι αδελφές ήσαν τόσο καλοί και στοργικοί ώστε σε λίγο χρονικό διάστημα απολαμβάναμε μια θαυμάσια, υγιή, στενή σχέσι. Ο δεσμός που είχαμε αναπτύξει ήταν τόσο ισχυρός ώστε όταν αργότερα έφυγα για τον πρώτο μου διορισμό σαν ειδικός σκαπανεύς στην επαρχία Μπουλακάν κανείς από μάς δεν μπορούσε να συγκρατήση τα δάκρυα που αυλάκωναν τα πρόσωπά μας καθώς αποχαιρετιόμασταν.
Στους επόμενους δύο διορισμούς μου είχα καινούργιους συντρόφους και έμαθα πώς να ζω και να συνεργάζωμαι με ανθρώπους που έχουν διαφορετικές προσωπικότητες. Ο πρώτος απ’ αυτούς τους διορισμούς είχε σαν αποτέλεσμα να μάθω άλλη μια γλώσσα, την Ταγκαλόγκ, την εθνική γλώσσα. Στο δεύτερο διορισμό, αισθάνθηκα για πρώτη φορά τη μοναδική χαρά να βοηθήσω στην ίδρυσι μιας νέας εκκλησίας. Γι αυτό χρειάσθηκαν περισσότερα από δύο χρόνια επιμελούς εργασίας, συνεχών προσευχών και εμπιστοσύνης στον Ιεχωβά ο οποίος «δίνει την αύξησιν.»—1 Κορ. 3:5-9.
ΑΛΛΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Η ευγνωμοσύνη μου αυξήθηκε όταν, μετά από τρία χρόνια στην υπηρεσία ειδικού σκαπανέως, διωρίσθηκα να κάνω επισκέψεις περιοχής σε 20 περίπου εκκλησίες, στις οποίες περιλαμβανόταν και η πατρίδα μου. Μπορείτε να φαντασθήτε τη χαρά μου καθώς πήγαινα σε μια Γραφική μελέτη με τη μητέρα μου και τη βοηθούσα να διδάξη σε κάποιο άλλο άτομο τις αλήθειες που αυτή η ίδια δεν είχε δεχθή με μεγάλη προθυμία στην αρχή; Μετά από δυο χρόνια στο έργο περιοχής, δοκίμασα μια άλλη χαρά, όταν νυμφεύθηκα τη Λουκρέσια στις 17 Ιανουαρίου 1962. Τα επτάμισυ χρόνια που είχε δαπανήσει στο έργο τακτικού και ειδικού σκαπανέως πριν από το γάμο μας αποτελούσαν ένδειξι της αγάπης της για την υπηρεσία του Ιεχωβά και εξακολουθεί να είναι για μένα πηγή βοηθείας και ενθαρρύνσεως από τότε. Ασφαλώς, αυτός ήταν άλλος ένας λόγος για να είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά.—Παρ. 19:14.
Συχνά ήταν δύσκολο να κάνωμε επισκέψεις περιοχής, αλλά οι αμοιβές ήσαν μεγάλες. Σε μια περίπτωσι, για να φθάσωμε στο Χωριό Αγκουμανάυ χρειάσθηκε να σκαρφαλώσωμε πάνω σε βουνά, χρησιμοποιώντας ένα ολισθηρό, λασπώδες μονοπάτι, ένα ταξίδι που διήρκεσε 12 ώρες! Αλλά πόσο χαρήκαμε όταν, φθάνοντας, διαπιστώσαμε ότι οι περισσότεροι από τους κατοίκους του χωριού ήσαν Μάρτυρες του Ιεχωβά! Μας υποδέχθηκαν με μελωδίες αίνου προς τον Ιεχωβά—ύμνους που είχαν συνθέσει οι ίδιοι. Καθημερινά, 50 περίπου απ’ αυτούς τους ταπεινούς αδελφούς μάς συνώδευαν καθώς επισκεπτόμεθα τα γύρω χωριά για να μιλήσωμε για τα αγαθά νέα της Βασιλείας.
Αλλά ωρισμένες συνθήκες διαβιώσεως παρουσιάζουν κινδύνους, και τελικά αρρώστησα από ηπατίτιδα. Έτσι, χρειάσθηκε να κάνωμε μια αλλαγή στην υπηρεσία μας, και να επιστρέψωμε στην υπηρεσία ειδικού σκαπανέως από το Φεβρουάριο του 1965 μέχρι τον Ιούλιο του 1966, οπότε ήμουν αρκετά καλά για ν’ αναλάβω πάλι τις επισκέψεις περιοχής, αυτή τη φορά στην Επαρχία Τάρλακ στην κεντρική Λουσόν. Εκεί οι αντάρτες (Χακς) δυσκόλευαν τα πράγματα και πολλοί άνθρωποι είχαν φονευθή. Μολονότι δεν μπορούσαν συχνά να γίνωνται τακτικές συναθροίσεις, μπορούσαμε να βοηθούμε τους ομοπίστους μας πνευματικά με το να τους επισκεπτώμαστε στα σπίτια τους. Μια μέρα, όταν παίρναμε το πρωινό μας μ’ έναν αδελφό και την οικογένειά του στο μικρό τους σπίτι, που ήταν φτιαγμένο από ξύλα και καλάμια και είχε σιδερένια στέγη, περικύκλωσαν ξαφνικά το σπίτι δυο αυτοκίνητα με στρατιώτες. Με προτεταμένα τα όπλα, μάς ανάκριναν τον καθένα στη σειρά. Είχα τη σπάνια ευκαιρία να εξηγήσω τα «αγαθά νέα» στο διοικητή. Ικανοποιημένοι που δεν ήμαστε αντάρτες, έφυγαν. Για μια ακόμα φορά η εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά είχε ανταμειφθή.—Παρ. 29:25.
ΕΚΜΑΘΗΣΙΣ ΜΙΑΣ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Μια επιστολή με ημερομηνία 31 Αυγούστου 1967 από την Εταιρία Σκοπιά με κατέπληξε πολύ. Μας προσκαλούσαν ν’ αναλάβωμε ιεραποστολική υπηρεσία στην Ινδονησία. Με προσευχή, ζητήσαμε την καθοδηγία του Ιεχωβά και κατόπιν δεχθήκαμε την πρόσκλησι. Έτσι, μαζί με έξη άλλους Φιλιππινέζους, φθάσαμε στη Τζακάρτα στις 18 Φεβρουαρίου 1968.
Στις πρώτες συναθροίσεις που παρακολουθούσαμε στην Ινδονησιακή γλώσσα, το μόνο που μπορούσα να λέω στους πνευματικούς αδελφούς και αδελφές μου ήταν «Σελαμάτ σόρε. Σελαμάτ ντατάνγκ. Σιλαχκάν μαζούκ.» («Καλησπέρα. Καλώς ήλθατε. Παρακαλώ περάστε.») Άρχισα αμέσως «υπερεντατικά μαθήματα» στην Ινδονησιακή γλώσσα 11 ώρες την ημέρα. Όταν τελείωσα αυτά τα μαθήματα, διωρίσθηκα να φροντίζω μια καινούργια εκκλησία. Τι δοκιμασία ήταν αυτό για μένα! Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν να βελτιώσω τις γνώσεις μου σ’ αυτή τη γλώσσα. Διαπιστώσαμε ότι ο καλύτερος τρόπος για να μάθωμε τη γλώσσα ήταν να συμμετέχωμε με επιμέλεια στο έργο μαρτυρίας από σπίτι σε σπίτι. Οι κάτοικοι της Τζακάρτα ήσαν φιλόξενοι και εξυπηρετικοί, μάς προσκαλούσαν στα σπίτια τους και προσπαθούσαν ευγενικά να μάς καταλάβουν. Μ’ αυτό τον τρόπο, κάναμε γρήγορη πρόοδο, επειδή η Ινδονησιακή γλώσσα μοιάζει κάπως με μερικές διαλέκτους των Φιλιππίνων. Έτσι, μετά από οκτώ μόνο μήνες, διωρισθήκαμε και πάλι να κάνωμε επισκέψεις περιοχής, χρησιμοποιώντας τη νέα γλώσσα που είχαμε μάθει, την Ινδονησιακή.
Μετά από λίγο καιρό στην περιοχή της Τζακάρτα διορισθήκαμε να επισκεπτώμεθα τις εκκλησίες του νησιού Σουλαβέζι. Εκεί, η έλλειψις μέσων μεταφοράς και οι ανώμαλοι δρόμοι αποτελούσαν δοκιμασία για μάς, αλλά και πάλι η αγάπη των αδελφών έκανε τις προσπάθειές μας αξιόλογες. Σε μια εκκλησιαστική συνάθροιση μια γυναίκα πλησίασε τη σύζυγό μου και της είπε: «Σε παρακαλώ, προσευχήσου να μπορέσω να υπομείνω τα παθήματα που μου επιφέρει ο σύζυγός μου χάρι της αληθείας.» Την ενθαρρύναμε κάπως, την παρηγορήσαμε από την Αγία Γραφή και προσευχηθήκαμε πράγματι γι’ αυτή, αλλά αργότερα χάσαμε τα ίχνη της, επειδή ο σύζυγός της μετακινείτο σε διάφορες απομονωμένες περιοχές για ν’ απομακρύνη τη σύζυγό του από τους Μάρτυρες. Μετά από δυο χρόνια, τι έκπληξις ήταν για μάς όταν είδαμε αυτή τη γυναίκα μεταξύ εκείνων που βαπτίσθηκαν σε μια συνέλευσι περιοχής!
ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΗ ΠΙΕΣΙΣ
Το 1976, προσπαθούσαμε να διευθετήσωμε μια συνέλευσι για τους αδελφούς του νησιού Σουλαβέζι στην πόλι Μανάντο. Ζητήσαμε πέντε διαφορετικές αίθουσες, αλλά οι αιτήσεις μας απορρίφθηκαν όλες. Τελικά, βρήκαμε μια κατάλληλη αίθουσα αλλά το νοίκι που ζητούσαν, 260.000 νέες ρουπίες (627 δολλάρια Η.Π.) ξεπερνούσε τις δυνατότητές μας. Πόσο εκπλαγήκαμε όταν κάποιος που δεν ήταν Μάρτυς δώρισε 100.000 νέες ρουπίες! Κατόπιν, ένας ομόπιστός μας έκανε μια αρκετά μεγάλη συνεισφορά, κι έτσι μπορέσαμε να νοικιάσωμε την αίθουσα. Διεξήχθη μια θαυμάσια συνέλευσις, που ήταν πράγματι θεία πρόνοια διότι, όπως αποδείχθηκε, ήταν η τελευταία μεγάλη σύναξις για τους αδελφούς μας σ’ εκείνη την περιοχή, επειδή η εναντίωσις στη δράσι μας αυξήθηκε.
Στην αρχή μάς απαγόρευσαν να κάνωμε επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι. Αλλά οι αδελφοί έμαθαν πώς να εντοπίζουν ανθρώπους στους οποίους μπορούσαν να μιλήσουν. Έτσι, εντοπίσθηκαν πολλά ενδιαφερόμενα άτομα και το έργο εξακολούθησε να προοδεύη.
Κατόπιν, μάς απαγόρευσαν να συναθροιζώμαστε σε ιδιωτικά σπίτια. Οι αδελφοί άρχισαν να χτίζουν περισσότερες Αίθουσες Βασιλείας. Αλλά στις 24 Δεκεμβρίου 1976, αναγγέλθηκε ολική απαγόρευσις των δραστηριοτήτων και των συναθροίσεων των Μαρτύρων του Ιεχωβά ως ατόμων καθώς και ως μελών του νόμιμου σωματείου τους, του Συλλόγου Σπουδαστών των Γραφών της Ινδονησίας. Γνωρίζαμε ότι δεν επρόκειτο να μάς ανανεώσουν τη βίζα μας, αλλά χαρήκαμε που δεν μάς ανάγκαζαν να φύγωμε αμέσως. Ζητήσαμε παράτασι κι ένας αξιωματικός της υπηρεσίας μεταναστεύσεως μάς έδωσε τελικά άλλες 10 μέρες. Μια μέρα προτού φύγωμε, απολαύσαμε ένα «πικ-νικ» με 200 αδελφούς. Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία για ανταλλαγή ενθαρρύνσεως. (Ρωμ. 1:11, 12) Έτσι, αναγκασθήκαμε ν’ αφήσωμε τους αγαπητούς μας Ινδονήσιους αδελφούς και αδελφές μετά από εννέα ευχάριστα χρόνια υπηρεσίας μαζί τους.
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΕ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ
Χαρήκαμε, όμως, που θα μπορούσαμε να υπηρετήσωμε τον Ιεχωβά κάπου αλλού—αυτή τη φορά στην Ταϊβάν. Και πάλι έπρεπε να μελετήσωμε μια καινούργια γλώσσα, αλλ’ αυτή τη φορά την Κινεζική γλώσσα των Μανδαρίνων, μια γλώσσα τελείως διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη που είχαμε μάθει μέχρι τώρα. Μολονότι πρόκειται για μια γλώσσα με τόνους που αλλάζουν τη σημασία των λέξεων που έχουν την ίδια προφορά, και δεν γράφεται με Λατινικά στοιχεία, κάνομε πρόοδο. Όπως και άλλες φορές στο παρελθόν, προσευχόμεθα στον Ιεχωβά να μάς βοηθήση να κηρύξωμε το «ευαγγέλιον της βασιλείας.» (Ματθ. 24:14) Εργαζόμαστε στη γοργά αυξανόμενη βιομηχανικά πόλι του Καοχσιούνγκ, που έχει 1.000.000 και πλέον κατοίκους. Η μικρή μας εκκλησία αποτελείται από 30 διαγγελείς των «αγαθών νέων,» έχει ένα μεγάλο τομέα. Αλλά πόσο ευτυχείς είμαστε που βλέπομε ότι ο αριθμός των ατόμων που παρακολουθούν τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας είναι υπερδιπλάσιος από τον αριθμό των ευαγγελιζομένων!
Στη διάρκεια των 30 σχεδόν ετών που πέρασαν από τότε που αφιερωθήκαμε στον Ιεχωβά, έχομε δει αμέτρητες φορές ότι η πορεία που συνιστά ο απόστολος Παύλος είναι η καλύτερη. Έχοντας δαπανήσει 25 απ’ αυτά τα χρόνια στην ολοχρόνια υπηρεσία, γνωρίζομε ότι αν ένα άτομο «χαίρη εις την ελπίδα, υπομένη εις την θλίψιν, προσκαρτερή εις την προσευχήν,» η ευλογία του Ιεχωβά πλουτίζει τη ζωή του.—Ρωμ. 12:12.